Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Σημαίνει πως κάποιος έχει τέτοιες σηκωμάρες, τέτοιες καύλες ασήκωτες και απάλευτες, τόσο η λίμπιντο έχει χτυπήσει κόκκινα, ώστε αρχίζει να παραβλέπει το Λευιτικόν 18:23 και ξαφνικά καλοβλέπει τα καπούλια του γαιδαράκου του κυρ-Μένιου. Δεν πα να μουλαρώσει (καθότι ως γάιδαρος είναι και ξεροκέφαλος), δεν πα να είναι στην ανηφόρα, αυτός θα τον σπρώξει ασάλιωτα, αβάδιστα, αβαβά και αβασάνιστα.

Για να σοβαρευτούμε τώρα και να μιλήσουμε επιστημονικά, είναι προφανές ότι μετά το κατώφλι της πρώτης μοίρας, το μέγεθος της καύλας βρίσκεται σε σχέση ευθείας αναλογίας με τις μοίρες της ανηφόρας.

Πέρα από τα παραπάνω, η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται και με ακόμα πιο μεταφορική σημασία για να δείξει ότι κάποιος δεν μασάει το μπούτσο του, ότι είναι ο γαμιάς της γειτονιάς, ο μάο γαμάω.

  1. - Θα κανονίσεις με τίποτα γκόμενες γι' απόψε;
    - Δεν μπορεί καμιά καλή για σήμερα...
    - Μωρέ ό,τι νά 'ναι φέρε! Έχω κάτι καύλες αυτόν τον καιρό, γαμάω γάιδαρο στην ανηφόρα!
    - ΟΚ, θα δω τι μπορώ να κάνω...

  2. (Από εδώ)
    «mages piaste dio dramamines i mpourmpoulithra irthe me rimes pios iligos mori flora egw gamaw gaidouri stin anifora»

Βλέπε και γαμάω γαϊδάρα στον ανήφορο, γκαστρώνω γαϊδούρα στον ανήφορο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Ειδικότερα, άτομο μιας κάποιας ηλικίας που γουστάρει να πηδάει νεαρά αγόρια.

Τέτοιοι τύποι ασφαλώς και δεν ήταν άγνωστοι στους κλασικούς χρόνους (βλ. παράδειγμα 1). Ίσως και γι' αυτό οι συνδηλώσεις της λέξης δεν είναι απολύτως αρνητικές (βλ. παράδειγμα 2). Βασικά, ο Έλληνας δυσκολεύεται να αποφασίσει αν ο κολομπαράς είναι μερακλής ή απλώς πούστης. Σε ορισμένες χρήσεις, το κολομπαριλίκι αναφέρεται ως επιβεβαίωση ανδρισμού και περικλείει και μια αίσθηση απειλής (βλ. παράδειγμα 3). Περιορισμένη χρήση της λέξης γίνεται και από την γκέι κοινότητα, ως μια πιο αυθάδης εκδοχή του τοπ (βλ. παράδειγμα 4). Η λέξη χρησιμοποιείται και μη κυριολεκτικά ως βρισιά παντός καιρού και έτσι σημαίνει: αλήτης, κωλοπαίδι, τεμπέλης, ξεδιάντροπος (βλ. παράδειγμα 5).

Μια σημείωση για την προέλευση της λέξης. Η ετυμολογία από το κώλος + μπάρα μπορεί να είναι προφανής, μπορεί να είναι ευρηματική, αλλά είναι και λάθος. Η λέξη προέρχεται από το τούρκικο kulampara= ομοφυλόφιλος, παιδεραστής το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το πέρσικο gulampare, μια παλιά ποιητική λέξη που σημαίνει αυτός-που-αγαπάει-αγόρια. Με δεδομένη αυτή την ετυμολογία, η σωστή γραφή είναι κολομπαράς, με -ο- και όχι με -ω-, στη βάση του κανόνα ότι η μετεγγραφή ξένων λέξεων γίνεται με τον απλούστερο τρόπο. Παρόλ' αυτά, γράφεται πολύ και κωλομπαράς.

Σχετικά λήμματα: κωλομπαράς, κωλόμπα, βερς, αγριόπουστας.

  1. Ο ποιητής Τυρταίος, κωλομπαράς σπουδαίος πήγε εις τον Σόλων, με όρθιον τον ψώλον
    «Σόλων Σόλων, πώς τον θες, μισόν η όλον;»
    Κι απήντησε ο Σόλων, σοφότερος εξ όλων:
    «Τυρταίε, μη φείδου ψώλον, έλα και χώστον όλον!» (μαθητική ρίμα)

  2. Active gay men (κωλομπαράδες) are much more tolerated (and at times respected) than passive gay men (κίναιδοι, πούστηδες, πουστάκια). (από μελέτη της ΕΕ για την ομοφοβία και τις διακρίσεις κατά των ΛΟΑΤ στην Ελλάδα, Φεβρουάριος 2007)

  3. Πιάσανε προχ8ές καμιά 100στη μπάσταρδους, αν μπαγλαρόνανε και αυτούς τους 200 που κάνανε διαμαρτυρία έξω από τα δικαστήρια, τότε θάχανε στο μπαλαούρο όλους τους γνωστούς-άγνωστους. Αν, λέω αν, τους κάνανε να ξεράσουν το γάλα πού ήπιαν απο την μαμά του, τους χρέωναν τις ζημιές, ρίχνανε και μεσα στη φυλακή για συγρατούμενους καμια-δυο ντουζίνες κολομπαράδες -με τα γνωστά επακόλουθα- τότε θα σου έλεγα εγώ αν για μια 10ετία κουνιόταν φύλο. (από συζήτηση σε forum στο www.insomnia.g με θέμα Ε.Λ.Α.Σ. Τα ...ρεζιλίκια σου !!!!)

  4. Γράφω ότι είμαι Τοπ 100%, και μπήχτης και κολομπαράς γιατί απλά θέλω να πείσω τον εαυτό μου ότι έτσι δεν είμαι τελείως «ανώμαλος», γιατί απλά δεν έχω τα κότσια να δοκιμάσω κάτι (που σιγά το πράγμα δηλαδή), γιατί έτσι θα γλυκαθώ και θα μ' αρέσει. (από το www.e-gay.gr)

  5. Εμένα αυτό που μου τη δίνει είναι που επαγγέλματα όπως στο προκείμενο αυτό του καθηγητή πληρώνονται βαριά-βαριά 1000 ευρώ με αντίξοες συνθήκες εργασίας, και κάτι άλλα κωλοεπαγγέλματα που τα κάνουν κάτι άχρηστοι κωλομπαράδες τεμπελχανάδες που ποτέ στην ζωή τους δεν άνοιξαν βιβλίο βγάζουν πάνω από χιλιάρικο και βάλε κάνοντας τί; Σε κλαμπ και σε μπαράκια και το παίζουν και μάγκες κιόλας. (από donemo.blogspot.com)

Fudgepacker στα αγγλικά. (από Vrastaman, 11/07/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αρχίδι.

— Καλά, πόσες φορές θα σε ρωτήσω; Θα πάμε τελικά μαζί διακοπές ή όχι;
— Μού 'χεις παχύνει τα καρκάλια με τις διακοπές, ξέρεις τίποτα;...

Δες και κάκαλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ορθό πέος, η ψωλή (που βέβαια πάει καμαρωτό - καμαρωτό κι άκαμπτο όπως ένας τσολιάς).

Εξ ού και τα εξαιρετικά από άλλους φίλους αποθησαυρισμένα και αλλού παρατιθέμενα:

  1. Τσολιάς στ' αρχίδια μας γι' αυτόν που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν και θέλει να μας κάνει κουμάντο:
    - Ίσα ρε!! που θα μας πεις τι και πώς. Τσολιά στ' αρχίδια μας σε βάλαμε;

  2. Η ειρωνική προσφώνηση σε φίλους άνδρες:
    - Καλώς τον τσολιά!! Πού γύρναγες; ... που είναι παρόμοιο του: Καλώς τ' αρχίδια μας

  3. Το προπορευόμενο πούλι στο πλακωτό στο τάβλι (αφού κι η τεντωμένη ψωλή είναι αυτή που... προπορεύεται οπτικά ολόκληρου του σώματος).
    - Γαμώ την καταδίκη μου!! Μου πλάκωσε πάλι τον τσολιά!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Προφέρεται: Μπαλντήρ-γ-ια όπως καινούρ-γ-ια –όχι όπως πλυντήρια).

Τουρκομερίτικη έκφραση ορισμένων περιοχών της Β. Ελλάδας, που σημαίνει (επιτιμητικά) τα γυμνά-εκτεθειμένα μέρη του σώματος ή την γύμνια εν γένει.

Προέρχεται από την τούρκικη λέξη baldir = μοσχαράκι και συνεκδοχικώς ποδαράκι μοσχαριού.

Κατ’ επέκταση το σύνθετο baldırı çıplak σημαίνει γύμνια (όπως αγγλ. stark / bollocks naked = τσιτσίδι) και σήμερα πήρε τη σημασία των ακαλύπτων μελών του σώματος ιδίως της γυναίκας.

Αντίστοιχα στην Ελλάδα, τα (unisex) γυμνά μέρη του σώματος λέμε «κρέατα» και η πλήρης γύμνια λέγεται τσιτσίδι (είτε εκ του ιταλ. cicci = βυζιά/μαστοί είτε εκ του τουρκ. çırılçıplak = θεόγυμνος είτε εκ του παιδικού τσιτσί = κρέας), ενώ ειδικώτερα για τα γεννητικά όργανα, σώζονται στη νεοελληνική λογοτεχνία τα ντροπαλά: «Άσχημα κρέατα», η «φύση», το «γένος», το «φύλο» κλπ.

Την έκφραση χρησιμοποιεί ατόφια ο Νίκος Κοεμτζής στο βιβλίο του «Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο».

  1. Ρίξε κανα χράμι, κανα πεσκίρι πάνω σου και μάσ’ τα μπαλντήρια σου, μη μας γελάει ο μαχαλάς.

  2. -Τι έτσι θα μού ’ρθεις έξω;
    -Γιατί, τι έχω;
    -Που τά ’χεις βγάλει όλα όξω, αυτό λέω!
    -Ααα! Το σχέδιο; Είναι της μόδας, έτσι τα φοράνε τώρα…
    -Άμε παιδάκι μου ντύσου λέω, κι εσύ μην πουντιάσεις κι εγώ να μην τσακώνομαι με τους αρκουδόμαγκες για τα μπαλντήρια σου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο σερνικός που φημίζεται ή/και καυχιέται για το ότι προορισμός του στην ζωή είναι Ένας, το να γα-μά-ει. Να γαμάει όχι θεωρητικά ή μεταφορικά, αλλά κυριολεκτικά. Να (καλο)γαμάει και μετά να φεύγει. Προσόντα του (πρέπει να είναι) το σύστημα, η μέθοδος και η τεχνική σε προσέγγιση και σε πράξη, η εμφάνιση, το μέγεθος του φύλου του, τα γλυκόλογά του ή τα βρωμόλογά του. Συνήθως είναι περιζήτητος, κι ας λένε.

Βλ. όμως και ελαιώνας, στ.

- Του την έπεσα για ένα σέρβις, τον είχα για μέγα γαμιά βλέπεις, αλλά ξενέρωσα φιλενάδα...
- Γιατί;
- Άμα σου πω ότι, με το που γδύθηκε, άρχισε να βάζει τα ρουχαλάκια του ένα-ένα στο πλάι, τα δίπλωνε, τα ίσιωνε, τα ταχτοποιούσε... - Πω πω ξεκάβλαααα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένα μοναδικό διαμάντι της κυπριακής μπινελικιακής παράδοσης. Η ακριβής μετάφραση είναι: «Δάγκωνε, μπούκωνε, σκύψε, γλείψε, πάρ' τον πούτσο μου και σκάσε».

Ιορδάνης Ιορδάνου: Άκα μπούκα σκύψε γλείψε πιάσ' τον βίλλο μου και βρίξε, ρε παλιοκαλαμαρά.
Βαγγέλας Παπαδόπουλος: Άι γαμήσου μωρή κουφάλα κύπρια, να σ' το πω και στα ελληνικά να 'ούμ'.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σήμερα θα κάνουμε ένα μάθημα γερμανικών μεγάλης αξίας. Στα γερμανικά λοιπόν, το ρήμα καθαρίζω (δηλ. ξεβρωμίζω) είναι το εξής πολύ όμορφο: putzen, και προφέρεται /πούτσεν/.

Με βάση λοιπόν το ρήμα πούτσεν, έχουμε την πούτσφραου (putzfrau), την καθαρίστρια -μην πάει αλλού ο νους σας- και χίλια δυο άλλα παράγωγα.

Ωσεκτουτού, πολλοί αποκαλούν το στεγνοκαθαριστήριο πουτς ινστιτούτ (putzinstitut), αν και η λέξη δεν υπάρχει στα λεξικά.

Αν πάρουμε λοιπόν αυτό το ηχητικό γλωσσικό δάνειο, συνειδητοποιούμε πόσο ευρεία εφαρμογή μπορεί να έχει στα ελληνικά δεδομένα. Πουτς ινστιτούτ μπορεί να είναι, εν Ελλάδι, τα εξής:

  1. η εφορεία
  2. ένα κωλόμπαρο
  3. μια μπακουροπαρέα
  4. ένα γκέι μπαρ
  5. μια γυναικοπαρέα
  6. ένα μπουρδέλο
  7. μια εταιρεία παραγωγής πορνοταινιών
  8. ένα ινστιτούτο ανδρικής καλλονής
  9. το καραπουτσαριό
  10. το κωλοχανείο
    και πάει λέγοντας.
  1. - Πού ήσουνα χθες;
    - Είχα πάει μια βίζιτα σε ένα πουτς ινστιτούτ να ξεχαρμανιάσω λιγάκι.
    - Καλά ρε μαλάκα, ακόμα στην εποχή των μπουρδέλων ζεις;;;

  2. -Αμάν ρε Σάκη, γαμώ το φελέκι μου γαμώ, απόψε επιστρέφουν οι γονείς και συ κανονίζεις μπαφοκατάσταση; Πάλι εγώ θα μαζεύω τελευταία στιγμή σαν την τρελή το πουτς ινστιτούτ που θα αφήσετε εσείς οι τελειωμένοι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο καπάτσος, ο καταφερτζής. Ο διαόλου κάλτσα. Ο σαρβάιβορ.

Και γενικότερα: ο μαγκιόρος, ο έμπειρος, ο καραμπουζουκλής.

Λέγεται για γυναίκες, αλλά και για άντρες. Και στις δύο περιπτώσεις έχει το γούστο του, για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους. Όταν το πεις σε γυναίκα, αλλά είσαι λίγο φλωράκος ή φοβάσαι μην παρεξηγηθείς, μπορείς να προσθέσεις το εκτονωτικό με την καλή έννοια. Κάτι σαν το να βάζεις emoticon στον γραπτό ιντερνετικό λόγο. Το καλύτερο είναι βέβαια να τις παινεύεις πουτάνες σκέτο νέτο, χωρίς πισωγύρια και επιφυλάξεις. Όπως μου έλεγε και μια φίλη μου πορνίδιο 22 Μαΐων, «το πουτάνα είναι τίτλος τιμής σήμερα για μια γυναίκα»...

Κάποιος μπορεί να είναι πουτάνα γενικώς στη ζωή του, είτε να είναι πουτάνα σε κάποιον ειδικό τομέα.

Στη δεύτερη περίπτωση είναι συνώνυμο με το μανούλα.

- Ο Khan είναι μεγάλη πουτάνα στη φιλοσοφία.

Λόγω του καταρχήν υβριστικού περιεχομένου της, η λέξη διαθέτει ισχυρές, ισχυρότατες συνδηλώσεις (connotations, που αφορούν κατά τον Μπάμπη ιδίως το συγκινησιακό, βιωματικό επίπεδο). Ακούς λ.χ. να φωνάζουν κάποιον πουτάνα και αμέσως σου 'ρχεται κείνο το μπουρδελάκι στη Θήρας όπου είδες για πρώτη φορά στη ζωή σου πουτάνα live.

Eξ ου τώρα και οι εξίσου ισχυρές υποδηλώσεις της λέξης (implications): αυτό που λανθάνει στη σημασία της λέξης, αυτό που δεν λέγεται ρητά αλλά υπονοείται.

Εν προκειμένω, αυτό που δεν λέγεται ρητά αλλά εννοείται είναι πως ο άνθρωπας πουτάνα-έμπειρος δεν είναι αυτό που λέμε με το σταυρό στο χέρι. Δεν είναι αυτό που λέμε καλό παιδί. Συνήθως (όχι πάντα ωστόσο) είναι χωμένος σε βρομοδουλειές και η ικανότητά του έγκειται στο να επιβιώνει και να βγαίνει κερδισμένος ισορροπώντας σε τεντωμένο σκοινί, στα όρια μτξ του νόμιμου και του παράνομου.

  1. - Ο Μάκαρος είναι μέγιστη πουτάνα και εξίσου μέγιστη μορφή.

  2. - Θα πετάξω λίγο μπούτι λίγο βυζί έξω και να δεις για πότε θα σταματήσει ταξί να με πάρει. Είμαι μεγάλη πουτάνα εγώ, όχι που θα κάτσω να περιμένω...

  3. - Lacan, η μεγάλη πουτάνα της ψυχανάλας στη Γαλλία και όχι μόνο.

- Lacan, η μεγάλη πουτάνα της ψυχανάλας στη Γαλλία και όχι μόνο. (από Khan, 10/05/10)

βλ. και δεν ακούς τη γριά πουτάνα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καυλώστρα ή καβλώστρα.

Πρώτα από όλα, καμία σχέση με την ξαπλώστρα.

Η καβλώστρα έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

  • Ηλικία από 17 ως 22 (άντε και 25 αν μικροδείχνει),
  • Κορμί φιδίσιο νεανικό (ουχί παχουλό).

Η καβλώστρα είναι:

  • Τσαχπινογαργαλιάρα, έχει μια καβλιάρικη στάση, έναν καβλιάρικο και πολλά υποσχόμενο τρόπο ομιλίας, και αφήνει υπονοούμενα στο φλου.
  • Ελαφρώς, αλλά πάντα ενδεδυμένη. Πρέπει να ρίξει καναδέζικο χιόνι για να καλύψει τον ομφαλό της και τα μπούτια της. Αλλά πρέπει να βρεθεί στην Σαχάρα για να κατεβάσει με ευκολία το κιλοτάκι της, παρουσία αρσενικού θηρευτή, που να μην είναι ίδιος ο Σάκης,
  • Ολίγον έξυπνη, ώστε να καταλάβει την δύναμη που κρύβεται στην τρύπα που κείται 20 πόντους από την τρύπα που δημιούργησε το κόψιμο του πλακούντα,
  • Ολίγον τολμηρή, διότι πειραματίζεται με τα κιλοπόντ της εν λόγω δύναμης, όχι σε ινδικά χοιρίδια αλλά στους ανυποψίαστους καυλωμένους,
  • Oλίγον φαντασμένη, διότι το φυλάει για τον πρίγκιπα, ενώ αυτό βράζει σαν καζάνι, και ως γνωστόν στην βράση κολλάει το σίδερο, και τους πρίγκιπες τους έσφαξαν οι προλετάριοι στις αρχές του αιώνα,
  • Oλίγον χαζή, διότι αν δεν καθαρίζεις το πουρί συχνά, δεν μαθαίνεις ποτέ την τέχνη του καπνοκαθαριστή (που μου’ ρθε πάλι αυτό;), οπότε γίνεται,
  • Χάλια στο κρεβάτι (από ό,τι μου λένε).

Συνήθως το συγκεκριμένο είδος απαντάται σε γκρουπ άνω των δύο. Η εξήγηση είναι εύκολη. Την κρίσιμη στιγμή, η καβλώστρα χρειάζεται δικαιολογία να την σκαπουλάρει, οπότε βρίσκει δικαιολογία τις φίλες της. Γι αυτόν το λόγο δεν βγαίνει ποτέ ραντεβού μόνη της!

Bonus track: Μετεξέλιξη [i]καβλώστρας[/i] Σε περίπτωση που δεν ξυπνήσει από το όνειρο που ζει η καβλώστρα γίνεται μετά από τα 25:

  • Εύκολη γκόμενα (γιατί προσπαθεί to catch up) και κρύα στο κρεβάτι (διότι δεν το δούλεψε πολύ το θέμα όταν έπρεπε),
  • Κομπλεξική νοικοκυρά, διότι παντρεύτηκε κάποιον που στο παρελθόν δεν του έριχνε ματιά! και θα του κάνει και του μίζερου τη ζωή αθλία, με σχόλια του στυλ «εγώ περπάταγα και έτριζαν τα πεζοδρόμια...»

Ασίστ: Pavleas

- Ρε Αλεξάκι, τις είδες αυτές που μπήκαν στο μαγαζί; Τι κορίτσαροι είναι αυτοί;
- Άσ' τες αυτές. Αυτές είναι καβλώστρες. Μπαίνουν στα μαγαζιά για να αναστατώνουν, και μετά την κάνουν στο σπίτι μόνες. Δεν γαμιούνται με τίποτα!!! - Καβλώστρες, ξεκαβλώστρες, εμένα μου ανέβασαν το ηθικό. Κέρνα τις τρία σφηνάκια.
- Βρε γύρευε τη δουλειά σου
(πραγματικός διάλογος σε νησιώτικο μπαρ, εν έτει 1996)

Πρώτα από όλα, καμία σχέση με την ξαπλώστρα. (από Vrastaman, 28/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία