Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Μουσικής έμπνευσης σλανγκ, παλαιάς κοπής. Κορώνα είναι το σημείο σταθμός μιας άριας ή ενός χορωδιακού, αλλά και ενός όποιου μουσικού έργου, εκεί όπου κορυφώνεται και στέκει για λίγο η φωνή / φράση κατάτι περισσότερο από τη νορμάλ διάρκειά της, κάτι σαν τα άλματα του Νουρέγιεφ στον αέρα.

Όταν λοιπόν, μετά από χιλιάδες στραβοπατήματα, λάθη, βρωμιές και μουντζούρες τα μπουρδουκλώνουμε και καταλήγουμε στην τελική νότα -είτε παίζουμε μόνοι μας ή συναντιόμαστε εκεί με τους άλλους- η ανακούφιση του εκτελεστή και του ακροατή είναι τέτοια, η τελική αυτή στιγμή είναι δηλαδή τόσο ισχυρή, που επισκιάζεται το προηγούμενο χάος, λέμε τώρα.

Μεταφορικά, είναι η αίσια κατάληξη μιας προηγουμένως χαοτικής κατάστασης.

Περίπου συνώνυμο των «παρά τρίχα», «στο παρά πέντε», στο τσακ.

  1. - Πώς ήταν η συναυλία;
    - Σκατά, ο καθένας έπαιζε μόνος του, στρώσανε την τελευταία στιγμή. Ραντεβού στην κορώνα, που λένε.

  2. - Το λύσατε το μεσανατολικό;
    - Ας πούμε ναι, ραντεβού στην κορώνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παίζω πολύ καλά, αριστοτεχνικά, είμαι βιρτουόζος. Συνώνυμα: παίζω παπάδες, παίζω τ' άντερά μου.

Σκάει με μπλουζάκι Μαντόνα, και λέω πού πέσαμε τώρα... Και με το που πιάνει τις μπαγκέτες ρε φίλε έχουμε καραφλιάσει όλοι... Παίζει τις κάλτσες του το άτομο, θεός.

(από electron, 13/12/09)Άξιος καλτσαδόρος. (από vikar, 31/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Στηθόδεσμος, λεγότανε παλαιότερα και σουτιές (κατά το σουμιές / σωμιές).
    1. (Μουσική) Επισήμως λέγεται εκκλησιαστική πτώση (!) και είναι το αναγκαίο φινίρισμα σου-τιέν σε πλείστα όσα λαϊκά και δημοτικά τραγούδια (γκραν-γκραν). Αναλόγως του μέτρου, υφίσταται και το κομπινε-ζόν (μάλλον στον καρσιλαμά).

Τιρι-ρι-ρον.

  1. Φοράει αλεξίπτωτα για σουτιέν (πολύ μεγάλο στήθος ααααχχχχ).
  2. Μανέστρο, πάμε το «σερσέ λα φαμ» και κλείνουμε σου-τιέν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειρωνική Σκαρίμπεια έκφραση (κλασσική πλέον), που αναφέρεται στους κουραδόμαγκες και στους βλάχους, που μόλις πιούνε κανα ποτήρι παραπάνω, σερνικώνουνε ευθύς και απαιτούν να χορέψουν ζεϊμπέκικο (δικής τους χορευτικής εμπνεύσεως), χαζοπηδώντας σα να πατάνε σταφύλια, παρά τα θυμηδή χαμόγελα των μουσικών.

Είπαμε. Η κοινωνική αναμόχλευση στην Ελλάδα (ιδίως μετά τη Χούντα), απέβη μοιραία για την ορατότητα των κοινωνικών τάξεων. Αυτά τα «εργάτες-αγρότες-φοιτητές», μας αποτέλειωσαν. Ο Κοεμτζής μπορεί να καθάρισε καμπόσους για μια παραγγελιά (λέει), αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Η αρετή μπορεί να είναι διδακτή, μπορεί και όχι. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον χορό.

Οι περισσότεροι σημερινοί άνδρες θεωρούν καθήκον των να παραλληλισθούν προς τους ασίκηδες ανατολίταις (κι ας φοράνε εβροπαηκό κουστούμι κι ας πιθηκίζουνε τα θέσφατα του Ζαμπούνη), όμοια όπως οι περισσότερες γυναίκες παρασταίνουν το εντεψίζικο νταρντανοθήλυκο της παλιάς (σκατά!) γειτονιάς, λικνιζόμενες σε μελάτα νησιωτο-τσιφτετέλια, χωρίς να τα γνωρίζουν -ενώ πληρώνουν αδρά για μαθήματα ταγκό (sic)- (κι ας φοράνε Ντιορ κι ας έχουν διδακτορικό φιλοσοφίας).

Για την ιστορία, τα κατά τόπους ζεϊμπέκικα, ούτε αποκλειστικά κατά μόνας χορεύονται (βλ. το χορικό στον «Δράκο» του Ν. Κούνδουρου), ούτε ανδρικό προνόμιο είναι (π.χ. Στο τούρκικο ζεϊμπέκικο χορεύει κι η γυναίκα, που όμως κάνει διαφορετικές κινήσεις π.χ. σαν να φέρνει νερό με τη στάμνα κλπ).

Δυστυχώς, ο παραδοσιακός χορός κι η μουσική στην (όποια) Ελλάδα, έχουν κακοποιηθεί βάναυσα και οποιαδήποτε ρετροβασία (κατά το κτηνοβασία) αποβαίνει άκαρπη.

Υφίσταται μια μυθολογία (και παπαρα-φιλολογία) γύρω απ’ το τρίπτυχο ρεμπέτικο-μαγκιά-ζεϊμπέκικο, αλλά δεν προτίθεμαι να ρίξω το άπλυτο φως, γιατί θα σεντονιάσει ο ορισμός.

Άλλωστε, περί τα «βαριά πεπόνια» και τα σεντόνια, υπάρχει και το σκωπτικόν:
«Αντώνη-Αντώνη-μην τρώς πολύ πεπόνι-ο κώλος σου τεντώνει-θα χέσεις το σεντόνι».

- Πώ ρε σύ, κοίτα τί φιγούρες κάνει ο τύπος!
- Χαρά στον κύριο με μί κεφαλαίο! Σα να πατάει σταφύλια κάνει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άι παράτα μας, χέσε μας.

Έμεινε στην ιστορία μετά από τη γνωστή δικαστική αντιπαράθεση Γιώργου Νταλάρα - Τζίμη Πανούση. Πασίγνωστο σε όλη την χώρα.

- Ελάτε μαζί μου σήμερα, θα είναι γεμάτο γκόμενες το μαγαζί ρε, γκαραντί!
- Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα... κάθε φορά τα ίδια μας λες και όποτε ερχόμαστε το μέρος είναι αρχιδόκαμπος!

Βλ. και δε μας χέζεις

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποτελεί σύντομο διάλογο σε μπαφοκατάσταση. Μετά το πέρας αρκετών γύρων του μπάφου που έχει αρχίσει και επέρχεται σχετικά ο κορεσμός των συνδαιτυμόνων σε THC ή σε λιγότερο οργανωμένες παρέες που δεν τηρούν τον κανόνα του ρολογιού (το τσιγάρο να γυρίζει αυστηρά από το ένα άτομο μόνο προς αυτόν που κάθεται αριστερά του, ώστε να γίνεται ένας κύκλος) ο κάτοχος του μπάφου λέει τη λέξη «Μποπ» και όποιος από την παρέα απαντήσει τη λέξη «Μάρλεϋ» τον παίρνει.

Αυτή η μέθοδος είναι πολύ αποτελεσματική στο να εξασφαλίζει γρήγορα και άκοπα τη διαδοχή του μυρωδάτου τσιγάρου προς το άτομο της παρέας που το θέλει περισσότερο, ενώ είναι και αποδεδειγμένα λιγότερο κλασμένος από τους άλλους, αφού κατάφερε να συγκεντρωθεί και να απαντήσει πρώτος στο κάλεσμα του χόρτου. Επίσης είναι και ένας εύκολος τρόπος για τον κάτοχο του γάρου να το γυρίσει χωρίς να χρειαστεί να σκεφτεί τίνος σειρά είναι και να μπει στον κόπο να ειδοποιήσει τον επόμενο στη διαδοχή, ο οποίος ίσως είναι τελείως ζάντα για να ανταποκριθεί γρήγορα ή μπορεί να έχει δηλώσει στον προηγούμενο γύρο πως δεν θέλει να πιει άλλο. Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό πλεονέκτημα για τον εκκινητή της διαδικασίας Μπομπ-Μάρλεϋ είναι πως δεν είναι υποχρεωμένος να σηκωθεί/τεντωθεί/ζοριστεί για να περάσει το τσιγάρο στον επόμενο, καθώς αυτός που θα πει το «Μάρλεϋ» έχει την ευθύνη να πάει να το παραλάβει ο ίδιος.

Ο διάλογος αυτός αποτελείται από το όνομα του θρυλικού μουσικού Bob Marley, ο οποίος είναι γνωστός πέρα από τη μουσική του και για τη συχνή και βαριά χρήση μαριχουάνας, οπότε αποτελεί ένα φόρο τιμής στο πρόσωπό του. Ο διαλογικός τρόπος εκφοράς του ονόματος του Bob Marley φαίνεται να είναι εμπνευσμένος από το παιχνίδι Marco Polo, το οποίο είναι ένα είδος τυφλόμυγας στο οποίο ο παίχτης που έχει δεμένα τα μάτια του φωνάζει «Marco», ενώ οι υπόλοιποι παίχτες «Polo» και ο πρώτος παίχτης προσπαθεί να ακολουθήσει τη φωνή τους για να τους πιάσει.

(21:21) Θάνος: Μπομπ
(21:22) Νάσος: Μάρλεϋ
(21:23) Θάνος: Φφφφφ, μια τελευταία τζούρα.
(21:25 και 3 τζούρες μετά) Θανάσης: Μάρλεϋ
(21:26) Νάσος: Ε το έχω ζητήσει ήδη ρε φίλε, με 3 τζούρες είμαι όλο το βράδυ. Εσείς έχετε πιάσει τα 7 μάρλευ και εγώ δεν έχω φτάσει ούτε το πρώτο.
(21:27) Θανάσης: Καλά ρε φίλε, άραξε θα στρίψουμε κι άλλο. Πήγαινε φέρε τα χαρτάκια.
(21:28) Νάσος: Πάλι εγώ να σηκώνομαι;
(21:39) Θανάσης: Μόνος σου το είπες πως είσαι χαμηλά στην κλίμακα.
(21:45) Θάνος: Έλα πάρ'το.
(21:46) Νάσος: Τι πάρ'το ρε; Αυτή είναι μόνο η τζιβάνα!
(21:47) Θάνος: Άραξε μωρέ έχουμε σταφ. Φέρε τον τρίφτη. Και καμία σοκολάτα.
(21:55) Θάνος: Μποπ
(21:56) Θανάσης: Μάρλεϋ
(22:00) Νάσος: Πάλι δε θα πιω τίποτα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περπάτημα προς τα πίσω, ελληνιστί φεγγαροπερπάτημα (δεν το λέει σχεδόν κανείς πια έτσι). Είναι η πιο γνωστή χορευτική κίνηση του Μάικλ Τζάκσον που όμως έχει μεγάλη προϊστορία.

● μια εισοδος με μουνγουοκινγκ στην επομενη συναντηση με τους βαρετους ευρωπαιους θα ανεβαζε κι αλλο τη δημοφιλια του γιανη
● Στις σχέσεις δεν κανω ποτε πισωγύρισματα. ...Ισως μερικές φορές λιγο μουνγουοκινγκ••
● Σύμφωνα με πρόχειρο υπολογισμό, όλοι καπχοια στιγμή δοκιμάσαμε να κάνουμε μουνγουοκινγκ σαν τον Μιχάλη τον παοκτζή a. k. a Jackson
● Φοβαμαι μη βρω γκομενο κ δεν μπορω να πηγαινω για κατουρημα με μουνγουοκινγκ.

THE BEST MOONWALK EVER !! IN SLOW MOTION - MICHAEL JACKSON  (από soulto, 13/03/15)(από soulto, 15/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για το ειρωνικό σχόλιο, που μπορεί να πέσει για άτομα που δε διαθέτουν μουσική παιδεία, είναι εντελώς ατάλαντα στο τραγούδι, εντούτοις όμως είναι ψωνισμένα με το τραγούδι και επιμένουν να αγριογκαρίζουν.

Έτσι ο όρος παραπέμπει στο κακής ποιότητας τραγούδι και αναφέρεται σε τύπους που διαθέτουν λαρύγγι Κακοφωνίξ ή Μαρία Καβλας. Η Μαρία Κάβλας βέβαια, μπορεί να μην είναι αοιδός (Αιδοιός οπωσδήποτε), ωστόσο διαθέτει άλλα τάλαντα.

Είναι γεγονός πως η τύπισσα έχει από φωνή μουνί, κι από μουνί φωνάρα. Μπορεί να μην έχει μεν καλλιτεχνικό λαρύγγι, έχει όμως βαθύ λαρύγγι. Κι ο τρόπος ακόμα, που κρατάει το μικρόφωνο παραπέμπει σε άλλα κρατήματα. Δεν έχει ακούσει ποτέ της Λίστ (η μουσική παιδεία που λέγαμε), αλλά έχει σίγουρα αδιαμφισβήτητο ταλέντο ως ψωλίστ.

Τέτοια ψώνια ψαρεύονται από εκπομπές τύπου Αννίτας και πολύ συχνά τους/τις βλέπεις να συνοδεύουν κάποια αγριόσκυλα σε σκυλάδικα του αισχίστου είδους.

-Τι άναρθρες κραυγές είναι αυτές που ακούς στην τηλεόραση;
-Δεν έχει τίποτα σοβαρό η τηλεόραση, εκτός απο αυτό που βλέπω.
-Τι βλέπεις;
-Aκούω τον Κάτμαν στην εκπομπή της Αννίτας. Σε λίγο θα 'ρθει κι ο τύπος που τραγουδάει το «σχιζοφρενή με το πριόνι». Κάτσε λίγο... Θα σ' αρέσει.
-Κοίτα, ή χαμήλωσέ το, ή ψάξε μπας και πιάσεις Λιακόπουλο. Κάπου θα τον βρεις. Χίλιες φορές να ακούω τις φωνές του, από αυτή τη γαργάρα με ξυλόπροκες που μου 'χει τρυπήσει τ' αυτιά μου. Λίγο ακόμα και με βλέπω για ωριλά αύριο. Και αν πάω εκεί... γάμησε τα.
-Σουτ. Μπήκε ο σχιζοφρενής.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Update του δώσε πόνο!, όπου ο μερακλής συμμετέχων σε συναυλία παρακαλεί τον τραγουδιάρη να του προσφέρει όχι τον κλασικό ερωτικό νταλκά για ανολοκλήρωτους έρωτες, απιστίες, κενωνία άτιμη και ταλιμπάν, αλλά έναν πλανητικό ούμπερ-νταλκά για όλους τους κατατρεγμένους του κόσμου, παιδάκια που πεθαίνουν από AIDS στην Αφρική, πολιτικούς κρατουμένους στην Βιρμανία, παλαιστίνιους έγκλειστους, το Νέλσον Μαντέλα και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, και δεν μπορεί να νταλκαδιάσει αν δεν ακούσει όλαφ τα. Προφ από τον καλό Σαμαρείτη Bono των U2, που πέρασε πρόσφατα από την χώρα μας.

Πάσα: Πάτσης.

- Και του λέγαμε δώσε Μπόνο!, αλλά ο καζαντζίδης επαναλάμβανε μόνο την κασέτα με την σκάρτη αχάριστη γκόμενα! Μα καλά πού ζει; Χάθηκε να βάλει και καμιά γενοκτονία των Ταμίλων να νταλκαδιάσουμε λιγουλάκι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βλαστήμια - βρισιά που παίζει σε ιαμβικό μη καταληκτικό δεκαεξασύλλαβο (δηλαδή είναι παντού της μορφής βραχύ - μακρό, ή άτονο - τονισμένο, όπως θέτε πείτε το και στο τελευταίο ληκτικό μέτρο). Προκύπτει πιο πολύ από αμηχανία, παγωμάρα. Όταν αμέριμνοι στα καλά καθούμενα, σκάει κατάσταση που σηκώνει βρισίδι αλλά είμαστε ντεφορμέ και αντιδρούμε με ό,τι πρόχειρο κατεβάζει η γκλάβα με μισαναμένα τα αίματα (το ρεύμα δεν έχει ακόμα κατέβει). Ταυτόχρονα η συνέχιση σε στίχο με το "γαμώ το τουμπερλέκι σου" δείχνει πως η αρχική πρόθεση δεν ήταν ούτε διαπληκτισμός, ούτε το ότι τρώγομαι με τα ρούχα μου να τσαντιστώ, αλλά η κουφαμάρα με βρήκε out of the blue, έμεινα μαλάκας και είπα να τηνε περιπαίξω λιγάκι. Βρισιά στιγμής πιο πολύ για πλάκα και επειδή κάνει ομοιοκαταληξία το τουμπερλέκι, εύθυμη στο τσακίρ κέφι.


- Να ρε... Το είδες αυτό το σάιτ; Πω, όταν έχω τις μαύρες μου διαβάζω κάνα λήμμα και στρώνω!
- Τί είναι; Λεξικό διαβάζεις ρε μαλάκα;
- Περίπου... Το slang.gr. Φέρε το τάμπλετ να σου δείξω... Αχ, να ωραία. Κοίτα...
- Τί έπαθες; Γιατί γούρλωσες;
- Μαλάκα το φελέκι σου, γαμώ το τουμπερλέκι σου!... Δεν ήταν στερεωμένο στη θήκη καλά κι έτσι όπως το'πιασα, πήγε να μου πέσει και να σκάσει κάτω με τη μούρη! Φιου!...Στο τσακ το πρόλαβα... Να κοίτα να δεις τώρα εδώ το λήμμα ...

Αν το "φελέκι" είναι από την τύχη στα τούρκικα, δεν έχεις λόγο να βλαστημήσεις του αλλουνού παρά μόνο τη δική σου, γιατί αυτή σε αφορά άλλωστε άμεσα. Εδώ του βρίζεις του αλλουνού πράγματος ή προσώπου που σου την κάνει την πατάτα, αλλά επειδή θέλεις να του μαμήσεις το φασαριόζικο τουμπερλέκι του σώνει και ντε στα πλαίσια του τιραμισουρεαλισμού που σε διαποτίζει εκείνη τη στιγμή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία