Μέχρι πρόσφατα, κύκλοι του διεθνούς παποσιωνισμού είχαν εξυφάνει την παρετυμολογία ότι η εθνική μας βρισιά άι σιχτίρ προέρχεται από τον τουρκικό sikdim αόριστο του ρήματος sikmek (=συνουσιάζομαι) (σ.ς.: Στον Μπάμπη, η επόμενη λέξη μετά το σιχτιρίζω είναι Σιών, τυχαίο; δε νομίζω). Έμελλε να διαψευστούν! Ευτυχώς, γλωσσολόγοι με υγιές (και, κυρίως, ερωτικό) εθνικό φρόνημα αποκατέστησαν ότι πρόκειται για αντιδάνειο από το ελληνικό ας οικτίρω (εναλλακτικώς: σὲ οἰκτίρω, ἀεὶ σὲ οἰκτίρω), ήτοι ας δείξω οίκτο.

Η μετατόπιση στην χρήση είναι προφανής: ενώ το βαρβαρικό σιχτίρι εξαπολύει μια μίζερη αγανάκτηση τ. άι γαμίδια ή άι σιχτίρ κι εσύ κι ο γρύλος σου, το ελληνοπρεπές ας οικτίρω δείχνει την ανωτερότητα, μεγαλοκαρδία και μεγαλαυχία του Έλληνα, ο οποίος δίνει τόπο στην οργή και δεν καταδέχεται να ασχοληθεί με τον βάρβαρο που πάσχισε μάταια να τον εκνευρίσει. Πώς να είναι αλλιώς, εξάλλου; Όταν έχεις μια γλώσσα που έδωσε τις λέξεις της σε όλον τον κόσμο, τότε δεν μπορείς να πάσχεις από σύμπλεγμα κατωτερότητας, παρά μόνο ίσως από κάποιο σύμπλεγμα ανωτερότητας, και να περαίνεις «δι' ἐλέου καὶ φόβου τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Γιατί όταν οι άλλοι δεν είχαν ανακαλύψει ακόμη το fuck you, εμείς οι Έλληνες ήδη οικτίραμε!...

(Για μια ανθελληνική ανταπάντηση δες εδώ).

  1. - Και το «άϊ σιχτίρ» είναι Τούρκικο, προέρχεται όμως από το «ας οικτίρει». [...] Του Βελούδιου η άποψη είναι γνωστή και δημοσιοποιημένη από χρόνια, και του Παπακωνσταντίνου, ότι από το Ζεύς και Βάκχος βγαίνει το ζεϊμπέκικο [...] Αν όλα αυτά τα θεωρείς εθνικισμούς και αρχαιολατρεία, τι να κάνουμε, ίσως-ίσως και νάναι οι Έλληνες μιά ξαχωριστή ράτσα!!! Πειράζει;

(Τα πράγματα μπαίνουνε στην θέση τους εδώ. Ο βακχιστής φίλος παρέλειψε ότι το γκεϊμπέκικο προέρχεται από αρχαίους βακχιστές, οι οποίοι κροτούντες παλαμάκια στον διοβακχιστή ανέκραζον «Ὤ Γαῖα». Ομοίως και ο υιός του Διός και της Γαίας που τον χόρευε τον πυρίχιο).

  1. Και βέβαια είναι θεμιτό 100 άνθρωποι να κλείνουν την Πανεπιστημίου για 7 μέρες... Και 20 να είναι, αν το συνδικαλιστικό κίνημα προτάξει την ομπρέλα του, αυτοί οι 20 έχουν περισσότερο δίκιο από τους χιλιάδες άλλους που επιθυμούν να εργαστούν.
    Αεί σε οικτίρω!

(Τρισχιλιετής ελληνική συνέχεια εδώ).

  1. - Αντί να δούμε για Ιππόλυτο τον Μαρκουλάκη να γουστάρουμε, έπρεπε να κοιτάμε ντουβάρια και υπέρτιτλους...
    - Ας οικτίρω επιτέλους με τα ντουβάρια και τους υπέρτιτλους!

(Ατάκα επιφανούς συσλαγκιστή που κάλεσα σε παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών στην Πουτσαλδάρη, με το Θέατρο Συρακουσών και υπέρτιτλους πάνω στα νταμάρια).

  1. Η εκπομπή «θα στα λέω κι ας οικτίρεις» (βλ. λ.χ. εδώ) μάλλον προωθεί τον οίκτο ως ελληνική επίλυση του εκνευρισμού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν βέβαια πολλά παρεμφερή λήμματα που, όμως, δε δίνουν όλες τις σωστές έννοιες.

Λαμόγια: Έκφραση της καθ' ημάς ελληνικής, πάλαι ποτέ, μαλλιαρής (slang), με συγκεκριμένες έννοιες, αν και αμφιλεγόμενη, διότι οι ορισμοί της είναι μάτσο και οι ετυμολογίες αρπαχτές, πώς λέμε, αρπακόλλα. Παίρνω αμ-παριζάκι και βγαίνω.

Κατά τον Τριανταφυλλίδη (ca. 1950): μόνο στη φράση την κάνω λαμόγια, φεύγω, ξεφεύγω, σκαπουλάρω, ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, πχ: Tον περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε λαμόγια.

Κατά τον Τσιφόρο (ca. 1960) και άλλους συνομηλίκους του (πιο κοντά στην τωρινή αλήθεια): αβανταδόρος, κράχτης, παίχτης-μαϊμού που παρασύρει τα κορόιδα.

Κατά τον Ντινόσαυρο (ca. 2010): Η άποψη πολλών λεξικογράφων (;) ότι προέρχεται από το ισπανικό la moya (= η τάδε), δε στέκει. Είναι όντως ισπανόφερτος ο όρος, με τη διαφορά ότι προέρχεται από το πλουσιότατο «λουνφάρδο» (slang/argot) του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Η λέξη είναι σκέτο μόγια· το θηλυκό άρθρο λα είναι προφανώς μεταγενέστερη «ελληνική» προσθήκη για να μοιάζει πιο σπανιόλικο ή ξενόφερτο. Για το πώς ο όρος διέσχισε τον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, δηλώνω άγνοια (pero puedo seguir buscando).

Διά του λόγου το αληθές, ιδού τα πολυάριθμα συνώνυμα και ο ορισμός που ψάρεψα στα διάφορα ισπανόφωνα λεξικά (Diccionario de Lunfardo, Diccionario del Tango, Diccionario de la Real Academia Española, etc.):

  • Moya: estafa, fraude, trampa, ardid, engaño, triquiñuela, astucia, embrollo, manejo oculto con que se prepara algún fraude o engaño, superchería, picardía...Τα οποία δε μεταφράζω γιατί είναι απλώς συνώνυμα.
  • Moya: Se denomina «moya» a aquellas personas que tienden a tirar «matufias» para escapar de una situación complicada. Por definición, al hablar de moya se habla de un acto generalmente ílicito o incorrecto para salir de una situación, se podría decir que es la salida fácil.Μόγια: Αποκαλούνται «μόγια» τα άτομα που βολεύονται κάνοντας «matufias» (λαδιές, κόλπα, απάτες, λοβιτούρες) για να γλιτώσουν από μπερδεμένες καταστάσεις. Εξ ορισμού, λοιπόν, «μόγια» χαρακτηρίζει μια πράξη γενικά παράνομη ή ανάρμοστη που κάνουν όσοι θέλουν να λακίσουν από κάποια δυσκολία. Θα το λέγαμε «πρόχειρη λύση».

Όποιος επιδίδεται σε «moya» λέγεται moyero (ή matufiero). Τα μεταγενέστερα ελληνικά παράγωγα (το λαμόγιο, τα λαμόγια, η λαμογιά, οι λαμόγιες, κλπ.) που ήδη υπάρχουν στο σλανγκ.γκρ ελάχιστα τροποποιούν το τρέχον νόημα.

Παραδείγματα υπάρχουν στον ίδιο τον ορισμό.
Για plus ultra παραδείγματα, κάντε αίτηση. Στην πολύπλευρη και περίπλοκη ζωή μου, έχω διατελέσει και «λαμόγια».

την έκανε la moye... (από MXΣ, 30/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση δανεισμένη από την αγγλική «the best». Χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της έννοια για να περιγράψει κάτι το τέλειο , το ανώτερο, αλλά και κυριολεκτικά για το αντίθετο. Άρχισε δε να εμφανίζεται στα ελληνικά απ' την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Manchester United ο George Best, που παρόλη την κρασοκατάνυξη και γενικά κραιπαλώδη ζωή του, είχε δεινές ποδοσφαιρικές ικανότητες. Εξού και η χρήση της έκφρασης για κάτι το αναπάντεχα καλό (λίρα εκατό), κάτι που όλα δείχνουν ότι δεν θα πάει καλά και διαψεύδει τους πάντες με τις επιδόσεις του (βλ. Εθν. Ελλάδας Πρωταθλήτρια Ευρώπης).

Είναι προφανές ότι το «δεν παίζεστ'» αποτελεί παράφραση του αρχικού αγγλικού «the best».

Αντιπροσωπευτικό τραγούδι: Simply the best από τη «γιαγιά» Tina Turner

  1. Κυριολεξία:
    - Πήγαμε στη συναυλία των Scorpions και ήταν ανπέκταμπλ !
    - Σώπα ρε, δε μπεστ ;
    - Δεν παίζεστ' σου λέω, χαμός έγινε.

  2. Ειρωνεία :
    - Γνώρισα χτες την αδερφή του Μήτσου που φαγώθηκε ότι με γουστάρει.
    - Έλα ρε, για λέγε , δε μπεστ;
    - Δεν παίζεστ', άσε . Σκέτη αραχνομούνα, λέμε.

(από granazis, 24/04/10)(από granazis, 24/04/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Έκφραση υστερίας και απόγνωσης, ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ νέων, φοιτητών, υποψήφιων διδακτόρων, ελευθέρων επαγγελματιών και νιόπαντρων.

Ξεπροβάλλει αυθόρμητα στα χείλη μετά από στιγμές έντονης πίεσης και απογοήτευσης, όταν έχει γαμηθεί η κατάσταση, η γυναίκα σου (με άλλον), η δουλειά σου και γενικώς τα πάντα. Έτσι το μόνο που δεν έχει γαμηθεί είναι το τίποτα, συνεπώς δια της άτοπου, γαμιούνται τα πάντα.

Σημαντικό είναι ότι τα πάντα δεν γαμιούνται πάντα, αλλά ορισμένες μόνο φορές, εξ ου και η έκφραση: «Είναι φορές που γαμιούνται τα πάντα».

  1. Έκφραση θαυμασμού μετά από παρατήρηση ωρών εκπαιδευτικής τηλεόρασης για την αναπαραγωγή των ασπρόμαυρών αιλουροπόδων άρκτων (οικογένεια Ursidae, γένος Ailuropoda, είδος Melanoleuca).
  1. -Τι λέει ρε Αλέκο;
    - Άσε ρε φίλε... Η γυναίκα με παράτησε, το φορτίο ακόμα να εκτελωνιστεί, δεν έχω φράγκο και η Ηρακλάρα χάνει στην έδρα μας από τον Κιλκισιακό! Άσε σου λέω, γαμιούνται τα πάντα.

  2. (Στο ζωολογικό κήπο):
    Γιαννάκης: Μαμά, μαμά!
    Μαμά: Τι 'ναι παιδί μου;
    Γ.: Κοίτα;
    Μ.: Πού;
    Γ.: Να εκεί! Γαμιούνται τα πάντα!»

(από Khan, 03/02/10)Η αισιόδοξη σκέψη της ημέρας: Αν όλα τα προηγούμενα χρόνια "γαμιούνταν τα πάντα", κάποια στιγμή θα γεννήσουν κιόλας. (από Khan, 28/11/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλασική σχολική σλανγκ.

Κανονικά σημαίνει πεθαίνω, τα κακαρώνω, τα τινάζω, ψοφάω.

Σε σχολικά, και δη γυμνασιακά-λυκειακά συμφραζόμενα, μένω στον τόπο σημαίνει οτι - βάσει της βαθμολογίας μου - χάνω τη χρονιά αυτομάτως και υποχρεώνομαι να την επαναλάβω. Πιο απλά, μένω στον τόπο = μένω στην ίδια τάξη.

Συνήθως διακρίνεται από το απλούν «μένω». Το τελευταίο χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις στις οποίες ο μαθητής, προκειμένου να προαχθεί / προβιβαστεί στην επόμενη τάξη, οφείλει να επανεξεταστεί επιτυχώς σε όσα μαθήματα «πέφτει», σε ειδική εξεταστική το Σεπτέμβριο. Αντιθέτως, όταν κάποιος μείνει στον τόπο, δεν δικαιούται σεπτεμβριανής επανεξέτασης. Πάει κανονικά τις καλοκαιρινές διακοπούλες του, χωρίς διαβάσματα και άγχη (που λιγοστεύουν και τη ζωή btw) και του χρόνου κανονικά ξανακάνει την ίδια τάξη. [I]
- Πόσοι μείναν απ΄το Β4; Μακράν το πιο άκυρο τμήμα.
- Τέσσερις. Τρεις στον τόπο κι ο Μπαλάφας που πάει για Σεπτέμβρη.[/I]

Με ποιό όμως κριτήριο διαχωρίζονται οι εν τω τόπω μένοντες από τους απλούς μένοντες; Την εποχή του γράφοντος τουλάστιχον, το πράγμα είχε ως εξής: Αν έπεφτες (δλδ είχες βαθμό κάτω από τη βάση) σε πάνω από 4 μαθήματα, έμενες τόπο. Αν τα μαθήματα που έπεφτες ήταν μέχρι 4, πήγαινες Σεπτέμβρη...

Εννοείται πως του Σεπτέμβρη οι εξετάσεις ήταν εντελώς για την πλάκα, κι ο μόνος τρόπος για να μην περάσεις ήταν να μη θες να περάσεις (και να καταβάλεις και φιλότιμες προσπάθειες γι' αυτό). Η απόλυτη ξεφτίλα σεπτεμβριανών εξετάσεων, ήταν βεβαίως το Σεπτέμβρη του '99, μετά τη σεισμούκλα. Απ' ότι μου έχουν μεταφέρει, απλά πήγαινες, έδινες το παρών, προβιβαζόσουν και μετά σ' έδιωχναν άρον άρον οι τρομοκρατημένοι καθηγητάκοι, που είχαν κλάσει μέντες μην πέσει το άθλιο σχολειάκι από κανα μετασεισμίκ και τους πλακώσει... Παρωδία.

- Για πε ρε μαλάκα, κανας γνωστός, τι έγινε, ποιοί περάσανε;
- Μπουρμπούλιας στον τόπο, Πασχόπουλος στον τόπο, Μπαντουράκης στον τόπο, Μπουρμάς στον τόπο. Θες κι άλλα;
- Μπαλιόνας;
- Πέφτει σε τρία, C U September..
- Μπαρδάκος; - Σε τέσσερα, τη σκαπούλαρε παρά γουρουνότριχα.
- Κι ο Μότσικας; - Το' χε σίγουρο για Σεπτέμβρη και τελευταία στιγμή του σκάει αστροπελέκι το οχταράκι απ' τη Χημεία κι έμεινε στον τόπο σέκος το παλικάρι. Κρίμας...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Shit in many years.

Αποτελεί ελεύθερη μετάφραση στα αγγλικά της γνωστής φράσης Χέσε μέσα Πολυχρόνη.

Εξαιρετικά διαδεδομένη τελευταία χρησιμοποιείται ευρύτατα για να δηλώσει απογοήτευση ή αδιέξοδο.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως σκέτο «Shit in...»

Οι χρήσεις της φράσης είναι σαν της αντίστοιχης ελληνικής με την προσθήκη του κωμικού στοιχείου της ελεύθερης μετάφρασης.

  1. - Έλα ρε μπρο. Πώς πας τελευταία;
    - Shit in many years...

  2. - Άσ' τα φίλε... τρέχω και δεν προλαβαίνω... στο σχολείο έχουμε πήξει, η ομάδα έχει να κερδίσει από πέρσι... shit in many years δηλαδή...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πρώτος στίχος από γνωστό παιδικό ποίημα το οποίο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μια σειρά αντιστοίχων δύστιχων ποιημάτων προς απάντηση του.

Χρησιμοποιείται για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο γνωστό «στα αρχίδια μας»

Στ' αρχίδια μας και εμάς
Κωστής Παλαμάς

Μας τα πιάνεις, μας τα ξύνεις
Γεώργιος Δροσίνης

Ήταν πούστης και αυτός
Διονύσιος Σολωμός

(από Khan, 17/10/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λέμε ειρωνικά αντί της έκφρασης «με συγχωρείτε», προσποιούμενοι επί πλέον πως δεν ξέρουμε να το πούμε σωστά και πως νομίζουμε ότι επόμενο είναι η έκφραση να πάει κατά το «συγνώμη».

Βλ. και συγχεστήρια, πετυχεσιά, ξεσκιούζ μι, κσκιουζεμουά.

- Με συγνωμείς, αλλά δεν κατάλαβα γρι απ' όσα μου είπες. Για σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα συγχαρητήρια. Αντίστοιχο αστειάκι με το πετυχεσιά, ξεσκιούζ μι, κσκιουζεμουά, με συγνωμείτε.

Όλ' αυτά λέγονται όταν ντρεπόμαστε να ευχηθούμε κάτι ευγενικό, ή όταν κοροϊδεύουμε τις συμβατικές αυτές ευχές.

- Πέρασα τις εξετάσειςςςςςςςςς!
- Τα συγχεστήριά μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Αλλιώς το «μου την σπάει», «με χαλλλάει», «μου την δίνει». Να μην συγχέεται με το τα σπάει.

  2. Πηγαίνω σε spa. Δηλαδή σλανγκισμός του ίδιου στυλ με το πιλατεύομαι.

Δ.Π.: Χανκ.

- Τι κάνει η Νίκη;
- Τον τελευταίο καιρό έχει σπαστεί άσχημα με τα χουνέρια που της κάνει ο άντρας της και σπάζεται για να ρηλαξάρει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία