Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Οκ δεν είναι slang, per se αλλά κάποιοι μυημένοι στο pulp fiction το λένε κατά κόρον.

Αναφερόμαστε φυσικά στην τελευταία σκηνή του έργου όπου λαμβάνει μέρος η επική στιχομυθία, μέρος της οποίας παραθέτω αυτούσια.

Αυτός που κάνει γουόκ δη έρθ, στην ουσία δεν έχει κανένα πλάνο, απλά υπάρχει χωρίς να έχει προγραμματίσει τίποτα. Είτε από βαρεμάρα, είτε από στάση ζωής (βλ. χίπης*), είτε απλά λόγω συγκυριών, περιφέρεται σε μια αφηρημένη (abstract) κατάσταση χωρίς στόχο και προορισμό.

VINCENT
So if you're quitting the life, what'll you do;

JULES
That's what I've been sitting here contemplating. First, I'm gonna deliver this case to Marsellus. Then, basically, I'm gonna walk the earth.

VINCENT
What do you mean, walk the earth;

JULES
You know, like Caine in «KUNG FU». Just walk from town to town, meet people, get in adventures.

VINCENT
How long do you intend to walk the earth;

JULES
Until God puts me where he want me to be.

VINCENT
What if he never does;

JULES
If it takes forever, I'll wait forever.

VINCENT
So you decided to be a bum;

JULES
I'll just be Jules, Vincent - no more, no less.

VINCENT
No Jules, you're gonna be like those pieces of shit out there who beg for change. They walk around like a bunch of fuckin' zombies, they sleep in garbage bins, they eat what I throw away, and dogs piss on 'em. They got a word for 'em, they're called bums. And without a job, residence, or legal tender, that's what you're gonna be - a fuckin' bum!

(Τηλεφωνική συνομιλία για κανόνισμα)

- Έλα ρε, τι λέει;
- Τίποτα έδω, μαλακίες...
- Τι θα κάνεις;
- Τίποτα ρε. γουόκ δη έρθ, δεν έχω πλάνο
- Κλασικός Κώστας....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  • Η νιρβάνα, η απόλυτη ευδαιμονία, η έκσταση, το bliss (προφέρεται «μπλjις» στα καθ' ημάς).

Στο ψυχαναλυτικό παράδειγμα του β-Lacan, τον φαλλό ως αντικείμενο της επιθυμίας και σημαίνον αυτού του απολύτου, τον κατέχει ο πατέρας. Όμως στην ελληνική ιδιοτυπία, δεν τον κατέχει ο πατέρας, μα ο μπάρμπας. Τουτέστιν, από τον μπάρμπα περιμένουμε να μας δοθεί ως διά μαγείας η ευτυχία, η επιτυχία, η ευδαιμονία, ή απλώς το χαρτζηλίκι. Ο μπάρμπας είναι ο κάτοχος της αλήθειας και του ψεύδους ως «ο μπάρμπας μου ο ψεύτης» , ή ο Μπαρμπαλήθειας, also known as μπαρμπα-truthman. Ο μπάρμπας είναι αυτός που κατέχει τα μυστικά του γυναικείου οργασμού, αφού αυτός ανοίγει και κλείνει τη βάνα (βρύση), και γενικότερα σ' αυτόν αποβλέπουμε για οποιαδήποτε οργασμική εμπειρία μας στην Κορώνη, στην Αμερική (έχω μπάρμπα στην Αμερική) ή αλλού.

Αφού ετυμολογικώς ο μπάρμπας συνδέεται με την βαρβατίλα (παράβαλε τις ετυμολογικές παρατηρήσεις στο αντίστοιχο λήμμα), ο μπάρμπας είναι ο νούμερο 1, ο κατ' εξοχήν βαρβάτος, κι ο πατέρας ακολουθεί καταϊδρωμένος. Ετυμολογική ρίζα είναι το λατινικό barba = γένεια (βλ. μπαρμπιέρης), απ' όπου το ιταλικό barba, δηλαδή ο σεβάσμιος γενειοφόρος, αλλά και το βαρβάτος, με την γνωστή έννοια (βλ. τα ρουμάνικα, που επικαλείται το Πονηρόσκυλο εδώ). Οπότε ο μπάρμπας κερδίζει τον θαυμασμό και την εμπιστοσύνη χάρη και μόνο στην εγνωσμένη βαρβατίλα που αποπνέει, πρώτος αυτός, και μετά τα λοιπά αρσενικά, πατεράδες, παππούδες, παππούστηδες ξάδερφοι, μπατζανάκηδες και λοιποί. Συχνότατα είναι ο αδερφός της μητέρας. Στην ιδιοτυπία της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας έχουμε ένα κράμα πατριαρχίας και μητριαρχίας, όπου υπάρχουν μεν οι παραδοσιακές πατριαρχικές δομές, πλην η γυναίκα είναι μητριάρχης στο νοικοκυριό (λέμε για παλιά χρόνια τώρα), κι εκεί η μεγάλη αυθεντία είναι ο μητραδελφός. Άλλωστε ποιος είναι ο πατέρας τους δεν το ήξεραν ούτε τα παιδιά του Ζεβεδαίου, αλλά όλοι ξέρουν ποιος είναι ο μπάρμπας τους. Αν προσθέσουμε και τον παραδοσιακό νεποτισμό του ελληνικού / ελληνορωμαϊκού / ρωμαίικου κόσμου, τότε έχουμε ένα εκρηκτικό μίγμα, όπου ο μπάρμπας είναι η αυθεντία στον οποίο προστρέχουμε σε κάθε δύσκολη στιγμή και δεόμαστε για τα πάντα. (Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο τα Ελληνάκια αποκαλούν όλους τους μεγάλους σε ηλικία φίλους της οικογένειας «θείο, θείο», το οποίο κάνει μπαμ στην Διασπορά, λ.χ. στην ελληνοαμερικάνικη κοινωνία του My Big Fat Greek Wedding).

Επειδή, όμως, ο μπάρμπας δεν έχει μόνο εμάς για ανήψια, είναι αναμενόμενο όπου περνάει ο μπάρμπας, να γίνεται το έλα να δεις, το λαϊκό προσκύνημα, το πατείς με πατώ σε, το αδιαχώρητο άμα και ανυποχώρητο. Και βέβαια, είναι μοιραίο ο μπάρμπας να έχει δύο πρόσωπα, ως άλλος Ιανός. Το ένα είναι το ευμενές, του πράου μπάρμπα, που ικανοποιεί σπλαχνικά την δέησή σου. Το άλλο είναι του αδυσώπητου αποτρόπαιου μπαρμπόιλ, που απαντά στο αίτημά σου μ' ένα παγερό «Μπαρμπαριά και Τούνεζι»! Ή «μπαρμπούτσαλα κι αντίδια καπαμά»! Συμπερασματικά, το δώσε και μένα μπάρμπα είναι ως αίτημα, καημός, όνειρο κ.τ.ό. η ευδαιμονία, το μπερεκέτι, η νιρβάνα, ο οργασμός, γενικά ότι περιμένουμε απ' την ζωή να μας το επιδαψιλεύσει χωρίς ανταλλάγματα ο μπάρμπας μας απ' την Κορώνη ή ο μπάρμπας απ' την Αμερική. Αλλά μέχρι να γίνει αυτό πραγματικότητα, αν γίνει, είναι το τρομαχτικό κομφούζιο, και χάος που επικρατεί από την προσέλευση όλων των αιτούντων ανηψιών. Με λίγα λόγια το χάος στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα στις τελευταίες δύο χιλιετίες και βάλε.

  • Όλα τα παραπάνω ισχύουν αν το «μπάρμπα» στην έκφραση είναι κλητική προσφώνηση και με μικρό το αρχικό «μ». Υπάρχει και η περίπτωση, όπου το «Μπάρμπα» είναι με μεγάλο «Μ», (το λεγόμενο «μι εις τη νιοστή», πού 'λεγε κι ο Ανδρουλάκης), και τότε μιλάμε για την γνωστή και μη εξαιρετέα ηθοποιό Βάνα Μπάρμπα.

Οι δύο περιπτώσεις δεν διαφέρουν τόσο όσο μπορεί να νομίσει κανείς. Και στην δεύτερη περίπτωση έχουμε εναγώνιο αίτημα - δέηση, μόνο που τώρα αναφερόμαστε στο οργασμικό αντικείμενο των προσδοκιών μας, το οποίο είναι η μεγάλη νταρντανογυναίκα, ο μπάρμπας με Μ κεφαλαίο, που μπορεί να τα κατάφερει όλα με τοσπαθί της.
Επομένως, ουσιαστικά η ίδια και απαράλλακτη έκφραση λέγεται διττώς, αναφορικά α) προς τον πάροχο της αιτήματος, και β) το εκπληρωμένο αίτημα καθαυτό. Για να θυμηθούμε και τον β-Lacan, ο πατέρας (μπάρμπας στην Ελλάδα) έχει τον φαλλό, ενώ η μητέρα (Μπάρμπα εδώ, η απόλυτη μητρική φιγούρα - μανάρα) είναι ο φαλλός.

Μερικές περαιτέρω ομοιότητες μεταξύ μπάρμπα και Μπάρμπα: Και οι δύο μπορούν να καταφέρουν τα πάντα, τίποτα δεν είναι αδύνατο γι' αυτούς. Ο μεν πρώτος ως Ρήγας - μπαστούνι, άλλως μπαστουνόβλαχος, με το μπαστούνι - γκλίτσα του, η δε δεύτερη, ως (Μα)ντάμα - σπαθί (κατά GATZMAN, βλέπε εδώ) τα καταφέρνει όλα με το σπαθί της. (Φαλλικά σύμβολα και τα δύο, για να θυμηθούμε τον β-Lacan). Και ο μεν μπάρμπας είναι αυτός πουανοίγει και κλείνει την βάνα, όμως η Βάνα Μπάρμπα είναι αυτή που, κατά την εναλλακτική ανάγνωση της ίδιας έκφρασης, χύνει. Ο μπάρμπας είναι ο δρόμος προς τον οργασμό, η Μπάρμπα είναι ο ίδιος ο οργασμός.

Δώσε και μένα Μπάρμπα, τελικά σημαίνει την ευχή, το αίτημα για το ανεκπλήρωτο, αυτό που ο β-Lacan αποκαλεί «το πραγματικό» (le reel), και όπου ενώνονται το αρσενικό και το θηλυκό, ο έρωτας και ο θάνατος. Να σας θυμίσω ότι η Μπάρμπα είναι το μεγάλο θηλυκό - νταρντάνα με την υψηλή τεστοστερόνη, η βαρβάτη γκόμενα, η Barbarella, η κατεξοχήν Ελλεεινίδα! Αλλά κι αυτή που ο οργασμός μαζί της είναι θανατηφόρος, ολετήριος (πολλά έχουν ακουστεί γι' αυτό!). Οπότε πρέπει να το αναρωτηθούμε καλά: Θέλουμε πράγματι να μας δώσουν την Μπάρμπα;

Θα έλεγα ναι, αφού ακόμη κι ο οργασμικός θάνατος στην αγκαλιά μιας Μπάρμπα είναι ένα «μακάριον τέλος» με την αρχαιοελληνική έννοια, ότι ευτυχισμένος θνητός είναι αυτός που πεθαίνει όμορφα στην κορύφωση της ζωής του (του οργασμού του θα προσέθετα εγώ). Απλώς θέλει αρετήν και τόλμην!

Μετά τις πυρκαγιές στην Πελοπόννησο, υποσχέθηκε ο Καραμανλής τα τριχίλιαρα κι έγινε το δώσε και μένα μπάρμπα, ποιος θα τα πρωτοπάρει. Και μετά τον ξαναψήφισαν! Τώρα που κάηκε κι η Αθήνα, θα ξαναγίνει το δώσε και μένα μπάρμπα για τα δεκαχίλιαρα; Τελικά, ως πότε θα περιμένουμε από έναν μπάρμπα, τον x μπάρμπα, την σωτηρία για όλα τα δεινά μας;

Όπου περιέφερε ο Ευφραίμ τα κειμήλια, γινόταν το δώσε και μένα μπάρμπα. Και τώρα γίνεται το δώσε και μένα μπάρμπα όπου πάει, αλλά για να τον κράξουν!

Ο τύπος είναι αδίστακτος! Μέχρι πρότινος έλεγε δώσε και μένα μπάρμπα στον πράσινο μπάρμπα του απ' την Μεθώνη, σαν να 'ταν πρασινοφρουρός. Κι όταν άλλαξαν τα πράγματα τσαμπούνησε το δώσε και μένα μπάρμπα στον γαλάζιο μπάρμπα του απ' την Κορώνη. Ναι, ήμουν παρών που του μίλαγε απ' το bluetooth, ζητώντας μονιμοποίηση.

- Και τι θέλεις να σου δώσω παιδάκι μ';
- Δώσε και μένα Μπάρμπα, μπάρμπα!

Δώσε και μένα μπάρμπα Jack. (από Jonas, 25/02/09)(από gizaha, 06/09/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ατάκα του Ντίνου Ηλιόπουλου από την ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη Ο Ατσίδας (1962).

Προφανώς πρόκειται για ευφημισμό. Περιγράφει καταστάσεις όπου υποφώσκει μίσος και βαθιές αντιθέσεις, οι οποίες μόλις καλύπτονται από την θέληση ενός ομιλητή να διασκεδάσει το άσχημο σκηνικό με τον προσχηματικό ευφημισμό. Επίσης, υπάρχει πολλή αμηχανία να μην κάνει κάποιος την αρχή και αποκαλυφθούν στην ολοκληρία τους όλα όσα χωρίζουν τους συμμετέχοντες. Εξ ου και η επανάληψη «είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, είμαστε», σημάδι μεγάλης αμηχανίας, την οποία άφησα στον τίτλο γιατί πολλές φορές η έκφραση λέγεται έτσι για να φανεί και το γελοίο της αμηχανίας αυτής. Αγγλικό συνώνυμο σε παρόμοιες καταστάσεις: Love is in the air.

O γούγλης δίνει κάμποσα χτυπήματα, απ' τα οποία τα περισσότερα αφορούν σε πολιτικές συνόδους κυρίως κομμάτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και σε παρουσιαστές-τριες εκπομπών, που θέλουν πολύ λίγο για να αρχίσουν γενικευμένο ξεκατινάζ. Επίσης, έχει χρησιμοποιηθεί αρκετά και στο σάη μας, μην τα θυμόμαστε τώρα...

Στο Δ.Π. υπό Jonas.

  1. Δεν ξέρω αν το έχετε συνειδητοποιήσει, αλλά στην ΕΕ είμαστε μια ωραία …ατμόσφαιρα! Από κάτω βράζει το καζάνι, αλλά στις Συνόδους Κορυφής βασιλεύει η παραπολιτική και κυριαρχεί η υποκρισία. Για όλα αυτά είναι υπεύθυνο το κεντρικό ιδεολόγημα της ΕΕ, η περίφημη «conditionality». (Εδώ).

  2. Είμαστε μία ωραία ατμόσφαιρα! Κάτι οι… «προικισμένοι πιανίστες», κάτι τα νεύρα της «Μπουμπούκας», κάτι οι καυγάδες της με τον Ηλία Ψινάκη, φαίνεται ότι ιντριγκάρουν το τηλεοπτικό κοινό που και αυτήν την Παρασκευή προτίμησε να δει το «Ελλάδα έχεις ταλέντο»! (Εδώ).

  3. Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα. Σε αρνητικό κλίμα διεξάγεται και σήμερα η συνεδρίαση του Χρηματιστηρίου καθώς το επενδυτικό κοινό, στην πλειοψηφία προχωρεί σε πωλήσεις μετοχών. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο αείμνηστος Σωτήρης Μουστάκας έκανε ένα update της παραδοσιακής έκφρασης, λέγοντας σε μια συνέντευξη ότι η απόλυτη φαντασίωσή του θα ήταν να περάσει μια ειδυλλιακή βραδιά με την γνωστή ηθοποιό Βάνα Μπάρμπα στην Κορώνη, ώστε να μπορεί να αναφωνήσει: «έχω Μπάρμπα στην Κορώνη»!

-Ποια είναι η μεγαλύτερη φαντασίωσή σας;
-Να έχω Μπάρμπα στην Κορώνη!

Μπάρμαν στην Κορώνη... (από HODJAS, 10/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, είναι ένα από τα γνωστότερα και αρτιότερα ελληνικά μουσικά κομμάτια, γραμμένο σε μουσική Μάνου Λοΐζου. Γράφτηκε αρχικά ως μουσική υπόκρουση σε κινηματογραφική ταινία.

Όταν όμως αποφάσισαν να ασχοληθούν μ'αυτό ο Γιώργος Νταλάρας, η Βέρα Λάμπρου και συναφείς καλλιτέχνες, έγινε all time classic, και παραπέμπει σε τραγούδια με στίχο-δύστυχο!

Γραμμένο βασικά για μπουζούκι, αλλά χωρίς αμφιβολία υπάρχουν ανώμαλοι που θα δοκίμαζαν να το παίξουν ακόμα και σε χαβάγια.

Ακολουθεί παρτιτούρα, απλοποιημένη για να την διαβάζουν εύκολα και οι προαναφερθέντες καλλιτέχνες.

τριν, τιτι τιτι τιτι τιν, τιτι τιιν,
τριν, τιτι τιτι τιτι τιν, τριν, τοιν

τριν, τιτι τιτι τιτι τιν, τιτι τιιν,
τριν, τιτι τιτι τιτι τιν, τριν, τοιν

τι-τριν, τιτι τιτι τιτι τριν, τιτι τιτι τιτι τριν,
τιτι τιτι τιτι τριν, τιτιτι τιν, τιτιτι τιν

τριν, τιτι τιτι τιτιτι τρριν, τιτι τιτι τιτιτι τρριν,
τιτι τιτι τιτι τρριν τιτιτι τριν, τιτιτι τριν

τραν, ταρα ραν, ταρα ραν, ταν ταραραν,
τραν τραν, τα τα, ταν ταραρα τατα τατα τα ταν!

τραν, τα ταραραν, τα ταραραν, τα ταραραν,
τραν τραν, τα τατα τατα τατα τατα τατα τατα ταταν

τιτιτι τιριριριριρι-ριριριριριριρι τιριριριριρι τιριριριριριρι-τιν τιριρι τιν τιτιτι τιν τιτιτι τιν
τιτιτι τιριριριριρι-ριριριριριριρι τιριριριριρι τιριριριριριρι-τιν τιριρι τιν τιτιτι τιν τιτιτι τιν

Επανάληψη

Επανάληψη

τριν, τιτι τιτι τιτι τιν, τιτι τιιν,
τριν, τιτι τιτι τιτι τιν, τριν, τοιν

τριν, τιτι τιτι τιτι τιν, τιτι τιιν,
τριν, τιτι τιτι τιτι τιν, τριιιιν, τοοιιιιιιν.

Άκουσες το νέο τραγούδι της τραγωδιάστριας Κοκκίνου;;; Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας μιλάμε...

Πηγή (τροποποιημένο): Φρικηπαίδεια

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από την υπέρτατη ταινία-σλανγκορυχείο Pulp Fiction.

Δηλώνει την (συνήθως απρόσμενη) επιτυχία κάποιου άντρα - κυνηγού στην ταυτόχρονη προσέγγιση ενός αριθμού ατόμων του αντίθετου φύλου (το ιδανικό είναι να είναι δύο, αλλά η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για παραπάνω χωρίς βλάβη της γενικότητας).

Αν ο συγκεκριμένος φίλος - κυνηγός μοιάζει και με αράχνη, έχουμε τις ιδανικές συνθήκες εκφοράς του λήμματος.

  1. - Κοίτα ρε τον καρχαρία τον Άρη που κατάφερε να πιάσει κουβέντα στα νιαμού.
    - Όντως, η αράχνη έπιασε δυο μύγες...

  2. (sms σε μέλος της παρέας που επέλεξε να μην πάει με τους άλλους στο club και κοιμάται με την κοπέλα του)
    «Χάνεις. Η αράχνη έπιασε δυο μύγες.»

(από notheitis, 05/05/10)(από notheitis, 05/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απίστευτος τίτλος ελληνικής ερωτικής ταινίας. Η ευρηματικότητα του «τιτλάκια» (αυτός που ονοματίζει τις τσόντες), χτυπάει χαλαρά κόφτη σε Evo !!.... Υποκλινόμαστε στο μεγαλείο του και το χρησιμοποιούμε και σαν mantra για να (χαμο)γελάμε στις δύσκολες στιγμές μας!!!

«Η Ξαδέρφη μου απ' το Μπόστον και ο Φίλος μου ο Χώστον» !!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλασική φράση παρμένη από την ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (Γ. Δαλιανίδης, 1967).

Λέγεται παραδοσιακά σε άντρα ο οποίος, κατά τον ομιλητή, κινδυνεύει να χάσει τον αντρισμό, τη μαγκιά, και κατ' επέκταση το στυλ και την προσωπικότητά του, για χάρη γκόμενας.

Δεν θά 'πρεπε να συγχέεται με τον τύπο του χαμαιλέοντα, ο οποίος ανά γκόμενα αλλάζει και στυλ (συχνότερα ίσως σε γυναίκες). Ξυρίζω το μουστάκι σημαίνει κάνω στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, προς κάτι μάλιστα που πάντοτε κορόιδευα.

Παράβαλε: σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε, σούζα

  1. Α πα πα πα... Βέρα στ' αριστερό. Να δεις που αυτή θα σε βάλει να ξυρίσεις το μουστάκι σου! (από ιστολόγιο)

  2. [...] να πω το πικρόχολό μου σχόλιο: Μάστορα, ξεκόλλα: Μια γυναίκα σε φέρνει βόλτα, και σ'έχει κάνει να κλαις [...] Να δεις που θα σε βάλει να ξυρίσεις και το μουστάκι, που είπε κι ο Βογιατζής... Βάστα Μητσάρα... Ένας μας έμεινες. (από φόρουμ)

  3. Ο αυθεντικός διάλογος από την ταινία του Δαλιανίδη, μεταξύ του Μεμά (Βογιατζής) και του Φώτη (Γεωργίτσης) (από ιστολόγιο):
    ΜΕΜΑΣ: Φωτάκι, γιατί 'μαι φίλος σου. Αυτό το κορίτσι θα σε κάνει να βογγήξεις!
    ΦΩΤΗΣ: Ας βογγήξω...
    ΜΕΜΑΣ: Η Μαίρη είναι από άλλο ανέκδοτο, έχει μεγάλο φόρο πολυτελείας!
    ΦΩΤΗΣ: Κι εσένα, ρε, τί σε νοιάζει; Εσύ θα την πληρώσεις;
    ΜΕΜΑΣ: Δεν είναι η Σοφίτσα που της έβαζες τις φωνές και σταμάταγε η ανάσα της ένα εικοσιτετράωρο!
    ΦΩΤΗΣ: Καλά!
    ΜΕΜΑΣ: Ε, όχι και καλά! Αυτή μέχρι και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις. Να μου το θυμηθείς. Αυτή αν δεν σε κάνει φλώρο, εμένα να μην με λένε Μεμά!

(από Khan, 24/04/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι κάποιες στιγμές που το συλλογικό ασυνείδητο είναι σε φάση Rec. (Πώς και γιατί συμβαίνει αυτό· το αγνοώ). Σε μια τέτοια, η τραγική ηθοποιάρα Κατερίνα Χέλμη σαν Μαρίνα στα «Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη, εν έτει 1963, απειλεί εις μάτην τον προφανέστατα γάιδαρο νταβατζή της... Ντόρη (Κώστα Κούρτη): «Μη φύγεις Ντόρη μου, μη φύγεις! Θα φαρμακωθώ Ντόρη...» σε μια σκηνή που άνετα την λες κλασική. Δεν ήμουν τότε εκεί - δεν ξέρω.

Σαν απειλή βέβαια, και δη για γκομενικά, κυκλοφορούσε παλαιόθεν. Το βεβαιώνει π.χ. ο Ρούκουνας στο άσμα «Ξενιτιά Μαγκούφα» του 1935.
Αλλά σήμερα το κόβω κάταχλωμο αυτό το «Θα φαρμακωθώ» να το πάρουν περισσότεροι στα... τραγικά, απ’ όσοι στην πλάκα.

Έτσι, σαν ήπια σλανγκιά, κυκλοφορεί σαφώς κοροϊδευτικά παρέα με τα συνοδευτικά «μη φεύγεις», «γύρνα» και λοιπά ομοειδή, σε έντυπα και νέτι, αλλά και προφορικά (με ύφος επιτηδευμένα Αλμοδοβαρικό ή εμφατικά σταρχιδικό), για να τονίσει την πελώρια απόσταση της σύγχρονης (ξανα-ματα-)παρατημένης κι ενίοτε χειραφετημένης Ελληνίδας, από την τότε.

Και όχι μόνο. Απηχεί χαριτωμενίστικα τον πόνο της εγκαταλελειμμένης Χέλμη-Μαρίνας κι από οτιδήποτε εξαρτησιογόνο που μπορεί να παίζει σε μια καταναλωτική κοινωνία που πλέον καταπίνει μεν πολλά και διάφορα φαρμάκια, αλλά αν ενίοτε εκτοξεύει βιτριόλι ή συχνότερα πηδά απ’ το μπαλκόνι, δεν το κάνει πλέον από προδομένη καψούρα.

  1. Φρουζάκη μου, Πες μου τι θέλεις από μένα; Να φαρμακωθώ; Να κόψω τις φλέβες μου; Να αυτοκτονήσω; Πες μου τι. Δεν μπορώ άλλο μακριά σου λέμεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε

  2. Όμως, μεγαλώνοντας, ξεκαθάρισα τα πράγματα στο μυαλό μου. Άλλο ο έρωτας κι άλλο η σεξουαλική σχέση. Στην πρώτη περίπτωση δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς τον άλλο. Αρκετές φορές αφήνεις τη δουλειά και τα ενδιαφέροντά σου για εκείνον. Λες ψέματα για να μη ζηλέψει και τον χάσεις. Είσαι χαρούμενη μόνο και μόνο που αναπνέει δίπλα σου. O έρωτας είναι σπάνιος, γι’ αυτό και υπερεκτιμημένος. Στη δεύτερη περίπτωση, πάλι, απλώς δεν μπορείς να μην κάνεις σεξ με τον άλλο; γιατί απλώς δεν μπορείς να μην κάνεις σεξ. Κι αν εκείνος φύγει στην άλλη άκρη της γης, δε χρειάζεται να βάλεις τα κλάματα και να ωρύεσαι «Τάσο, μη φύγεις, θα φαρμακωθώ», εφόσον κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Κι όσο για τα οne-night stands, παρά τους κινδύνους που περιέχουν, πιστεύω ότι είναι η πιο τίμια σχέση που μπορεί να υπάρξει μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας, η μόνη στιγμή όπου και οι δυο είναι απόλυτα ειλικρινείς.

  3. Σάιπρους, μη φεύγεις. Γύρνα πίσω. Θα φαρμακωθώ!! Μάλιστα, αποκλειστήκαμεν. Που τον Νιόβρη, με ΡάιανΈαρ, με Σάιπρους, με τίποτες. Καμία κατευθείαν πτήση Βρυξέλλες-Κύπρος, μόνον ενδιάμεσες με κάτι στάσεις των 6 ωρών. Πως τα γέριμα θα έρτουμεν έσσω μας λαλείτε μου;; Προς το παρόν για τα Χριστούγεννα έκλεισα εισιτήρια να έρτω που Λονδίνον. 600 ευρώ !!!!! 600 ευρώ σαν το κουττούτζιν!!!! 600 ευρώ πάω στον Καναδά τζαι έρκουμαι που δαμέ!!!!

(Όλα απ’ το δίχτυ)

All time classic (Στο 1’:37”) (από sstteffannoss, 18/12/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

α) Το ουίσκι μάρκας Jack Daniel's με μια δόση οικειότητας, σχεδόν τρυφερότητας, ή

β) Ο ηθοποιός Jack Nicholson, αποκαλούμενος έτσι κυρίως από φανς του, συνήθως αναφορικά με την περίοδο γύρω από τις ταινίες One Flew Over the Cuckoo's Nest (1975) και The Shining (1980).

α) Για πιάσε το θείο Τζακ να κάνουμε κεφάλι...

β) - Τι θα κάνεις απόψε; - Για μέσα με βλέπω, τηλεόραση... έχει τον θείο Τζακ κάπου νομίζω...

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία