Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Το κείμενο που γράφεις υπό την επήρεια αλκοόλ ή ελαφρών ναρκωτικών ουσιών, συνήθως μοιράζεσαι στα κοινωνικά δίκτυα και, το πιθανότερο, μετανιώνεις μόλις ξεσουρώσεις.

- Μού 'ρθε μια ειδοποίηση για ένα κομμάτι από Eddie Vedder που ανέβασε ο Παυλάρας αλλά δε μου βγάζει τίποτα, τι φάση;
- Α ναι, ήμουν μέσα όταν το ανέβασε... Τέσσερις η ώρα τα ξημερώματα... Λιαρδογράφημα για την πρώην του ήταν, με σάουντρακ... Μάλλον τό 'σβησε όταν ξύπνησε και τσέκαρε τις ειδοποιήσεις...

Βλ. λιάρδα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απλό ρήμα, αποτελούμενο από το λολ / λωλ (αγγλ. lol, δηλ. laughing out loud) και την κατάληξη -άρω, και στη γλώσσα του διαδυκτίου σημαίνει γελάω.

Η χρήση του λολάρω (τουλάχιστον στον γραπτό ιντερνετικό λόγο) εκφράζει την κυριολεκτική κατάσταση γέλωτος, στην οποία βρέθηκε ο χρήστης αφού είδε ή διάβασε κάτι που θεωρεί αστείο, και διαφοροποιείται από το απλό λολ ή lol, που πλέον χρησιμοποιείται καταχρηστικά και σχεδόν μετά από κάθε πρόταση, χωρίς να δηλώνει απαραίτητα την διάθεση του χρήστη να γελάσει.

Όσον αφορά τον προφορικό λόγο, το λολάρω χρησιμοποιείται από τον ομιλητή όταν θέλει να δώσει έναν τόνο ειρωνείας στην απάντησή του προς το, όχι και τόσο πετυχημένο, αστείο του συνομιλητή του (π.χ. να λολάρω τώρα ή μετά;). Αντιθέτως το λολ ή lol σημαίνει ότι ο χρήστης γελάει από ευγένεια, χωρίς να συνοδεύεται απαραίτητα από ειρωνεία, δοκιμάζοντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, την νοημοσύνη του συνομιλητή, αλλά και την δική του ευγένεια, με την προφανή δήλωση ότι είναι ευγενικός που δεν γελάει ακριβώς (αντ' αυτού λολάρει).

  1. Στο Highlander είναι ο McCloud με μια γκόμενα σε ρομαντικό δείπνο υπό το φως των κεριών, και κρατάνε από ένα ποτήρι μπράντυ στο χέρι. Σε κάποια φάση ρωτάει η γκόμενα: «Shall we have a toast;». Και μεταφράζει ο μάγκας στους υπότιτλους:«Θες ένα τοστ;» Λολάρω κάνα 5λεπτο λέμε.... (Από εδώ)

  2. αφασία ειναι τα ανεκδοτάκια ειδικά αν τα ακούς από προικισμένο αφηγητη …στο internet βεβαια χάνουν αρκετή από την γοητεία τους αλλά εγώ και έτσι λολάρω. (Από εδώ)

  3. λολολολολ! λολάρω, δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο, βλέπω απο τον μικρό μου αδερφό παιδιά... άστε βράστε είναι η εκπαίδευση πλέον... (Από εδώ)

Βλ. και lol, λολ, lol-some, lol-οκαύτωμα, Loles - λόλες, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λογοπαίγνιο του αστειάτορα. Βγάζει πολύ γέλιο!

Εκ των λολ και λογοπαίγνιο.

- Vrastaman: sexting -> αποστολή γυμνημάτων

- spiros: Καλό! Γυμνημάτωση / Γυμνηματίωση μήπως; (Π.χ. «αυτοί οι δύο γυμνηματώνονται» – όπως λέμε «μηνυματώνονται».)

- Vrastaman: Πολύ καλό ακούγεται ;-) Επίσης η μορφή «γυμνηματάκιας» (κατά το μηνυματάκιας) αποτελεί και πρώτης τάξεως λογοπαίγνιο / λολοπαίγνιο!

(Από το φόρουμ translatum.gr)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι (φανατικοί ή μη) χρήστες της δημοφιλής ιστοσελίδας Luben.gr, που συχνά αναλαμβάνουν τον ρόλο του λαϊκού διαδικτυακού δικαστηρίου σε πολιτικά, καλλιτεχνικά ή άλλα δημόσια πρόσωπα όταν δηλώσεις των τελευταίων δεν συμφωνούν με τα πολιτικώς ορθά πρότυπα της στιγμής.

Σάκης Νανιάκατος: Είδες τι έγινε με τον Νικήτα Κλιντ;

Νίκος Πόπολος: Τι έγινε ρε μανμου;

ΣΝ: Έκανε μια δήλωση πως προτιμάει να βγάζει τον γκόμενό του για μπύρα στα παγκάκια των Εξαρχείων παρά να πηγαίνει σε καταλήψεις στις βραδιές στήριξης μεταναστών. Το ανέβασε το Luben σε GIFάκι χτες.

ΝΠ: Ωχ, τη γάμησε τώρα ο Νικήτας από το λουμπεναριό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. My Ass Off. Σύντμηση του ROFL-MAO= Rolling On Floor Laughing my Ass Off, που είναι υπερθετικός του λολ (lol). Δηλαδή κυλιέμαι στο πάτωμα γελώντας τον κώλο μου. Βλ. LMFAO κ.λπ. για όλη την βιβλιογραφία. Μπορεί να ειπωθεί και MFAO= My Fucking Ass Off ή MHAO=My Hairy Ass Off. Το λολ της υπόθεσης είναι ότι μοιάζει με τον Mao Zedong τον κομμουνιστή ηγέτη της Κίνας. Κι όπως είναι προχώ να λες προχώ, έτσι είναι ΜΑΟ να λες ΜΑΟ. Ο καραλώλ αστειάτορας λέγεται μαοϊστής.

  2. Ο ίδιος κομμουνιστής ηγέτης σλανγκίζεται ως ΓαΜάο Τσε Τουνγκ, συνώνυμο του γκραν γαμάω. Κάπου το πήρε κι αυτό το μάτι μου μες στην λημματοπλημμύρα.

Χα χα λολ, πολύ αστείο, λμφάο σου λέω, ροφλ-κόπτερ, είσαι πολύ μαοϊστής!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Eκ του αγγλικού mask= μάσκα και του κορεατικού sagikkun= απάτη). Η τάση στις εφαρμογές γνωριμιών να εμφανίζεσαι στη φωτογραφία του προφίλ σου με χειρουργική μάσκα. Προφανώς, όχι γιατί κινδύνευες να κολλήσεις το οτιδήποτε, αλλά γιατί το μασκοφορεμένο πρόσωπο είχε φτάσει να φαντάζει πιο ελκυστικό από το ακάλυπτο. Μία από τις λέξεις και τις τάσεις του 2022.

Με το μάγκικαν προφίλ δεν μπορείς να καταλάβεις τα κιλά του. Κάνας μπουχέσας θα είναι. Από μένα είναι όχι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

  1. Στις δεκαετίες του '60 και του '70 ο ψαγμένος κουλτουριάρης αριστερός. Ύστερα από τα σοβιετικά putz στην Βουδαπέστη και την Πράγα, οι διανοούμενοι ντρέπονταν πια να πουν ότι γούσταραν την ΕΣΣΔ, κι επειδή ο Μάο Τσε Τουνγκ τα 'σπασε με τους Σοβιετικούς, προσέφερε «μίαν κάποιαν λύσιν», κατά Καβάφη, στους διανοούμενους της γενιάς του Μάη του '68, όπως και το «Κίνημα των Αδεσμεύτων» (Νεχρού, Τίτο, Νασέρ). Το φαινόμενο περιγράφεται στην ταινία του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ: «Η Κινέζα». Οι επικριτές τους ονομάζουν αυτήν την γενιά «γενιά του Μαρξ και της κόκα κόλα», αλλά ο μαοϊστής δεν παύει να είναι ο ψαγμένος updated αριστερός (εκείνης της εποχής) με την τραγιάσκα και την γιαλούμπα.

  2. Ύστερα από το αρκτικόλεξο Μ.Α.Ο, που παράγεται από το ROFLMAO= Rolling on Floor Laughing My Ass Off, εν ολίγοις «ξεκωλώνομαι στο γέλιο», ο ''μαοϊστής« είναι ο ψαγμένος αστειάτορας, αυτός που λέει αστεία που προκαλούν έκρηξη γέλωτα! Και πάλι ο »μαοϊστής« είναι ο ψαγμένος διανοούμενος αστειάτορας της ιντελιγκέντσιας, όχι ο προλετάριος πλακατζής της ΚΝΕ. Είναι ο αιρετικός εναλλακτικός αστειάτορας που ξεφεύγει από την χιουμοριστική ορθοδοξία του Κ. Κόμματος.

  3. Φευ, ελλοχεύει μια παρεξήγηση καθώς καθ' αυτό, το Μ.Α.Ο. σημαίνει απλώς »My Ass Off«, δηλαδή ξεκωλώνομαι. Μήπως »μαοϊστής« είναι και ο ξεκωλιάρης; Βέβαια, παρόμοιες παρεξηγήσεις ελλοχεύουν και στα »Γανυμήδης«, »σπέκια για το μύδι«, »Αρχιμύδεια«, κ.τ.ό. (βλ. εδώ), και θεωρώ ότι αυτό δεν πρέπει να μας εμποδίσει να τα χρησιμοποιούμε.

Σλανγκασίστ: Mes, Dirty Talking, Vrastaman.

Ας πούμε σήμερα μαοϊστής (με την καλή έννοια) είναι ο GATZMAN για το λήμμα γεννήθηκε την ώρα που οι πλανήτες του βαρούσαν μαλακία κι ο Vrastaman για τα άλλη μια φορά ανύπαρκτα μήδια του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτερος όρος του Τουίτερ -ρήμα αυτή τη φορά- από το αγγλικό mention (= αναφέρω κάποιον). Σημαίνει κάνω αναφορά (μένσιο) σε κάποιον ή σε κάτι.
Όταν ο τουιτεράκιας, ο τουιτεράς, τουιτάρει και δεν μενσιώνει, πάει στο αμένσιοτο (Khan).

Απ' το ... τουίτερ

  1. Σπύρο τόσο καιρό σε μενσιώνω και δε τσιμπάς να σπάσουμε λίγο πλάκα, δλδ μόνο μέσω τούρκογλου έρχεσαι;
  2. Ο άλλος μενσιωνει τον εαυτό του και κάνει ερώτηση. Ξεκολλάτε ανάψτε κλιματιστικό και πέστε για ύπνο να χαλαρώσετε θα γίνετε τζημεροι

  3. Αυτο που βρίζετε εδω μεσα χωρις να μενσιωνετε, δεν σας κανει έξυπνους, αρχιδια σας κανει.

  4. μου προκαλείτε το ενδιαφερον που μου προκαλεί μια κατσαρίδα. Μη βαυκαλίζεστε, δεν θα σας μενσιωνα ποτε

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ban (μόνιμη απαγόρευση εισόδου) που τρώει κάποιος από ένα chatroom, site κλπ. επειδή δε συμμορφώθηκε με τους κανόνες, ή απλά επειδή ο admin δε γουστάρει τη φάτσα του και θέλει να τον πετάξει εκτός.

Επίσης, υπάρχει και το συνώνυμο «μπάνιο» (ή banιο).

– Τι λέει, μπήκες καθόλου τελευταία στο www.superwowtsonta.com?
– Άσε πίκρα... Άφηνα το pc βράδια ολόκληρα να κατεβάζει από κει συνέχεια και τελικά έφαγα μπανάνα... Αυτά παθαίνει όποιος δε διαβάζει πρώτα τους κανόνες.

Φάε τη μπανάνα! (από Cunning Linguist, 23/04/09)Έφαγα μπανάνα! (από panos1962, 19/11/09)

Σχετικά: μπανάκι, μπανιστάν. Βλ. και μπαν-άνα, η

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος του online dating που σημαίνει ότι κάποιος/α κρατάει άλλο/η ως καβατζογκόμενο/α, στο περίμενε, διερευνώντας αν παίζει κάτι καλύτερο και δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον μόνο αν δεν ευοδωθούν άλλες καλύτερες εναλλακτικές. Από την αγγλική λέξη bench, που σημαίνει πάγκος, δηλαδή κρατάω κάποιον στον πάγκο, όπως κάνει ένας προπονητής σε μια ομάδα.

Δεν το βλέπω να προχωράει με τη Μαρία. Μάλλον μου κάνει μπέντσινγκ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε