(Προφέρεται: Μπαλντήρ-γ-ια όπως καινούρ-γ-ια –όχι όπως πλυντήρια).

Τουρκομερίτικη έκφραση ορισμένων περιοχών της Β. Ελλάδας, που σημαίνει (επιτιμητικά) τα γυμνά-εκτεθειμένα μέρη του σώματος ή την γύμνια εν γένει.

Προέρχεται από την τούρκικη λέξη baldir = μοσχαράκι και συνεκδοχικώς ποδαράκι μοσχαριού.

Κατ’ επέκταση το σύνθετο baldırı çıplak σημαίνει γύμνια (όπως αγγλ. stark / bollocks naked = τσιτσίδι) και σήμερα πήρε τη σημασία των ακαλύπτων μελών του σώματος ιδίως της γυναίκας.

Αντίστοιχα στην Ελλάδα, τα (unisex) γυμνά μέρη του σώματος λέμε «κρέατα» και η πλήρης γύμνια λέγεται τσιτσίδι (είτε εκ του ιταλ. cicci = βυζιά/μαστοί είτε εκ του τουρκ. çırılçıplak = θεόγυμνος είτε εκ του παιδικού τσιτσί = κρέας), ενώ ειδικώτερα για τα γεννητικά όργανα, σώζονται στη νεοελληνική λογοτεχνία τα ντροπαλά: «Άσχημα κρέατα», η «φύση», το «γένος», το «φύλο» κλπ.

Την έκφραση χρησιμοποιεί ατόφια ο Νίκος Κοεμτζής στο βιβλίο του «Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο».

  1. Ρίξε κανα χράμι, κανα πεσκίρι πάνω σου και μάσ’ τα μπαλντήρια σου, μη μας γελάει ο μαχαλάς.

  2. -Τι έτσι θα μού ’ρθεις έξω;
    -Γιατί, τι έχω;
    -Που τά ’χεις βγάλει όλα όξω, αυτό λέω!
    -Ααα! Το σχέδιο; Είναι της μόδας, έτσι τα φοράνε τώρα…
    -Άμε παιδάκι μου ντύσου λέω, κι εσύ μην πουντιάσεις κι εγώ να μην τσακώνομαι με τους αρκουδόμαγκες για τα μπαλντήρια σου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο αντρικός όρχις. Χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, τα παπάρια.

- Κώστα, μου δίνεις το αυτοκίνητό σου για το βράδυ.
- Τι το θες;
- Να, ήρθε ένας περίεργος σήμερα στο μαγαζί, και μου ζητούσε τις πινακίδες. Ρε φίλε, έχω που έχω ένα φιατάκι σαράβαλο, να μου πάρουν και τις πινακίδες... Αφού ρε φίλε εγώ έχω τρέλα με την οδήγηση, το ξέρεις.
- Και το δικό μου τι το θες;
- Να ρε, να πάω να το παρκάρω έξω απ' το μαγαζί, κι άμα έρθει αυτός ο τυπάς, να του δείξω τις δικές σου τις πινακίδες.
-Τα παπάρια μου πάρε ρε μαλάκα. Να με μπλέξεις και μένα στις μπαγαποντιές σου θες ρε; Ουστ!

Ο Ζουράρις θεωρητικολογεί (από HODJAS, 22/06/10)(από HardcoreGR, 16/01/12)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για το αιδοίον του ανδρός (clopy paste του ορισμού της πόσθης από το Λεξικό Σουΐδα).

Πόθεν πούτσες;

Ο δρόμος της πούτσου είναι μακρύς, αινιγματικός και συχνά στρωμένος με αγγούρια.

Το Λεξικό Μπαμπινιώτη θεωρεί την ετυμολογία αβέβαιη και αναφέρει δύο εκδοχές: εκ του αρχαίου πόσθη (το δέρμα που περιβάλει το πέος) ή εκ του σλαβικού butsa (εξόγκωμα, προεξοχή).

Το Λεξικό Τριανταφυλλίδη αντιθέτως εικάζει ότι ετυμολογείται εκ του Τουρκικού puç (σχισμή ανάμεσα στους γλουτούς) ή εκ του Ιταλικού puzza (βρόμα).

Δέον να σημειωθεί ότι στην εβραιογερμανική διάλεκτο Yiddish, ο πούτσος αποκαλείται putz (βλ. και putzinstitut) το οποίο πιθανώς να ετυμολογείται εκ του γερμανικού ρήματος butzen(στολίζω).

Πόσθη, butsa, puç, puzzo ή putz λοιπόν;

Σύμφωνα με την επιστημονική αρχή της οικονομίας, γνωστής και ως Λεπίδα του Όκαμ, όταν δύο ή περισσότερες θεωρίες παρέχουν εξίσου ακριβείς προβλέψεις, πάντα επιλέγουμε την απλούστερη. Ωσεκτουτού, θεωρούμε ότι ο πούτσος ετυμολογείται εκ του πόσθη (πας πόσθων δε πουτσαράς) ενώ ο μπούτσος ετυμολογείται εκ του butsa. Εάν πάλι διαφωνείτε, ζμπούτσαμ!

Εν πάση περιπτώσει, είναι ηλίου φαεινότερο ότι έχει πέσει τρελλός διαπολιτισμικός / διασυνοριακός πούτσος ανά τους αιώνες για να υφίστανται τόσες ομοιότητες.

Βλ. το πέος για μια ενδελεχή και εμπεριστατωμένη καταγραφή του πούτσου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα αρχίδια. Μπορεί να τα υποκαταστήσει σαν λέξη σε όλες τους τις σημασίες, δίνοντας εκφραστικά ένα διαφορετικό, συνήθως ηπιότερο, αποτέλεσμα.

Μερικές συνήθεις χρήσεις του όρου, πιο συγκεκριμένα:

  1. Μπορεί να σημαίνει απλά τους όρχεις.

  2. Ως συνώνυμη των απαξιωτικών για αντικείμενο, πρόσωπο ή κατάσταση μούφα, μάπα, πίπα, κόφα, απάτη.

  3. Στην έκφραση αδιαφορίας «στα μπομπόλια μου» ως απόλυτα ισοδύναμης της «στ' αρχίδια μου».

  4. Για να καταδείξει ανδρισμό ή και αποτελεσματικότητα. Βλ. νάνος, αλλά με κάτι αρχίδια να, γκόμενα με αρχίδια, μηχάνημα μ' αρχίδια.

Η λέξη έγινε ευρύτερα γνωστή από το βιντεάκι του «Σαλονικιού στο Άμστερνταμ», το οποίο προβλήθηκε, εκτός από αλλού, και στην εκπομπή του Λάκη Λαζόπουλου Αλ Τσαντίρι Νιουζ. Από αυτό, άλλωστε, το βιντεάκι και τα σίκουέλ του, έχει αυτονομηθεί η έκφραση «μπομπόλια Ευρώπη!».

Η ετυμολογία της, όμως, δεν είναι εξίσου σαφής. Μπορεί εμείς εδώ στο slang.gr να είμαστε ό,τι να 'ναι αλλά, μερικές φορές πάνω στην τρέλα μας και από μεράκι, κάνουμε ρεπορτάζ - απλά δεν καταλήγουμε οπωσδήποτε κάπου... Τουλάστιχον εμείς το δηλώνουμε!

Ακολουθούν raw data που βαρέθηκαν να περιμένουν διασταύρωση στο word:

  1. Πολλοί το θεωρούν σαλονικιώτικο ή βορειοελλαδίτικο ιδιωματισμό, προφ λόγω του Μητσάρα, πρωταγωνιστή στα βιντεάκια (άσχετο: λαμπρό δείγμα νεο-μπαγιάτη κττμγ). Ωστόσο, με λίγο γούγλε-γούγλε, εντοπίστηκε σε εφημερίδα του Ελληνικού Γορτυνίας αλλά και σε γλωσσάρι κερκυραϊκών όρων.

  2. Επισταμένη τηλεφωνική και επιτόπια έρευνα σε πηγές μας, επανέλαβε την άγνοια των Μακεδόνων περί της προέλευσης του λήμματος και την πίστη τους ότι πρόκειται για νοτιοελλαδική υπόθεση. Εις εξ αυτών χαρακτηριστικά ανέφερε ότι ακουγόταν πολύ σε παρέα συμφοιτητών του εξ Ηλείας.

  3. Παράλληλες κυριολεκτικές σημασίες που εντοπίστηκαν στο ίντερνετ παραπέμπουν σε σαλιγκάρια (ξηράς και θαλάσσια), μπαλάκια γενικώς, βρασμένο καλαμπόκι (μάλλον ενν. οι κόκκοι αυτού), μικρά κομματάκια φελιζόλ σε λούτρινα ζωάκια, οι κόκκοι σταριού στα κόλλυβα, οι κόκκοι του χοντροκομμένου αλατιού, οι οποιοιδήποτε σπόροι.

  4. Άλλοι τύποι της ίδιας λέξης είναι μπουμπόλια, μπορμπόλια, μπόλια, μπουσμπουρέλια, αν όχι σε όλες τις σημασίες, τουλάχιστον σε κάποιες από αυτές.

  5. Τέσσερα γνωστά λεξικά συν ένα λεξικό της αργκό που λαθρανάγνωσε ο γράφων στον Παπασωτηρίου για χάρη του σλανγκεπώνυμου πλήθους, την λέξη την έχουν γραμμένη κυριολεκτικά. Σο, τζίφος κι από κει.

  6. Borbolya στα ουγγαρέζικα σημαίνει τον θάμνο barberry/berberry, μερικά είδη του οποίου έχουν πράγματι σφαιρικούς καρπούς. Bo-bol είναι slang της καραϊβικής για την οικονομική διαφθορά (σ.σ. εδώ φαίνεται τι σκάλωμα έφαγε ο γράφων με το παρόν λήμμα...).

Ακολουθώντας δυο φιλοσοφικές αρχές όλος-χρόνος φαβορίτες του γράφοντος, ήτοι την Occam's razor και αυτή της ήσσονος προσπάθειας, καταλήγουμε στο απρόσμενα απλό συμπέρασμα ότι ο όρος προέρχεται είτε από την μπάλα είτε από την μπόλια, με κάποιους περίπλοκους γλωσσικούς μηχανισμούς. Πιο πολύ δεν το ψάχνω, μη με αγριοκοιτάτε. Έχω και ζωή, ξέρετε.

  1. - Το μαλακιστήρι τον ξα σου θα του ρίξω πολύ ξύλο καμιά ώρα, να ξέρεις.
    - Αμ εγώ τι θα του κάνω; Μόνο στα μπομπόλια μην τον βαρέσεις κι έχουμε άλλα. Τον έχω χρεωμένο απ' τη θεία μου το τσογλανάκι για το καλοκαίρι.

  2. - Τι είναι αυτά ρε; Δημόσια τουαλέτα το λένε αυτό οι βρωμιάρηδες;
    - Είδες; Ένα διαχωριστικό μόνο, στην άκρη του δρόμου και το κανάλι γίνεται ο κατουρώνας ολονώνε.
    - Μπομπόλια Ευρώπη...

[και λοιπές χρήσεις, ως εκ του ορισμού]

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μερτικό γης, προίκας, κληρονομιάς, ή άλλης περιουσίας που προέρχεται από ή προορίζεται προς γυναίκα.

Εκ των μουνί (< μνίον, χνούδι) και μοῖρα (< μείρομαι, παίρνω το μερίδιό μου). Λαογραφική μουνοσλανγκιά της Θράκης, σταχυολογείται από την Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», εδώ.

- Εφόσον αποδειχτεί ότι ο μακαρίτης, δεν είχε προλάβει να συντάξει διαθήκη, τότε μιλάμε για εξ αδιαθέτου διαδοχή, στην οποία καλούνται πρώτα-πρώτα, τα παιδιά. Επομένως, αφού είχε μία κόρη, αυτή είναι και η μοναδική κληρονόμος. Ο/η σύζυγος, που επιζεί, καλείται ως κληρονόμος, στο 1/4 της κληρονομιάς, όταν υπάρχουν παιδιά και στο 1/2, όταν δεν υπάρχουν παιδιά, αλλά άλλοι συγγενείς, όπως αδέρφια, γονείς, ανίψια, παππούδες κλπ. Στο παράδειγμά μας, επομένως, αν δεν εμφανιστεί διαθήκη, κληρονομεί το 1/4 η σύζυγος και τα υπόλοιπα 3/4 της κληρονομιαίας περιουσίας, η κόρη! Αν όμως εμφανιστεί διαθήκη, η οποία π.χ ορίζει ότι όλη η περιουσία καταλείπεται στη σύζυγο ή/και σε τρίτους, τότε έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί νόμιμης μουνομοίρας, για την κόρη, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς, αλλά έχει απαίτηση για το νόμιμο μουνομοίρι της.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Προέρχεται απ’ το πολυσήμαντο çelik (βλαστός / μπόλι από φυτό / πετώ βλαστάρι / κλαδί - βέργα για στερεό φύτεμα / ατσάλι).

Σημαίνει:

  1. βέργα, μπόλι, κλαδάκι αλλά κυρίως ατσάλι (και ατσαλόπλακα). Εξού η τσιλικόβεργα, η τσιλίκα/τσαλίκα και οι τσιλιγκίριδες/τσιλιγκιρίδες (συχνό σύγχρονο επώνυμο το Τσιλιγκιρίδης) ήταν οι μάστορες που έβαφαν κι επεξεργάζονταν το ατσάλι,

  2. όταν μιλάμε για τη σωματική υγεία κάποιου: ατσαλένια και δηλώνει πως ο εν λόγω είναι υγιέστατος / τετράγερος / ρωμαλέος (απ' το τούρκικο çelik gibi),

  3. το παραδοσιακό παιδικό παιχνίδι (κατά τόπους: τσαλίκα τσουμάκα –έτσι το έλεγα εγώ- ή τσελίκ τσομάκ ή τσιλίκα ή τσάλτικα ή τσελίκι) που παίζεται με δυο ξύλινες βέργες τη μια (τσαλίκα) μακρύτερη της άλλης που είναι μυτερή στις άκρες (τσιλίκι) με σκοπό χτυπώντας το τσιλίκι με την τσαλίκα μια ομάδα παιδιών να το στείλει μακρύτερα απ’ την άλλη. (απ’ το τούρκικο παιχνίδι çelik çomak), (μέχρις εδώ, τίποτε το σλαγκικό),

  4. όταν μιλάμε για πράγματα: το γερό, το ανθεκτικό, που δουλεύει άψογα,

  5. το άκαμπτο πέος εν στύση.

  6. Προφανώς, η φράση: «άδειο το μουνί, να παίξει την τσιλίκα» εννοεί στην κυριολεξία πως το μουνί όταν είναι άδειο θα κάνει παιχνίδι με την ψωλή (άδειο: ελεύθερο από ..δουλειά –«δεν αδειάζω» λέμε όταν δεν ευκαιρούμε να κάνουμε κάτι-) . Και παίρνει την κυρίως χρήση της με την ειρωνική έννοια «Δεν μπορώ να ασχοληθώ μ' αυτό τώρα», «άλλη δουλειά / άλλο χαβά δε είχα...», «αυτό μου έλειπε τώρα» που αναφέρεται εδώ, βλ και σχόλιο.

  1. «Μη σε γελάει το μάχιμο αμάξωμα, το μοτέρ είναι τσιλίκι».

2 & 5
-Μα πιο πολύ με τα γεράματα με πειράζει που δε σηκώνεται να κάνω πράξη.
-Σοβαρά; Τι λες ρε συ!! Εμένα, τσιλίκι!!
-Σώπα ρε!! Μεταξύ μας τώρα!!
-Εε!! Δεν ήμαστε μωρά!! Ρώτα και την κυρά!! (sic)

  1. «…Μα την αλήθεια, όμως κόρη μου, δε μου αρέσει, αν όχι για τίποτε άλλο παρά μόνο γιατί είναι στρατιωτικός : όλοι τους είναι φωνακλάδες, μα ψάξε τους και δε θα βρεις ούτε ένανε χωρίς κάποιο κρυφό κουσούρι ή κάτι άλλο• που τους εμποδίζει να την έχουνε τσιλίκι. Και το χειρότερο, δε μ’ αρέσει γιατί κρέμονται τα κωλιά του : μόλο που μπορεί να είχε πέραση αν έλλειπαν οι άλλοι άντρες, πάλι δε θα ’ταν ο άντρας που θα διάλεγα...» (από μεταφρασμένο θεατρικό)

  2. Το παράδειγμα εδώ είναι άψογο. (Το λήμμα το ανέβασα μόνο και μόνο για την κατανόηση μέσω του 5 που θεώρησα πως έλειπε).

Κυνήγι της μπάλιζας (φαλαρίδας) από μονόξυλο στην αποξηραμένη σήμερα, Λίμνα. Διακρίνεται το τσιλίκι, το ξύλο με το οποίο ωθούσαν τη βάρκα στα ρηχά νερά. (από sstteffannoss, 14/12/10)"Οι πιτσιρίκοι". Το ξυλίκι ακούγεται στο 0:16-0:17, αλλά και σε άλλα σημεία του τραγουδιού (από GATZMAN, 15/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πούτσος, εις την Κυπριακήν.

- Του Μάρκου η βίλλα γκαστρώνει και καμήλα!

(Επευφημίες Κυπρίων φιλάθλων, οπαδών του τενίστα Μάρκου Παγδατή)

Πάντσο Βίλλα   (από GATZMAN, 22/10/09)Η πάλαι ποτέ Ροζ Βίλα της Εκάλης (από Vrastaman, 22/10/09)

Βλέπε και πέος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για την πεολειχία, την πίπα, το κλαρίνο, τον στοματικό έρωτα.

Δανειστήκαμε την λέξη από το Τουρκικό çubuk, πού σημαίνει ραβδί ή κλωνάρι και με την σειρά του ετυμολογείται εκ του μεσαιωνικού Περσικού chobag που έχει τον ίδιο ορισμό. Μεταφορικά συνδέεται με το çubuk, την πολυτελή δηλαδή πίπα πού κάπνιζαν οι προύχοντες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συνήθως είχε κεχριμπαρένιο επιστόμιο, μακρύ (έως και 1.5 μ) στέλεχος από πολύτιμο ξύλο και πήλινο λουλά.

Στη σύγχρονη Τουρκία, η λέξη αυτή δεν αποδίδει ούτε την σύγχρονη πίπα (είδος καπνιστή), αλλά ούτε και σλανγκιστί το γλειφοπούτσι. Αντίθετα η λέξη boru (εκ τού οποίου και η δικιά μας μπουρού) σημαίνει πίπα και ενέχει σλανγκικές διαστάσεις, όπως και το saksafon.

Γλωσσολογικό συμπέρασμα: το τσιμπούκι υφίσταται Ελληνική σλανγκική αδεία. Το δε σλανκικό δαιμόνιο της φυλής απογείωσε την έννοια σε άλλους γαλαξίες αγγελικών κλαρίνων (βλ. παραδείγματα).

Όταν οι γηραιοί αλβιώνες give a blowjob και οι Γαλάτες σύμμαχοί μας taillent une pipe, το καθ' ημάς γαμαμούτρα περιλαμβάνει επώνυμα τσιμπούκια με σήμα το Λιοντάρι και επιδέξιες πεολ(ε)ιχούδες με μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν! Eμείς έχουμε τσιμπουκομικρούλικα όρθια τσιμπούκια, δίμετρες τσιμπουκλούδες με παχυλά τσιμπουκόχειλα, πιπινέζες γκουρμέ, πεσκανδρίτσες που από ασχημόπαπα μετουσιώνονται σε κύκνους με τα χυμώδη πεοχειλουδάκια τους καθώς σε πιπώνουν μονοφωνικά τε και στερεοφωνικά και άμα λάχει σου ρίχνουν ναι κάνα χυσόφιλο για τσιμπούμεραγκ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που δηλώνει απαξίωση. Την χρησιμοποιούμε για κάτι το οποίο θεωρούμε ανόητο, τιποτένιο, ευτελές, ανυπόστατο, μαλακία, ψέμα, κτλ.

Από τη λέξη πίπα.
Μόνο στον πληθυντικό.

Συνώνυμα: πούτσες, πούτσες μπλε, μαλακίες, αρχίδια, κλπ.

Το ερώτημα είναι: θεωρούμε πράγματι την πίπα κάτι το ασήμαντο; Κι αν ναι, προς τι τότε τόση λύσσα για δαύτην; Αν όχι, γιατί παρομοιάζουμε κάτι το ασήμαντο με την πίπα; Είναι μήπως σύμφωνο με την λογική τού ότι η πίπα είναι μέρος (ταπεινό;) της ιεροτελεστίας του σεξ, και κατά ορισμένους δεν θεωρείται καν κέρατο, καθότι δεν αποτελεί ολοκληρωμένη πράξη;

Το ίδιο ερώτημα σε παραλλαγή, πρέπει να τεθεί και για τα συνώνυμα της λέξης...

...και άρχισε να μου λέει κάτι πίπες!... ότι εκεί που κολυμπούσε υπήρχαν και καρχαρίες αλλά αυτόν δεν τον πείραζαν, ίσα-ίσα μπορούσε και να τους χαϊδέψει άμα ήθελε, ότι η γκόμενά του είναι η δίδυμη αδελφή της Ναόμι, ότι εργάζεται για λογαριασμό των μυστικών υπηρεσιών, όλο τέτοια.
-Έλα ρε, και φαινόταν σοβαρός άνθρωπος...
-Κααλά, πίπες....

εδώ οι καλές πίπεζ! (από BuBis, 11/11/09)do you like μαμαζέλ the pipa? (από BuBis, 11/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία