Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Γαμιέμαι, ή έχω τις ανάλογες τάσεις.

Συνώνυμα:

  • την κουνάω την αχλαδιά
  • το ρουφάω το κανελόνι
  • το γυαλίζω το φινιστρίνι
  • τη μαδάω τη μαργαρίτα
  • το ψήνω το τσουρέκι
  • το κρεμώνω το γαλακτομπούρεκο
  • το φυσάω το αχνιστό
  • τον βάζω τον σύρτη
  • το σαλιώνω το πασαλάκι
  • τον πασπαλίζω τον κουραμπιέ
  • την ξεφλουδίζω τη μπανάνα
  • την ανοίγω την πίσω πόρτα
  • το ρουφάω το γλυφιτζούρι
  • το μαζεύω το σαπούνι
  • τον φτύνω τον ταραμά
  • το πιπιλίζω το καλαμάκι
  • το καταπίνω το κουκούτσι
  • το μαστιγώνω το δελφίνι
  • το ζυμώνω το μπιφτέκι
  • τον απλώνω τον τραχανά
  • το πελεκίζω το εξκάλιμπερ
  • τη χαλαρώνω τη βαλβίδα
  • το σηκώνω το σακάκι
  • το τρίβω το πιπέρι
  • το σφίγγω το μπουλόνι
  • το πνίγω το κουνέλι
  • το καβουρδίζω το φυστίκι
  • το στρώνω το σεντόνι
  • το κανελώνω το ρυζόγαλο
  • τη σουρώνω την ψαρόσουπα
  • το μελώνω το παστέλι
  • την τινάζω την βερικοκιά
  • το πάω το γράμμα
  • τις μαζεύω τις ελιές
  • το γρασάρω το ρουλεμάν
  • τη γυρνάω τη μπετονιέρα
  • το μαζεύω το λάστιχο
  • τη ματσακονιάζω τη βάρκα
  • το σφουγγαρίζω το κατάστρωμα
  • τον τσουρουφλίζω τον αστακό
  • την κυνηγάω την πέρδικα
  • τον στρίβω τον ντολμά
  • την κουνάω την καμπάνα
  • το δαγκώνω το αντίδωρο
  • το σηκώνω το ράσο
  • την καταπίνω την κοινωνία
  • την κρατάω την τιάρα
  • το ψέλνω το ευαγγέλιο
  • το ευλογάω το γένι

- Δε μου λες ρε, ο Λέλος το γρασάρει το ρουλεμάν τελευταία ή μου φαίνεται;
- Πρέπει να το γρασάρει. Τις προάλλες έσκυψε να πιάσει τον αναπτήρα του και πήρε το μάτι μου κουραδοκόφτη!
- Τσκ τσκ τσκ... καλά κι εσύ τι κοίταγες;! Μπας και το μελώνεις το παστέλι κι εσύ;
- ...

%

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο γέρος ο οποίος το παίζει νέος και ωραίος και την πέφτει συνήθως σε μικρά κοριτσάκια (καμιά φορά και ανήλικα).

Κοίτα αυτή την γκομενάρα με το πουρό που βγαίνει. Αλλά βέβαια... αυτός έχει τα λεφτά, βλέπεις.

(από Khan, 24/03/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλασικό μπινελίκι ελληνάρα μικροφαλλοκράτη προς όποιαν θεωρεί ότι «κάνει την έξυπνη». Σε πλήρη ανάπτυξη, συνοδεύεται με φιλοφρονήσεις τύπου «μωρή καριόλα, λινάτσα, φακλάνα, μπουγιαμπέσα», κ.α..

Εννοείται ότι έχει παρεισφρήσει εκτός σεξιστικών πλαισίων, χρησιμοποιούμενο ανεξαρτήτως φύλου ως εργαλείο αδειάσματος.

Αγγλιστί: Get back to your pots and pans!

- Γυναίκα στο τιμόνι και ο χάρος σε ζυγώνει! Τράβα να πλύνεις κάνα πιάτο!
- Έχω ενα μαλάκα σαν εσενα σπιτι και τα πλενει!
(Από το φόρουμ των )

- Alexis Pass: Μαρια οντος εισαι οτι ναναι, τραβα αγορασε κανα τρυλετ με τα 2ευρα του χατζηχαβαλε να πλυνεις κανα πιατο αττιτλη που θα μιλησεις για τον ΜΕΓΑ ΝΤΟΥΣΚΟ!
- Maria Apostolakh: ΤΡΑΒΑ ΜΩΡΗ ΛΟΥΓΚΡΑ ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΗ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΜΜΙΑ ΠΙΠΑ ΜΕ ΤΟ ΓΥΑΛΙ ΦΛΩΡΟΠΟΥΣΤΑ ΟΠΑΔΕ ΤΟΥ ΠΑΣΑΤΕΜΠΟΥ Κ ΤΗΣ ΚΟΚΑ ΚΟΛΑ ΠΟΥ ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ Κ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΩ ΣΚΑΤΟΦΛΩΡΕ...
(Βρις-οφ στο φατσοβιβλίο)

Λέμε τώρα... (από Vrastaman, 02/07/10)

βλ. και τη ρόκα σου εσύ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παράγω ήχους όπως νιιιι συνεχόμενο, ναιαιαια γεμάτο νάζι και γενικότερα όλες οι λέξεις που χρησιμοποιώ από- και κλείεται να μην έχουν ένα ερωτηματικό γεμάτο απορία ή έστω μια γλυκιά κατάληξη.

Συνήθως οι γυναίκες που νιαουρίζουν, πειράζουν ταυτόχρονα και τις άκρες των μαλλιών τους. Όταν τσιρίζουν ή διαμαρτύρονται για κάτι, το νιαούρισμα παύει να είναι όσο να πεις σέξι και καταντάει τσιρίδα σκέτη που σου σπάει τα τύμπανα. Οι κοπέλες που νιαουρίζουν δεν πρέπει να συγχέονται με τις χαζογκόμενες (είναι εντελώς διαφορετική κατηγορία). Επίσης το ότι νιαουρίζουν δεν σημαίνει ότι δεν έχουν άποψη πάνω στο θέμα, απλά το λένε πιο ναζιάρικα (βρε παιδί μου). Δεν είναι απαραίτητο πως τους αρέσουν οι γάτες, το διευκρινίζω.

Τους άντρες ή που τους φτιάχνει πολύ το συγκεκριμένο νιαούρισμα ή που τις κοροϊδεύουν ή στην τελική τις θεωρούν φάκαμπλ. Η γυναίκα που νιαουρίζει θέλει ειδικές οδηγίες χρήσης, όπως και τα γατάκια όταν νιαουρίζουν κάτι ζητάνε αλλά το θέμα είναι να βρεις τι :-)

- Έλα ρε μωρό μουυυυ, πάλι δεν θα’ ρθεις; Έλα (συνεχόμενα), με νευριάζεις (το ν παρατεταμένο, περικαλώ).

*Το παράδειγμα χρειάζεται ηχητική βοήθεια, όπως καταλάβατε.

βλ. και πεινιάω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μαστακουνάς = Μας τα κουνάς.

Έτσι συστηνόμαστε όταν κάποιος από την παρέα είτε έλεγε κάτι που ήταν βλακεία, είτε έλεγε κάτι πασίγνωστο, ή ακόμα με τα λεγόμενά του μας έφερνε σε δύσκολη θέση.

- Ρε Βασίλη, το Θιβέτ δεν είναι το πιο ψηλό βουνό; - Χαίρομαι που σε γνωρίζω. Μαστακουνάς Βασίλης.

- Γιώργο άκου ρε! η Αυστραλία έχει καλοκαίρι όταν εμείς έχουμε χειμώνα. - Χαίρω πολύ. Μαστακουνάς Γιώργος.

- Ρε Κώστα, δεν είπες ότι η Σούλα σε πήρε τηλέφωνο;
- Χάρηκα για την γνωριμία ρε κόπανε. Μαστακουνάς Κώστας.

Μαρτσέλο Μασταπιάνει (από Vrastaman, 24/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένας κλασικός προσδιορισμός πιπινίου-πουτσάναμμα, που αναφέρεται φυσικά στην εμπειρία ή στο potential του εν λόγω θήλεος στα όσα οι Παναγριότατοι αυτού του κόσμου απαγορεύουν -στους άλλους-, βάσει της προσέγγισης RTFM για την κατάκτηση του Παραδείσου. Πέραν τούτου, ως λέξη έχει αρκετό ψωμί.

Πρώτ' απ' όλα, προφέρεται με ειδικό τρόπο, ο οποίος είναι αρκετά κοντά στον τρόπο με τον οποίο προσφέρεται το επίθετο σκληρόόό (με ελαφρά παρατεταμένο «ο» και στρογγυλοποίηση των χειλιών), γεγονός που αναδεικνύει τη σαδομαζό μας αντίληψη για την ηδονή. Μιλάμε για το σκληρό, το ζόρικο, το σφιχτοδεμένο, το σφιχτό γενικώς σε όλα εκτός από τα ήθη, το πρόστυχο και σωστό, το καυλόμουνο το βουτηγμένο στην αμαρτία το ίδιο, καυλοτσουλήθρα προς το βούρκο για τους υπόλοιπους εμάς.

Αυτή βέβαια η αμφιταλαντευόμενη αντίληψη για την ηδονή, έχει σαφώς οριενταλιστικές ρίζες. Έτσι, το «αμαρτωλό» συνοδεύεται από δάγκωμα του χειλιού (τα ξερογλειψίματα είναι καθαρά δυτικοευρωπαϊκά, εμείς εκφραζόμαστε με τον πόνο και την αυτοτιμωρία για την αμαρτία). Και ακολουθείται από τα ανατολίτικα επιφωνήματα ααααχχχχ, αμάν, αμάν, αμάν ή ακόμα και βάι, βάι, βάι. Μερικοί στη θέα του αμαρτωλού βέβαια μπορούν απλά και να κάνουν το σταυρό τους, άλλοι λένε αχ, Παναγία μου, άλλοι λένε και α πα πα πα. Σατανάς.

Υπάρχουν συμπεριφορικά-εμφανισιακά κριτήρια για το «αμαρτωλό» (πάντα ουδέτερο). Εμφανισιακά όχι και πολλά, χωρίς να είναι και απολύτως θέμα γούστου: υπάρχει κατά κανόνα μια α συναίνεση, ότι «αυτό είναι αμαρτωλό», υπάρχουν βέβαια και ατομικές διαφορές. Ας πούμε μόνο ότι κατά κανόνα μιλάμε για μελαχρινές, κοκκινομάλλες κλπ και όχι ξανθές, γι' αυτές λέμε απλά το ξανθό (για τα καυλερά ξανθά, και όχι για τα ξεπλένικα φυσικά).

Κατά τα άλλα, η νεαρή ηλικία είναι βασική (αν και υπάρχουν και αμαρτωλά μιλφέιγ), το νάζι, τα ψυχοσωματικά συμπτώματα που προκαλεί, το γεγονός ότι είσαι σίγουρος ότι το μωρό είναι για τρελά, ε ναι, γαμήσια, και ότι τα κάνει, αλλά δεν τα κάνει με σένα. Θα έκανες τα πάντα για να τα κάνει με σένα. Και βέρια για το διάολο ακόμα.

- Αμάν αμάν αμάν....
- Α πα πα πα....
- Βάι βάι βάι...όι όι μανούλα μου
- τι ήταν αυτή η Λίλιαν βρε παιδιά....τι ήταν αυτό βρε συνάδελφοι...;
- Αμαρτωλό ήτανε, συνάδελφε, αμαρτωλό...Θέ μου φύλαε ήτανε.....

Βλ. και μουνί, καυλόμουνο, ξεψώλι, τρύπα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αρχέτυπη γυναικούλα, η άνεργη νοικοκυρά, η κατίνα, η μανίτσα που βγαίνει στο παράθυρο να φωνάξει τον Κωστάκη να παρατήσει το ποδόσφαιρο και να ανέβει να πιει το αυγό του.

Η θείτσα έχει και συγκεκριμένη στολή, που αποτελεί συντηρητικό ντύσιμο, όπως ταγέρ, μακριά φούστα-παντελόνια, κοντό μαλλί με φράντζα κλπ.

Η θείτσα συνήθως είναι μεγάλης ηλικίας, αλλά οι αραχνομούνες ενδέχεται να εξελιχτούν σε θείτσες από νεαρή ηλικία.

Ρε πως ντύνεται σα θείτσα η φίλη σου για να βγει; Θέλει να βρει και γκόμενο;

βλ. και θειόκα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το «γκέο βαγκέο» ήταν παιδικό παιχνιδιάρικο επιφώνημα όπως το «Αμπεμπαμπλόμ τουκιθεμπλόμ», ή το «πού θα πας εκεί στην Βόρειο Αμερική, να δεις και τον Ερμή, που παίζει μουσική» κ.ο.κ. Λεγόταν συνήθως όταν ένα παιδί «την έφερνε» σε ένα άλλο, είχε κάτι που το πρώτο παιδί ζήλευε κ.ο.κ. Λόγω της ομοιότητας με την λέξη« γκέι», σλανγκίζεται για να δηλώσει τον ομοφυλόφιλο. Ιδίως, τον πούστη που λέγεται και Βάγγος, Βαγγέλης, Βάγγελας ή Βάγγουρας, όπως ο γνωστός γκέι ήρωας του the Slang & the Restless. (Παρεμπίπταμπλυ, ένα σύνηθες όνομα για γκέουλες).

Ασίστ: Πανούλης.

Πέρι (προς Βάγγουρα): Γκέο βαγκέο, Βάγγο, εγώ έχω γκόμενο απ' το Αμπιτζάν κι εσύ δεν έχεις! Γκέο βαγκέο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά: Το προκομμένο κορίτσι, αυτό που έχει ιδιότητες που χρειάζονται αν θέλει κανείς να την παντρευτεί για να ανοίξει σπίτι και όχι κωλοχανείο, όπως (λέμε τώρα...) καλοσύνη, αγάπη, σεμνότητα, και λίγο από νοικοκυριό κι είσαι μέσα.

Σαρκαστικά 1: Το κορίτσι με τα ακριβώς ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά από τα παραπάνω. Πουτανάκι και καριολίτα, βόμβα στα θεμέλια του σπιτιού αυτού που θα γκαβωθεί να την πάρει γιατί κάνει καλά κλαρίνα, μελλοντική αιτία σκοτωμών και ισοβίων καθείρξεων.

Σαρκαστικά 2: Περιπαικτική ατάκα σε άντρα που τον βλέπουμε να κάνει δουλειές του σπιτιού και να τις κάνει καλά, σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος...

  1. - Βαγγέλη! Κλείσ' το αυτό το ρημάδι το ίντερνετ, το σλάντζηρ και τα χαζά και έλα να δεις την Φωφώ που σε περιμένει η κοπέλα στο σαλόνι για καφέ!
    - Καλά ρε μάνα, καλά.
    - [Πιο χαμηλόφωνα και επιτακτικά] Έλα βρε, που βρέθηκε κορίτσι για σπίτι να σε πάρει, να σου μαγειρεύει και να σε πλένει και κάνεις και τον δύσκολο!
    - Έρχομαι asap μάνα.
    - Έλεος Χριστέ μου...

  2. - Και ποια παίρνει ο Βαγγέλης;
    - Την Φωφώ, προκομμένη κοπέλα και καλή μαγείρισσα έτσι;
    - Την Φωφώ; Τώρα μάλιστα... Κορίτσι για σπίτι... Μ' αυτήν έχω βγάλει κάτι γούστα... Μόνο πίπες γύρο ξέρει να φτιάχνει, άκου με που σε λέω...

  3. - Κολλητέ έχεις τίποτα από φαΐ ή να παραγγείλουμε κάνα γυρόνι;
    - Μισό, δικέ μου, τελειώνω τη φασίνα και βγάζω το φρικασέ από το φούρνο. Σπέσιαλ είναι, θα σε φτιάξω καλά τώρα.
    - Έτσι πως σε βλέπω αγόρι μου... Φτου σου! Κορίτσι για σπίτι είσαι!
    - Άι γαμήσου ρε! Και κόψε καμιά σαλάτα!
    - Έεετς!

Του Quino (από patsis, 21/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Ωχ, το μάτι μου!» είναι συνήθης κραυγή αγωνίας ελληνίδων λίγο μετά την εκσπερμάτωση, καθώς δέχονται πιτσιλιές που τσούζουν. Για το ευχαριστώ, οι γουρνάρηδες σύντροφοί τους αναρτούν τα σχετικά φιλμάκια στο διαδίκτυο δίκην candid camera.

  1. «Το μάτι μου! Θεέ μου! Πάνω στο μάτι μου μού πάει! (…) Δεν μπορώ να καθαρίσω το μάτι μου (…) Να το βάλω για μάσκαρα αυτό;». (ατάκα από βίντεο με προσωπικές σκηνές που κάποιος ανήθικα ανήρτησε στο διαδίκτυο).

  2. «...όχι στο πρόσωπο, θα ξεφλουδίσω (…), όχι στα μάτια και τέτοια, όπως την προηγούμενη φορά, μετά δεν βγαίναν και τσούζαν τα μάτια μου…». (Προειδοποιητική βολή από σχετικό βίντεο με προσωπικές σκηνές που κάποιος ανήθικα ανήρτησε στο διαδίκτυο).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία