Η επιτομή του ρητού «πενία τέχνας κατεργάζεται». Πρόκειται για αυτοσχέδιο τσακμάκι που χρησιμοποιούσαν οι ανήλικοι φυλακισμένοι πριν από αρκετές δεκαετίες. Αποτελείται από μια τσακμακόπετρα από αναπτήρα του εμπορίου (αυτό μας δίνει και μια ιδέα για την ηλικία της πατέντας), ένα ξυλαράκι, λίγο βαμβάκι και ένα κομματάκι από σπασμένο τζάμι.

Το βασικό πλεονέκτημα της τιριτόμπας (ή τιριτρόμπας) είναι το αμελητέο μέγεθος των τεμαχίων που την αποτελούν, γεγονός που επιτρέπει την εύκολη απόκρυψή τους σε περίπτωση έρευνας.

Η ετυμολογία της τιριτόμπας παραμένει στο σκοτάδι, το οποίο δεν μπορούν να φωτίσουν ούτε οι φλόγες της φωτιάς που μπορεί κάποιος να ανάψει με το εν λόγω εργαλείο. Λυπάμαι που σας απογοήτευσα. Πάντως, από τα σχόλια εδώ μαθαίνουμε ότι η λέξη είναι μάλλον ιταλικής προέλευσης, ενώ από τα παραδείγματα προκύπτει ότι η τιριτόμπα ήταν σε χρήση τουλάχιστον από το 1947 μέχρι το 1969, αν ληφθεί υπ' όψιν ότι οι συγγραφείς των παρατιθέμενων αποσπασμάτων ήταν φυλακισμένοι εκείνα τα μαύρα χρόνια.

Οι άλλες, θεατρικές ή φαγώσιμες τιριτόμπες κρίνονται παντελώς άσχετες, καθώς δεν συχνάζουν στα μέρη που εχρησιμοποιείτο ο περί ου ο λόγος αναπτήρας.

Τα δικαιώματα επί του ορισμού είναι ευγενής παραχώρηση (muchas gracias) του patsis, ο οποίος και τα είχε κατοχυρώσει προ τριετίας. Για τα σερβιριζόμενα στο λήμμα, αγορανομικώς υπεύθυνος είναι αποκλειστικά ο λημματογράφος.

  1. Κανόνισα [...] και του 'στειλα τσιγάρα και τιριτόμπα. Ξέρεις τι είναι η τιριτόμπα - τι λέω, πού να ξέρεις ; Σ' ένα κομματάκι ξύλο ή στο τακούνι του παπουτσιού, στο πλάι, ανοίγεις μιά τρύπα και φυτεύεις μιά τσακμακόπετρα, που μ' ένα γυαλάκι και λίγο μπαμπάκι γίνεται τσακμάκι πρώτης. 'Οσες έρευνες κι αν κάνουνε, είναι αδύνατο να σ' το βρούνε.

(Χρ. Μίσσιος «...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», εκδ. Γράμματα).

  1. Στις Φυλακές Εφήβων δεν υπάρχουν τσακμάκια. Οι νεαροί Κατάδικοι για να ανάβουν τα τσιγάρα κατασκευάζουν ένα απλοϊκό τσακμάκι : καρφώνουν σε ένα ξυλαράκι μιά τσακμακόπετρα και μετά (κρατώντας με τον αντίχειρα λίγο μπαμπάκι πλάι στην τσακμακόπετρα) τρίβουν το ξυλαράκι-τσακμακόπετρα σε ένα τζάμι. Αυτό το περίεργο τσακμάκι έχει το περίεργο όνομα τιριτρόμπα. Μέχρι σήμερα ουδείς εζήτησε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την τιριτρόμπα.

(Ηλ. Πετρόπουλος «εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη», εκδ. Νεφέλη).

Ίσκα (από Παπαντώνης, 24/03/12)(από Vrastaman, 25/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ψαράδικη σλανγκ για τον μεγάλο, πλέον του κιλού σαργό (sargus apiastus tiganosubitus για να εξηγούμεθα).

Πρόκειται για ψαρούκλα και όχι ψάρακα που κατάφερε με τύχη και πείρα να φτάσει σε προχωρημένη ηλικία και μεγάλο μέγεθος, αφού πολλών ψαράδων οίδε τρίαινας και καύλαν έγνω. Εξ ου και η ονομασία παππούς ή φαφούτης, εφόσον από πολλούς τέτοιους λείπουν κάποια δόντια (αλλιώς τι σόι παππούληδες θα ήταν ;). Παρά την ηλικία τους όμως, από γεύση τα σπάνε. Γι' αυτό και ένας ευμεγέθης παππούς αποτελεί μία από τις αγαπημένες φαντασιώσεις και αστραφτερό αντικείμενο του πόθου κάθε υποβρύχιου τυφεκιοφόρου.

(Αααχ, ας μην επεκταθώ επί προσωπικού....)

...υπάρχει μιά κινητικότητα από μέτριους σαργούς. Κατάδυση γιά απόπειρα καρτεριού μπας και περάσει ο παππούς. Εδώ, ευθεία μπροστά στα δέκα μέτρα, κάτω από την πλάκα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παρατσούκλι που δόθηκε από τον ελληνικό λαό στους εν υπηρεσία περιπολούντες γερμανούς στρατιώτες της Κομμαντατούρ (δλδ του κατά τόπους Φρουραρχείου / Διοικητηρίου) στη διάρκεια της Κατοχής. Το προσωνύμιο προέκυψε από το μεσαιωνικής προέλευσης μεταλλικό διακριτικό (ringkragen), του οποίου το σχήμα θύμιζε αλογίσιο πέταλο και το οποίο έφεραν τα εν λόγω κτήνη στο στήθος (βλ. σχετικά και Η. Πετρόπουλου Η τραγιάσκα, εκδ. Πατάκη).

Εδώ πληροφορούμαστε ότι υπήρξαν και ελληνικής κατασκευής και προελεύσεως πεταλάδες, εποχιακοί βοηθοί σερίφη στο Φαρ Ουέστ ένα πράμα (Ψέματα! Αυτά τα ένδοξα χώματα δεν έχουν βγάλει ούτε Εφιάλτες, ούτε γραικύλους, ούτε νενέκους, ούτε Ράλληδες).

Υπήρχαν διαφόρων ειδών πέταλα, αναλόγως της μονάδας / υπηρεσίας στην οποία ανήκε το πεταλωμένο γομάρι. Εννοείται ότι τους πεταλάδες της Feldgendarmerie (δλδ της Στρατονομίας) τους αντιμετώπιζαν με φόβο, μίσος και απέχθεια και οι ίδιοι οι γερμανοί στρατιώτες, γεγονός που δεν βλέπω γιατί θα έπρεπε να μας αφορά.

  1. Μεσημεράκι λοιπόν, μπαίνω μέσα [...] Στο βάθος είναι αραγμένος ένας «πεταλάς» [...] μού την είχε στημένη [...] Με πιάνει, που λες απ' το σβέρκο με το 'να χέρι [...] ήταν ένα τέρας, κοντά δυό μέτρα, με χερούκλα σα φουρνόφκιαρο [...] και μ' αμολάει στην παγωμένη θάλασσα [...] μόλις φτάνω στη σκάλα και βγαίνω, με ξαναπετάει μέσα.

(Χρ. Μίσσιος ...Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, εκδ. Γράμματα).

  1. [...] κρίμα για την αργεντινή αλλά η ιταλία θα τους περιποιηθεί τους πεταλάδες γαμώ τα Ες Ες [...]

(Από ιντερνετικό ποδοσφαιρικό φόρουμ).

  1. Το πυροβολικό και οι βαρείς όλμοι των Ρώσων έβαλλαν ήδη κατά του διαδρόμου απογείωσης. Καθώς ο Behr έτρεχε προς το Heinkel III, το οποίο φορτωνόταν με τραυματίες, η Feldgendarmerie, οπλισμένη με αυτόματα, χρειάστηκε να συγκρατήσει εκατοντάδες στρατιώτες που άρχισαν επίσης να τρέχουν, ή ακόμα και να σέρνονται, προς το αεροσκάφος.

(Antony Beevor Στάλινγκραντ, εκδ. Γκοβόστη).

(Νταξναούμ, αυτό το τελευταίο δεν είναι και απολύτως σχετικό, αλλά το έβαλα μόνο και μόνο επειδή βρήκα πολύ ωραία την εικόνα της Βέρμαχτ με τα βρακιά χεσμένα. Το γράφο γιά να το εφχαριστηθό, που έλεγε κι ο Μποστ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ας ξεκινήσουμε τη σημερινή μας διάλεξη κάνοντας τη διάκριση ανάμεσα σε αγγειοπλάστες και κεραμίστες. Ο όρος αγγειοπλάστης αναφέρεται στον παραδοσιακό τεχνίτη που δούλευε πάντα με τον βρισκούμενο κόκκινο πηλό κατασκευάζοντας τα χρηστικά ή / και διακοσμητικά αντικείμενα που όλοι γνωρίζουμε, από ακροκέραμα μέχρι γλάστρες. Εξ ου και οι ονομασίες τσουκαλάς, γλαστράς, πιθαράς κλπ. Ας σημειωθεί ότι η διάκριση είναι υπαρκτή και στα αγγλικά (potter / ceramist).

Ο πιο σαϊριλέ όρος κεραμίστας άρχισε να επικρατεί από τα εβδομήνταζ και μετά, με την άφιξη του νέου αίματος στον κλάδο, δλδ νέων ανθρώπων που επέστρεψαν από την Εσπερία έχοντας σπουδάσει εκεί το αντικείμενο, και φέρνοντας μαζί τους νέα για τη χώρα υλικά και τεχνοτροπίες.

(Αντιπαρέρχομαι την κλασική μαλακιούλα σύμφωνα με την οποία ο πρώτος αγγειοπλάστης ήταν ο Κύριος, αφού μας έπλασε από χώμα και νερό. Ίσως γι' αυτό γουστάρουμε ως είδος να κυλιόμαστε στη λάσπη. Κουφάλα Δημιουργέ, τα πάντα εν σοφία εποίησες!).

Είναι περισσότερο στους κεραμίστες που αποδίδονται τα εύσημα του «καλλιτέχνη» (για να εξηγούμεθα: σε πάμπολλες περιπτώσεις διόλου άστοχα), ενώ οι μάστορες αγγειοπλάστες αντιμετωπίζονται κάποιες φορές από ορισμένους ανόητους σαν λαϊκουριά, ή σαν γραφικοί και κομματάκι παρακατιανοί νταξ-ρε-παιδί-μου (νάτη πάλι η μαλακιασμένη, όσο και πούστικη, ορολογία «έντεχνο / λαϊκό» και η σχετική αρμαθιά από παπαριές. Α ρε Μάρκο, δεν το 'ξερες πως είσαι άτεχνος να πας να βγάλεις το Κονσερβατουάρ ντε Παρί. Μόνο ν' αλητεύεις ήξερες και να κελαηδάς χασίσικα ταξίμια...). Τεσπα, το θέμα είναι ότι πάμπολλοι λαϊκοί τεχνίτες φτιάχνουν παπάδες, καθολικούς συγκεκριμένα.

(Εσείς εκεί στη γαλαρία που θορυβείτε, τον κακό σας τον φλάρο! Και τη Δευτέρα με τον κηδεμόνα σας!).

Έτσι κι αλλιώς όμως, είτε κεραμίστας, είτε αγγειοπλάστης, τα τίμια χέρια του είναι κυριολεκτικά βουτηγμένα στη λάσπη, η δουλειά βαριά, κι από χαΐρι όχι και σπουδαία πράματα.

Ας περάσουμε τώρα στην ουσία, με την ελπίδα ότι η παρούσα διάλεξις φωτίζει το θέμα και δίνει στους σύσσλανγκους μια καλή γεύση από την τρέχουσα αργκό του σιναφιού των ανθρώπων της λάσπης, όπως αποκαλούν οι ίδιοι τον πηλό. Πάμε λοιπόν :

stoneware: υαλοποιούμενος (δλδ με πολύ χαμηλό πορώδες) πηλός ψηλής θερμοκρασίας, με πολύ μεγαλύτερη σκληρότητα και αντοχή από τον κοινό κόκκινο ή λευκό πηλό. Καθώς πρόκειται για εισαγόμενο υλικό, δεν υπάρχει ελληνική λέξη που να το χαρακτηρίζει. Από τους κεραμίστες χρησιμοποιείται εξ ίσου η γαλλική λέξη γκρε (gres).

ατσαλίνα: εργαλείο από λεπτό, εύκαμπτο φύλλο μετάλλου, συνήθως ανοξείδωτο και σε διάφορα σχήματα. Χρησιμοποιείται ομοίως στη διαμόρφωση ή το φινίρισμα των κομματιών.

γεράνι, γερανάκι: είδος δείκτη που τοποθετείται δίπλα στο πανωτρόχι για να βοηθά τον τεχνίτη να φτιάχνει τα κομμάτια στις ίδιες διαστάσεις. Με λίγη φαντασία, το σχήμα του παραπέμπει στο ομώνυμο πτηνό.

καβούλα: η μικρή μπάλα πηλού που παίρνει ο τεχνίτης (τροχατζής) για να αρχίσει τη διαμόρφωσή της στον τροχό.

κούκος (Τι κάνεις ρε λακαμά, θα τινάξεις εργαστήρι και σπίτι στον αέρα !!!): κούφιος κύλινδρος από πυρίμαχο υλικό, σε διάφορα μήκη. Αυτοί οι (άσχετοι με τον ερχομό της Άνοιξης) κούκοι, χρησιμοποιούνται μαζί με πλάκες από το ίδιο υλικό για να στηθούν μέσα στο καμίνι ράφια πάνω στα οποία τοποθετούνται τα κεραμικά για να ψηθούν.

λύκος: ο κρατήρας που εμφανίζεται στην επιφάνεια του τελειωμένου κεραμικού και οφείλεται στην ύπαρξη μέσα στη μάζα του πηλού αναφομοίωτου ασβεστίου (λόγω προβλήματος στον βιομηχανικό εξοπλισμό). Με τον καιρό και την ατμοσφαιρική υγρασία, το ασβέστιο ωθείται προς την επιφάνεια και τελικά ανοίγει κανονική τρύπα πετώντας και ολόκληρη φλούδα από το σμάλτο.

μάζεμα: η συστολή του κεραμικού αντικειμένου, συνεπεία είτε του στεγνώματος, είτε του ψησίματος.

μαλακό / σκληρό (Όλο στο κακό και στο πονηρό ο νους σας): οι λέξεις χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το εύτηκτον ή μη ενός υαλώματος. Όσο πιο μαλακό, σε τόσο χαμηλότερη θερμοκρασία ωριμάζει (λιώνει). Χρειάζεται να πω και για το σκληρό;

μπαντανάς (Ασταδγιάλα ρε!!! Σα δε ντρέπεστε λίγο λέω 'γω!!!): πολύ αραιωμένος λευκός πηλός σε ρευστή κατάσταση, με τον οποίο καλύπτονται κεραμικά από κόκκινο πηλό, συνήθως ωμά, για να ψηθούν στη συνέχεια για πρώτη φορά. Η διαδικασία αυτή γίνεται για να διευκολύνει την διακόσμηση του κομματιού, εφόσον τα χρώματα αποδίδουν πολύ καλύτερα πάνω στη λευκή, μπαντανισμένη επιφάνεια από ότι στο φυσικό, κεραμιδί χρώμα του κόκκινου πηλού.

μπαντανόγυαλο: αυτοσχέδιο υάλωμα το οποίο στη σύνθεσή του περιέχει μεγάλο ποσοστό πηλού σε σκόνη.

μπισκουί/ μπισκότο (Μην το φας ! Θα ξεράσεις !): λατινογενής λέξη που σημαίνει δίπυρο, ψημένο δύο φορές. Πρόκειται για παραδοξολογία, εφόσον με τον όρο αυτό περιγράφονται τα αδιακόσμητα κεραμικά που έχουν ψηθεί μόνο μία φορά.

Η ίδια λέξη χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες από το σινάφι των κεραμιστών (biscuit, biscotto, bizcocho).

ξεγυριστήρι: άλλο εργαλείο, με ξύλινη λαβή και μεταλλικές θηλιές διαφόρων σχημάτων στη μία ή και στις δύο άκρες. Ο γούγλης απέδωσε αποτελέσματα για «ξεγυριστάρι», είδος πριονιού. Άλλη επαγγελματική αργκό αυτή.

πανωτρόχι: ο περιστρεφόμενος δίσκος που βρίσκεται πάνω-πάνω στον τροχό του αγγειοπλάστη, και πάνω στον οποίο τοποθετείται ο πηλός για να διαμορφωθεί το αντικείμενο.

πελεκούδα: ξύλινο, πεπλατυσμένο εργαλείο σε διάφορα σχήματα, που χρησιμοποιεί ο τροχατζής για τη διαμόρφωση του κομματιού.

πετσικάρω: άντε, μη βαριέστε! Πάρτε τα ποδάρια σας και πάτε εδώ να διαβάσετε τα γενικότερου ενδιαφέροντος σχόλια. Και να προσέχετε μεταξύ άλλων στο στέγνωμα των κομματιών για να μην έχετε τέτοια φαινόμενα.

πυροχρώματα: τα βιομηχανικά παρασκευασμένα χρώματα με τα οποία ζωγραφίζεται το κεραμικό. Πολλές φορές αποκαλούνται και στέινς (από το αγγλικό glaze stains = χρώματα βαφής υαλωμάτων).

σιδέρωμα: η διατήρηση για κάποιο χρονικό διάστημα (συνήθως 30-60 λεπτών) μιας συγκεκριμένης (συνήθως της τελικής) θερμοκρασίας στο καμίνι για να λιώσει καλύτερα, και άρα να ψηθεί σωστά το σμάλτο. Έξυπνα παιδιά είστε, αντιλαμβάνεστε βεβαίως ότι το ρήμα είναι σιδερώνω.

τορνέτα, τροχάκι: μικρός, επιτραπέζιος χειροκίνητος τροχός πάνω στον οποίο τοποθετούνται τα κεραμικά για περαιτέρω επεξεργασία ή διακόσμηση.

τραβάει (Τι θα κάνω με σας που έμπλεξα;;!!!): το ρήμα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την επιθυμητή απώλεια ενός ποσοστού υγρασίας του πηλού, ώστε να έρθει στην σωστή σκληρότητα για να δουλευτεί. Άμα παρατραβήξει όμως, δεν δουλεύεται με τίποτα.

τρίχιασμα: η εμφάνιση λεπτότατων ρωγμών στο κεραμικό κατά τη φάση του στεγνώματος. Μπορεί να οφείλεται σε πλημμελή κατασκευή, χειρισμό, στέγνωμα ή και σε ανεπάρκεια του ίδιου του υλικού για την κατασκευή του συγκεκριμένου κομματιού. Το τρίχιασμα, κατά το πρώτο ψήσιμο εξελίσσεται σε κανονικότατο ράγισμα, οπότε τρίχες κάναμε.

τσίγκρισμα: το σπάσιμο μιας μικρής φλούδας πηλού και σμάλτου, συνήθως στα ευαίσθητα χείλη του κεραμικού, συνεπεία κάποιου χτυπήματος.

φαγιάνς: ο κοινός λευκός πηλός. Το όνομα προέρχεται από τα περίφημα φαγεντιανά κεραμικά (της ιταλικής κεραμούπολης Faenza).
φάρμακο: έτσι αποκαλούν πολλοί αγγειοπλάστες τους χημικούς διασπορείς που προστίθενται σε πολύ μικρή αναλογία στον ρευστό πηλό που προορίζεται για χύτευση αντικειμένων σε καλούπια.

φρίτα: βιομηχανικά παρασκευασμένη βάση υαλώματος, η οποία χρησιμοποιείται είτε αυτούσια (ενίοτε ως διορθωτικό υλικό), είτε με την προσθήκη άλλων υλικών για να φτιαχτεί ένα συγκεκριμένων ιδιοτήτων και εμφάνισης υάλωμα. Εδώ.

φυλλιέρα, μακαρονιέρα: προφάνουσλυ πρόκειται περί μηχανημάτων / εργαλείων που επιτρέπουν την κατασκευή φύλλων (πλακών) ή μακαρονιών από πηλό.

χερώνω (Εγώ φταίω, που κάθομαι κι ασχολούμαι...): το ρήμα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κολλήματος χερουλιών σε άψητα κεραμικά φλυτζάνια με τη βοήθεια γλίτσας πηλού ως συγκολλητικής ουσίας. Βλ. και κρακελάρω.

Πηγή: κάποιες γνωριμίες του λημματογράφου στο σχετικό σινάφι.

Έλα, μη χαζεύεις ! Έχουμε μάθημα ! Φτιάξε το γερανάκι στο ύψος, και θυμήσου ότι το φλυτζάνι θα μαζέψει, άρα βάλτο λίγο ψηλότερα από το μέγεθος που θέλεις. Πιάσε την καβούλα και κεντράρησέ τη στο πανωτρόχι, αγκάλιασέ τη με τις παλάμες και πάμε. Έχε δίπλα σου την πελεκούδα, μ' αυτή θα φορμάρεις το κομμάτι. Για τη λουρίδα που θέλεις να βγάλεις, θα δουλέψεις το ξεγυριστήρι. Έτσι μπράβο.
Άστο να τραβήξει λίγο και πιάσε να το χερώσεις. Πιό μετά θα το μπαντανίσεις και θα το αφήσεις να στεγνώσει τελείως. Έστησες τα ράφια με τις πλάκες και τους σωστούς κούκους ; Άντε τώρα να το ψήσεις μπισκουί.
Έτοιμος για τη ζωγραφική ; Ρε συ, εσύ ζωγραφίζεις στ' αλήθεια !
Πάμε τώρα να γυαλώσουμε και να ξαναψήσουμε. Το σμάλτο θα το σιδερώσεις μισή ώρα στους 1020 C. Αμόλυβδο είναι, μην το φοβάσαι.
Άντε, καλό καφέ ! Και να το προσέχεις το φλυτζάνι σου μην τσιγκρίσει ή πέσει κάτω. Η ομορφιά είναι εύθραυστη...

Νταξ, τα ενδεικτικά παραδείγματα είναι ανέμπνευστα, ζορισμένα και φτωχά, αλλά πρώτον είναι απολύτως αληθινά και δεύτερον έλεορ ρε πστ μου ! Χώμα έγινα και λάσπη μέχρι να το τελειώσω !

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το παρόν λήμμα δημοσιεύεται ως προσπάθεια υπεράσπισης των Αμερικανών, οι οποίοι στην συνείδηση του μέσου Έλληνα λοιδορούνται ως «αγράμματοι», «αμνήμονες», «ανιστόρητοι» κλπ. Παρά ταύτα, στην πορεία ελπίζω να αποδειχθεί το ανυπόστατον των κατηγοριών, εφόσον από συγκεκριμένα στοιχεία προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι έχουν μελετήσει σε βάθος τόσο τη Ρωμαϊκή όσο και τη Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, αξιοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο τα διδάγματα του παρελθόντος.

Πενικιλίνη λοιπόν ήτο μια κατά τα φαινόμενα αποτελεσματική θεραπευτική μέθοδος αντιμετώπισης διαφόρων ασθενειών, στις οποίες συγκαταλεγόταν και ο τοξικότατος βάκιλλος eamovulgarus communistosymmoriticus makronisiensis.

Εσυνίστατο στην σφιχτή περίδεση των άκρων του πάσχοντος με βρεγμένα σκοινιά ή καλώδια μέχρι σημείου εξουδετέρωσης του επικίνδυνου μικροβίου. Οι κυκλοφοριακές και νευρολογικές διαταραχές και, σε ακραίες περιπτώσεις, η εμφάνιση γάγγραινας στα περιδεδεμένα άκρα του ασθενούς εθεωρούντο μάλλον ωφέλιμες παρενέργειες, εφόσον οι πάσχοντες με τα μεν πόδια τους συνήθως σκαρφάλωναν ένοπλοι σε απάτητα κατσάβραχα με ανομολόγητους και σκοτεινούς σκοπούς, στα δε χέρια τους (όταν δεν τα χρησιμοποιούσαν για τη διάπραξη αδικημάτων του κοινού ποινικού δικαίου) συνήθως κρατούσαν σκουριασμένο κονσερβοκούτι.

Δυστυχώς, με την κατάρρευση του Εθνικού Συστήματος Υγείας που σημειώθηκε τον Ιούλιο του 1974, φαίνεται πως η σωτήρια αυτή μέθοδος εγκαταλείφθηκε οριστικά, δίνοντας τη θέση της σε (ως τότε παραλλήλως χρησιμοποιούμενες αλλά) παρωχημένες ιατρικές αντιλήψεις, όπως το έντονο μασάζ στις πατούσες του ασθενούς με ειδικά διαμορφωμένο τεμάχιο ξύλου.
Προφανώς πρόκειται για πισωγύρισμα, κατάλοιπο του σκοτεινού οθωμανικού παρελθόντος της Πατρίδος. Τι να πει κανείς...

  1. [...] του κάνανε οχτώ πενικιλίνες και δεν τού πήρανε κουβέντα στην ασφάλεια [...]ένα βασανιστήριο που το έφεραν μάλλον οι Αμερικάνοι [...] Σε δένουν σφιχτά σφιχτά, σού ντύνουν ουσιαστικά τα χέρια από τον καρπό ως τον αγκώνα με ψιλό παραγαδίσιο σκοινί, ύστερα τα πόδια από τους αστραγάλους ως το γόνατο, και μετά δένουν τα χέρια με τα πόδια πίσω΄πρέπει να σταματάει κάπου η κυκλοφορία του αίματος και πρέπει να προκαλεί ισχυρούς πόνους αλλά και βλάβες στον εγκέφαλο και σε άλλα όργανα. Είναι από τα λίγα βασανιστήρια που γίνονταν με την παρακολούθηση γιατρού [...] για χρόνια του 'καμναν μετά θεραπεία στη φυλακή, γιατί του είχε αφήσει κουσούρια το βασανιστήριο. Κι όμως, τον έβγαλαν χαφιέ και τον είχαν απομονωμένο στη φυλακή. «Ήξερε» το κόμμα, δηλαδή ένας μαλάκας που ήταν διορισμένος καθοδήγηση [...]

(Χρ. Μίσσιος ...Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, εκδ. Γράμματα).

  1. Η πενικιλίνη είναι το επιμελημένο δέσιμο ενός Κρατούμενου με καλώδιο. Τον δένουν προσεκτικά σαν μασούρι, τον ξαπλώνουν στο δάπεδο, και, μετά αρχίζουν να χοροπηδούν πάνω του. Ο Κρατούμενος, δεμένος σαν ζαμπόν, υποφέρει. Οι σάρκες ξεχειλίζουν. Το καλώδιο κάνει εγκοπές στο κορμί.

(Η. Πετρόπουλου εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη, εκδ. Νεφέλη).

  1. Ο σχοινισμός ήταν μαρτύριο με προσδέσεις, συσφίγξεις και αναρτήσεις [...]

Ένα από τα όργανα βασανισμού [...] είναι το ερμητάριον. Πρόκειται για τον ρωμαϊκό eculeus, μηχανισμό για ελκυσμό και εξάρθρωση των μελών.

Το πουλάρι (chevalet στη Γαλλία, potro στην Ισπανία), εξέλιξη του ρωμαϊκού eculeus. Ήταν ένα είδος τριγωνικής σχάρας πάνω στην οποία ξάπλωναν το θύμα με δεμένα χέρια και πόδια στους καρπούς και τα σφυρά. Σ' αυτή τη θέση έσφιγγαν τα μέλη με σκοινιά ή τα τέντωναν [...] ως την εξάρθρωση.

Αυστηροί κανονισμοί καθορίζουν [...] το μήκος και το πάχος των σκοινιών [...] οι γύροι του σκοινιού στο μπράτσο να μη γίνονται γρήγορα [...] γιατί έτσι [...] ο ανακρινόμενος δεν αισθάνεται τίποτα [...] το βασανιστήριο του potro (με χρησιμοποίηση σκοινιών) να αφήνει αρκετό χρόνο ανάμεσα στις διάφορες φάσεις [...] με πιστότητα μαγνητοφωνική ο escribano καταγράφει τις διαδοχικές φάσεις του βασανισμού [...] μετράει και σημειώνει [...] τα βογγητά [...] τέσσερες, εφτά, δέκα, δεκατέσσερες φορές [...] Μαδρίτη 30 Ιουλίου 1648 [...] ο Εξοχότατος πρόσταξε τον χειριστή να τακτοποιήσει τα σκοινιά για το σφίξιμο των μπράτσων [...] να αρχίσει την πρώτη φάση της manquerda, το σφίξιμο των μπράτσων με σκοινιά [...] καθώς σφίγγονταν τα σκοινιά και άρχιζε το τράβηγμα [...] τρίτη μανκέρδα στα μπράτσα [...] το αίμα τρέχει στο πάτωμα ωχ, ωχ, ωχ, ωχ Παρθένα μου με σκοτώνουν [...] αχ Χριστέ μου, βγαίνει το κόκκαλο, βγαίνει έξω, βγαίνει έξω [...] «Πες την αλήθεια και θα σου ξεσφίξουμε τις γκαρότες» [...]

[...] ως τον ΙΗ αιώνα [...] συνδυασμός του μεσαιωνικού «πουλαριού» (chevalet) με σφίξιμο των μπράτσων και των μηρών [...] μερικές φορές έβρεχαν τα σφιχτοτυλιγμένα σκοινιά που συστέλλονταν [...] σακατεύοντας τα νεύρα [...]

(Κυρ. Σιμόπουλος Βασανιστήρια και Εξουσία).
..................................................................................................
(Σύσσλανγκοι ζητώ συγγνώμη αλλά δεν αντέχω άλλο. Θα τα ξεράσω όλα. Για περισσότερες πληροφορίες τεχνικής και ιατρικής φύσεως, πιάστε το σκοινί και ακολουθήστε το μέχρι εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πιατάκι στο οποίο κατέθεταν οι μερακλήδες τον οβολό τους υπέρ αναξιοπαθούντων μπουζουξήδων που αναγκάζονταν να βγουν με το ζητιανόξυλο στη γύρα από κουτουκίου εις κουτούκιον για τον επιούσιο.

Ετυμολογικώς, ο λημματογράφος εικάζει ότι η εδώ έννοια της λέξης συνδέεται με το σφουγγάρι που το βουτάς στον κουβά, κι όσο νερό κρατήσει.

Ιστορικώς, η σφουγγάρα στην Ελλάδα γνώρισε δόξες στην τριακονταετία 1930-1960, αν και αυτού του είδους η εύσχημη επαιτεία (βλ. παράδειγμα Νο 2 ) ουδέποτε (ευτυχώς) εξέλιπε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Αν και οι πλανόδιοι μουσικοί κάποτε κοσμούσαν με την Τέχνη τους βασιλικές αυλές, οι ρεμπέτες στους οποίους αναφέρεται το λήμμα είχαν μάλλον διαταραγμένες σχέσεις με την εξουσία (βλ. παράδειγμα Νο 1).

Στις μέρες μας, το πάλαι ποτέ πιατάκι έχει αντικατασταθεί από κάποια μπανάνα, ταγάρι, κασκέτο, ή, στην περίπτωση των στατικών και όχι περιφερόμενων μουσικών (βλ. παράδειγμα Νο 4), από την ανοιχτή επί του εδάφους θήκη του οργάνου τους.

Το λήμμα είναι αφιερωμένο σε όλους τους μουσικούς του σάιτ.

  1. [...] Για να ζήσω γύρισα και με το πιατάκι από ταβερνάκι σε ταβερνάκι. Δεν είναι ντροπή. Αλλού μ' αφήνανε αλλού με διώχνανε. Μέχρι που με πιάσανε επί αλητεία. Τ' ακούς ; Με πιάσανε επί αλητεία. Ρε πού καταντήσαμε.

(Γιώργος Μουφλουζέλης, από τη Ρεμπέτικη Ανθολογία του Τάσου Σχορέλη, εκδ. Πλέθρον).

  1. [...] ο Μαρινάκης, παρέα με τον Ποτοσίδη [...] στις άσχημες στιγμές γυρίσανε με το πιατάκι (το σφουγγάρι όπως το λέγαμε) από κουτούκι σε κουτούκι [...] Όποιος από τους παλιούς έχει πει πως δεν το έκανε αυτό, λέει ψέματα [...] Το έκανα κι εγώ [...] «εύσχημη επαιτεία» [...] το όργανο τότε το λέγαμε ζητιανόξυλο [...]

(Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης, ομοίως).

  1. [...] βγήκα πολλές φορές στο «σφουγγάρι» [...] από ταβέρνα σε ταβέρνα, παίζαμε και τραγουδάγαμε κι ύστερα βγάζαμε πιατάκι, το λεγόμενο σφουγγάρι [...] Ο Μάρκος, ο Γενίτσαρης, ο Κηρομύτης, ο Μπαγιαντέρας, ο Ρούκουνας, ο Χατζηχρήστος [...]

(Μαρίνος Γαβριήλ ή Μαρινάκης, ομοίως).

  1. Ήμουνα εξασκημένο ζητιανάκι. Καθηγητής στη Σφουγγάρα. Ξέρεις τι είναι η σφουγγάρα ; Βουτάς το όργανό σου, πας και κάθεσαι εκεί που περνάει ο πολύς κόσμος, αρχινάς να παίζεις, σε βλέπει ο άλλος, του αρέσεις και σου πετάει το κέρμα του.

(Στέλιος Βαμβακάρης, εδώ).

  1. Γυρολόγος μπουζουξής με σφουγγάρα εκεί.

  2. [...] Τρεις άνθρωποι ξεχωρίζω. Ο συγχωρεμένος ο Απόστολος ο Χατζηχρήστος [...], το ίδιο κι ο Παπαϊωάννου [...] λέγανε στους μαγαζάτορες :
    - Όταν έρχεται αυτό το παιδί να βγάζει σφουγγάρα, δεν θα το διώχνετε.
    Το ίδιο κι ο Στράτος [...]
    (παραπέρα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι ονομάζονται τα big bags, ήτοι οι μεγάλοι, από συνθετικό υλικό σάκοι χωρητικότητας 500-1000 κιλών, στους οποίους διακινούνται πάσης φύσεως υλικά που λέει και το άσμα, από οικοδομική άμμο μέχρι ζάχαρη.

(Παίδες, μα τη βρακοζώνα της Παναγίας, δεν κάνω πλάκα! Άμα νομίζετε ότι σας λέω μπούρδες, γουγλίστε «μπούρδες big bags» να το δείτε με τα ματάκια σας. Δε βάζω το λίνκι, μην κάνουμε και ρεκλάμα).

Πηγή: ο φορτηγατζής ο Τάκης. Αστείρευτη πηγή ο άθρωπας μιλάμε. Κάθε φορά που συναντιόμαστε, όλο και κάτι μαθαίνω. Σπεκια και θένκια Τάκη, αν και υποψιάζομαι ότι αγνοείς την ύπαρξη του σλανγκρ.

Οδηγός φορτηγού: ...είχα που λες κοτσαρισμένο ένα κουτί σαραντάρι με μπούρδες....
Προϊστορικό θηρίο: Τι είναι οι μπούρδες;
Ο. Φ.: Αυτά μωρέ τα μεγάλα σακιά του τόνου, για υλικά.
Π. Θ.: Α, τα μπιγκ μπαγκς λες.
Ο. Φ.: Ναι, οι μπούρδες. Που λες, κατεβαίνω να ξεκοτσάρω και μού λέει ο τύπος...

(Ακολούθησε γούγλjισμα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(...καλά, πώς σας ξέφυγε αυτό; Ρε σεις, με φέρνετε σε δύσκολη θέση. Αφού ξέρετε ότι χυδαιότητες έγραφα μόνο κατά την πρώιμη, ανώριμη φάση μου. Θα το ξαναπώ: πού έχω μπλέξει ρε πούστη μου...).

Τεσπα, κάνε πάσα το ποτήριον τούτο να τελειώνουμε: γαμόφατσα είναι ποικίλων αποχρώσεων περιγραφικός όρος που αφορά είτε τα χαρακτηριστικά του προσώπου κάποιου ατόμου, είτε πτυχές του χαρακτήρα του.

Για να πω την αμαρτία μου, προσώπικλυ το έχω ακούσει και χρησιμοποιήσει μόνο ως όρο που περιγράφει ανθυγιεινές φάτσες με ύποπτες διασυνδέσεις, του είδους «αυτός το πρωί θέλει τρεις αργιλέδες για ν' ανοίξει τα μάτια του». Μιλάμε δηλαδή για σκατόφατσες περπατημένες, χαρακωμένες από την πείρα, αδρές και αργασμένες, με μια προλεταριακή γαρνιτούρα στην υποκοσμιακή μπριζόλα τους άμα λάχει, με βαριά αρσενικά χαρακτηριστικά, μούτρα «στην πέτρα πελεκημένα», αν μού επιτρέπεται η χυδαία λεκτική παρεκτροπή.

Πώς να σού το πω να καταλάβεις, που λέει κι ο Βασίλης ο Νικολαΐδης στο τραγούδι που περιγράφει τις ερωτικές περιπέτειες μιας Βορειοελλαδίτικης γαμόφατσας, άμα ήτουνε πεζοναύτης θα είχε εκείνο το «the thousand yards stare» που μνημονεύει ο Kubrick στο Full Metal Jacket.

Από την άλλη, γαμόφατσα μπορεί να χαρακτηριστεί κι ένας πιτσιρικάς στην προεφηβεία, ένα αντράκι με όμορφο πρόσωπο και αυθεντική, de profundis μαγκιά, μόνο που εδώ ο όρος δεν περιέχει τον παραμικρό παιδεραστικό υπαινιγμό. Μιλάμε δηλαδή για ένα παιδί που, αν ήσουνα στην ηλικία του, θα έδινες τα πάντα για να είσαι στην παρέα του, κάτι σαν τον Τζάκι Κούγκαν του Τσαρλιτσαπλίνειου «Αλητάκου». Παρεμπίπταμπλjυ, άμα πατήσετε εδώ θα διαπιστώσετε ότι ο Κούγκαν μεγαλώνοντας εξελίχθηκε σε ενήλικη γαμόφατσα.

Τώρα, το νέτι μας δίνει κι άλλες αποχρώσεις της λέξης, που αφορούν είτε φλώρους, είτε γυναίκες. Το επ' εμοί, δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ τη λέξη για να χαρακτηρίσω άτομα προερχόμενα από αυτές τις ομάδες πληθυσμού, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία.

Προσωπική μου εντύπωση από τα διαδικτυακά μου ευρήματα είναι ότι, παρά το α' συνθετικό (γαμο-) της λέξης, υπάρχει η τάση να περιγράφονται με αυτόν τον όρο άτομα των οποίων η όψη και (κυρίως) το ήθος που αποπνέουν παραπέμπει περισσότερο σε αφόδευση παρά σε σεξουαλική πράξη. Παρά ταύτα, καλός μου φίλος (ψιλοθηριώδης και γαμόφατσα άλλωστε), βλέποντας τις προάλλες γνωστή, ευειδή τηλεπαρουσιάστρια καρα-καθεστωτικού κωλοκάναλου την ενημέρωσε, τείνοντας τον δείκτη του στην οθόνη: εσένα, όταν έρθει η Επανάσταση, πριν σε σκοτώσω θα σε γαμήσω (και πάλι καλά δηλαδή που τα είπε με αυτή τη σειρά, έτσι μπαρουτιασμένος που ήτουνε...).

Πράγμα που μας πηγαίνει στην παμπάλαια ιστορία της κυριαρχίας μέσω του σεξουαλικού καταναγκασμού. Οπότε ο όρος γαμόφατσα έχει την έννοια του γαμημένου, του περιφρονητέου, απωθητικού, μισητού προσώπου που επιθυμούμε να ταπεινώσουμε μέσω μιας μη συναινετικής σεξουαλικής συνεύρεσης (για να μην αναφερθούμε στις ρατσιστικές / σεξιστικές παραμέτρους του θέματος). Αλλά εδώ αρχίζει να ξεχειλώνει το πράμα...

...οπότε ας το κλείσω ανώδυνα, αναφέροντας την γενικώς υβριστική απόχρωση της λέξης, από την οποία δεν γλυτώνουν ούτε τα συμπαθή και χρήσιμα ιντερνετικά smilies (προ-προτελευταίο παράδειγμα).

  1. Τον φούστη την ίδια γαμόφατσα έχει από το 2005....δεν άλλαξε καθόλου....

  2. ΣΙΓΟΥΡΑ ΕΧΕΙΣ ΓΑΜΟΦΑΤΣΑ ΓΥΦΤΟΑΛΒΑΝΕ

  3. Άκουσα χτες και τον κοντό μεγαλοδικηγόρο που ισχυρίζεται ότι τον τακούνιασε η πρώην γκόμενά του [...] τού κάνανε μιά πολύ σοβαρή πλαστική εγχείριση για να τον φέρουν στα ίσα του [...] Γειά σου ρε μεγάλε [...] τελευταία λέξη της μικροχειρουργικής πλαστικής που ξανάφερε στα σκατά την άθλια γαμόφατσά σου [...]

  4. Ti koitas etsi mori saura...Adeia kikloforias gia tin gamofatsa sou exeis vgalei ;;;

  5. [...] με ένα καλό γαμήσι ίσως να ισιώσει και να στρώσει λίγο η γαμόφατσά της [...]

  6. ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΠΛΑΣΤΙΚΟ ΣΗΚΩΜΑ ΣΤΗ ΓΑΜΟΦΑΤΣΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΘΑ ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΝΑ ΕΧΗ...ΜΟΥΣΙ

  7. ΘΕΛΩ ΚΙ ΕΓΩ ΝΑ ΡΙΞΩ ΜΠΟΥΝΙΑ ΣΤΗ ΜΑΝΩΛΙΔΟΥ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΟ ΤΗΣ!!!!!!!!ma me to poy anoigo thn tv vlepo thn gamofatsa tis xinis !

  8. η γαμόφατσα που βγάζει τη γλωσσα της (:Ρ) είναι γιά όταν κάνεις πλάκα. δεν είναι ίδια με την τελεία. μην την βάζετε παντού!!!!@

(Όλα από το νέτι).

Ο εξαίρετος κύριος Jean-Marie Bigard είναι θετικού ηθικού προσήμου αντρίστικη γαμόφατσα (με την έννοια της τρίτης παραγράφου) στο Le missionaire· πολύ γέλιο, ειρήσθω εν παρόδω.

Για γαμιολοκαριολοκαυλομουνοπουτανοσκυλοτσιμπουκόφατσες οι τυχόν ενδιαφερόμενοι λημματογράφοι ας ξεψαρίσουν το δίχτυ. Εγώ μιά φορά το καθήκον μου το έκανα και τη συνείδησή μου την έχω ήσυχη.

Δες ακόμη: γαμο-, -φατσα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κουτί ονομάζουν οι εμπλεκόμενοι στις μεταφορές το εμπορευματοκιβώτιο ή κοντέινερ. Το κουτί των 20 ποδών αποκαλείται «εικοσάρι» και, χαϊδευτικά, «εικοσαράκι» (τώρα, τι βίτσιο είναι αυτό να χαϊδεύεις λαμαρίνες και να αφήνεις στην πείνα τα κουτιά του ορισμού υπ' αριθμόν 1, τι να σας πω...). Το μεγάλο κοντέινερ των 40 ποδών ουδεπώποτε αποκαλείται «σαρανταράκι», λίγο σεβασμό μάστορα, ας είμαστε σοβαροί...

Η καταχώριση γίνεται πρώτον επειδή διαπίστωσα ότι στα παραδείγματα αυτουνού εδώ του καταπληκτικού, θαυμάσιου, ανυπέρβλητου ορισμού Μου είχα αφήσει τη σχετική ορολογία χωρίς επεξηγήσεις, και δεύτερον επειδή εσχάτως εντόπισα μιά διμοιρία ψείρες να κόβει βόλτες στα γένια Μου. Μετά από αυτήν εδώ την ισχυρή δόση ευλογίας είμαι βέβαιος ότι το απαράδεκτο αυτό φαινόμενο δεν θα επαναληφθεί.

Ντριν ! Ντρίν ! Ντρίιιιν !
- Αυνανιάδης ΑΒΕΕ, λέγετε παρακαλώ.
- Ναι γειά σας, από Μεταφορές Καταστρόφεν Εξπρές σας παίρνω, σε μισή ώρα θα είναι εκεί το κουτί το σαραντάρι που είναι να σας φέρουμε σήμερα.
- Μα τι λέτε κύριε, για σήμερα ήταν το εικοσαράκι. Αφού σας εξήγησα ότι δεν έχω χώρο για το σαραντάρι σήμερα.
- Ναι, αλλά τώρα σας το έστειλα και είναι στον δρόμο, τι να κάνω ;
- Να το καλέσετε πίσω και να το βάλετε στον (....μπιπ-μπιπ-μπιπ) τι έγινε ρε πούστη μου, έπεσε η γραμμή γαμώ την τηλεφωνία σας μέσα καριόληδες.....

αυτό; (από PUNKELISD, 19/05/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σλανγκιά εστιατόρων που αφορά το μέγεθος της (μικρότερης του κανονικού) μερίδας φαγητού που σερβίρεται στους κουτόφραγκους τουρίστες. Οι τελευταίοι εν τούτοις οφείλουν όχι μόνο να είναι ευχαριστημένοι, αλλά και να μας ξανάρθουν για να μαθαίνουν, εφόσον όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες αυτοί έτρωγαν βελανίδια. Γιατί δηλαδή, άσκημα τους πέφτει ολίγη από γκρηκ μουζάκα ;

Η συγκεκριμένη ορολογία ήταν σε κατά τα φαινόμενα ευρύτατη χρήση (μεταξύ σερβιτόρων, μαγείρων και υπευθύνων καταστήματος) στις τουριστικές περιοχές της χώρας τουλάχιστον κατά την δεκαετία του '90, και το «ξου» δεν προέρχεται από το «ξευτίλα» αλλά από το «ξένος», ήτοι αλλοδαπός.

Εννοείται ότι η αντίθετη της «ξου», «μερίδα -ε» οφείλει το όνομά της στους ιθαγενείς στους οποίους και σερβίρεται.

Σημειωθήτω ότι την ύπαρξη των μερίδων ξου και των ομογάλακτών τους μερίδων ε είχε προ ετών ανακαλύψει και αποκαλύψει στο πανελλήνιο με γνήσια αγανάκτηση αρμόδιο κυβερνητικό στέλεχος, από αυτά που είχαν ευνοήσει με ασυντόνιστες πράξεις και συντονισμένες παραλείψεις την καλλιέργεια αυτού του είδους ανθέων ανά την επικράτεια.

(Από μνήμης αυτό το τελευταίο, δεν μπορώ να βρω στοιχεία ρε γαμώ τα καλαμαράκια μου τα κατεψυγμένα).

Όσο για την κουζίνα, α, η μεσογειακή εκτιμάται πλέον παγκοσμίως, γι αυτό κι εμείς την προσφέρουμε στους ξένους στις γνωστές «μερίδες -ξου» για να μην τους κακομαθαίνουμε.
(εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία