Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Κάτσε γάρε ψόφα είναι μια φράση από την κυπριακή διάλεκτο που δηλώνει ανυπομονησία και ταυτοχρόνως θυμό.

Μετάφραση στα ελληνικά: κάθισε γάιδαρε να πεθάνεις... Κάπως έτσι είναι.

— Μάρκο πότε θα βγει η νέα ταινία Toy Story;
— Το 2011 ρε συ...
Κάτσε γάρε ψόφα δλδ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο σπασίκλας για τους κύπριους.

Γενικά δεν έχω σκοπό να κατακλύσω το σάιτ με κυπριακούρες, φρονώ εντούτοις πως η συγκεκριμένη λέξη πρέπει να μνημονευθεί δια τους εξής λόγους:

  1. Σε αντίθεση με τον ελλαδικό σπασίκλα, το σπάσμα είναι ουδέτερο, αφαιρεί δηλαδή από τον καλό μαθητή που όλοι φθονούν την πολύτιμη ιδιότητα του γένους, αρσενικού ή θηλυκού. Ένα αγόρι-φυτό χάνει την αρρενωπότητά του, ένα κορίτσι-φυτό χάνει τη θηλυκότητά του. Αμφότερα μεταβάλλονται σε ''όντα'', ''πλάσματα'', χωρίς ουσιαστική ταυτότητα, με ζωή υποτυπώδη ωσάν του φυτού, με μόνη ασχολία το διάβασμα, κάτι που τη σπάει απίστευτα κι ανυπόφορα στους άλλους, τους ''φυσιολογικούς''. Εξ ου και σπάσμα.

  2. Το ''σπάσμα'' παραπέμπει συνειρμικά στους σπασμούς, οι οποίοι σπασμοί παραπέμπουν γενικά σε κουλαμάρες, αναπηρίες, σακατιλίκια κλπ, κι όλα αυτά (εμένα τουλάστιχον) μου θυμίζουν Στίβεν Χόκινγκ, το προαιώνιο αρχέτυπο του φυτού/σπάσματος/σπασίκλα. Θα μου πεις τώρα πήγες Πατήσια-Ομόνοια μέσω Νέας Υόρκης, αλλά anyway...

  3. To ''σπάσμα'' κάνει σε πιο αρχαιοπρεπές, βρε αδερφάκι μου, σε σχέση με το ''σπασίκλας'', που όσο κι αν πεις είναι κατά τι πιο λαϊκουτζούρικο (ιδίως εκείνο το σύμπλεγμα ''κλ'' κάνει κάτι σε ''κλανιά'', ''σπασοκλαμπάνιας'', ''κλαπαρχίδας'' κ.ο.κ.). Κλίνεται άλλωστε κατά την γ' κλίση: το σπάσμα, του σπάσματος, τω σπάσματι... Άντε μην κατεβάσω κανένα σεντόνι τώρα για τους αδελφούς μας τους κύπριους που διατηρούν ανόθευτη τη γλώσσα των προγόνων μας κ.λπ. κ.λπ. και μας πάρουν όλους τα ζουμιά...

- Άτε κόρη κάτσε θκίβασε τσε λλίον λαλώ σου...
- Άισμε ρε μάμμα, εζάλισες με.
- Αρωτώ σε ρα, ίντα μπουννακάμεις εις την ζωήν σου; Να θωρείς την Κούλλα του Πελλογιωρκή τσε να πκιάννεις παράδειγμα.. Έν πολλά καλή μαθήτρια..
- Όι μάμμα, τούτον εν σπάσμα, έντζεν άθρωπος.

Δες και σπάω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα Κυπριακά σημαίνει «δολοφονώ».

Επαίξασιν τον Πολύκαρπον Γιωρκάτζηννν!

Το σερνό τσιγάρο του Σολωμού Σολωμού (από Vrastaman, 31/07/08)Το σερνό τσιγάρο του Σολωμού Σολωμού (από Vrastaman, 31/07/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυπριακή κατάρα / μπινελίκι με αρχαιότατες Αριστοφανικές ρίζες. Εκ του ῥαφανιδόω, χώνω ῥαφανῖδα (ραπανάκι) εκεί που δεν πιάνει ήλιος. Έτσι τιμωρούσαν τους μοιχούς οι Αθηναίοι: όταν οι βάρβαροι ευρωπαίοι τρώγανε ραπανάκια, εμείς οι Έλληνες τρώγαμε ραπανάκια.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι σε αντίθεση με το αγγούρι που ενίοτε δροσίζει τον αποδέκτη του, ο ράπανος εμπεριέχει ερεθιστικά δια τον πρωκτόν οξέα που αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο παράπλευρης απόλαυσης, τουλάστιχον στην χαρτογραφημένη πλειοψηφία.

Αντιδάνειο: johnblack & khank.

- «τί δ'ἤν ῥαφανιδωθῆι τέφρα τε τιλθῆι» (Ἀριστοφάνους Νεφέλαι, στ. 1083)

sarant: - Φαίνεται ότι και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι τα είχαν μακρουλά τα ρεπάνια τους, πάντως, διότι αν θυμάστε από τον Αριστοφάνη, συνήθης τιμωρία των μοιχών ήταν να τους χώνουν μια ραφανίδα εκεί που ξέρουμε όλοι

Τιπούκειτος: - Σχετικά με το αριστοφανικό aside (...) για την τιμωρία των μοιχών στην αρχαιότητα, θα ήθελα να καταθέσω τη σημερινή κυπριακή βρισιά/κατάρα «Στον κώλο σου ρεπάνι», η οποία αποδεικνύει μεταξύ άλλων την αρραγή τρισχιλιετή συνέχεια της φυλής και της γλώσσας μας και των ρεπανιών μας (για τους κώλους μας δεν τίθεται καν ζήτημα) (...) Η αποτελεσματικότης της κατάρας «στον κώλο σου ρεπάνι» δεν απορρέει, νομίζω, από το ευμέγεθες των εν Κύπρω ραφανίδων, αίτινες είναι ήκιστα μακρότεραι των εν Ελλάδι, αλλά μάλλον από τα οξέα τα οποία περιέχονται εις την σάρκα των ορεκτικωτάτων τούτων ζαρζαβατικών.
(δαμαί)

βιλλιές σσιηστές τα μέτρα τους,
στον κώλον τους ρεπάνι
εκάμαν τα σιεσσιέ γιαχνί
τζιαι ο λαός ξιάννει
(τζειαμαί)

- Ε έ; Τζιαί τωρά εκακοφανίστηκεν; Στον κώλον του ρεπάνι. Μα αν ήταν να ειδοποιείται τζι' ο κάθε μούτσιος για τες στρατιωτικές μας ασκήσεις, ήταν νά 'μαστεν για τα παναύρκα. (τζειαχαμαί)

Τιμωρία για τους αντεπαναστάτες (από Vrastaman, 25/06/12)Βασίλης Ράπανος: θα μάς πάει "ρεπάνι και καρότο"? (από Vrastaman, 25/06/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Αυτός που έχει κομμένη την ουρά. Από τα κόβω + ευφωνικό ν + ουρά. Το λέμε για ζώα. Χαριτωμένη λέξη για μια επώδυνη εμπειρία.

  2. Προς μεγάλη μου έκπληξη βρήκα κάτι που αγνοούσα: ότι λέγεται και για ανθρώπους και σημαίνει ευφυής, εφευρετικός, βλ. εδώ και εδώ. Μάλιστα η έννοια αυτή είναι και η πιο διαδεδομένη (βλ. παραδείγματα 2.α., 2.β., 2.γ.). Παρόλ' αυτά την έβαλα δεύτερη γιατί θεωρώ ότι είναι συνέπεια της πρώτης και γιατί εκπλήσσομαι που τα λεξικά δεν αναφέρουν την πρώτη καν.

Δεκτή οποιαδήποτε διόρθωση αν πέφτω έξω.

1.α. O πορτοκαλάκης κοψονούρης μαζί με τον αδελφούλη του! Τελικά η κομμένη άκρη της ουρίτσας έπεσε και είναι σαν να μην του συνέβει ποτέ!

1.β. Κι όχι μόνο δεν μετανοούν, για να μη ταπεινοφρονήσουν, αλλά προσπαθούν να παρασύρουν και άλλους ν’ ακολουθήσουν την αμαρτωλή γνώμη τους, μόνο επειδή έχουν κομμένη την ουρά τους, και δεν θα ησυχάσουν ποτέ, αν δεν μας πείσουν να την κόψουμε κι εμείς. Ο κάθε κοψονούρης δεν ησυχάζει, αν δεν έχη συνενόχους, και όσο γίνεται περισσοτέρους.

========

2.α. Αυτός ο υποψήφιος βο(υ)λευτής υποτιμά τη νοημοσύνη των γυναικών… Από τώρα καταλαβαίνεις γιατί θέλει να βγει…για τη μάσα και μόνο…. Ποιος είναι τελικά αυτός ο δήθεν κοψονούρης;
εδώ

2.β. Το οίκημα κτίστηκε πρόσφατα και όμως δεν βρέθηκε κάποιος κοψονούρης να τους πει ότι από του χρόνου όλο το πρόγραμμα θα εκπέμπεται ψηφιακά και θα πρέπει να υπήρχε η σχετική πρόνοια πριν την ολοκλήρωση των εγκαταστάσεων.
εδώ

2.γ. ...το έλυσαν με έναν τρόπο που δε θα το σκεφτόταν κανένας άλλος όσο έξυπνος και κοψονούρης και να ήταν.
εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πέος (εδώ δε διαφωνούμε με τον προλαλήσαντα)

Η λέξη, ως έκφραση, είναι παραπεμπτική (δλδ λέμε κάτι για να αντιληφθεί ο συνομιλητής μας τι εννοούμε χωρίς να το αναφέρουμε κυριολεκτικά).

Από το λατινικό vilis - vilis - vile (επίθετο τριγενές και δικατάληκτο είναι) = ποταπός, χωρίς αξία, ουτιδανός, διαδεδομένο ανά τη Μεσόγειο με τη συγκεκριμένη σημασία από τους βενετσιάνους εμπόρους και τους οκσιτανούς και καταλανούς ναύτες.

Η λέξη είναι πρακτικά άγνωστη στην κυρίως Ελλάδα. Εν τούτοις έχει χρησιμοποιηθεί όπως θα φανεί από το παράδειγμα που παρατίθεται (παραμύθι)

Ένας καλικάντζαρος ήταν απελπισμένος επειδή η γυναίκα του γεννούσε όλο κόρες. Και ήταν πάλι έγκυος. Πάει λοιπόν στη μαμή και της λέει: Αν μου βγάλεις αρσενικό, θα έχεις ένα πουγκί φλουριά. Αν μου βγάλεις θηλυκό, θα πέσει φωτιά αν σε κάψει! Έχε το νού σου!
Τι να κάνει η μαμή... δεν είχε επιλογή φαίνεται. Ξεγεννάει την καλικατζαρίνα και προς απελπισία και των δυο, το παιδί ήταν πάλι κορίτσι. Φτιάχνουν λοιπόν ένα κέρινο πέος (τοτε δεν υπήρχαν sexshops να το αγοράσουν), το εφαρμόζουν κατάλληλα και παρουσιάζουν στον πανευτυχή καλικάντζαρο το παιδί ως αγόρι. Κάποτε όμως η απάτη απεκαλύφθη. Οπότε ο καλικάντζαρος παίρνει το τεκμήριο της απάτης κι έτρεχε προς το σπίτι της μαμής έξαλλος, ουρλιάζοντας: Κυρά μαμή, κυρά μαμή... ψεύτικο είναι το βιλί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως αργκό: μ' ενοχλείς, με διακόπτεις, μου σκοτίζεις τον έρωτα.

Ως κοινή φράση: με ειδοποιείς.

  1. (ως αργκό) Έχω δουλειάν και σου φακκάς μου για το πότε θα βγούμε.

  2. (ως κοινή φράση) Έλα με τ' αμάξι και φακκάς μου να κατέβω.

  3. (πιο μοντέρνο) Όταν είσαι έτοιμος, φακκάς μου μιαν αναπάντητη.

Δες και εν φακκώ πενιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ατάκα που απαντάει στην πρόποση «Εβίβα».

Ο Γεώργιος Γρίβας (Διγενής) ήταν αξιωματικός του ελληνικού στρατού, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απελευθέρωση της Κύπρου από τους Άγγλους ως ιδρυτής και αρχηγός της οργάνωσης ΕΟΚΑ και, σε αναγνώριση της προσφοράς του, πολλοί πίνουν και νερό στο όνομά του. Άλλοι πάλι, το πετάνε μετά τα εβίβα έτσι απλά στο άσχετο, ιδιαίτερα υπό την επήρεια της αιωρούμενης κρασοκατάνυξης.

Βλέπετε και το προτελευταίο σχόλιο εδώ.

- Άντε, εβίβα!
- Και στην ψωλή του Γρίβα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε προέκταση των γραφομένων υπό του acg, ως κουμπάρος μπορεί να χαρακτηριστεί ο Κύπριος μεταξύ των καλαμαράδων. Πρβλ. και χαλουμινάτι.

- Πού μας φέρανε εδώ μέσα στους κουμπάρους. Άντε να ακούσουμε καμιά λελοτουρμπίνα να τηγκανά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συντομογραφία της έκφρασης έτσι δεν είναι; Στην Κύπρο παίζει πολύ. Προφέρεται ένε; με ελαφρώς τραγουδιστή προφορά.

- Θα μείνουμε πολλή ώρα να μας πουτανοδιαβάζει αυτός ο μαλάκας;
- Εμ, φιλενάδα; Πριν μισή ώρα και τι παίδαρος είν' αυτός, και τι καλά που τα λέει. Πάμε να φύγουμε. Όχι μείνε λίγο ακόμα. Ηθελέστα και παθέστα. Έ'ν'αι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία