Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Το αρχετυπικό 70s-80s gay bar, όπως έγινε διάσημο από την ατελείωτη σειρά ταινιών «Η μεγάλη των μπάτσων σχολή» (Police Academy) που από το 1984 ως το 1994 αρίθμησε 6 συνέχειες της αρχικής ταινίας.

Μέσα στο μπαρ Blue Oyster (Μπλε Στρείδι, αλλά και κατά μια άλλη ελληνικότερη μεταγλώτισση Μπλε Σύκο) βρίσκονται σκληρά αν και ευαίσθητα αγόρια με μουστάκλες και δερμάτινες στολές, που έχουν τον τρόπο να μαλακώσουν ακόμα και τον πιο κακό μπάτσο και μάλιστα να τον χορέψουν και ένα ταγκό στον ρυθμό του gay ύμνου El Bimbo (που διασκεύασε και ο Πάριος χωρίς gay πρόθεση με τίτλο «Ποτέ δεν σε ξεχνώ»).

  1. (από ανάλυση του «Relax» από Frankie Goes To Hollywood)
    «Το βίντεο ξεκινά δυναμικά. Ο Holly Johnson καταφθάνει με ταξί τύπου man-slave σε ένα γκέι S&M den, όπου όλοι είναι ντυμένοι σαν τους θαμώνες του Μπλε Στρειδιού της Μεγάλης των Μπάτσων Σχολής. Εκεί, υπό το άγρυπνο βλέμμα ενός χοντρού «bear» με στολή Ρωμαίου αυτοκράτορα, ο τραγουδιστής μπλέκει σε κάτι που μοιάζει με καυγά αλλά δεν είναι και «αναγκάζεται» να μπουσουλήσει στα τέσσερα, face to face με μια τίγρη.»

  2. Άσε τα μούσια!») «Σκέφτομαι να αφήσω μούσι, αλλά δεν ξέρω ποιο στυλ αρέσει στις γυναίκες.
    Μάνος, με e-mail

Ευτυχώς που σε πρόλαβα πριν κάνεις καμιά τρέλα. Οι γυναίκες, κατά πλειονότητα, προτιμούν ένα καθαρό, ξυρισμένο πρόσωπο. Εχουμε και λέμε λοιπόν. Μουστάκια: Blast from the past. Εν τω μεταξύ, υποψιάζομαι πως το έσκασες από το κλαμπ «Μπλε Στρείδι» της Μεγάλης των Μπάτσων Σχολής. Μούσι: «Είμαι ακαμάτης και μ' αρέσει». Γένια: Αν δεν είσαι ο Κάρατζιτς και πρέπει να κρυφτείς από τις μυστικές υπηρεσίες, δεν έχεις λόγο να το κάνεις.»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πειρακτικός όρος για γεροντοφρικιά και άλλους συνομηλίκους τους που αγοράζουν μηχανές για πρώτη φορά στα 40+ αλλά δεν είναι ούτε τόσο φραγκάτοι, ούτε και τόσο ψώνια για να πάρουν Harley και βολεύονται με μηχανές μικρού κυβισμού.

Ενίοτε παν και διακοπές στα νησιά το καλοκαίρι μ’ αυτές, αλλά συχνά σπάνε και κάνα ποδαράκι...

Αν συνοδεύονται και από αίσθημα (σ' αυτήν την ηλικία λέγεται σύζυγος…) προσθέτουμε και το Σοφία (Αλιμπέρτη). Δεν συνοδεύονται όμως από χαίτη…

Ρε καλώς τον Γαρδέλη! Πού το φάγαμε το γόνατο πάλι; ΠΣΚ με την enduro και το Σοφάκι πάλι;

(από BuBis, 16/02/09)(από Khan, 14/11/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρήμα προερχόμενο από τον αγγλικό ιντερνετικό όρο seed και την κατάληξη -άρω (αγγλ. seeding). Χρησιμοποιείται στην γλώσσα του διαδικτύου, και συγκεκριμένα στα τόρρεντς (αγγλ. torrents), μεταξύ των κατεβασάκηδων και σημαίνει: τροφοδοτώ το σάη, από όπου κατεβάζω, με τα απαραίτητα σίντς ή seeds, τα οποία, στη συνέχεια, καθιστούν το κατέβασμα του εν λόγω τόρρεντ πιο εύκολο και πιο γρήγορο και από άλλους χρήστες, δημιουργώντας ένα αίσθημα αλληλεγγύης μεταξύ των κατεβασάκηδων και, γενικότερα, μία ωραία ατμόσφαιρα, δεδομένου ότι υπάρχει ένας ικανοποιητικός αριθμός χρηστών που σιντάρει.

Σημειώνεται ότι το σιντάρισμα μπορεί να γίνει είτε κατά το κατέβασμα ενός τόρρεντ, είτε αφού αυτό έχει κατέβει (ανάλογα με το σάη) και είναι, συνήθως, μία πολύωρη, αλλά όχι και τόσο κουραστική, διαδικασία που επιτελείται προαιρετικά (αφού υπάρχει και η επιλογή να μην σιντάρω) για καθαρά πρακτικούς λόγους (είπαμε αλληλεγγύη!).

  1. Είσαι θεός. Κατέβηκε αστραπή.Θα σιντάρω και 'γώ
    να γίνουμε τέσσερεις! ;-D (Εδώ)

  2. Κατά τύχη ανάκαλυψα αυτό το πρόγραμμα( BitStorm Lite) για να κατεβάζω και να σιντάρω τορρέντς.
    Είναι πανάλφρο και σχετικά γρήγορο, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να καταλάβω μετά την ολοκλήρωση του κατεβάσματος αν συνεχίζει να σιντάρει και με πόση ταχύτητα. Ελπίζω να μπορεί κάποιος να μπορεί να με βοηθήσει;;;;;;;;!!!!!!!! :;: (Εδώ)

  3. Συμφωνώ και θα σιντάρω οσο μπορώ.Πρέπει όμως αυτο να το κάνουν όλοι οσοι εχουν κατεβάσει τα torrent. (Εδώ)

(από Nick Sinister, 30/03/12)

Βλ. και σηντάρω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Θρυλική ρήση του Θανάση Βέγγου ως πράκτωρ Θου-Βου. Γενικά είναι μια σλανγκ χαριτωμενιά για να πεις «Απαράδεκτο!», αλλά προσβάλλοντας λιγότερο τον άλλο, αφού τον αναβιβάζεις ταυτοχρόνως σε πράκτορα.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αυτοαναφορικώς, για απαράδεκτες παραλείψεις των σλανγκιστών, δεδομένου του πόσο ψηλά έχουν θέσει τον πήχυ. Εννοείται ότι οι σλανγκιστές πρακτορεύουν την προώθηση της σλανγκ στην ελληνική κοινωνία.

Πηγή: Sasa.

Ύστερα από 11.000 ορισμούς κι ακόμη να λείπει το λήμμα «τσιμπουκώνω»! Απαράδεκτο για πράκτορες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατά κόσμον «Πατ Μορίτα».

Ο Ιάπωνας «sensei» που μετέτρεψε τον φλωρούμπα Ντάνιελ Λαρούσο στον - killing machine - Ντάνιελσαν.

Αφού προηγουμένως τον έβαλε να πλύνει μια μάντρα με αμάξια, να τα κερώσει, να τα γυαλίσει, να βάψει τον φράχτη του σπιτιού του, να του ξύσει το πάτωμα, να του βάψει το σπίτι, (στο director’s cut θα τον δείτε ακόμα και να μαδάει τις ελιές στα λιοστάσια του Μιγιάγκι), αποφάσισε ότι αυτό δεν ήταν παρά μια ταχύρυθμη μέθοδος εκμάθησης καράτε (αν ήταν έτσι θα βλέπαμε μπογιατζή και θα κλάναμε πουλόβερ), έπεισε και τον τζιτζιφιόγκο του ότι έγινε Τζετ Λι, τον έχωσε να διαγωνιστεί σ’ ένα τουρνουά καράτε ακούγοντας να βεβηλώνουν τ' όνομά του (ο εκφωνητής -που να τον πάρει ο διάολος!- τον αποκαλούσε «Μιγιάτζη»), εκεί είδε στον ημιτελικό να «τσακίζουν» το πόδι του κανακάρη του (πόδι, το οποίο έφτιαξε αφού προηγουμένως έτριψε τα χέρια του από ικανοποίηση γιατί το σακάτεμα του Ντάνιελσαν έδινε 3,75 στο παράνομο στοίχημα και ο ίδιος είχε ποντάρει ένα κάρο μπονζάι), στον δε τελικό τον είδε να δίνει τα ρέστα του και με χτύπημα βγαλμένο απ' το takken να κερδίζει έπαθλο και Ελίζαμπεθ Σου ταυτόχρονα.

Ο ανωτέρω άθλος του σχιστομάτη παππούλη, που όλοι θα θέλαμε να ήταν παππούς μας (αν και - άσχετο - προτιμώ Αλέξη Κωστάλα να είχα για παππού μου), να μεταμορφώσει σε καρατέκα ένα τσογλανάκι που ακόμα θα τις έτρωγε, με το πέρασμα των χρόνων έγινε μύθος και με το πρόσωπό του ταυτίζει κανείς κάποιον τον οποίον θεωρεί ότι τον έχει βοηθήσει ενώ βάδιζε στα χαμένα.

Μέγας Αλέξανδρος, Κομφούκιος, Ισαάκ Νεύτων, Λουκάς Βύντρα, Μίστερ Μιγιάγκι. Τίποτ' άλλο.

Συνων.: μέντορας, γκουρού (η τυρόπιτα είναι «κουρού»), sensei, master (για πιο υποτακτικούς), διδακτορικό (ως πτυχίο ανώτερο του master).

- Ρε συ Φιλώτα, ό,τι και να πω είναι λίγο... Μου έμαθες τη δουλειά όταν δεν ήξερα πού μου παν' τα τέσσερα, με σύστησες σε πελατεία, με έμαθες πώς να φοροδιαφεύγω και πώς να «σβήνω» τις μπριζόλες με κρασί και όχι με λεμόνι όπως έως τότε (για τον Θεό!) έκανα... Είσαι για μένα ο Μίστερ Μιγιάγκι μου!
- Καλά, καλά... Να σου πω, δεν περνάς αύριο από το σπίτι μου να περάσεις το δεύτερο χέρι στους τοίχους;
- Yes sensei...

Μίστερ Μιγιάγκι, κατά κόσμον Pat Morita (από poniroskylo, 27/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μετωνυμία, εκ του παλαιού ιχθυοποιού (sic) Φαίδωνος, που δηλώνει τον καθηλωμένον άνδρα σε σεβεντίστικα πρότυπα, ιδίως στο άνοιγμα των κουμπιών του πουκαμίσου μέχρι τον αφαλό, για να φαίνεται το θυσανωτόν τρίχωμα, όπου υποφώσκει και χρυσή καδένα (ασορτί με την καρδιά του φέροντος). Επί 80’ετίας διανθίσθηκε με πακέτο «μάλμπορο», τυλιγμένο στο ανασκουμπωμένο μανίκι της πουκαμίσας ή σφιγμένο στο μαγιώ, τσόκαρο «γάτα με πέταλα», ανώνυμο γυαλί ηλίου και ψάθινο καου-μπόικο…

Λέγεται και τραβόλτας ο τύπος, ενώ ο βιρτουόζος Ζώρζ Πιλαλί, υπήρξε και ο πρώτος που γιουχάισε μουσικώς και στυλιστικώς το φαινόμενον.

Πρόκειται λοιπόν για μια εκ της σειράς μετωνυμιών, που αποδίδουν σε διάφορους σελεμπριτέους, ορισμένην ιδιότητα, όπως:

  • Γκιζίκης, για τον φέροντα χουντικό γυαλί.
  • Πάρλας, γι' αυτόν-ήν που έχει κύκλους στα μάτια,
  • Ντεμιρέλ, που έχει προκοίλι ετοιμόγεννης,
  • Γκιζέλα Ντάλι, για χαζο-ξανθιά λατέρνα (σε προκεχωρημένη ηλικία προτιμάται ο όρος «η θεία μου η χίππισσα»),
  • Παναγιωταρέα / Κούβελας, για γκριζομάλλη-α, με κούπ μέςς, που αφήνει τεχνηέντως κατάλευκο τσουλούφι,
  • Μονσελλάς, για τον μπακουρέο απάλευτο μακρυμάλλη άνω των 40, που μυρίζει ναφθαλίνη (εκ της πολύκροτης υπόθεσης συμμετοχής σε αυτοκτονία),
  • Καζαντζίδης, για τον κλαψομούνης μεμψίμοιρο,
  • Ιάσονας / Μουρατίδης, για το νεάζοντα και καλλιτεχνίζοντα μεσόκοπο πουσταράκο,
  • Σουγκλάκος, για τον βαράο,
  • Χριστός, γι'αυτόν-ήν που δεν κλείνει την πόρτα πίσω του (διότι γεννήθηκε κατά τα φαινόμενα σε φάτνη, όπως ο Κύριος),
  • Αρτέμης Μάτσας / Δήμος Σταρένιος, για τον γλοιώδη σπιούνο,
  • Μπαρμπα-Γιώργος, για τον καράβλαχο,
  • Ντρογκμπά, για το μαύρο που πουλάει σι-ντι και
  • (για να μη μείνουν 13=γρουσουζιά) Καΐλας, για τον αναξιοπαθούντα πτωχό-πλην-τίμιο δουλευταρά

    και άπειρα άλλα, αφού της επινοητικότητος ουκ έσται τέλος...

- Κλείσε κανά κουμπί, θα πουντιάσεις ρε Γεωργίτση!
- Τι ξέρεις εσύ από μόστρα ρε λεκέ;

Χρήστος Πάρλας (από Khan, 26/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Όταν κάποιο θέμα ή κάποια υπόθεση προχωράει αργά. Εμπνευσμένο από τα αργά, μακρόσυρτα και ατελείωτα όπως οι ταινίες του γνωστού σκηνοθέτη.

  2. Σκηνοθέτης αμφιβόλου αξίας.

  1. - Είμαστε ένα μήνα με τη Μαρία και δε μου 'χει κάτσει. - Έλα ρε. Σ' το παίζει Αγγελόπουλος δηλαδή;

  2. Η δουλειά πάει Αγγελόπουλος.

  3. Κατά τη διάρκεια προβολής ταινίας (ο Θεός να την κάνει):
    - Ίσα ρε Αγγελόπουλε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καθώς η υπερδύναμη τείνει να μεταφερθεί απ' τις ΗΠΑ στην Κίνα, μαζί τείνει να μεταφερθεί κι η αντίστοιχη βλακεία. Έτσι κατά τα αμερικανιά και αμερικλανιά, σχηματίστηκε το «κινεζιά», για να δηλώσει ακριβές υπερπαραγωγές ενός Χόλλυγουντ στα κινέζικα, ή οποιαδήποτε άλλη πατάτα προερχόμενη απ' την Κίνα και ιδίως αντίγραφα κακής ποιότητας. Κι ενώ στο σινεμά τα έργα ενός Γιμού, ενός Καρ Βάι, ενός Ανγκ Λη τίμησαν το είδος του βούξια, ή την βουξιά ελληνιστί, μετά έγινε μανιέρα ένα είδος βουξιών δεύτερης ποιότητας, που συναγωνίζονται τις κακές χολυγουντιάνικες ταινίες.

Χαρακτηριστικά της κινεζιάς στο σινεμά: Οι ήρωες πετάνε, πηδάνε, κάνουνε τούμπες με τέλειο υπερφυσικό τρόπο. Στην αρχή αυτό ήταν μέσα στους κώδικες του βούξια, αλλά μετά έγινε πρόσχημα για να φεσωθούμε. Οι διάλογοι ζηλώνουν την δόξα κάθε Φωσκολιάδας. Μέχρι το τέλος της ταινίας, όλοι οι ήρωες έχουν βρει κάποιον λόγο για να αυτοκτονήσουν μελοδραματικά. Και στο τέλος νικάει κάποιος σαδιστής αφέντης πατέρας, που έχει στο μεταξύ προσφέρει άπλετη ικανοποίηση στον κάθε μαζόχα της ταινίας. Όλα αυτά σε πανάκριβα σκηνικά με τείχη, φανάρια, δράκους, παλλακίδες κτλ. Οι τίτλοι αποτελούν συνήθως ένα συμπίλημα απ' τα παραπάνω.

- Πάμε να δούμε το «Καταραμένο Μυστικό του Χρυσού Δράκου»;
- Βουξιά;
- Φαίνεται;
- Μόνο να μην είναι πάλι καμιά κινεζιά σαν το «Κλάμα της Παλλακίδας πίσω απ' το Τείχος με τα Φανάρια». Δεν θα το αντέξω!

(από Khan, 30/10/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άνθρωπος εντελώς άσχετος με κάποιο θέμα, ο οποίος για κάποιον άγνωστο λόγο έχει άποψη και την υποστηρίζει και φανατικά σαν να είναι εξπέρ.

Προέρχεται από την ταινία «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (βλ. μήδι) από την επική ποδοσφαιρική συζήτηση μεταξύ Ζουγανέλη και Μπουλά (ΠΑΟΚτζής και ΑΕΚτζής). Ο Ζουγανέλης υπονοεί στη σκηνή ότι η καταγωγή του Μπουλά (χωριό της Λακωνίας) είναι τέτοια που δεν του επιτρέπει να ξέρει από μπάλα, ότι κατέβηκε από την επαρχία, από τα βουνά που λέμε.

'Ηρθαν οι αγροκαλλιεργητές από τη Λακωνία, να μας μάθουν τι είναι πέναλτυ!

(από Fixit13, 08/12/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παρατσούκλι που δόθηκε κατά τη δεκαετία του '50 (ή λίγο πιο πριν) στον Ζάχο Χατζηφωτίου λόγω του ότι ο κύριος αυτός είχε κλέψει τον καιρό εκείνο ελαστικά αυτοκινήτων από μια αποθήκη με σκοπό να τα πουλήσει.

Ένα τραγούδι του Χάρυ Κλυνν με τίτλο «Ο κύριος Χατζηλάστιχος» (βλ. μήδι) αναφέρεται στο πρόσωπο αυτό, πιθανότατα.

Παρακαλείται όποιος γνωρίζει περισσότερες λεφτομέρειες να τις καταθέσει γιατί ο πατήρ μου που μου ανέφερε το παρατσούκλι δεν θυμόταν παραπάνω, ο δε γούγλης δεν με βοήθησε διόλου.

  1. I don't know if this was an inspiration of Harry Klynn's or a byname given to Z.Ch. at the time of his marriage to Karezi (maybe by Vougiouklaki fans), but I remember my mother calling him «Χατζηλάστιχος» at the time.

  2. Όσο για τον Κωστόπουλο είναι ο Ζάχος Χατζηφωτίου (ή Χατζηπαπάρας ή Χατζηλάστιχος!) της εποχής μας...

(από το νέτι)

(από ironick, 26/12/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία