Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Άνθρωπος ζαλισμένος ή μεθυσμένος από την κατανάλωση αλκοόλ ή την χρήση ελαφρών ναρκωτικών. Αφορά όμως κυρίως στη χρήση του ναργιλέ.

Πώπω αδερφέ μου! Εχτές στον τεκέ του Τάσου γίναμε όλοι μανουάλια απ' το μπάφο.

Βλ. σχόλιο Δελιολάνη (από Khan, 29/07/13)

Δες και λιάρδα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι ηλεκτροντίζελ λοκομοτίβες ADtranz/Bombardier DE2000 του ΟΣΕ, γιατί κοιτάζοντας τες από μπροστά θυμίζουν τα χρώματα της συσκευασίας του ομώνυμου καρκινογόνου προϊόντος.

Επειδή στην Ελλάδα η ηλεκτροκίνηση της γραμμής Αθήνα-Θεσσαλονίκη δεν προβλέπονταν να ολοκληρωθεί άμεσα στα 1998 (ο ορισμός αυτός γράφεται Φεβρουάριο του 2016 και ακόμα να ολοκληρωθεί) και προς αντικατάσταση των παλαιότερων τύπων λοκομοτίβων παρόλο που αυτές δεν ήταν απαραίτητα σε ηλικία συνταξιοδότησης (βλέπε ρουμάνα και κοντογούρουνο) η διοίκηση του ΟΣΕ αποφάσισε να αγοράσει 26 πετρελαιοκίνητα marlboro το 1998 με τα βασικότερα εξαρτήματα τους κατασκευασμένα σε Γερμανία, Αυστρία, Πολωνία και Βρετανία. Οι πρώτες 26 κυκλοφόρησαν με την αρίθμηση A-471 ως A-496 και με την έλευση άλλων 10 μεταξύ 2004-2005 οι 36 συνολικά πλέον λοκομοτίβες ελαβαν νέα 6ψήφια αρίθμηση από 220 001 ως 220 0036.

-Marlboro Λοκομοτίβες ή marlboro διζελάμαξες;

-Εμένα μου αρέσει η λέξη λοκομοτίβα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στο στρατιωτικό ιδίωμα, κατά το anti-doping control, σχηματίζεται το αντιγόπινγκ κοντρόλ, ή, συνηθέστερα, απλώς αντιγόπινγκ, που σημαίνει το μάζεμα αποτσίγαρων- γοπών από χώρους του στρατοπέδου. Αποτελεί καψώνι ή και αναγκαία μορφή καθαριότητας. Λέγεται και γόπινγκ (ένα από τα πολλά στρατιωτικά γερούνδια, όπως έρπινγκ, πύλινγκ, πευκοβελόνινγκ κ.τ.ό.) ή ξεγόπιασμα.

Πλέον έχει ξεφύγει από τον στρατό, και γίνεται ιδιαίτερα σε παραλίες τα καλοκαίρια, από άτομα που είναι επιφορτισμένα με την καθαριότητά τους ώστε να μην είναι αντιτουριστικές. Επίσης, αναλαμβάνεται ενίοτε από ακτιβιστές ως προσφορά στην οικολογία και την πατρίδα. Σ' αυτήν την μη στρατιωτική χρήση έχει, κττμγ, περισσότερη σημασία ο όρος κοντρόλ, αφού υπάρχει σύντονη προσπάθεια να ελεγχθεί η παραλία (ή άλλος χώρος) από γόπες που μας εκθέτουν.

Στη σημερινή συγκυρία, όπου ασκείται κριτική στην ελλαδιστανική νοοτροπία του «καθαρίζω το σπίτι μου, και πετάω τα σκουπίδια στο δρόμο», το αντιγόπινγκ κοντρόλ είναι επίκαιρο, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε ευγενείς μορφές εθελοντισμού (ή και επαναστατικού δεθελοντισμού) και σε συναφή αυτοκριτική της νοοτροπίας του πετάω τη γόπα μου όπου νά 'ναι, η οποία χρονικώς συνέπεσε με το ντοπάρισμα της μεταπολίτευσης, το οποίο έχει ήδη υποστεί αντιντόπινγκ κοντρόλ (κυριολεκτικά και κυριολεκτικά).

  1. μικροί ψαράδες έτοιμοι;;;;; σήμερα το πρόγραμμα έχει αντιγοπινγκ control. (Εδώ).

  2. Αντιγοπινγκ σφουγγριστρα και καλλιοπη ειναι για σας τους Ι4.
    Ο στρατος ειναι εκπαιδευση και επιστημη.Εκτος και εχετε δει ποτε Spetsnaz να σφουγγαριζουν.
    Σε μας τα κανανε αυτα οι Ι3 θαλαμοφυλακες και οι Ι4 σαν εσας που ηταν να φυγουν και τελειως με μεταταξη συνηθως. (Εδώ).

  3. Βοήθησε τους προσκόπους στο «αντιγόπινγκ« (Εδώ).

  4. ετσι μου τη ΄δίνει η απαισιοδοξία του ΕΛΛΗΝΑ(ΡΑ) (και ο καναπες του ....) ε αφου και ο αλλος αφηνει την μπανανόφλουδα στην παραλία εγω θα κανω αντιγοπινγκ ; ε αφου δεν υπαρχει αξιοκρατια στις προσληψεις εγω θα παω με το σταυρο στο χερι ;
    ε αφου παρκαρουν ολοι παρανομα εκει εγω γιατι να πληρωσω παρκινγκ; ε αφου λαδώνουν για να κανουν τη δουλεια τους εγω να μη λαδωσω ; και ποιος θα τρεχει στα δικαστηρια μωρε ;;;;;;;;;;
    ΕΓΩ ΘΑ ΣΩΣΩ ΤΟ ΚΟΣΜΟ ΜΩΡΕ ΩΧΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ..... !!! ;;;;; (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πέοντας, ειδικά όταν μιλάμε για πίπα.

Κλασική βλαμμενιά των ογδόνταζ, άρα πια μπαμπαδισμός.

- Τσιγάρο;
- Μπα, ευχαριστώ, δεν καπνίζω.
- Πούρο με φλέβες, καπνίζεις;

(Σημ: θα μπορούσε να είναι γκουζγκουνιά αυτό. Έλα όμως που ήταν κρυόκωλο αστειάκι του κάθε πέφτουλα της κιτσοδεκαετίας αυτής...)

Το λήμμα αναφέρεται στην dorsal vein του σχεδιαγράμματος (από allivegp, 21/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως καρκινιάρικες χαρακτηρίζονται οι τελευταίες τζούρες του μπάφου. Και αυτό διότι είναι καυτερές και ιδιαίτερα ανθυγιεινές και καταστροφικές για τον λαιμό και τα πνευμόνια. Δεν τις φοβούνται οι πεπειραμένοι μπαφόβιοι και τα χαρμάνια, οι οποίοι τις παίρνουνε αναλαμβάνουν να τελειώσουν το τσιγαριλίκι μέχρι και την τζιβάνα.

Συζήτηση μπαφοκατάστασης όπου κάποιος τα έχει παίξει:
- Ω ρε πούστη μου όλα γυρίζουν, δεν θέλω άλλο, θα ξεράσω! Σβήσ'το το γαμίδι!
- Καλά, καλά, χαλάρωσε και άσε τις καρκινιάρικες για μένα...

(από danielo, 17/01/09)

Δες ακόμη: καυτή, μπριζολάτη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

O μάγκας. Συνηθίζεται απο έφηβους που ξεκινάνε το κάπνισμα σε μικρή ηλικία συγκρίνοντας τις μάρκες τσιγάρων που καπνίζει ο καθένας.

Mάκης: - Tα <μάρκα> γαμάνε, έχουν τον καλύτερο καπνό!
Μπάμπης: - Winston αναρχία!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καψόνι στο στρατό κατά το οποίο ο νέος γυρίζει όλο το στρατόπεδο και μαζεύει από κάτω τις άπειρες γόπες τσιγάρων.

Προκύπτει απ' τη γόπα και την κατάληξη ing του αγγλικού γερούνδιου, που δηλώνει πράξη, κίνηση κτλ σε εξέλιξη. Στα αγγλικά θα γραφόταν woping.

- Νέεεεουυυυςςς!
- Διατάξτε!
- Πάρε τη σακούλα κι άρχισε γόπινγκ στο δυτικό στρατόπεδο.
- Μα κύριε Διοικητά...
- Μαμούνια! ΟΛΟ το στρατόπεδο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άκλιτο. Στα καλιαρντά είναι ο αναπτήρας εκ του α΄ συνθετικού κάγκελο- που δηλώνει ο,τιδήποτε το μεταλλικό και του κερικεντέ που σημαίνει σπίρτο, ετυμολογούμενο από τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971) εκ των κερί και κέντα. Συνώνυμο: σιδεροπυρού.

Σιδεροπυρού

  1. Λούμπα γλίτσας κουελοσφαλάει στοά...καγκελοκερικεντέ και Lucky Strike....
  2. -Αβέλω καγκελοκερικεντέ..... -Ξεροχύνω με το τραβέλι που κατεβαινει πιάτσα με το ΧΤ, τι να λέμε τωρα ουτε να την φορτώσεις δεν θελει,σε φορτώνει εκεινη στο ΧΤ και σε παει καβάτζα -θα εχει πλάκα να σου λέει καβάλα στο ΧΤ και φυγαμε...
  3. Τελικα εσας θα σας αβελω πρεζαντι, ενα καγκελοκερικεντε, και κανα δυο λιτρα μυρμυγκομπαλοζουμο, να πάτε να φοκαριστειτε στην Κανουλού. (Όλα από λοξά θρεντ σε μπουρδελοσάη).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τσιγάρο πολύ ελαφρύ, με σχεδόν μηδενική περιεκτικότητα σε πίσσα και νικοτίνη. Απ' αυτά που ρουφάς, ρουφάς και δε βγαίνει χριστός. Σε φάση δλδ να νομίζεις ότι δεν καπνίζεις καν, ότι απλά μπαινοβγάζεις ένα καλαμάκι στο στόμα. Την έκφραση συνηθίζουν θεριακλήδες όταν θέλουν να ειρωνευτούν κάποιον που κάνει ultra light (και φυσικά ούλτρα φλώρικα) τσιγάρα.

Το καλαμάκι (ορίτζιναλ) το συνιστούν γιατροί και άλλοι πρωκτικάντζες του υγιεινισμού ως μέθοδο σταδιακής «απεξάρτησης» απ' το κάπνισμα.

- Πάω περίπτερο για τσιγάρα.
- Α, ωραία, πάρε μου κι εμένα σε παρακαλώ ένα Silk Cut One, το άσπρο το πακέτο.
- Ποιο μωρή αδερφή, μη μου πεις ότι κάνεις εκείνο το 0,0000 κάτι... Ρε αυτά είναι καλαμάκια, ξεκόλλα, πεταμένα λεφτά. Πάρε δω ένα κανονικό τσιγάρο να πιεις να γουστάρεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το οσχέο, οι όρχεις. Η έκφραση προέρχεται από το σχήμα των παλαιών καπνοσακούλων, οι οποίες ήταν και συχνά δερμάτινες.

Είσαι άντρας ρε, ή τσάμπα την έχεις την καπνοσακούλα;

αλήθεια είναι, μοιάζει.... (από electron, 27/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία