Σηκουέλ των άκρως επιτυχημένων προσβολών γκοοκνούλα μωρή τσούλα και βα φανκούλο (και πάρε και τον πούλο) που βασίζονται σε ομοιοκαταληξία / ομοηχία μιας ελληνικής και μιας ξένης φράσης. Εν προκειμένω έχουμε το (ψευδο)ισπανικό «¿Quieres mucho;» («Θέλεις/επιθυμείς πολύ;) και το κλασσικό «πάρ' το λούτσο» ως παραλλαγή του «πάρ' το μπ0u1o». Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτικό του «Θά 'θελες!» όταν ο συνομιλητής έχει εκφράσει μια -κατ' εμάς- μη ρεαλιστική επιθυμία.

- Ε ρε και να μπορούσα να βγω ένα μόνο ραντεβού με το Λίλιαν...
- Ενόσω τα έχει με το το Χόλγκερ Σφίχτερμαν; Κιέρες μούτσο; Πάρ 'το λούτσο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ελληνική μετάφραση / παράκουση του mother fucker.

- I'm the best morofokas in the whole world!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ευχή που χρησιμοποιείται συχνά από αστειάτορες σε βρωμιάρες μέρες. Προέρχεται από διαφημιστικό των μακαρονιών Misco στην ένδοξη εϊτίλα, όπου ένας Ιταλός ευχόταν με ιταλική προφορά Migliori auguri από Misco, κρόνια πολλά. Όλα τα λεφτά ήταν το κρόνια πολλά. Το auguri (= ευχές) ερμηνεύθηκε ως αγγούρι (=φαλλικό σύμβολο) και κυκλοφόρησε η εκδοχή Μιλιόρι αγγούρι από πίσω κρόνια πολλά.

Έκτοτε χρησιμοποιείται σαν ευχή όταν τα χειρότερα έρχονται, και ευχόμαστε καλώς να μας μπει, λ.χ. ο δονητής καλή ώρα. Επίσης, σε φάσεις τύπου πώς σου φάνηκε;, όπου ο ευχόμενος εκφράζει σαδισμό για κάτι που κατάφερε εις βάρος σου. Την θέση της Μίσκο παίρνουν διάφοροι ανάλογα με τα συμφραζόμενα (συνήθως ο γαμιάς αποστολέας των ευχών που λοιδορεί τον γαμούμενο παραλήπτη της ευχής).

  1. Ι μιλιόρι αγγούρι από περαίωση, κρόνια πολλά! (Πάμε λουκέτο).

  2. ΜΙΛΙΟΡΙ ΑΓΓΟΥΡΙ (Μά μεγάλο αγγουρι)ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ .Χρόνια Πολλά. Καί ενα φιλάκι από κοντά οπως εκανε ο μάγειρας (εδώ)

Και του κρόνου! (από Vrastaman, 02/01/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απ' ότι ξέρω, ο μπουλκουμές είναι ένας άλλος χαρακτηρισμός του πέους, κοινώς πούτσος. Προέρχεται από τον μπούλο και από μια κατάληξη που δεν γνωρίζω την καταγωγή της.

Το λήμμα ήταν μια προσφορά στο δημόσιο πρόχειρο.

Λοιπόν Κωστή αν θες μου λες
τι να 'ναι τάχα ο μπουλκουμές.

"Αμέρικαν κλαρινέ" το λέει ο Μπουγάς. (από Khan, 28/04/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το αγγλοαμερικάνικο bitch.

  1. Σκύλα, κακότροπη γκόμενα, που όλα κι όλοι της φταίνε, η μουρμούρα της σπάει αρχίδια, μιλάει σα λιμενεργάτης/νταλικιέρης/συφιλιασμένο παλιοφάνταρο αλλά τη γλιτώνει μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα.

Συνήθως είναι μουνάρα αλλά αν και νομίζει ή το παίζει ότι έχει αρχίδια στην πραγματικότητα είναι αρχίδι (νταξ, ο όρος καταχρηστικώς).

Δίπλα της άντρας σωστός δεν στέκεται πάνω από καμιά εκατοστή λέξεις αλλά η ίδια είναι φλωρομουνοπαγίδα.

Τέτοια συμπεριφορά έχουν συχνά γυναίκες στην εμμηνόπαυση που κατέχουν κάποιο πόστο.

  1. Ο παθητικός πούστης.
  1. - Ποιο μπιτσόνι ακούγεται σε δυο ορόφους;
    - Η καινούργια προϊσταμένη.
    - Ο μούνος με τα Πράντα που σε γκάζωσε χθες;
    - Έρχεται κι η σειρά σου.

  2. - Τι παίζει με το καινούργιο φρούτο απέναντι;
    - Το μπιτσόνι του τραγόπαπα της ενορίας.
    - Άλα! επιτυχίες ο παπα-Μπάμπης!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η προετοιμασία και καθαριότητα του πρωκτού πριν το πρωκτικό σεξ.

Γίνεται με τη χρήση του σωλήνα του τηλεφώνου του μπάνιου χωρίς το τηλέφωνο, ο οποίος τοποθετείται εντός της πρωκτικής χώρας και με καυτό νερό πραγματοποιεί κάτι σαν κλύσμα. Είναι σαφής η σχέση της λέξης με τον κώλο. Προέρχεται δε από τη γαλλική λέξη décoller (= ξεκολλάω / απογειώνομαι) > décollage.

- Τί έκανες τόση ώρα στο μπάνιο;
- Άσε, έκανα ένα ντεκολάζ άλλο πράμα! Πολύ το φχαριστήθηκα!

Σαρλ ντε(γ)κόλ. Το (γ) δε μοιάζει με τον πέοντα και τη συνοδεία του; (από GATZMAN, 14/11/10)

Βλέπε και γκαζόζα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δε με νοιάζει, γράφω κάτι στα παλιά μου τα παπούτσια. Παρόμοιο με το κλάιν μάιν.

- Ρε άμα σε πιάσουν χωρίς ασφάλεια θα φας τρελό πρόστιμο!
- Πουτς μάιν κλάιν. Δε με πιάνει κανένας εμένα με το Golf.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πήδος, εξελληνισμός του αγγλικού fuck και λογοπαίγνιο (άσχετο) με το φυτό Φίκος.

Η λέξη «πήδος» είναι πολύ φανταχτερή, επική θα λέγαμε, περιγράφει δηλαδή μια πράξη που μας άφησε πολύ ικανοποιημένους -ως προς το εγώ μας τουλάχιστον, ενώ ο φίκος δεν έχει τόση δύναμη σαν όρος, το λέμε χαριτολογώντας ή υποτιμητικά.

Λέγεται και φίκουλας.

Τι λέει ρε μεγάλε το πάρτυ, ποιους έχεις καλέσει; Θα πέσει κανας φίκος ή θα ξενερώσουμε πάλι;

ο μπίκος του φίκου (από ironick, 02/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κωλάτεραλ και κωλάντεραλ ντάματζ δεν είναι η παράπλευρη απώλεια (collateral damage), αλλά η ζημιά που προκαλείται στην κωλοτρυπίδα σου, όταν ο εραστής σου σου δώσει το κωλάντερο στο χέρι. Ως παράπλευρη απώλεια μπορεί να εννοηθεί βεβαίως και η απώλεια της άλλης παρθενιάς, παραπλεύρως του αιδοίου.

Πάσα: Χότζας (encore), xalikoutis.

  1. Κατάφερε η Αφροξυλάνθη να μείνει παρθένα μέχρι τον γάμο της, μόνο που είχε μερικές παράπλευρες απώλειες.

  2. Βασικά για το Λίλιαν πήγαινε ο Βάγγουρας. Ο Πέρι ήταν απλώς μια κωλάτεραλ ντάματζ.

I\'m gonna get medieval on your ass (από Vrastaman, 14/08/10)(από Khan, 28/06/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εξελληνισμένη εκδοχή του motherfucker που, ωστόσο, δεν έχει καμία σχέση με οιδιπόδεια συμπλέγματα.

Οι νέγροι των ΗΠΑ (δούλοι και απελεύθεροι) συχνά απέδιδαν στους λευκούς την προσωνυμία μαδαφάκα, εννοώντας ότι οι «αφέντες» βίαζαν τις μανάδες τους. Κατ' επέκταση, επιστάτησε για όποιον πήδαγε τη μάνα κάποιου γενικότερα. Η βρισιά αυτή διαδόθηκε κατά τον Β' Παγκόσμιο.

Στα ελληνικά αποδίδεται και ως «μανογαμιάς» και άλλα παρεμφερή παράγωγα.

Δεν έχει το Θεό του, ο άτιμος ο μαδαφάκας! Πηδάει μέχρι και τη μάνα του κολλητού του!

Και η εκγαλλισμένη κουλτουριάρικη εκδοχή (από Khan, 13/08/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία