Λαϊκιστί: της πουτάνας το κάγκελο.

-Γάμησέ τα. Χθες στο πάρτυ έγινε της επί χρήμασι εκδιδόμενης το κιγκλίδωμα.

Τα ίδια: της εκδιδομένης επί χρήμασι το σιδηρούν κιγκλίδωμα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το χύσι και την ντουλάπα. Αποθήκη σπέρματος. Χρησιμοποιείται για την έχουσα πολλούς ερωτικούς συντρόφους.

Πότε θα ωριμάσουμε επιτέλους σεξουαλικά σαν έθνος; Όλες φοβούνται να μας δείξουν τα ταλέντα τους φοβούμενες κάποιο ηλίθιο κοινωνικό στίγμα σε σχέση με τη σεξουαλικότητα. Ξαφνικά η κάθε χυσοντουλάπα έγινε πριγκιπέσσα!

Στο 1.30 το παράδειγμα (από Khan, 24/02/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο φρικαλέος οχετός εμετικών χυδαιοτήτων που ακολουθεί αλιεύθηκε σε αυτόματο τηλεφωνητή. Διαβάζετε με δική σας ευθύνη, καθώς είναι σαφές ότι ο αποστολέας του μηνύματος δεν παίρνει αιχμαλώτους, οι δε τραυματίες...... Από τα συμφραζόμενα πιθανολογείται βάσιμα ότι η μάλλον έντονη αυτή αντιπαράθεση προέκυψε λόγω μιας διαφιλονικούμενης θέσης στάθμευσης.

(Ζητώ συγγνώμη για την καταγραφή).

Ρε ξεφτιλισμένο μουνόπανο ρε γαμημένο αρχίδι ξεκωλιάρη σε μένα ρε πήγες να πουλήσεις μούρη γαμώ τον χριστό σου κάτι γαμιόλες σαν και τα μούτρα σου τις έχω για τον πούτσο μου ρε καριολόπουστα εμένα ρε θα μου πιάσεις τον κώλο ρε σκατίφλωρα γαμώ το μουνί που σε πέταγε ρε καραπούσταρε να πεις και στη γκαργιόλα σου να ρθει να την ξεκωλιάσω την παλιοχαμούρα και σένα ρε πούστη θα σου κάνω τον πάτο να χωράει τριαξονικό ρε μπινέ θα βλαστημήσεις την ώρα που βγήκες από το μουνί της τσιμπουκλούς της μάνας σου ρε πουτσογλείφτη που έχεις φραπεδιάσει όλο το Αιγάλεω ρε ξεσκισμένε που ανοίγεις την κωλοτρυπίδα που έχεις για στόμα και τρέχουνε τα φλόκια ποτάμι φέρε και τον μαλάκα τον ξάδερφό σου τον σφίχτη τον γαμιά σου να του πω κι αυτουνού για το μουνί της παναγίας του πισωγλέντη έτσι και ξαναφήσεις το μπρίκι σου κάτω απ' το δέντρο θα στο βάλω στο γκώλο ρε μουνί να πάρεις τη χαλαμαντάρα σου και να την παρκάρεις στη σούφρα της αδερφής σου της μπαζόλας ρε μαλακισμένο άντε τίναξε το γκώλο σου να πέσουν οι καπότες δεν έσκασα πενήντα χιλιάρικα για τη τζιπούρα για να χω το παπάρι σου να μου πιάνει τη σκιά θα σε γαμήσω με συρματόβουρτσα ρε μαλάκα σκατά να φας μωρή πουτσοκαθίστρα λούγκρα θα φέρω τα κολλητάρια μου από τη χρυσαυγή να σου το κάνουνε το μπουρδέλο σου ίσωμα και να σου δώσουνε το κωλάντερο στο χέρι άμα ξαναφήσεις σημείωμα στο μπαμπρίζ ή ξαναπλησιάσεις τ' αμάξι μου θα φας ψωλιά διαπλανητική ρε βρομόμουνο σκατοκουράδα κωλογαμημ (τέλος διαθέσιμου χρόνου ηχογράφησης).

(Καριολίκια είναι οι βρισιές).

  1. «Εχω κάνει και φυλακή, κύριε Παπαδάκη μου, και τέτοια καριολίκια δεν τα έχω ακούσει, τι λέτε τώρα...» Απαράδεκτος

  2. [...]ερχόταν και αντικανονικά ο παπάρας [...] Ενιωθα το μηχανάκι να γλυστράει...άφηνα τα φρένα για λίγο για να ξεμπλοκάρει ο τροχός...και το έσωσα...Μετά από τα καριολίκια που του έσουρα...Προσπάθησα να ηρεμήσω λίγο...και χαρβαλόστομος

  3. Μου ήρθε να αρχίσω τα καριολίκια αλλά δε θα βγαινε και τίποτα αλητάμπουρας.

Θεϊκοί Υπότιτλοι #1 ("Orange is the New Black") (από Galadriel, 05/07/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση επιτατική της σημασίας της σεξουαλικής ορμής ή της οργής αυτού που μιλάει, κάτι σαν μονάδα μέτρησης του τιμωρητικού ή του επιμορφωτικού σεξ που αρμόζει στην περίσταση, λέμε τώρα. Ότι και καλά παίρνεις ανάποδες και σού 'ρχεται να γαμήσεις κάποιον για να τον τιμωρήσεις ή «για να μάθει», π.χ., για γκόμενα, να στρώσει και να μην κυκλοφορεί τόσο γκάβλα έξω και σε κολάζει ή, για άντρα, να συμπεριφέρεται καλύτερα γιατί γάμησες εσύ τέτοια τσογλάνια και θα του κόψεις τ' αρχίδια και θα του τα δώσεις να τα φάει. Σκληρός.

Γίνεται ευδιάκριτη, κύριε Πρόεδρε, Σεβασμιώτατε, σύντροφε Κομισάριε και αχαρτογράφητοι φίλοι μας, η φαλλοκρατική εσάνς του λήμματος, διότι, άλλωστε, η φαλλοκρατία είναι ο νέος ρατσισμός στο μέτρο και το βαθμό που το ροζ είναι το νέο μπλε. Δώσε πόνο.

Με επήρεια από το «ένα χέρι ξύλο» ή δανεισμένο από το λεξιλόγιο της μαστοράντζας, συνήθως το ρίχνουμε ή το περνάμε, όπως περνάμε ένα-δυο χέρια μπογιά.

Δεν το έχω ακούσει να λέγεται «μπούτσο», αλλά «πούτσο», ακόμα και στη Βόρεια Ελλάδα, ακόμα και στην περίπτωση που τονίζεται το αρχικό σύμφωνο.

Η τυχόν κυριολεκτική εφαρμογή του χεριού θέλει προσοχή διότι τα εργατικά ατυχήματα καραδοκούν.

  1. Από εδώ:

Κάθε μπαλκόνι και μια αποσύνθεση του γούστου της οικοδέσποινας.Η ταμπέλα στην είσοδο της πολυκατοικίας λείπει «Ο Ρ Ε Ν» να αναβοσβήνει παρακαλώ, να έρθει ο νταλικέρης, ο μετανάστης, ο εργάτης να την περάσουν ένα χέρι πούτσο.

  1. Από εδώ:

ena xeri ... poutso tha exoun faei apo ton efraim gia na pigenoun kai na zhtokravgazoun ekei

  1. Από εδώ:

ama se paroume oloi 8a psifisoume alla tora pou se perasane oi arapides 2 xeria poutso asto kalitera

  1. Από εδώ:

Φαίνεται οτι δεν φάγατε το βρωμόξυλό σας τις προάλλες στην Ομόνοια και είστε καβλωμένες για κάνα χέρι ξύλο και δέκα χέρια πούτσο...χαχαχαχα

  1. Από εδώ:

an me ksipnouse emena etsi tha tin travousa k ena xeri poutso !!kommataraa

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Σύνθετη λέξη από το παππούς + πούστης. Υποδηλώνει τον πούστη που σε βάθος χρόνου παρέμεινε αναλλοίωτος στα πιστεύω και στα γούστα του! Ομάδες ευσεβών παππούστηδων μπορούν να βρεθούν ολημερίς στο Κολωνάκι κυρίως την Ελληνική πόλη της μόδας. Συζητούν θέματα αδιάφορης κοινωνικοπολιτισμικής αξίας στο Perro's, στο da Capo και στα στενά του Κολωνακίου γενικότερα, έτσι για να περνάει απλά η ώρα μέχρι να πλησιάσει ο υποψήφιος νεαρός επιβήτορας που θα του γίνει αργά ή γρήγορα αν δείξει ενδιαφέρον, πρόταση από τον παππούστη. Κυρίως σεξουαλικής φύσεως.

- Ρε αυτός δεν ήταν ο Φιλήμονας που πέρασε;
- Καλός παππούστης είναι κι αυτός!

Φιλήμονας (από Remedios Varo, 03/04/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλασικό κράξιμο σε βάρος γκέηδων ή θηλυπρεπών αγοριών.

Αποδίδεται σε παλαιό στρατιωτικό καψόνι (που παίζει να είναι και αστικός μύθος) όπου σαδιστές καραβανάδες ή / και λέουρες εξανάγκαζαν ύποπτες ψαρούκλες να κλάσουν μέσα σε ένα ταψί με αλεύρι ή στάχτη. Βάσει της διαμέτρου του κρατήρα προέκυπτε επιστημονικά το κατά πόσο η αγορίνα την έκαιγε τη βάτα.

Εναλλακτικά: το τεστ με το ταψί και τη στάχτη.

- Ή έκφραση μακριά από τον κώλο μου κι όπου θες χώσου! ξεκινάει, ίσως από την παροιμία: όξω ψωλή, άπ' τον κώλο μου, κι ας πάει στή μάνα μου! Οι πειραχτικές εκφράσεις: φέρτε το ταψί με τ' αλεύρι! (ή - τη στάχτη!) - κ α ί - φέρτε το κωλόμετρο! δεν χρειάζονται ιδιαίτερες επεξηγήσεις...
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Μπουρδέλο»)

- [Βράστα] Αγνοώ τα εσώψυχα του και φυσικά δεν τού έχω κάνει το παροιμιώδες τεστ με το ταψί και την στάχτη. Φρονώ όμως ότι έχεις πέσει εντελώς μα εντελώς έξω «ὡσαναφορά» τον προσανατολισμό του. - [J.B.] ΥΓ το τεστ με το ταψί και τη στάχτη τι είναι;
- [Χεσούς] ο κλασσικός αστικός μύθος για το στρατό: σου βάζουν στάχτη σ' ένα ταψί κ κλάνεις από πάνω. απ' τη λακκουβίτσα που κάνεις καταλαβαίνουν άν τον παίρνεις ;)
(εδώ)

(από Vrastaman, 13/02/12)(από vanias, 21/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρίζει πορνίδια ανωτάτου βαθμού, που είναι ικανά πράξεις απύθμενης πουτανιάς. Χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις.

Είναι κάτι όπως η έκφραση το ιδιαζόντως ειδεχθές για τα εγκλήματα, μόνο που αναφέρεται σε τσούλες.

- Μα αν είναι δυνατόν, να τριφτεί στον πατέρα μου και μετά να έρθει να μου πει από πάνω, ότι της την έπεσε κιόλας! Και εγώ πήγα και την πίστεψα ο μαλάκας!
- Εγώ σου έλεγα ότι είναι πόρνη του ελέους και του σκότους, αλλά εσύ δε με πίστεψες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

O γνωστός σε όλους μας πισωγλέντης, λάκης, ομοφυλόφιλος. Ο τραχανάς στην λέξη αυτή έχει εμφατικό σκοπό. Δεν πρόκειται για κάποιο νέο είδος λούγκρας, ή κάποιας διατροφικής συνήθειας. Χρησιμοποιείται κυρίως για τρανταχτά παραδείγματα.

Υπάρχουν πολυάριθμα συνώνυμα της λέξης αυτής, τα οποία χρησιμοποιούμε στην καθημερινή.

- Ο Στέλιος ήρθε με βαμμένα μάτια στο σχολείο.
- Άσε μας μωρέ με τον τραχανόπουστα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιδιαίτερα περιφρονητικό μπινελίκι για ξέκωλα και ξεκωλιάρηδες, πουτανίτσες, μαλακισμένα, κωλοτρυπίδια, και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις. Σπανιότερα χρησιμοποιείται και με την έννοια του κωλόφαρδου (βλ. τρίτο παράδειγμα).

Βλ. και την ειδική συνομοταξία του παρθενοξεκωλιδίου.

- Συνώνυμα: ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, γαμήδι, καράπουταναριό, ευκολάκι, μπουζουκογκόμενα, κτλ.
(HODJAS, στο λήμμα ξεμπούρδελο)

- Δεν κανει λεει για τραγουδιστρια....Ενω για ηθοποιια κανεις ε;; Ποσο παει η βιζιτα; Εισαι ακριβη εχω μαθει.....ξεκωλιδι ...
(εδώ)

- Τι ξεκωλίδι είναι ο γαύρος στις κληρώσεις...
(εκεί)

Τον πλάκωσε στα ξεκωλίδια... (από allivegp, 14/12/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πολύ κοντή γυναίκα, τόσο κοντή, που όταν κλάνει σηκώνεται σκόνη Πηγή: ανώνυμος θεσσαλονικιός ταξιτζής.

Άιντε μωρή κλανοσκονίστρα, το μίνι σε μάρανε!

βλ. και σκων' σκον'

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία