Επιπλέον ετικέτες

Επιθετικός προσδιορισμός, σχετικά συνώνυμος με τον μουνίκακα, στο πιο μαλακουάζ του. Συνήθως υποδηλώνει τον κρετίνο, κάποιες φορές υποχόνδριο άνδρα, ο οποίος τυγχάνει να είναι ταυτόχρονα αγαθοβιόλης και μουνόδουλος. Συντάσσεται τόσο προσδιοριστικά («είναι απαλομουνίδας» όσο και ποσοτικά («πόσο απαλομουνίδας είσαι»).

- Ρε συ, τα' μαθες για τον Σάββα ; Πάλι του σβούριξε χυλόπιτα η Έλενα!
- Έλα ρε ! Καλά πότε πρόλαβε και χώνεψε την προηγούμενη που του είχε ρίξει ;
- Έλα ντε! Νόμιζε ότι επειδή τον πήρε προχτές τηλέφωνο να τον ρωτήσει κάτι για τη σχολή, μετάνοιωσε που τον απέρριψε την περασμένη εβδομάδα.
- Μα πόσο απαλομουνίδας γίνεται ο μαλάκας ώρες-ώρες !

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μεγάλος είρωνας και χαβαλετζής. Με τον τίτλο «λόρδος» τονίζεται το ποιοτικό στάτους του χιούμορ του.

  1. - Εσύ ακόμα παίζεις με G.I Joe
    - Όπως λέει κι ο Σεφερλής, τι ήταν αυτό, ειρωνία, χλευασμός; Ποιος είσαι, ο Λόρδος Είρων; (από εδώ)

  2. [...] είμαι εκ φύσεως πειραχτήρι! Και είρων. Δηλαδή δεν είμαι είρων. Σιγά μην ήμουν. Είμαι ο Λόρδος Είρων. (από εδώ)

  3. Είμαι γω ο Λόρδος Είρων
    απ' το γένος των Σατύρων
    όμως αν υπάρχει τζόγος
    γίνομαι κι ηθικολόγος
    ήτοι είμαι ταυτοχρόνως
    Άνθρωπος, Θεός και Όνος
    και για δικαιολογία
    πλάθω ιδεολογία
    άγια καταραμένη
    και στα μέτρα μου ραμμένη
    τα παράσημα ξηλώνω
    και πολιτικώς δηλώνω
    δεξιός σοσιαλίζων
    και αριστερά ψηφίζων
    που αποφασιστικά
    χαιρετά φασιστικά.

(από εδώ)

(από doodoon, 31/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δημοσιογραφικό χαϊδευτικό για τον αντακάβα παρακρατικό.

Αν η Βία είναι η μαμμή της Ιστορίας, τότε η Τυφλή Βία θα μας βγάλει άσχημες ιστορίες. Πάντως, στην Χώρα μας η Δικαιοσύνη διαθέτει εξαιρετικήν όραση.

Στην σύγχρονη εποχή, η πρώτη φορά που αγανάκτησαν κάτι πολίτες, ήταν στο Δουβλίνο το 1916, που έσπευσαν να βοηθήσουν ν' αποκατασταθεί η Τάξη (των Βρετανών). Έκτοτε, κύλησε πολύ νερό κάτω απ' το αυλάκι. Το '40 π.χ. αγανάκτησαν οι πολίτες για τις θηριωδίες των αμάχων εις βάρος των Γερμανών, το '60 αγανάκτησαν για τις αυθαιρεσίες των ψηφοφόρων εις βάρος των πολιτευτών, το '90 αγανάκτησαν κατά των καταλήψεων των μαθητών εις βάρος του Υπουργού Παιδείας κλπ-κλπ.

Ο χαρακτηρισμός είναι πονηρά δικαιολογητικός και καθόλου τυχαίος αφού κατατείνει: (1) στην απαλλαγή από την τιμώρησή του για τις παραβάσεις των άρθρων 308 (σωματική βλάβη) και 361 (εξύβριση) του Ποινικού Κώδικα, λόγω δεδικαιολογημένης αγανάκτησης, αν παρ' ελπίδα συλληφθεί, και (2) στην απαλλαγή από την τιμώρηση των εντολέων του, λόγω της θολής γενίκευσης «πολίτης», ενώ είναι ενταγμένος σε συγκεκριμένη πολιτική ομάδα (ό,τι λάμπει δεν είναι ξημέρωμα). Καρφώνονται όμως, διότι το σημείο εκκίνησης της αγανάκτησης εκάστου πολίτη, συμπίπτει χρονικά με αυτό των άλλων (κοίτα ρε κάτι συμπτώσεις)!

Χαρακτηριστικά:

  • Διαθέτει χιούμορ, αφού υπεραμύνεται της εθνοτικής (Ελληνικής πάντα) γνησιότητάς του, ενώ π.χ. η κατατομή του φέρει σαφή ουραλο-αλταϊκά χαρακτηριστικά, το επώνυμό του είναι σλάβικο, του ξεφεύγουν αλλοδαπές –βαλκανικές ή φράγκικες– εκφράσεις κλπ (ή και συγκερασμός όλων των παραπάνω).
  • Πάσχει απο τριχόπτωση κι έτσι ξουρίζει συνεχώς το κεφάλι του να περισώσει ό,τι προλάβει (δεν εξηγείται αλλιώς).
  • Το αγαπημένο του χρώμα είναι το πράσινο (της ελπίδας) σε όλες τις παραλλαγές.
  • Αγαπημένη του ταινία «Η Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή Νο4» (Citizens On Patrol, C.O.P. 1987).
  • Κάνει ευφάνταστα τατουάζ (π.χ. η Κύπρος, ο Μαίανδρος, η σημαία μας και 5-6 άλλα).
  • Πληρώνει 10ετή συνδρομή σε εικονογραφημένα επιστημονικά περιοδικά τύπου «Και οι Αρχαίοι είχαν Ψυχή», «Διπλωματία δι' Αρχαρίους», «Κουμουνισμός: Το Έσχατο Στάδιο της Επιχειρηματολογίας», «Έρωτες Αρχαίων Ελλήνων», «Ξαναδιαβάζοντας τον Γρηγόρη Μιχαλόπουλο», «Τρίτο Πόδι», «Φυλάξου από τη Γνώση», «Αλτ ή Πυροβολώ», «Θητεία: Τα Μυστικά της Χρήσιμης και Εποικοδομητικής Σκοπιάς», «Το Ξέφραγο Αμπέλι» κ.ά., ενώ θεωρεί τον Λιακόπουλο γραφικό και ατεκμηρίωτο.
  • Εφημερίδα διαβάζει μόνον αθλητική.
  • Μαθαίνει «αυτοάμυνα» για ν' αποκτήσει εσωτερική γαλήνη και σφίγγεται στα γυμναστήρια για να είναι πάντα έτοιμος για τις ανάγκες της Πατρίδας.
  • Κουβαλάει μαζί του όπλα «για ασφάλεια», γιατί «τόσα γίνονται κάθε μέρα».
  • Σαν παιδί, οδηγούσε τρίκυκλο ποδήλατο.
  • Ονειρεύεται να φορέσει στολή (όποια να' ναι) και να μην χρειάζεται άλλο να κρύβεται.
  • Τον παππού του τον έφαγαν αυτά τα σκυλιά οι αριστεροί (πέθανε απο καρδιά το 1974 που νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ).
  • Δεν δουλεύει, γιατί του πήρε τη θέση κάποιος αλλοδαπός.
  • Δεν έχει γκόμενα, γιατί είναι όλες πουτάνες.
  • Η μάνα του τον βλέπει και κουνάει το κεφάλι της (δώστου φώτιση Παναΐτσα μου).
  • Ενδημεί σε πορείες, συγκεντρώσεις, συλλαλητήρια, γήπεδα, καταλήψεις, μπάχαλα, δημιουργώντας τουρλουμπούκια εκεί που δεν υπάρχουν ή κάνοντας αντιμπάχαλα εκεί που έχει.
  • Η αγανάκτησή του, εκδηλώνεται συνήθως στην κορύφωση κάποιας λαϊκής διαμαρτυρίας.
  • Δρα μαζί με την ομάδα του και ποτέ μόνος (συλλογική αγανάκτηση).
  • Απευθύνεται στους αστυνομικούς με το μικρό τους κι αυτοί τον καλούν καμιά φορά από συμπ(ό)νοια, να φάει μαζί τους απ' την καραβάνα του συσσιτίου. Έτσι, να αισθανθεί κι αυτό σαν μέλος της Οικογένειας, το καψερό...
  • Παραλείπει σκόπιμα να καταχωρηθεί στον τηλεφωνικό κατάλογο (στο «Α» ή έστω στο «Π») ή ν' αφήσει μια κάρτα του και έτσι δεν μπορεί να τονε βρεί με τίποτα η Αστυνομία **Π**όλεων, όσο και να προσπαθήσει (κοίτα ο διάολος)! Μερικοί μύθοι λένε μάλιστα, ότι μεταμορφώνεται σε νυχτερίδα, γι' αυτό και γίνεται άφαντος μετά τα επεισόδια. Το Αρχηγείο της Αστυνομίας έχει βέβαια ζητήσει να εγκριθεί πίστωση για ν' αγοράσουν απόχες, αλλά τώρα με την Κρίση μην περιμένουμε και πολλά πράγματα...
  • Έχει συνήθως κοινότατα χαρακτηριστικά (μετρίου αναστήματος προς το κοντό του αλλά τον λες και τηλεγραφόξυλο, χοντρόλιγνος κλπ) αλλά δυσκολοπρόφερτο όνομα (π.χ. Αλεξικρόταλος Σαρρηβαλασουλάκης, Γεώφιλος Κουκλουτζαλίδης, Θεοδόλιχος Φαγιουμτζής, Θρασύδουλος Παπαγεωργοκωνσταντινογιαννόπουλος, Σπανοβαγγελοδημήτρης κ.α.), γιατί οι άνδρες των ΜΑΤ, καίτοι χαριεντίζονται μαζί του με τις ώρες έξω απ' τις κλούβες μέχρι ν' αρχίσει η πορεία, δυσκολεύονται και δεν θυμούνται να καταθέσουν μετά, ούτε πώς μοιάζει ούτε τ' όνομά του.
  • Η Αστυνομία διαψεύδει κατηγορηματικά τις φήμες ότι του κάνει πλάτες. Απλώς, όταν στέκει αστυνομικός μεταξύ διαδηλωτή και αγανακτισμένου, του γυρίζει την πλάτη (από περιφρόνηση). Καμιά φορά όμως, γίνεται τσακωτός από μανιάουρους, οι οποίοι του ανοίγουν το κεφάλι, προκειμένου να εξετάσουν το περιεχόμενό του (από καθαρά επιστημονικό ενδιαφέρον).
  • Θεωρεί εαυτόν «ήρωα της γειτονιάς», πλακώνοντας νόμιμους μεροκαματιάρηδες (σε σταθερή διεύθυνση διαμένοντες) και καχεκτικούς μετανάστες, αποφεύγοντας επιμελώς ωστόσο, να ζητήσει άδεια παραμονής από τίποτα θηρία από Ρουμανία-Ρωσία-Ουκρανία κλπ.
  • Καμιά φορά παίρνει το Νόμο (;) στα χέρια του σκοτώνοντας διάφορους μελαμψούς Λίμπερτυ Βάλανς, παραμένοντας διά παντός άγνωστος και οι δημοσιογράφοι διερωτώνται με ενδιαφέρον ποιος να ήταν (για κάνα μισάωρο και εκτός prime zone).
  • Δεν τον πειράζει που ο κόσμος δεν (ανα)γνωρίζει τους αγώνες του. Κάποτε όλοι θα καταλάβουν.
  • Οι ΚουσΚουσάρηδες λένε ότι καλύπτεται από μπάτσους, βουλευτές, δημοσιογράφους και δικαστές, αλλά ποιος τους γαμεί; Όλο τέτοια λένε αυτοί (μας έχουν κουράσει).

Να μην συγχέεται με τον αγανακτίστα, που είναι φλώρος...

[...]
Προσαγωγές υπόπτων είχαμε χθές το βράδυ μετά τα επεισόδια στην οδό Πανεπιστημίου, στο κέντρο της Αθήνας.
Οι διαδηλωτές εκτόξευσαν απειλές κατά της Κυβέρνησης και η Αστυνομία έκανε χρήση χημικών.
Οι «γνωστοί-άγνωστοι» έβαλαν φωτιά σε κάδους, ενώ Αγανακτισμένοι Πολίτες τους κυνήγησαν και επακολούθησε συμπλοκή.
Στον Εισαγγελέα οδηγήθηκαν τρία 16χρονα άτομα με την κατηγορία της σύστασης τρομοκρατικής οργάνωσης, ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, διακεκριμένης φθοράς, εμπρησμού, εσχάτης προδοσίας, μη καταβολής εργοδοτικών εισφορών, κιβδηλείας, παράβασης καθήκοντος, μονομαχίας, άρνησης αποδοχής νομισμάτων, διγαμίας, πρόκλησης ναυαγίου, απατηλής επίτευξης συνουσίας, παραβίασης οικοδομικών διατάξεων, δολίας χρεοκοπίας, μαστροπίας, αντίστασης, απείθειας, θρασύτητας κατά της Αρχής και άλλα αδικήματα. Με σύμφωνη γνώμη Εισαγγελέα και Ανακριτή, κρίθηκαν προπηλακιστέοι.
Κατ' ενός 45χρονου ατόμου, φερομένου υπαρχηγού της οργάνωσης Χ, επεβλήθη η ποινή της επίπληξης και αφέθηκε ελεύθερος.

Άλλα νέα απο την εσωτερική επικαιρότητα:

Με τον δικό τους τρόπο γιόρτασαν και φέτος, τα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου «Λέσχη Φίλων της Ταράτσας», που έκοψαν την πρωτοχρονιάτικη πίτα τους πάνω σε άρμα μάχης, όπως κάθε χρόνο στις 4 Αυγούστου, ανήμερα της Αγίας Βαρβάρας της Φαλαγγίτισσας [...]

Δες και ΑΓΑ.ΠΟ..

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παρατσούκλι που κόλλησε στους Αρτινούς, εικάζεται λόγω της ''διαμάχης'' των γειτονικών περιοχών Άρτας - Ιωαννίνων, μια απ' τις πάμπολλες -στα όρια της πλάκας- ανά την Ελλάδα.

Ο χαρακτηρισμός οφείλεται στην ύπαρξη πολλών νεραντζιών στην Άρτα, εξού και ο κώλος των Αρτινών που έχει πάρει πια το σχήμα του νεραντζιού...

- Από πού είσαι;
- Άρτα.
- Α! νεραντζόκωλος.
- Εσύ;
- Ιωάννινα.
- Α! παγουράς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο οπαδός του Βασίλη και όχι του βασιλιά. Και όταν λέμε Βασίλη, εννοούμε τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Μπορεί να γέρασε, να βάφει το μαλλί και να κάνει δάνειο από τους κροτάφους, αλλά, όπως και νά 'χει, κατέχει μια τιμητική θέση στην καρδιά όλων των 30+, είτε είναι, ή υπήρξαν στο παρελθόν τους, ροκάδες, σκυλάδες, κουλτουριάρηδες ή λεσβίες.

Γνωστές ρήσεις βασιλοφρόνων:

  1. Σαν πεθάνω στον τάφο μου,
    μην βάλετε καντήλι,
    βάλτε ένα ραδιόφωνο
    ν' ακούω τον Βασίλη.

  2. Βασίλη / ζούμε / για να σε ακούμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μισός άνθρωπος και μισός θέατρο. Πώς λέμε λυκάνθρωπος, βατραχάνθρωπος κλπ;

Τιμητικός τίτλος για ηθοποιό απο τους ομοίους του, είναι ένα σκαλοπάτι πριν αναγορευθεί «Ιερό Τέρας» (μαλαματοκαπνισμένη εικόνα του Αη-Γκοτζίλλα απονέμεται μετά θάνατον).


Πρόκειται για γαλλισμό (τί άλλο;) εκ του homme de théâtre = θεατρικός συγγραφέας ή ηθοποιός που άφησε το στίγμα (και σίγουρα το σμήγμα) του, απά στο σανιδένιο πάνθεον του Θέσπι.

Οι νεοέλληνες όμως, πάσχουν από στραβισμό εννοιών: κλασσικός ή απλώς παλιός; Διαχρονικός ή παρωχημένος; Αντίκα ή παλιατσαρία; Πρέπει στο λεωφορείο να σηκωθεί με το στανιό ένας κατάκοπος μαθητής που τρέχει από φροντιστήριο σε φροντιστήριο, από σεβασμό προς έναν κοτσονάτο κωλόγερα;

Τα συνώνυμα και τα επίθετα δεν υπάρχουν για μόστρα.

Ακόμα και στον στρατό, η ιδιότητα του παλιού έχει μόνον ονομαστική αξία (βλ. εδώ). Αλλά, ο στρατός έχει συγκεκριμένο αντικείμενο (προετοιμασία για πόλεμο), ενώ στην Τέχνη ο καθένας μπορεί να πει την παρόλα του, ιδίως άμα περάσουνε τα χρόνια. Έπειτα, ο θεσμός της παραγραφής (καλλιτεχνικών και μη) ατοπημάτων, πολύ μας έχει ταλαιπωρήσει...

Άλλωστε, το γεγονός ότι οι περισσότεροι Έλληνες ηθοποιοί είναι γνωστοί όχι απ’ το θέατρο αλλά από την ελληνική τηλεόρα που ανακυκλώνει μια στιμμένη λεμονόκουπα επί 5 δεκαετίες τώρα (τις ίδιες και τις ίδιες ταινίες, δηλ. ένα 2 % του κινηματογραφικού πλούτου), δεν σημαίνει ότι ήταν και τίποτις της προκοπής, ούτε καν ως cult ή έστω kitsch value. Τί να πει το Μπόλιγουντ δηλαδή;

Είτε μοσκομούνα/ -ης που, ενώ ματοκυλιόταν η Ελλάδα, έτρωγε πάστα στου Ζωναρά, γεγονός για το οποίον κοκκορεύεται κι αποπάνω αναδρομικά, μιας και σήμερα έχουν πέραση οι «γόνοι» (και νεωστί δεν εννοείται μόνον το καλαμαράκι) ένεκα τσουρογκλαμουριάς, είτε ανανήψας φτωχο-μπουλουκτσής, που γυρεύει να εξαργυρώσει τα οδοιπορικά του για τις ατέλειωτες πεζοπορίες από και προς εξαθλιωμένα χωριά, χιλιόμετρο το χιλιόμετρο, ο τίτλος αποδίδεται έτσι κι αλλιώς, με βάση μόνο τις «ώρες πτήσης», όπως παλιά το χρυσό ρολόι στις αγγλοσαξονικές επιχειρήσεις, ως δώρο για το long service

Σήμερα, οι ηθοποιοί γίνονται γνωστοί από διαφημίσεις και τηλεοπτικές προχειράντζες. Όταν θα τους έχουμε φάει στη μάπα καμιά 50αριά χρόνια, δεν θα εκπλαγεί κανείς αν αρχίσουν κι αυτοί με την σειρά τους τις «αναδρομές», με υγρά μάτια...

Πάντως, αν ο χαρακτηρισμός αποδίδεται όταν ο καλλιτέχνης βλέπει τα ραδίκια ανάποδα, τότε τον καλύπτει το εξαγνιστικό πέπλο της παροιμίας, οπότε άμε βγάλε άκρη τί κουμάσι ήτανε ο λεγάμενος, ενώ αν πρόκειται για το ωραίον (τέως ασθενές) φύλον, υπάγεται στην υποκατηγορία Μεγάλη Κυρία («του Θεάτρου» –η άλλη υποκατηγορία είναι «του Πενταγράμμου»), μιας και στην γλώσσα μας ο άνθρωπος δεν έχει δυο γένη (η θεατράνθρωπος;), ούτε και θα ήταν εύηχο το «θεατρανθρωπίνα»...

Κι αυτός ο χαρακτηρισμός συνήθως έρχεται μετά τον Χάροντα από συναδέλφους, που ευελπιστούν να χρισθούν κι αυτοί με την σειρά τους θεατράνθρωποι-Ιερά Τέρατα-Μεγάλες Κυρίες κλπ, είτε από τους επιζώντες, είτε από τους νεότερους συναδέλφους τους. Έτσι είναι. Αν δεν πας στις κηδείες των άλλων, δεν θα ’ρθουν κι αυτοί στην δική σου...

Όμως, δεδομένου ότι τελευταία οι άνθρωποι του θεάτρου βιάζονται κομμάτι ν’ αποδώσουν αλλήλοις τον τίτλο τιμής εν ζωή, το είδος του ζώντος θεατρανθρώπου συγκεντρώνει εν πολλοίς κάποια δομικά χαρακτηριστικά.

Ιδού λοιπόν, ο θεατράνθρωπος:

• Είναι πάλιουρας και το επικαλείται πομπωδώς σε κάθε ευκαιρία (και τί να μας πείτε τώρα εσείς οι νέοπες, όπως επετέθη μουσικά υπέρβαρος νοσταλγός της Επιθεώρησης σε αδερφίστικο «Ποια παίζει τώρα-τί να παίξει τώρα»).
• Συνήθως είναι από τους ελάχιστους επιζώντες της γενιάς του, οπότε λέει ό,τι του κατέβει.
• Αν είναι από γνωστή οικογένεια (θεατρική ή μη), το λιβανίζει μέχρι να του βγει η ψυχή (κι οι γλείφτες οι δημοσιογράφοι δεν παραλείπουν να φτυαρίσουν κώκ στο καμίνι της ματαιοδοξίας).
«Κόλλησε το μικρόβιο του θεάτρου» από μικρός (στάνταρ).
• Παραθέτει ένα σωρό άχρηστες πληροφορίες για την Παλαιά Αθήνα (κι ας μην μεγάλωσε εκεί), αλλά θυμάται «με συγκίνηση» και κάθε άλλη πόλη, όπου «τον λάτρεψε το κοινό» (κι ας μην ήταν καν πρωταγωνιστής).
Βγάζει στο σφυρί απομνημονεύματα της οιασδήποτε καριέρας του, σε ημι-καταποντισμένους εκδοτικούς οίκους (τζίρος να γίνεται).
• Θεωρεί εαυτόν Τάλω της Τέχνης (του;), μη και την κλέψει ή την μάθει ή καταλάβει κανας άλλος. Και την φυλάει καλά.
• Συχνά μπαίνει στο τηγάνι και σπάει τ’ αυγά, χωρίς να δίδει εξηγήσεις.
• Διατυμπανίζει ότι βοηθά νέους-φερέλπιδες καλλιτέχνες, που οφείλουν να τσαμπουνάνε μ’ ευγνωμοσύνη τ’ όνομά του, όπου σταθούν κι όπου βρεθούν.
• Καμιά φορά του δίνουν εκεί καμιάν εκπομπή (σε πεθαμένη τηλεοπτική ζώνη) ή καμιά ψωρο-στήλη σ’ εφημερίδα, να μην τους πρήζει τ’ αρχίδια.
• Περιφέρει το σαρκίο του σε τηλετραπεζώματα, όπου κουτσοπίνει, ψευτοχορεύει και φωτογραφίζεται με χωροφυλακίστικα χαμόγελα. • Σιχαίνεται και φθονεί τους συναδέλφους του, πετώντας πού και πού καμιά σπόντα «χαριτολογώντας».
• Αναφέρεται στην «καινούρια του δουλειά» (ίσαμε πεντακόσιες φορές).
«Πάει πολύ καλά και φέτος». • «Κάνει» θέατρο. • «Κάνει» είσπραξη.
«Καταθέτει την ψυχούλα του» (όπως παπαγαλίζουν κι οι μελάτοι παραγωγοί των ερτζιανών).
• Επιμένει ν’ ανεβαίνει στο σανίδι μέχρι να τα κορδώσει (πράγμα που δεν συμμερίζονται οι νεώτεροί του).
• Έχει (ή το μαράζι του είναι να) παίξει στην Επίδαυρο.
Κλαψουρίζει που δεν τονε παίρνουνε οι νέοι παραγωγοί, να παίξει (και να «διδαχθούν» απ’ αυτόν!), μετά από «τόσα που έχει προσφέρει» στην Τέχνη.
• Δίνει συμβουλές στου νέους, που υποχρεούνται να τον ατενίζουν με δέος από κάτω προς τα πάνω, σαν σε τσόντα πριν την Μετάληψη. • Δηλώνει δίκην επαΐοντος ότι «ο κόσμος έχει ξυπνήσει και ζητάει το ποιοτικό» (δηλ. το δικό του έργο) ή γκρινιάζει που «στην Ελλάδα ο κόσμος είναι απαίδευτος και δεν πολυπάει θέατρο» (στο δικό του).
• Ευχαριστεί για τα καλά λόγια. Είναι η αγάπη του κόσμου που του δίνει δύναμη να συνεχίσει. Είναι αυτός και οι φίλοι του, ο τάδε, ο δείνα κλπ και πολλά άλλα νέα, ταλαντούχα παιδιά (πού να τα θυμάται τώρα όλα). • «Γίνεται πολύ κέφι στα καμαρίνια» και • «Το εισπράττει αυτό ο κόσμος». • Οι θύμησές του πάντα εμπεριέχουν Κατοχή ή/και Χούντα, γαρνιρισμένες με κακουχίες (βεριτάμπλ ή τραβηγμένες απ’ τα μαλλιά), φροντίζοντας καλού-κακού να μην παρίσταται συνομήλικός του.
• Προσκαλεί τον τηλε-οικοδεσπότη, με επιτόπου προφορική πρόσκληση, να πά’ να τον δει στο θέατρο (και ο τελευταίος ορκίζεται στην ψυχή του Κωσταντάρα ότι θα το πράξει σύντομα = παπάρια).
• Αναδίδει μιαν εσάνς «παλιοπαρέας», ανατρέχοντας σε ανεκδοτολογικά happenings του απώτατου παρελθόντος (πάει μισός αιώνας τουλάχιστον), που υποτίθεται ότι συνέβησαν με εγχώριες και αλλοδαπές διασημότητες (έστω και αν τις γνώρισε ως κομπάρσος).
• Καταχράται το διπλό άρθρο οικειότητας, εκμαιεύοντας κολλητηλίκι με πεθαμένους π.χ. ο Τάκης ο Χορν, ο Πήτερ ο Τουλ, με τον Μάνο τον Χατζιδάκι γνωριστήκαμε... κλπ.
• Κάποιος Μεγάλος τον «ανακάλυψε», είχε τρακ, αλλά τον διαβεβαίωσε ότι «έχει ταλέντο» –άλλοι να φοβούνται (που δεν έχουν).
• Διατυπώνει με στόμφο «σεβασμό για τους Δασκάλους του» (που εννοείται ότι δεν ζουν να μας τα πουν απ’ την καλή –κι ας τον είχαν κλασμένο, κι ας του’ χαν βγάλει το Χριστό ανάποδα εν ζωή) κλπ.
• Παρουσιάζει το πρότυπο του θεατρανθρώπου, ως συνάρτηση της παραξενιάς του (προφ για να δικαιολογήσει και δικές του κακοτροπιές), π.χ. Όσο πιο στριμμένος, αυταρχικός και κακορίζικος ο Μύστης, τόσο πιο Ιερή η Τερατοσύνη του.
• Αναπολεί μεθ’ ύφους «τα παλιά καλά χρόνια», που υπήρχε και ταλέντο και ήθος (ενώ τώρα δεν υπάρχει τίποτε) και οικτίρει τους νέους, «που έχουν να συναντήσουν ένα σωρό δυσκολίες» ή τους ψέγει ότι «έχουν όλες τις ανέσεις».
• Ενθυμείται με ζωηρές λεπτομέρειες παλιές δόξες (συγκλονιστικές ερμηνείες, κατάμεστες αίθουσες, πηχυαίους τίτλους, διθυραμβικές κριτικές, Χορούς ανακτόρων κλπ).
• Συνήθως, αν είναι Δεξιός είναι και βασιλόφρων, ή αν είναι Αριστερός, εμφανίζει την έπαρση των παλαιών αντιστασιακών (κατά πάσης στάσης), που θεωρούν ότι έκαμαν το χρέος τους προ 50ετίας και ακόμα στενάζουν οι αμφίβολες δάφνες, κάτω απ’ το βάρος της κωλάρας τους.
• Καταριέται την Πολιτεία (απ’ την οποία έχει κονομήσει της Παναγιάς τα μάτια επί προσφάτων αλλά και παλαιοτέρων -προβληματικής συνταγματικότητας- καθεστώτων), ότι ολιγωρεί περί την Τέχνη.
• Υπονοεί ότι έχει Χρέος η Πολιτεία να του κόψει μια παχυλή σύνταξη ή έστω να του απονείμει ένα μετάλλιο (βρε αδερφέ) για τις πολύτιμες υπηρεσίες του στο Έθνος.
• Κάνει επιτηδευμένη αυτοκριτική, τονίζοντας ότι «έχει ένα ελάττωμα. Δεν μπορεί να πει ψέματα» (κατά το οξύμωρο «είμαι ο πιο μετριόφρων άνθρωπος στον κόσμο»).
• Βλέπει κακία παντού σήμερα και αναρωτιέται πού θα πάει ο κόσμος.
• Κοπανάει βαρύγδουπα «αποφθέγματα» όπως ο Καραμαλής στα στερνά του, τα οποία δέον να εκλαμβάνονται ως βαθυστόχαστα.
• Μιλά με υπονοούμενα (ή χωρίς να λέει τίποτα ουσιαστικό), όπως οι πολιτικοί.
• Συστέλλει τα ματόφυλλά του, ώστε να μην διακρίνονται οι κόρες των ματιών και να καθίστανται απροσπέλαστες οι σκέψεις του, όπως οι επιχειρηματίες.
Μυξοκλαίει όταν τον αναφέρει «με αγάπη» συνάδελφος του, σε βιντεοσκοπημένη συνέντευξη.
• Όταν ακούει εγκώμια από συναδέλφους, γέρνει πίσω στο κάθισμα σαν ετοιμόγεννη και αφήνει τους άλλους να μιλούν γι’ αυτόν, διακόπτοντας πού-και-πού για να διορθώσει καμιάν ημερομηνία. • Τρέμει όταν κάποιος συνομήλικός του, θυμηθεί impromptu καμιά παλιά ιστορία-καλαμπούρι, μην αναφερθεί τίποτα αρνητικό γι’ αυτόν που θα του χαλάσει τη μανέστρα-υστεροφημία (αν και σπανίως γίνεται -συνήθως αλληλοκαλύπτονται σαν μασόνοι) και κοντανασαίνει μέχρι ν’ ακούσει το (θετικό) punchline.
• Δεν πεθαίνει με καμία Παναγία, όσων χρονών κι αν φθάσει (κορακοζώητος και κομοδινίκωμος).
• Αν πάσχει από χρονία νόσο, σεργιανάει στα μήντια με «καρτερικό» χαμόγελο, ενώ όλοι σπεύδουν να υπερθεματίσουν το «κουράγιο» και την «δύναμη ψυχής» που επιδεικνύει σ’ αυτήν την «δοκιμασία» (βλ. παρόμοια αγγλοσαξωνική παπαρδέλλα «ordeal»).
• Πριν ψοφήσει, φροντίζει ν’ αγοράσει μόνος του κιλίβαντα από σκραπ και προπληρώνει πεντ-έξι αρκουδόμαγκες να ντυθούν τσολιαδάκια στην κηδεία του, η οποία δέον να γίνει δημοσία δαπάνη και η ταφή σ’ ένα στριμοκωλιασμένο (πια) από ήρωες νεκροταφείο της Πρωτεύουσας, αλλιώς απειλεί ότι θα βρικολακιάσει.
• Όταν μπει σε νοσοκομείο, ο συνήθης λόγος είναι «μια απλή ενόχληση», η συνήθης πάθηση είναι «πνευμονικό οίδημα», εκδίδεται πάντα επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν προς το Πανελλήνιο, η συνήθης διάγνωση είναι «τίποτα το ανησυχητικό», κατόπιν συνήθως «επιδεινώνεται αιφνιδίως η κατάσταση της υγείας του» και μετά ο συνήθης Διευθυντής της κλινικής με προπονημένη φάτσα Όλιβερ Τουίστ ανακοινώνει τελετουργικά καφέδες & κονιάκ στο κυλικείο.
• Τα ΜΜΕ κάνουν ένα σύντομο αφιέρωμα, αναφερόμενοι στην «μεγάλη απώλεια» για τη ντόπια τρικούδουνη Τέχνη, δείχνουν και κανα αμοντάριστο πλάνο, επιμένοντας στο who is who των παρισταμένων που «τον συνοδεύουν στο τελευταίο ταξίδι» (όλο και πλακώνουν τίποτα νομάρχες, παπάδες, καραβανάδες κ.α.) και ακολουθούν αθλητικά.

Αυτά.

- Πείτε μας, πώς αποφασίσατε να γίνετε ηθοποιός;
- Εμένα μ’ έβγαλε στο θέατρο ο μεγάλος ο Μάκης ο Απιθανόπουλος, που ήταν θιασάρχης στο Κεκροπέ και μεσουρανούσε εκείνην την εποχή, με τις ντάμες του, με τα φλερτ του, ήτανε τότε στα φόρτε κι οι Τζιτζιφιές με τα μαγαζιά, αξέχαστα χρόνια...
- Μεγάλη φυσιογνωμία του Ελληνικού Θεάτρου...
- Βέεεεεβαια. Ένας σωστός θεατράνθρωπος. Ήμουνα-δεν ήμουνα τότε 14 χρονών, αλλά είχα πείσμα και θέληση. Γιατί θέλει πείσμα το θέατρο, όχι σαν σήμερα, που τα έχουν όλα εύκολα οι νεότεροι. Τελοσπάντων λοιπόν, με βλέπει ο Απιθανόπουλος και μου λέει «εσύ θα παίξεις Γενοβέφα»! Εγώ τα’ χασα! Πού να το φανταστώ εγώ, ότι θα ’παιζα εγώ το νιάνιαρο, μέσα σε τόσα ονόματα, την Πατίνα την Κραξινού, τον Κίτσο τον Εμιράτ, πού να στα λέω! Και μου λέει ο Απιθανόπουλος – να, σαν τώρα το θυμάμαι – «μην τους φοβάσαι όλους αυτούς. Εσύ θα φτάσεις ψηλά, γιατί έχεις ψυχή μέσα σου!» Μάκη μου, όπου και να’ σαι, να’ σαι πάντα καλά με το χαμόγελό σου...

(δάκρυ και fade out)

Στο 1.27: τον φίλο μου τον Γιώργο ΤΟΝ Κατσιφάρα (από Khan, 10/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο Υπερθετικός του νούμερο, δηλαδή του γελοίου ανθρώπου που εκθέτει τον εαυτό του, και οι άλλοι γελάνε μαζί του, αλλά και λυπούνται για την κατάντια του.

Τώρα αν κάποιος έχει αυτήν την ιδιότητα σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε να τον ψάξει ατζέντης και να τον χρηματοδοτήσει κιόλας τότε μιλάμε για περιπτωσάρα.

Γιατί όμως να τον χρηματοδοτήσει; Μερικές περιπτώσεις.

α) Απλώς είναι ένα πολύ σπάνιο και σπουδαίο αξιοθέατο γελοιότητας που πρέπει να προστατευθεί ως mirabilium, αλλά και να του δοθεί η ευκαιρία να εντατικοποιήσει και βελτ(σ)ιστοποιήσει τη νουμεροσύνη του. Όπως λ.χ. το νούμερο των Monty Python που ζητούσε κρατική επιχορήγηση για να κάνει πιο ηλίθιο το «not particularly silly» walk του.

β) Χρησιμοποιείται από τα μουμουέ για να δια-σκεδάσει ο κόσμος. Σε αυτήν την περίπτωση παραλληλίζουμε τον αποδέκτη της ύβρης με όσους πληρώνονται κάτι, έστω ψίχουλα, από ανθρωποβόρες εκπομπές, όπως της Πάνια και άλλα reality shows που συστηματοποιούν την εκμετάλλευση της νουμεροσύνης στον βίο μας.

γ) Για λόγους πολιτικής προβατοκάτσικας. Υποτίθεται είτε από θεωρίες συνωμοσίας, είτε είναι και γεγονός, ότι σε περιόδους κρίσης προωθούνται νούμερα, ώστε με αυτά να αποπροσανατολιστούν οι λαϊκές μάζες από τα πραγματικά προβλήματα του τόπου. Παράδειγμα η Τζουλιάδα με την οποία έκλεισε ο κύκλος της μεταπολίτευσης. Αλλά και πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι το σύστημα χρηματοδοτεί την ανάδειξη νουμέρων ειδικά στους μη συμβατικούς είτε με την καλή εναλλακτική είτε με την ακραία έννοια, πολιτικούς χώρους, ώστε να τους απαξιώνει ως γραφικούς και ο λαός να ακολουθεί την πεπατημένη.

Ο όρος εκφέρεται και ως ύβρη, αλλά και ως περιγραφή.

Στο Δ.Π. υπό Jeanoir.

  1. «Είστε νούμερα χρηματοδοτούμενα!», κατηγορεί το Ελληνικό Μέτωπο ένας αυτοαποκαλούμενος «Ναζί» (7/2), για να εισπράξει την ίδια ακριβώς απάντηση από μέρους της οργάνωσης: «Τα ΜΜΕ τόσα χρόνια πλήρωναν κάποιους να κάνουν φασιστικές δηλώσεις προκείμένου να καλλιεργήσουν το αντίπαλο δέος και να αναγκάσουν τον κόσμο να ψηφίζει συμβατικά-διεθνιστικά κόμματα». (Εδώ).

  2. Ξεπαρθενιάσματα.
    (3) Με ποιον το κάνατε ;
    με την πρωτη μου μακροχρονια σχεση αλλα ήταν νουμερο χρηματοδοτουμενο
    (4) Ήταν αυτό το κατάλληλο άτομο ;
    το καταλληλο ατομο δεν το λες. (Εδώ).

  3. - Να μετατρεπεις την γελειοτητα σε δραμα και ταινια τρομου. Το καταφερε ο ΓΑΠ.
    - Είναι top. Δεν το συζητώ. Κορυφαίο νούμερο.
    - Και τι Νουμερο;;;; χρηματοδοτουμενο!!!!!!! (Δες).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τσιγκούνης, αυτός που δεν αφήνει τα λεφτά να φεύγουν από πουθενά... (ιδιότητα της τσιμούχας σαν αντικείμενο είναι να εμποδίζει τις διαρροές, εξ ου και ο όρος τσιμούχα /τσιμούχας).

  1. - Πάμε για κάνα καφέ ρε μλκ;
    - Μπα ρε συ, δεν έχω λεφτά...
    - Μια ζωή αυτό λες... Είσαι πολύ τσιμούχας τελικά!

  2. - Με έκανε παζάρια για 1 ευρώ, το πιστεύεις;!;!
    - Καλά, δεν ξέρεις τι τσιμούχα είναι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως σημαντική υποπερίπτωση εναλλακτικού ορισμού, κατά τον οποίο αβγό είναι «κάτι που λάμπει σαν το κέλυφος του αβγού» θα αναφέρω ότι αβγό λέγεται και ο φαλακρός. Και μιλάμε περισσότερο για τους φαλακρούς νέας κοπής που παραδέχονται εξαρχής ήττα και τα ξυρίζουν αντί να δώσουν την μάχη οπισθοφυλακής με καραφλάζ ή να κάνουν πανηγυρική αναπλήρωση ως καραφλοχαίτουλες. Ως αβγό εννοούμε είτε το κέλυφος άσπρου αβγού, είτε και το ξετσοφλιασμένο βραστό αβγό. Ορισμένοι μάλιστα έχουν ωόσχημο κεφάλι (οβάλ) κάνοντας την ομοιότητα ακόμη πιο εντυπωσιακή.

Πού μαζευτήκανε πέντε αβγά στην παρέα. Σιγά, θα τυφλωθούμε από την φωτοχυσία!...

(από Khan, 10/01/11)Θα σε καταγγείλω πονηρέ ωοειδή (από Khan, 19/01/11)Αυγό και με τις 2 σημασίες (αλλά και με άλλες από αυτές που έχουμε). (από Khan, 28/07/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Για πολύ καιρό μετά την κυκλοφορία του δίσκου του «Latin», το προσωνύμιο του Γιώργου (στα ισπανικά Χόρχε) Νταλάρα.

Παρότι έχει ψιλοσβήσει (διότι ο Νταλάρας δεν έχει αφήσει είδος που να μην τραγουδήσει, για αυτό και τον σιχάθηκε η πλάση), που και που το ακούς.

Υπενθύμιση : rogerio

...και γουστάρεις το άσμα και τους στίχοι τους παραδέχεσαι και η μουσική σε αρέσει, αλλά στέκεσαι στον Νταλάρα και τον λες και ακατανόμαστο. Ε όχι βρε κροτ, υπάρχουν τουλάχιστον δεκάδες που αξίζουν το χαρακτηρισμό περισσότερο από τον Χόρχε...
(εδώ)

(από electron, 23/12/10)(από Khan, 23/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία