Ο ομοφυλόφιλος που έχει πολύ αδρά χαρακτηριστικά και γενικά είναι επιθετικός και αρρενωπός.

-Κοίτα τον τύπο με τη χάρλεϊ, όλο σφήνες μου κάνει!
- Φαίνεται αγριόπουστας, μην του κολλάς καθόλου γιατί κινδυνεύεις...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Ειδικότερα, άτομο μιας κάποιας ηλικίας που γουστάρει να πηδάει νεαρά αγόρια.

Τέτοιοι τύποι ασφαλώς και δεν ήταν άγνωστοι στους κλασικούς χρόνους (βλ. παράδειγμα 1). Ίσως και γι' αυτό οι συνδηλώσεις της λέξης δεν είναι απολύτως αρνητικές (βλ. παράδειγμα 2). Βασικά, ο Έλληνας δυσκολεύεται να αποφασίσει αν ο κολομπαράς είναι μερακλής ή απλώς πούστης. Σε ορισμένες χρήσεις, το κολομπαριλίκι αναφέρεται ως επιβεβαίωση ανδρισμού και περικλείει και μια αίσθηση απειλής (βλ. παράδειγμα 3). Περιορισμένη χρήση της λέξης γίνεται και από την γκέι κοινότητα, ως μια πιο αυθάδης εκδοχή του τοπ (βλ. παράδειγμα 4). Η λέξη χρησιμοποιείται και μη κυριολεκτικά ως βρισιά παντός καιρού και έτσι σημαίνει: αλήτης, κωλοπαίδι, τεμπέλης, ξεδιάντροπος (βλ. παράδειγμα 5).

Μια σημείωση για την προέλευση της λέξης. Η ετυμολογία από το κώλος + μπάρα μπορεί να είναι προφανής, μπορεί να είναι ευρηματική, αλλά είναι και λάθος. Η λέξη προέρχεται από το τούρκικο kulampara= ομοφυλόφιλος, παιδεραστής το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το πέρσικο gulampare, μια παλιά ποιητική λέξη που σημαίνει αυτός-που-αγαπάει-αγόρια. Με δεδομένη αυτή την ετυμολογία, η σωστή γραφή είναι κολομπαράς, με -ο- και όχι με -ω-, στη βάση του κανόνα ότι η μετεγγραφή ξένων λέξεων γίνεται με τον απλούστερο τρόπο. Παρόλ' αυτά, γράφεται πολύ και κωλομπαράς.

Σχετικά λήμματα: κωλομπαράς, κωλόμπα, βερς, αγριόπουστας.

  1. Ο ποιητής Τυρταίος, κωλομπαράς σπουδαίος πήγε εις τον Σόλων, με όρθιον τον ψώλον
    «Σόλων Σόλων, πώς τον θες, μισόν η όλον;»
    Κι απήντησε ο Σόλων, σοφότερος εξ όλων:
    «Τυρταίε, μη φείδου ψώλον, έλα και χώστον όλον!» (μαθητική ρίμα)

  2. Active gay men (κωλομπαράδες) are much more tolerated (and at times respected) than passive gay men (κίναιδοι, πούστηδες, πουστάκια). (από μελέτη της ΕΕ για την ομοφοβία και τις διακρίσεις κατά των ΛΟΑΤ στην Ελλάδα, Φεβρουάριος 2007)

  3. Πιάσανε προχ8ές καμιά 100στη μπάσταρδους, αν μπαγλαρόνανε και αυτούς τους 200 που κάνανε διαμαρτυρία έξω από τα δικαστήρια, τότε θάχανε στο μπαλαούρο όλους τους γνωστούς-άγνωστους. Αν, λέω αν, τους κάνανε να ξεράσουν το γάλα πού ήπιαν απο την μαμά του, τους χρέωναν τις ζημιές, ρίχνανε και μεσα στη φυλακή για συγρατούμενους καμια-δυο ντουζίνες κολομπαράδες -με τα γνωστά επακόλουθα- τότε θα σου έλεγα εγώ αν για μια 10ετία κουνιόταν φύλο. (από συζήτηση σε forum στο www.insomnia.g με θέμα Ε.Λ.Α.Σ. Τα ...ρεζιλίκια σου !!!!)

  4. Γράφω ότι είμαι Τοπ 100%, και μπήχτης και κολομπαράς γιατί απλά θέλω να πείσω τον εαυτό μου ότι έτσι δεν είμαι τελείως «ανώμαλος», γιατί απλά δεν έχω τα κότσια να δοκιμάσω κάτι (που σιγά το πράγμα δηλαδή), γιατί έτσι θα γλυκαθώ και θα μ' αρέσει. (από το www.e-gay.gr)

  5. Εμένα αυτό που μου τη δίνει είναι που επαγγέλματα όπως στο προκείμενο αυτό του καθηγητή πληρώνονται βαριά-βαριά 1000 ευρώ με αντίξοες συνθήκες εργασίας, και κάτι άλλα κωλοεπαγγέλματα που τα κάνουν κάτι άχρηστοι κωλομπαράδες τεμπελχανάδες που ποτέ στην ζωή τους δεν άνοιξαν βιβλίο βγάζουν πάνω από χιλιάρικο και βάλε κάνοντας τί; Σε κλαμπ και σε μπαράκια και το παίζουν και μάγκες κιόλας. (από donemo.blogspot.com)

Fudgepacker στα αγγλικά. (από Vrastaman, 11/07/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άνθρωπος εφηβικής ηλικίας που δίνει έντονα την αίσθηση ότι όταν γίνει ενεργός σεξουαλικά θα γίνει γκέης.

Ο Γιώργος ήταν φοβερό πουστάκι μικρός. Πώς έγινε τόσο μουνάκιας μεγαλώνοντας, είναι απορίας άξιο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τῦπος σκληροῦ καὶ ἀρενωποῦ κιναίδου.

πουστόμαγκας ἔχει ἀτυχῶς πλέον ἐξαφανισθῇ, διότι δὲν πρόλαβε νὰ ἐνταχθῇ σὲ κάποιο πρόγραμμα τύπου Natura κι ἔτσ᾿. Ἄλλαξαν οἱ κοινωνικὲς συνθῆκες, τὰ ἤθη κττ, καὶ δὲν παράγεται πιά.

Ἡ ἐτυμολόγησις ἀπὸ τὰ κοινὰ συνθετικὰ εἶναι προφανής.

Ἡ λέξις ἀνήκει εἰς τὴν καθομιλουμένη, στὴν κουτσαβακική, οὔ μιν ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν καλιαρντή. Ὁ σεβαστὸς Πετρόπουλος ἀναφέρει ὀρθῶς ὅτι ἡ λέξις «πούστης» καὶ παράγωγα ἀποφεύγεται συστηματικῶς ἀπὸ τοὺς κιναίδους, μὲ ἐξαίρεσι τὸ προκείμενο λῆμμα. Αὐτὸ εἶναι σωστό, ἀλλὰ σήμερα ὄχι πλέον ἀληθές: Στὰ νεώτερα χρόνια, καὶ ἰδίως μετὰ τὴν ἐπικράτησι τῆς, κατὰ τὴν γνώμη μου, ἀτυχοῦς λέξεως gay, οἱ κίναιδοι χρησιμοποιοῦν ὑβριστικῶς κατὰ κόρον τὴ λέξι πούστης, πουστιά κλπ, γιὰ νὰ δηλώσουν ὅ,τι καὶ κοινῶς ἐννοοῦμε, πλὴν τῆς κυριολεξίας.

Μερικὰ ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ πουστόμαγκα:

Δὲν μπενάβει (ὁμιλεῖ) τὴν καλιαρντή, παρ' ὅτι τὴν τζινάβει (ἀντιλαμβάνεται «ex officio»), διότι προτιμᾷ τὸ ὗφος τῆς κουτσαβακικῆς.

Δὲν ἀκκίζεται οὔτε φαιδρολογεῖ, ὅπως οἱ κοινὲς λοῦγκρες, διότι τὸ θεωρεῖ στοιχεῖο ἀδυναμίας, ὡς προσιδιάζον εἰς τὸ λεγόμενο «ἀσθενὲς φῦλον». Μία τοιούτη συμπεριφορὰ θὰ τοῦ χαλοῦσε τὸ σκηνικό. Στὸ πλαίσιο αὐτό, δὲν χορεύει ποτὲ ρομανὸ-κιλιμπέ (πουστοτσιφτέτελο), ἀλλὰ ζεϊμπέκικο (σὲ διάφορες ἐκδοχές), ἐνίοτε καὶ χασάπικο, ἀλλὰ μόνο μὲ ἄλλους πουστόμαγκες καὶ μάγκες, ἐνῷ οἱ «κόρες» τοῦ βαροῦν παλαμάκια.

Ἀβέλει ὁπωσδήποτε πακέττο, διότι αὐτὸ εἶναι τὸ κυριότερο μέσον προσκτήσεως κύρους στὸ σινάφι αὐτό. Ὅπως ἄλλωστε προσφυῶς ἔλεγε καὶ ἡ ἀείμνηστος Μαλβίνα: «Μόνο ἡ πούτσα μετράει». (Ἐμεῖς ὅλοι ξέρουμε βέβαια ὅτι μετρᾶνε καὶ τὰ μπελέ, ὅμως ἡ Μαλβίνα ἔτσι ἔλεγε).

Ὅταν δημιουργῇ σταθερὴ σχέσι μὲ ἄλλο, θηλυπρεπῆ κίναιδο, συνήθως τοῦ ἀβέλει ντοὺπ (κοινῶς τοῦ ρίχνει καὶ καμμιὰ ψιλή), ἐνίοτε δὲ τὸν ἐκδίδει καὶ σαφράνς τουζούρ (τοῦ τὰ μασάει σταθερά)· δημιουργεῖ δὲ καὶ σκληρὲς σκηνὲς ζηλοτυπίας, προκειμένου νὰ διευκολύνῃ τὶς πρὸς τὸν ἴδιον χρηματικὲς ροές. Σὲ κάποιες ἄλλες περιπτώσεις, εὑρισκόμενος σὲ ἰδιαίτερες στιγμές μὲ τὸ «ἕτερον ἥμισυ», τὸ σχῆμα «σκληρός-θηλυπρεπὴς» ἀντιστρέφεται· ὁ πουστόμαγκας γίνεται «γατοῦλα» καὶ τὸ ἀνάποδο, προκειμένου νὰ πραγματοποιηθοῦν SM φαντασιώσεις. Ἀλλὰ τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ...

Δὲν ἀρέσκεται σὲ κουσούμια (κουτσομπολιά), οὔτε σὲ μπερχαμάδες (καυγάδες), ὅπως οἱ συνήθεις κίναιδοι, ἐνίοτε ὅμως μπενάβει ἀνθυγιεινὰ (κατηγορεῖ, συκοφαντεῖ). Στὰ ἀλήθεια πλακώνεται μόνο γιὰ σοβαρὴ αἰτία, κυρίως ἂν ἀπειλῆται ἡ νομὴ τῶν θηλυπρεπῶν κορῶν (κιναίδων) ἐπιρροῆς του, ὁπότε μπορεῖ καὶ νὰ φαλτσετιάσῃ καὶ κανένα.

Εἶναι συνήθως περιποιημένος, καλοξυρισμένος καὶ φέρει σταθερῶς μύστακα, συνήθως τσιγγελωτόν (παγκροτσιγγελοχειλάς), τὸν ὁποῖον περιποιεῖται μὲ μουστακοδέτη καὶ μαντέκα. Ἐξ οὗ καὶ ἡ ρῆσις: «Τὸ μουστάκι εἶναι ὁ φερετζὲς τοῦ πούστη». Μύστακες τύπου «ποντικοουρά» ἢ «σκορπισμένη διαδήλωσι» εἶναι ὁπωσδήποτε ἀναξιοπρεπεῖς γιὰ τὸν πουστόμαγκα.

Καθ' ὅλα τἆλλα πρόκειται γιὰ κλασσικὴ παληόπουστα, ποὺ μπερδεύεται σὲ διαπροσωπικὰ καὶ σεξουαλικὰ ἐξουσιαστικὰ παίγνια. Ἡ περσόνα πουστόμαγκας ἐξυπηρετεῖ ἄριστα τὴν κατάστασι αὐτή.

Ὁ Βάγγος, ποὺ διαθέτει gaydar, λέει στὸ Μῆτσο:
- Πάρε μά (τι) κάτι λοῦ (γκρες), ρὲ Μητσά (ρα)! Πᾶ νὰ σπά λίγη πλά; Μπορεῖ νὰ κονό καὶ κανὰ ψιλό...
- Ἄσε ρὲ Βά (γγο), εἶναι πουστομά (γκες)· τοὺς δυὸ τοὺς ξέ ἀπ' τὸ μπὰρ τοῦ Τάκη, στὰ Πετραλώ. Δὲ θὰ καθαρί, ἐκτὸς κι ἂν τοὺς τὰ χώ, νὰ «πάρουμε» καμμιὰ δικιά τους κό (ττα).
- Ἄαασχετο: Καὶ τὸ Τάκης ἀπὸ ποῦ βγαί;
- Ἀπὸ τὸ Πουστάκης, ρὲ μαλά!

(από Jim Blondos, 18/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το πούστης+ λουστραδόρος. Η αδερφή, αυτός που τη γυαλίζει την κάννη.

Μεγάααλος πουστραδόρος ο Τζίμης. Τι, δεν το 'ξερες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρήμα χαρακτηρισμού προς ομοφυλόφιλους άντρες, το οποίο δηλώνει ότι λόγω της μεγάλης πίσω οπής τους, θα βούλιαζαν μέσα στο νερό.

- Δες το Τάσο πώς κουνιέται ρε!
- Καλά, αυτός βουλιάζει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιγράφει κίναιδο μεγάλο σε ηλικία, που διατηρεί την σεξουαλικότητά του παρά τα χρόνια του. Προέρχεται από το πούστης + (γερό)λυκος. Προσοχή, δεν είναι ηλικιωμένος. Τους παππούδες πούστηδες τους λέμε διαφορετικά.

Πουστρόλυκος για παράδειγμα, είναι αυτός που σε νυχτερινή πτήση Αθήνα-Θεσ/νίκη κόλλαγε σε έναν πιτσιρικά να τον πηδήξει. Ο πιτσιρικάς δεν του καθότανε γιατί «θα μας δούνε». «Όχι βρε κουτό, δεν βλέπεις, κοιμούνται όλοι». Κοιτάει γύρω του δύσπιστος ο πιτσιρικάς και του λέει ο πουστρόλυκος «να, πήγαινε να τους ζητήσεις δήθεν τσίχλα που βούλωσαν τα αυτιά σου και θα δεις ότι κοιμούνται». Όντως το έκανε ο μικρός, διαπίστωσε ότι κοιμούνται όλοι, οπότε έκατσε και τον πήδηξε ο γέρος. Όταν έφτασαν στη Μίκρα, ένας παπάς διαμαρτυρήθηκε «Έχω έναν πονοκέφαλο, άλλο πράγμα!». «Και γιατί δε μας ζήτησες ασπιρίνη» του λέει η αεροσυνοδός. «Τι λες καλέ; Ο άλλος τσίχλα ζήτησε και τον γάμησαν, ασπιρίνη θα ζητούσα εγώ;»

- Τον είδες τον ταρίφα. Ροδάνι πάει η γλώσσα του.
- Ναι τον πουστρόλυκο. Άπαιχτος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στον ομοφυλοφιλικό έρωτα, στάση του ιεραπόστολου με τα πόδια πάνω ή, κατά τη wikipedia, anal missionary between two males (πρωκτικός ιεραπόστολος μεταξύ αρρένων).

Το ανοιχτό V των ποδιών η ποιητική φαντασία της λούγκρας το οραματίστηκε ως τα πόδια να δοξάζουν το εικόνισμα στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι, ή να περιβάλουν το πρόσωπο του γαμιά ως το κάδρο το εικόνισμα. Υποδηλώνει τη λατρευτική σχέση της αδερφής προς την πούτσα και τον κάτοχό της.

- Και που λες τον κάνω τσακωτό με τα πόδια εικόνισμα κι ένα τσόλι να τον καβαλάει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το όνομα του Γενοβέζου εξερευνητή Χριστόφορου Κολόμβου χρησιμοποιείται ενίοτε για να δηλώσει τον κολομπαρά, δηλαδή τον ενεργητικό ομοφυλόφιλο που του αρέσουν τα αγοράκια, ή κατ΄ επέκταση τον ομοφυλόφιλο εν γένει.

Το λολοπαίγνιο είναι αρκετά προφανές: Από το κολομπαράς (βλ. εδώ για ετυμολογία) προκύπτουν διάφοροι τύποι όπως κωλόμπα, λόμπα, λόμπας, κωλόμπος. Αυτό το τελευταίο ειδικά, δηλαδή το κωλόμπος, μπορεί να υποστεί μια τροποποίηση που θυμίζει το φαινόμενο του υπεραστισμού/ υπερδιόρθωσης, λ.χ. της μοδός, ή ψευδοκαθαρευουσιάνικους τύπους όπως ακομβίωτος, και να γίνει κολόμβος.

Το πλεονέκτημα αυτής της τροπής είναι ότι θυμίζει τον Χριστόφορο Κολόμβο. Αυτό είναι έτσι κι αλλιώς σλανγκικώς πρόσφορο καθώς ο εν λόγω κολομπαράς συνδέεται με ένα αιώνιο σελεμπριτόνι, και μπορεί ο όρος να χρησιμοποιηθεί και συνθηματικά. Υπάρχει όμως και το επιπλέον ότι καθώς ο Χριστόφορος Κολόμβος (επαν)ανακάλυψε την Αμερική αποτελεί συνήθη στόχο των αντιαμερικάνων που θέλουν να βρίσουν τις Η.Π.Α. για την πολιτική τους, οπότε κυκλοφορούν εκφράσεις όπως γαμώ την περιέργεια του Κολόμβου, ή και ευθέως γαμώ τον Χριστόφορο Κολόμβο τον πούστη (πούστης= περσινός κολομπαράς). Και γενικότερα σκεφτόμαστε ότι ο Χριστόφορος Κολόμβος ήταν πολύ περίεργος ώστε να ψάξει μια νέα ήπειρο, οπότε θα ήταν περίεργος και σε άλλα θέματα.

Εξάλλου, μην ξεχνάμε ότι το όνομα Χριστόφορος υβρίζεται συχνά ως λογοκριμένη τροπή του θείου ονόματος του Χριστού, για να αποφευχθεί το γαμωσταυρίδι, οπότε έχουμε βρισιές, όπως γαμώ τον Χριστόφορο τον πούστη, που περαιτέρω εμπεδώνουν την πεποίθηση ότι ο Κολόμβος την ανακάλυπτε την ήπειρο.

Η (α)γωνία του γερμανού μεταφραστή: Η έκφραση χρησιμοποιείται πολύ πιο σπάνια από το κολόμπος, περισσότερο ως λολοπαίγνιο παρά ως παγιωμένη αργκοτική έκφραση και το βρίσκει κανείς με δυσκολία στον γούγλη.

Πάσα: Αόρατη Μελάνη.

  1. Πωπωπω! Gay δημοσιογράφος στο MEGA; Τι είδηση… Μεσοπρόθεσμο, εξαθλίωση, εξόντωση του λαού, αλλά το διαδίκτυο κατακλύζεται με μία φημολογία περί σκανδάλου μεταξύ γνωστού, ομοφυλόφιλου δημοσιογράφου του MEGA τον οποίον έχει καταγράψει ο εραστής του σε ερωτικές στιγμές και τον απειλεί.
    Εδώ αρχίζει το μέγιστο δούλεμα. Γιατί; Μα εάν υπάρχει τέτοιο βίντεο και διαρρεύσει, αυτός που θα το κάνει πάει μέσα για κακούργημα! Ο “κολόμβος εκβιαστής”δηλαδή, την έχει βαμμένη με το που κυκλοφορήσει το βίντεο σε οποιονδήποτε δίαυλο. (Εδώ).

  2. - κοίτα που από κολομπαρίστες μου καταντήσατε κολομπίνοι
    - κολομβοι θα λες... (Εδώ).

(από Khan, 25/10/11)(από Khan, 25/10/11)(από Khan, 25/10/11)(από Khan, 25/10/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η Κολομπίνα είναι χαρακτήρας της Commedia dell'Arte, ερωμένη του Αρλεκίνου και σύζυγος του Πιερό. Σλανγκικώς, σημαίνει τον κολομπαρά ή και τον ομοφυλόφιλο εν γένει.

Για την έκφραση βλ. και λουμπίνα. Είναι γνωστό ότι και πριν τις θεσμοθετημένες πουστοπαρελάσεις, το ντέφι κι η Αποκριά ήταν του πούστη η χαρά, οπότε δεν προκαλεί εντύπωση ο συσχετισμός ενός γκέι με έναν χαρακτήρα του καρναβαλιού και δη τον κατ' εξοχή γυναικείο. Ωστόσο, καθοριστικός είναι εν προκειμένω ο συσχετισμός με την λέξη κολομπαράς και τα παράγωγα κωλόμπα, κωλόμπος, οπότε κολομπίνα είναι και το χαϊδευτικό της κολόμπας για τους φίλους της. Ενώ πιο μακριά ακόμα μπορούν να γίνουν παρετυμολογικοί συσχετισμοί με τις λέξεις κώλος και μπινές.

Νομίζω ότι στον ανωτέρο συνδυασμό βρίσκεται η γοητεία της έκφρασης: Έχουμε, δηλαδή, μία κολόμπα (με την ευρεία έννοια χωρίς περιορισμό στον ενεργητικό γκέι και μόνο) που έχει όλην την χάρη μιας έφηβης κολομπίνας μασκαρεμένης ένεκα πουστογλεντιού.

Η έκφραση χρησιμοποιείται πολύ ως βρισιά και στο πλαίσιο κραξίματος. Υπερθετικός: πρώτη κωλομπίνα.

  1. Κωλομπινα ήρθες πάλι να τις αρπάξεις;; ...αυτες οι εμμονορροϊδες τι σου κάνουν ε; σ΄εχουν ξευτελισει μιλαμε!!! (Εδώ).

  2. Oυστ μωρη κωλομπινα που μας το παιζεις και απελευθερωμενη και το φωναζεις κιολας ... σε φανταζομαι με ροζ κορδελιτσες στα μαλλια και φουστιτσα και να τραγουδας .... «τ'αγορι μου τ'αγορι μου τ'αγορι μου γλυκο και τραγανο σαν καραμελα .... » (Εδώ).

Η δόκιμη κολομπίνα διά χειρός Maurice Sand (από Khan, 25/10/11)(από Khan, 26/10/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία