Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Φράση ταβλαδόρικη, που γεμίζει το στόμα (λόγω των πολλών άλφα) και ευφραίνει την καρδία του ατόμου που την σπικάρει. Διότι η φράση λέγεται με στόμφο, αργά και δυνατά, για να την ακούσουν πρωτίστως οι γύρω, ώστε να γυρίσουν και να κοιτάξουν με οίκτο τον σαραβαλιασμένο (την συγκεκριμένη στιγμή) αντίπαλό μας.

Βεβαίως και αποτελεί ένα όπλο ψυχολογικού (και άρα έξυπνου) πολέμου, στον στίβο του εθνικού σπορ της ανατολής, του ταβλιού. Η έκφραση αποκτάει τεράστιο ειδικό βάρος, διότι ουσιαστικά μειώνουμε την ικανότητα του αντιπάλου (έλλην κι αυτός). Και ως γνωστόν, όλοι οι ελληνάρες, εκτός του ότι είμαστε οι καλύτεροι οδηγοί του κόσμου, παίζουμε και το καλύτερο τάβλι στην περιοχή μας!! Οπότε, καταλαβαίνετε το μέγεθος της προσβολής, που ενέχει η παραπάνω φράση.

Η φράση λέγεται στις εξής δύο περιπτώσεις:

Περίπτωσις υπ. αριθμ. 1 (απλή ηδονή)
Αφότου έχουμε κερδίσει το προηγούμενο παιχνίδι, εννοείται ότι ξεκινάμε πρώτοι στο ζάρι στο επόμενο. Καμιά φορά, έτσι όπως μηχανικά στήνουμε τα πούλια για το επόμενο, ο αντίπαλος ασυναίσθητα πιάνει τα ζάρια... Μέγα λάθος του. Εκεί αναφωνούμε: «εεεεε, άστα κάτω, τα ζάρια στον μάστορα!», δίνοντάς του να καταλάβει ότι παίζουμε πρώτοι, διότι κερδίσαμε το προηγούμενο παιχνίδι, όπερ σημαίνει ότι είμαστε μάστορες της τέχνης του ταβλιού.

Περίπτωσις υπ. αριθμ. 2 (κάβλα)
Αυτή η περίπτωση αφορά στις πόρτες αποκλειστικά. Έχουμε χτυπήσει πούλι του αντιπάλου και ταυτοχρόνως κάνουμε εξάπορτο στην μικρή μας περιοχή. Ως αποτέλεσμα, εξασφαλίζουμε κατά 95% την επιτυχή για εμάς έκβαση του αγώνος, και επίσης ο αντίπαλος δεν αγγίζει τα ζάρια (διότι δεν έχει νόημα να παίξει, αφού έχουμε εξάπορτο), μέχρι εμείς να του ανοίξουμε μία πόρτα (αφότου έχουμε καθαρίσει αρκετά πούλια). Με το που γίνεται το εξάπορτο, φωνασκούμε με στόμφο... «τα ζάρια στον μάστορα!»...

Κώστας: - Με πεντάρες, σου κλείνω το σπίτι...
Γιάννης: - Παίζε ρε και ασ' τα λόγια...
Κώστας: - Πεντάρες;;;;;;; Και κλεισθέντος του λίθου υπό των ιουδαίων (σ.ς. κάνει το εξάπορτο), και τα ζάρια στον μάστορα, για να μαθαίνεις Γιαννάκη, ποιος είναι ο μάστορας!
Γιάννης: - Μάστορας είναι της κατσίκας ο κώλος που τις κάνει στρογγυλές ρε ξεκωλιάρη. Που σε έχει γαμήσει ολόκληρη η τρίτη οικουμενική σύνοδος, μαζί κι ο πάπας που την παρακολουθούσε, και όλα τα παπαδάκια. Κώστας: - Νευράκια, νευράκια;;;;;;

(πραγματικός διάλογος)

(από electron, 01/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλαιά έκφρασις, (μάλλον ακόμα εν ισχύι), που σημαίνει σπαταλώ μανιωδώς (δηλ. μαλακωδώς) το υστέρημά μου στα μηχανάκια (βλ. Μένης Κουμανταρέας) / φλιπεράκια / ούφο (βλ. και «ουφάδικο») / μπιμπλίκια (ηχοποίητον) / φρουτάκια (ενήλικος τηλε-αυνανισμός δίκην τζόγου βλ. γνωστόν σκάνδαλον με πατρινόν πασόκον βουλευτήν) κ.ά.

Το ρήμα «ταΐζω», προκειμένου δια χρηματοδότησιν-θρέψιν της χίμαιρας του τζόγου δεν είναι άγνωστον και εις έτερα τυχηρά παίγνια (π.χ. οι αλογομούρηδες λένε: «Πάμε να ταΐσουμε τ' αλόγατα» βλ. και Κ. Μπουγάς «Το άλογο το φαβορί»), ενώ παλαιά εις το μπαρμπούτι, οι κουμαρτζήδες έλεγον «πάμε να τον χώσουμε» = ν' ακουμπήσουμε / στάξουμε / πέσουμε το παραδάκι).

Εις τα συνοικιακά μπιλιαρδάδικα / φλιπεράδικα και λοιπά κρίμα-κι-άδικα (προ ίντερνετ και πλέι-στέισον), όπου η πάλαι ποτέ μητρική ιαχή «Τάκηηηηηη! Μακριά απ' τον κηπουρόοοοο!», απηχούσεν αλήστου μνήμης εποχάς ανησυχίας περί του ανιούλου απηθυσμένου, δεδομένου ότι οι μετ' εφήβων συγχρωτιζόμενοι επαγγελματίαι (π.χ. ψιλικατζείς, πλανόδιοι πωληταί ερίου γραίας, κηπουροί, καραγκιοζοπαίκται, στραγαλάδαι, επιδιορθωταί ποδηλάτων κλπ), αρέσκοντο εις την λακέρδαν και οι πιτσιρίκοι έβγαιναν με τον κώλο φινιστρίνι, συνηγελάζοντο λαϊκοί νεανίαι, οίτινες σκορπούσανε το πενιχρόν χαρτζηλίκι των στα μηχανήματα του διαόλου, ίνα ξεκαβλώσωσιν, ελλείψει ετέρων ενδιαφερόντων (π.χ. ποιος έγραφε τον γιο του ωδείον; = Τί; Πούστης θα γίνει;) ή γκόμινας (για να γαμήσεις έπρεπε να πας στα μπουρδέλα ή να παντρευτείς)...

Εις τον αυτόν χώρον, ενδημούσεν υπό τα αδιάφορα όμματα των κερδοσκόπων τέως καφετζήδων, κάθε καρυδιάς δικοτυλήδονον: Παπατζήδες, μικροκλέφτες, πρεζάκηδες, χασικλήδες, βαραόντα, όλα τα μαχαιρώνω, λόμπες, άνεργοι, αργόσχολοι, μπανιστηριτζήδες, βαπόρια και άλλαι συμπαθείς κοινωνικαί τάξεις, ώστε άν το μειράκιον εξέμενε από ψιλή και είχεν αποκτήσει την έξιν του παιγνίου, δεν είχε παρά να διαλέξη...

Ούτω πως, μεταξύ άλλων αγορίστικων συγκριτικών διακριτικών ισχύος, προσετέθη (ήδη από της πουτάνας δεκαετίας του '50) και η ικανότης τερματίσεως-μηδενισμού του φλιπερακίου, με τον ολιγώτερον κατά τον δυνατόν οβολόν.

Άλλωστε, η ποικιλία και η εναλλαγή των εικόνων και των άθλων που καλείτο να καταγάγη ο παίκτης εις έκαστον επίπεδον («πίσταν»), εξήπτεν την φαντασίαν των παρισταμένων και συνεπώς, ο δυνατός παίκτης ήτο εκείνος «που τους πήγαινε μακρύτερα»...

Μάλιστα, παλαιά ηδύνατο ο τερματίσας το παίγνιον να ξαναπαίξη αυτομάτως από την αρχήν δίχως αντίτιμον ή προσφυγήν εις τα μεγάλα μέσα: Π.χ. Στράβωμα κέρματος ή Ρίψιν του αυτού νομίσματος δεμένου με πετονιά ώστε να ξανατραβιέται επ' άπειρον ή ακόμα και (από τους τολμηρότερους) αναποδογύρισμα του μηχανήματος προς άγραν ψιλών(!)

Τότε, παρενέβαινε αντίζηλος τις, (ιδίως οσάκις παρίσταντο έκθαμβαι κορασίδες αμφιβόλων ηθικών φραγμών), ίνα μετριάση τον θρίαμβον του ικανού παίκτου και έλεγεν δηλητηριωδώς: «Το 'χεις ταΐσει καλά βλέπω!» ήτοι, έχεις σπαταλήσει μια περιουσίαν, ώστε να δύνασαι να γνωρίζης όλα τα κόλπα του συγκεκριμένου παιγνίου και να φθάνεις αλωβήτως εις το τέλος = Δεν είσαι μάγκας, αλλά τα χώνεις γερά... Δηλαδή, ακόμη και το άψυχον τηλε-παίγνιον είχε κοινωνικόν τινά χαρακτήρα, αφού παρίσταντο κι άλλοι και συμμετείχον παντοιοτρόπως εις αυτό, πλησίον του παίκτου ιστάμενοι, ενώ σήμερον προτιμάται η κατά μόνας αποβλάκωσις ανηλίκων τε και ενηλίκων(!)

Αλλά ήδη το νοσταλγικόν «μάμε» (Multiple Arcade Machine Emulator) σηματοδοτεί ότι η ανωτέρω εποχή μας έχει αφήσει γεια, βγάζοντας την γλώσσαν τρόπον τινά εις τους παλαιοτέρους με το ηχητικόν σήμα των (δωρεάν πλέον) credit, ωσάν να πίπτωσιν αι μετρημέναι δραχμαί μας...

Μαλάκα, μου 'δωσε κανονάκι! Τελευταία πίστα και το μηδενίζω!
— Εμ, αφού κάθε μέρα εδώ είσαι! Το 'χεις ταΐσει το μηχάνημα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Τάβλι): Φιλοπαίγμων έκφρασις, ων ουκ έστιν αριθμός και τέλος, με την οποίαν ο παίκτης προειδοποιεί μεταφορικώς δίκην ιατρού τον επίδοξο συμπαίκτη του, ότι θα υποστεί εξέτασιν, ήτοι ότι δεν έχει καμία ελπίδα νίκης, ένεκα της δεξιοτεχνίας του λέγοντος.

Κι όμως, είναι τυχηρόν παίγνιον (λέει).

Συνώνυμα: θα σε περάσω περιοδεύον, θα σου κάνω εισαγωγή (εν. στο χειρουργείον), θα το πεις το ποίμα, πάρε φόρα κι έλα με την όπισθεν, έλα να σου βάλω βαθμό, θα σε καθίσω στον άξονα των ζεντ (για μαθηματικούς), θα σε περάσω Ρίο-Αντίρριο άβρεχο (Πάτρα) κ.ά.

Είσαι για ένα στα εφτά;
— Έλα, να σου πάρω την πίεση!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποχρεωτικά το πολύ δύο από το χέρι.
Από το γαλλικό obligé, που σημαίνει υποχρεωτικός.
Αναφέρεται στην πόκα και στα παιχνίδια στα οποία, παρότι μοιράζονται παραπάνω από δύο φύλλα, ο παίχτης μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε δύο που έχει πάνω του και όχι περισσότερα, για να σχηματίσει την πεντάδα και να κάνει φύλλο.

- Τι παιχνίδι κάνεις Λάκη;
- Μουνί θα κάνω, κέντα χρώμα, δύο μπλιζέ το παίγνιον.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η έκφραση υπονοεί τον γκαντέμη.
Δεν είναι κάποια γκόμενα η λιλή. Είναι η Ντάμα μπαστούνι! Και ναι, είναι από το χαρτοπαίγνιο, τις «κούπες». Το οποίο γνώρισε την αναγέννηση στον καιρό του διαδικτύου. Η «λιλή» ή «κούπες», παίζονταν στα καφενεία 30 χρόνια πριν. Στο συγκεκριμένο παιχνίδι, αυτός που μένει με την ντάμα μπαστούνι -ή την κερδίζει στην χαρτωσιά- ουσιαστικά είναι ο χαμένος, μια και το συγκεκριμένο χαρτί μετράει για 13 πόντους. Και για την ακρίβεια «μένω με τη λιλή» σημαίνει ότι μου μοιράστηκε η ντάμα μπαστούνι και δεν μπόρεσα να την ξεφορτωθώ κατά την διάρκεια του παιχνιδιού.

- Πάμε να ρίξουμε ένα τζόκερ, έχει τζακ-ποτ.
- Μαζί σου όχι, εσύ μένεις με τη λιλή κάθε απόγευμα στο καφενείο! θα πάμε χώρια!

(από electron, 12/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως κολώνα χαρακτηρίζουν οι παίχτες του ΚΙΝΟ την στήλη στην οθόνη.

- Έπαιξα μια κολώνα στο μηδέν και για ένα νούμερο δεν έπιασα 8αρι.
- Δηλαδή ποια νούμερα έπαιξες;
- 10, 20, 30, 40, 50, 60, 70, 80 και δε βγήκε το 70...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

To γιο-γιο (αγγλ. yo-yo) είναι ένα παλιό σαν τις λάσπες παιχνίδι που απεικονίζεται ακόμη και σε Αθηναϊκούς κύλικες του 4ου π.χ. αιώνα, και περιλαμβάνει δύο πήλινες, ξύλινες ή πλαστικές δισκοειδείς επιφάνειες που ενώνονται με ένα άξονα, γύρω από τον οποίο είναι τυλιγμένο ένα σχοινί. Ρίχνοντας το σώμα του γιο-γιο προς τα κάτω, όταν το σχοινί ξετυλιχτεί εντελώς, αρχίζει και τυλίγεται ξανά σ' αυτό με αποτέλεσμα να επιστρέφει στο χέρι του παίχτη.

Μεταφορικά, λέμε ότι κάνουμε κάποιον γιο-γιο όταν τον τρέχουμε όσο θέλουμε, τον κάνουμε ό,τι θέλουμε, σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε, σύρφερ και τράβα πάλι πίσω να δεις αν έρχομαι, γενικά δλδ τον έχουμε του χεριού μας και τον εξουσιάζουμε. Προκειμένου για γκόμενες που εξουσιάζουν τους γκόμενούς τους, λέμε ότι τους έχουν βάλει στο βρακί τους.

Τώρα γιατί ο εξουσιαζόμενος δέχεται να γίνει γιο-γιο, πολλά μπορεί να παίζουν: από φορέας γονιδίων του Φώντα Μαζώχ, γιαλομικά σύνδρομα, μαλακοκαύλης, ριτάρντεντ, ή απλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.

Το λήμμα έχει και μια πιο στενή ποδοσφαιρική έννοια, όπου «κάνω γιο-γιο τον αντίπαλο» σημαίνει του μοιράζω σακούλα, τον κάνω εμετό/λώλο, του παίρνω την ταυτότητα/τα σώβρακα και γενικά τον κάνω ό,τι θέλω.

  1. - Μόλις γυρνά από τη δουλειά ο Ντίντης, η Ζηνοβία τον στέλνει στο σούπερ μάρκετ για ψώνια και στο καπάκι να πάει τα παιδιά φροντιστήριο, ενώ αυτή αράζει τα κυβικά της. Γιο-γιο τον έχει κάνει τον άνθρωπο!
    - Ε, τί τα θες, τον έχει βάλει στο βρακί της.

  2. Πού πάει ρε ο μούλος με Βίντρα από δεξιά... Γιο-γιο θα τον κάνει ο Γκαλέτι!

(από allivegp, 07/08/09)(από allivegp, 07/08/09)(από allivegp, 07/08/09)Ο μπασίστας των Queen John Deacon παίζει γιο-γιο στο 1:27 (από allivegp, 08/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Τάβλι): Μια εκ των πλείστων ειρωνικών εκφράσεων στο διά πεσσών, που στόχο έχει την καταβαράθρωση του ηθικού του αντιπάλου, επισημαίνουσα λάθος παίξιμό του.

Παρόμοιες σκωπτικές εκφράσεις στο τάβλι είναι: «Σα μάγκας τό 'παιξες», «κι εγώ έτσι θα τό 'παιζα», «καλά τού 'κανες», «ρε με ποιούς παίζουμε» κ.α.

Αν φαινομενικά η κίνηση είναι λανθασμένη, ενώ υφέρπει απώτερος και μελετημένος στόχος, προς παραπλάνηση του αντιπάλου, (βλ. αγγλ. «lull sbdy into a false sense of security»), υπάρχει το αντίδοτο: «Για πάρτη μου»!

- Ασσέοι πολλοί!
- Έτσι τους παίζεις τους ασσέους; Σα δάσκαλος το' παιξες!
- Για πάρτη μου! Σου κλείνω τα εξάρια, με τί θα βγείς, με ισπανικές εφτάρες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Παλιά κλασική αργκό): Σκοπίμως κακοζυγισμένο ζάρι στο μπαρμπούτι.

Οι απατεώνες μπαρμπουτιέρηδες του δρόμου, (διότι στις επώνυμες μπαρμπουτιέρες επικρατούσαν δρακόντεια μέτρα), είτε σκάλιζαν τις γωνίες, είτε έσκαβαν ανεπαίσθητα τα κόκκαλα (ζάρια/πεσσοί) και έχυναν μέσα υδράργυρο, προκειμένου να φέρνουν τον επιθυμητό αριθμό με κατάλληλο πέταγμα και να ξαφρίσουν το κορόιδο, που έψαχνε να ξεχαρμανιάσει το αλκολίκι του σε αλάνες, δρόμους, στρατώνες, τεκέδες, φυλακές κτλ.

Στις πρόχειρες μπαρμπουτιέρες, στρώνανε μια κουβέρτα χάμω και παίζανε. Ο καθένας με την τρέλα του: Άλλος για γούρι έμενε με το σώβρακο, άλλος έπιανε τ' αρχίδια του πρίν να ρίξει, άλλος έφτυνε τρείς φορές κτλ. Οι καβγάδες, δε λείπανε είτε λόγω ανέντιμου παιξίματος είτε λόγω δεισιδαιμονίας (βλ. «Νύχτες στο Χάρλεμ»).

Στις μόνιμες μπαρμπουτιέρες, όπου λεσχιάρχης ήταν συνήθως ένας σερέτης πρώην τσιρίμπασης και δε σήκωνε ματσαράγκες, παίζανε παιχνίδι σπαθί όπως λέγανε προκειμένου για ζάρια και χαρτιά. Τα' χασες; Με γειά σου με χαρά σου. Τα πήρες; Καλοφάγωτα (εδώ θα τα ξαναφέρεις)... Βλ. Εμμονή στην καθαρότητα του παιχνιδιού στο «Casino» με τον Ντενίρο (δηλ. σου λέει: Αφού έχω σταθερό σημείο αναφοράς το μαγαζί που στα τρώω νόμιμα και όπου θα ξανάρθεις και θα μου τ' ακουμπήσεις, γιατί να διακινδυνεύσω να στήσω κομπίνα;).

Μια δόση, μεταπολεμικά, βάλθηκε το ελληνικό Κράτος να κυνηγήσει δήθεν το τζόγο μαζί με τα ναρκωτικά και την πορνεία και συστήθηκε το λεγόμενο «μικτό» (δίωξη ηθών-λεσχών-ναρκωτικών). Το κρυφό παιχνίδι, χωρίς καμία προστασία από το νόμο και δίχως εχέγγυα καθαρότητας, άφησε τους τζογαδόρους στα νύχια των κερδοσκόπων: Ανέβηκαν τα στοιχήματα και οι γκανιότες στα ύψη, λόγω των εγκληματικών «ασφαλίστρων» εκ του κινδύνου συλλήψεως, καθένας έκλεβε τον άλλονε και καταστράφηκαν περιουσίες.

Όλοι οι τζογαδόροι χάνουν πάντα την περιουσία τους στα χαρτιά - ζάρια - ρουλέτα - αλόγατα κ.λπ. και το παράδοξο είναι, ότι κανείς δεν την κερδίζει (!) Έχει ακουστεί ποτέ κανείς να λέει «αυτός κέρδισε μια περιουσία στα χαρτιά»;

Σχετικά ρεμπέτικα:
«...έλα βρέ Μανωλάκη να τα λιμάρουμε, να στρώσουμε κουβέρτα, να τους τα πάρουμε...» (Παλιό Σμυρναίικο: Μανώλης), «...ρίξανε γεμάτο ζάρι, δεν τους πήραμε χαμπάρι...» (Γ. Κατσαρός: Χτές το βράδυ στου Καρίπη) κ.α.

Συνώνυμα: (Κωλο)πειραγμένο, λιμαρισμένο, κολλημένο, τσιμπημένο, κούφιο ζάρι, καραγκιοζάκι κ.α. Βλ. σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα!

Σημειωτέον ότι στα τούρκικα zar σημαίνει κωλοφαρδία, ενώ η γκέλα (=άσχημο ζάρι) είναι ναπολιτάνικο (iela=γρουσουζιά).

- Φίλε, απ' το σπίτι σου τα' φερες τα ζάρια; Τέταρτη φορά φέρνεις εξάρες, τί θα γίνει;
- Έλαχε...
- Αυτά αλλού! Το ζάρι είναι γεμάτο! Σάλτα φέρε καινούρια ζάρια, γιατί θα στεναχωρεθούμε 'δώ μέσα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

...τα ζάρια. Πολλές φορές απαντάται στην πιο σύνθετη μορφή «πολύ τα κουνάς και δεν κάνει».

Το λες στον αντίπαλό σου στο τάβλι, όταν αυτός μπεγλερίζει τα κοκαλάκια υπέρ το δέον, ελπίζοντας με αυτό το τελετουργικό να επηρεάσει την τύχη του προς το καλύτερο. Δικαιολογημένος μεταξύ μας ο κουνιστής, διότι όπως κι αν το κάνεις, σου δίνει μια ηδονή να ακούς αυτό το χράκα-χρούκα μες την παλάμη σου, έχεις μια ψευδαίσθηση ελέγχου αυτού που δεν μπορεί να ελεγχθεί.

Η φράση εκφέρεται απαραιτήτως με βαθυστόχαστο, πολύξερο ύφος χιλίων καρδιναλίων. Τα γελάκια αντενδείκνυνται. Ο εκστομίζων είναι συνήθως ο έμπειρος της υπόθεσης, ο παλιός ταβλαδόρος, που αντιμετωπίζει με συγκρατημένη συγκατάβαση τον νιούμπη αντίπαλό του. Λέγεται όμως και μεταξύ ισάξιων παιχτών, σε φάση χαβαλέ κι έτς. Να τονιστεί το κι έτσι, διότι πολλοί τέτοιοι χαβαλέδες έχουν καταλήξει σε παρεξηγησάρες χοντρές.

Με το να πεις πολύ τα κουνάς, επισημαίνεις στον αντίπαλο τη ματαιοπονία του, το μάταιον της προσπάθειάς του. Του ρίχνεις το ηθικό στα τάρταρα. Του κάνεις τα νεύρα τσατάλια, ιδίως με το θυμοσοφικό, ψαγμένο υφάκι σου. Είναι σα να του λες πως ό,τι κι αν κάνει, όσο κι αν χτυπάει τον κώλο του χάμω, θα το πιει τελικά το τσάι του, τέτοιο κατσίκι που είναι. Πόσο μάλλον που η κίνηση του ζαροκουνήματος φέρνει σ' εκείνην της πεοκρουσίας...

Σε περίπτωση δε που ο κουνιστής είναι ντιπ για ντιπ ψάρακας, μπορεί και να αντιτείνει κάτι αμυντικό του στυλ: «γιατί δηλαδή, κι αν τα κουνάω τι θα γίνει;». Τότε - αφού αφήσεις σκοπίμως να κυλήσουν ορισμένες στιγμές αμηχανίας - τον κοιτάς αφ' υψηλού, με ένα πονηρό στραβό γελάκι να διαγράφεται στην άκρη του στόματος, και σε στυλ «άσε, μή μάθεις ... θα μπλέξεις». Δηλαδής και καλά μη ρωτάς πολλά, κάνε δουλειά σου, μη θες να τα μάθεις όλα με τη μία, κι όταν αργότερα βγεις απ' τ' αυγό σου και ξετσουτσουνίσεις, εδώ είμαστε πάλι και τα λέμε.

Να πούμε τέλος, ότι εξίσου σπαστικό με το να κουνάει κάποιος τα ζάρια πολλή ώρα, είναι και το να μη τα κουνάει καθόλου, να τα ρίχνει ξερά. Τρία τινά μπορεί τότε να συμβαίνουν: ένα, να πρόκειται για περίπτωση λαμογιάς, οπότε του λες σπάστα και ξαναρίχτα. Δύο, να είναι νέοπας στο ταβλέτο και να μην έχει μάθει ακόμη πως ένα ελάχιστο κούνημα επιβάλλεται ούτως ή αλλέως. Τρίο, να βαριέται να παίξει, πράγμα ανεπίτρεπτο, διότι το τάβλι θέλει κέφι, θέλει μπρίο, θέλει ζωντάνια βρε παιδί μου (σαν τη Ζωζώ Σαπουντζάκη ένα πράμα). Αν βαριέσαι, απλά κλείσ' το το ρημάδι και μη μας μεταδίδεις και μας τη μουργελίτιδα που σε δέρνει...

- Ντόρτια.
- Να τα μας! Με το καλημέρα σας κι ο Γιαννάκης έστησε δυο πόρτες... Πάλι βρε με αράπη κοιμόσουνα χτες; Και σου 'χω πει να το κόψεις αυτό το βίτσιο, σε χαλάει!
- Σειράς. - (χρούκου χρούκου χρούκου χρούκου χρούκου) Όχι πάλι ρε πούστη μου, ασσόδυο και γαμώ τη μέρα της κηδείας μου! Τρίτη συνεχόμενη φορά που ξεκινάω με τον κώλο.
- Εμ, στα 'χω πει, πολύ τα κουνάς φίλε μου και δεν κάνει. Άκου μας και μας που είμαστε της σχολής των τριών Φ...
- Των ποιών;
- Τα τρία Φ του ταβλιού αγόρι μου: φοιτητής, φαντάρος, φυλακισμένος... Έχω κάνει απ' όλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία