Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι το μπουφάν, πανωφόρι στρατιωτικού τύπου εκ του αγγλικού battle dress.
Κρύωνε κι έβαλε έναν παλιό πατατρέ.
Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι το μπουφάν, πανωφόρι στρατιωτικού τύπου εκ του αγγλικού battle dress.
Κρύωνε κι έβαλε έναν παλιό πατατρέ.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Στην ποικιλία της Σαλαμίνας (< Αμαλίτσα < Αμαλία). Κέρμα 25 λεπτών (1/4 δραχμής) επί Όθωνα και 20 λεπτών επί Γεωργίου. Χρησιμοποιείται στην Κούλουρη, λόγω κάποιων ομοιοτήτων που φέρει η φορεσιά της Κούλουρης με τη φορεσιά της Αμαλίας, την οποία καθιέρωσε ως βασίλισσα, αντικαθιστώντας τη μουσουλμανική μαντίλα που έβλεπε να φοράνε οι γυναίκες της Ελλάδας και θέλοντας να φέρει τον ευρωπαϊκό τρόπο ενδυμασίας.
Οι μαλίτσες στολίζουν το τάσι πάνω στο φέσι της κουλουριώτικης φορεσιάς.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
1.Ιδιωματισμός για την ακρίδα, σε χρήση στην Ήπειρο, σε περιοχές με επαφή με την αλβανική γλώσσα ή τα αρβανίτικα.
Ιούνιος 1932, Στα Μέγαρα έπεσαν σύννεφα από καρκαλέτσια, φάγανε όλα τα αμπέλια των Μεγάρων (Ιστορία των Μεγάρων)
2.Ο επίμονος βήχας, ο κοκκύτης, αναφερόμενος και ως κάρκαλος ή καρκαλέτζης ή καρκαλιάς.
Ο επίμονος και ιδιόρρυθμος βήχας, που σε περίοδο παροξυσμού κόβει την ανάσα, κάνει τη διαφορά και οδηγεί όλους στην ασφαλή διάγνωση: Καρκαλέτσι. Αλλιώς καρκαλιάς. (Χρήστος Παπακίτσος, "Το καρκαλέτσι και τα γιατροσόφια του", Τζουμερκιώτικα Χρονικά, 2012, σ. 28).
3.Μεταφορικά ο ψηλός και κάτισχνος άνθρωπος.
Τι καρκαλέτσι πήγε και παντρεύτηκε! Είναι σαν τη Μητρόπολη με τον Άγιο Λευτέρη.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο σφίχτης body-builder που έχει γυμνασμένους κοιλιακούς τύπου εξαπάκετο στο οποίο με λίγη φαντασία μπορεί κάποιος να παίξει τρίλιζα.
Τον γκόμενο τον τριλιζάτο που η γυμναστική είναι απλά χόμπι και όχι η κύρια δουλειά του τον αποφεύγω γιατί θα σου βγάλει πρόβλημα. (Από βιντεάκι στο Tik Tok).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η γυναίκα που είναι ντυμένη σαν πρωταγωνίστρια θεαμάτων πορνογραφικού περιεχομένου και κατ' ελπίδα κάνει αεροπλανικά πορνοσταρικά γαμήσια και στο κρεβάτι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Εκτός από τον βαψομαλλιά, υπάρχει κι αυτός που βάφει τον μύστακα. Η επέμβαση είναι συνήθως πολύ λιγότερο εμφανής και δραστική, παρατήρησα όμως οτι, σε σύγκριση με τον βαψομαλλιά, εδώ φανερώνεται περισσότερη κακία, παρά κοροϊδία. Ειδικά σε ναζιάρικους 'κύκλους' (μη χέσω), έπαθαν λύσσα κακιά με του Μεϊμαράκη το, πριν και μετά το ντημπέη, μουστάκι.
Πετυχημένο παράδειγμα φτηνοδουλειάς δεν είναι άλλο από του βαψομουστάκια, για πρόεδρος T.I.F.F που διαδέχεται την Ντέπυ. Γνήσια φακλάνα και η Ντέπη, γιάγμα τα κανε τα λεφτά (όσο υπήρχαν) για να φέρνει το κάθε σελέμπριτι. ΕΔΩ
-Είμαι σαν τσέλιγκας που φόρεσε μπεζ κοστούμι. Βλέπω τον εαυτό μου σαν master of puppets της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ποιος είμαι;
-για τον βαψομουστάκια σουν-τζου λες?
-game theory στις χαρτοπετσέτες του Cappuccino
-χαχαχα ΕΔΩ
θα ψηφισω τον βαψομουστακια, γιατι ειναι τσιφτης και καραμπουζουκλης....και οποιος λεει πως το στριβει το μουστακι ειναι απλα λαικιστης και προπαγανδιστης, φαιδρος, ποταπος και διαφορα αλλα ζουραριακα που δε θυμαμαι τωρα......αααα και αναισχυντος......και τον παιρνει κιολας. ΕΔΩ
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Σε συμπλήρωση του έτερου ορισμού, λέγεται για τον άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας γενικά. Για κάποιον που περιμέναμε ότι θα είχε ήδη πεθάνει, αλλά παραδόξως ζει. Αλλά και ειδικότερα, για κάποιον που έχει παγιώσει στο πρόσωπό του μία ανέκφραστη έκφραση σαν μάσκα. Ο λόγος μπορεί να είναι ότι έχει χρησιμοποιήσει αισθητικές μεθόδους συντήρησης, όπως μπότοξ, που του έχουν αλλοιώσει την εκφραστική του προσώπου. Ή μπορεί να έχει πάθει και μια σειρά από εγκεφαλικά ή Αϊζεν(χ)άουερ ή άνοια, που του έχουν προσδώσει μία απόκοσμη έκφραση αλλούφο. Όταν μαζεύονται πολλές μούμιες μαζί, γίνεται τουταγχαμός.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το σύνολο από λέτσους, ή κάποιος που είναι εντελώς τελείως λέτσος. Ετυμολογείται από το ιταλικό lezzo που σημαίνει δυσοσμία. Λετσαρία είναι όχι μόνο κάποιος που βρωμάει ή είναι λερωμένος, όπως είναι η αρχική ετυμολογική σημασία (βλ. λέτσος), αλλά κυρίως κάποιος που φοράει ό,τι να 'ναι, ρούχα τελείως κακόγουστα και σε μεταξύ τους τελείως αταίριαστους συνδυασμούς, που πείθουν τον θεατή του ότι δεν έχει να φορέσει άλλα, πιθανόν επειδή είναι φτωχός, και φόρεσε τέσπα ό,τι μπόρεσε να βρει ή ότι είναι τσακωμένος με το γούστο ή, ακόμη χειρότερα, ότι είναι λέτσος από άποψη.
Με λίγα λόγια είναι το αντίθετο του κυριλέ, αν και υπάρχει ένα μεταξύ, ο κυριλέτσος. Η έκφραση λέγεται συνήθως όταν περιμένουμε κάποιον λόγω των συνθηκών και της ευρύτερης συνάφειας να εμφανιστεί κυριλέ (λ.χ. σε posh club ή εστιατόριο, ή σε επίσημη περίσταση), κι αυτός εμφανίζεται ως λέτσος. Η φράση χρησιμοποιείται συχνά από μικροαστάκηδες για να χαρακτηρίσει ό,τι ξεφεύγει από τις νόρμες ενός καλοβλαμμένου μικροαστού, όπως λ.χ. συγκεντρώσεις προσφύγων ή μεταναστών, αριστερούτσικη αισθητική κ.ά.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δοκίμως είναι η χοντρή κάλτσα που φορούσαν οι βλάχοι, και γενικότερα οι άνθρωποι της υπαίθρου, και δη οι φουστανελάδες, η οποία είναι συχνά πλεγμένη από χοντρό μαλλί και φτάνει πολύ ψηλά στο πόδι, το σκουφούνι. Συνεκδοχικώς, σημαίνει τον βλάχο άνθρωπο, τον άξεστο, τον αγροίκο. Υπάρχει ήδη στον 19ο αιώνα, όταν είχε εκδηλωθεί με μένος ο διχασμός ανάμεσα στους αστούς φραγκοφορεμένους ψαλιδόκωλους και στους εντόπιους πουστανελάδες φουστανελάδες. Βλέπω λ.χ. εδώ ότι βλαχόκαλτσες αποκαλούνταν μειωτικά οι δηλιγιαννικοί. Επίσης, στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου εδώ, βρίσκω κείμενο της εφημερίδας Βραδινή από το 1923 που διαπομπεύει με μίσος τους πρόσφυγες από τη Μικρασιατική καταστροφή οι οποίοι είχαν κατακλύσει την Αθήνα, παρομοιαζόμενη με Αφγανιστανούπολη, και όπου εμφανίζεται η λέξη.
Τζιεράκια τηγανίζονται, κωλόπανα κυματίζουν, σανιδώματα προχείρων ικριωμάτων τοποθετούνται εις τα καλύτερά μας πεζοδρόμια, μανδήλια, τσεμπέρια, βλαχόκαλτσες, τηγάνια, παλιοπάπουτσα, αντεριά, κρεμώνται εις καλύβας του αθιγγανικοτέρου είδους, χαλβάδες και ρεβανές εκτίθενται προ ευπρεπών καταστημάτων, κηπάρια δημοτικά, τα οποία είχαν αποκτήσει ολίγους καλούς πρασίνους τόνους ηρημώθησαν. Την στιγμήν οπού η πόλις μας έβαινε προς την ευπροσωποτέραν εμφάνισίν της επήλθον η αρρυθμία, η τσαπατσουλοσύνη, η ασχημία, η βαρβαρότης και έστησαν βάναυσον χορόν εις τα πλέον συχναζόμενα ευπρεπή μέρη της. [...] Νομίζω ότι πρέπει να θεωρώμεν ως αντινομίαν την εμφάνισιν των αρμοδίων χωρίς σαρίκι. Προτείνομεν, λοιπόν, να φορέσουν τούτο όλοι οι δημοτικοί μας άρχοντες, αλλά και μπουρνούζια με το μαρκούτσι του αργιλέ εις το χέρι. Τι διάβολο άρχοντες της αφγανιστανουπόλεως είναι ούτοι φορούντες λαιμοδέτην και καπέλο; (Εδώ).
Παραδείγματα, όπου ο (αρκετά απαρχαιωμένος) όρος χρησιμοποιείται συνεκδοχικά για τον αγροίκο, την μπασκλασαρία:
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ντύσιμο μεθοδέ, που περιλαμβάνει κοστούμι με μαύρο σακάκι και μαύρο παντελόνι και άσπρο πουκάμισο. Με αρκετή φαντασία θυμίζει το ομώνυμο πτηνό, όπου το άσπρο περιβάλλεται από το μαύρο κάνοντας έντονο κοντράστ, και όπου τα πτερύγιά και η πλάτη του είναι μαύρα, ενώ άσπρη είναι η κοιλιά και το στήθος. Πρόκειται για ένα ντύσιμο κυριλέησον για επίσημες εμφανίσεις, αλλά μάλλον συντηρητικό, καθώς το έντονο κοντράστ είναι αρκετά άκαμπτο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!