Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ο κώλος.

Και τα δυο καθιερωμένα λεξικά της τρέχουσας καθομιλουμένης καταγράφουν και αυτήν την σημασία της λέξης, πλάι στις άλλες τις κομιλφό – ο πάτος της θάλασσας, οι πάτοι για την πλατυποδία κλπ. Για να την αποδώσουν, χρησιμοποιούν, βέβαια, όρους ουδέτερους ή ευφημιστικούς – π.χ. στον Τριανταφυλλίδη ο πάτος ορίζεται ως ο πρωκτός, ο πισινός και στον Μπαμπινιώτη ως ο πισινός, τα οπίσθια.

Όμως, οι ορισμοί αυτοί δεν πιάνουν τις λεπτές αποχρώσεις της λέξης, τις συνδηλώσεις που εμπεριέχει, ό,τι, δηλαδή, κάνει τον ιθαγενή χρήστη της ελληνικής γλώσσας να ξέρει – έτσι απλά, να ξέρει – πότε πρέπει να πει πάτος και πότε κώλος ή ό,τι άλλο.

Διότι, ασφαλώς, πάτος δεν είναι ο οποιοσδήποτε κώλος. Είναι, συγκεκριμένα:

α. Ο μεγάλος κώλος, που – κακά τα ψέμματα – τον έλληνα τον γκαυλώνει και, μάλιστα, μέχρι σημείου εξαγρίωσης. Απαντάται στις στοκ φράσεις θα σου σκίσω τον πάτο, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου ανοίξω τον πάτο που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την βιαιότητα των προθέσεων του απειλούντος και που, εν δυνάμει, κυριολεκτούν. Άξιον μνείας και το ξεπατώνω, που, γενικά, σημαίνει ξεριζώνω, χαλάω, ρημάζω.

Παρενθετικά, ενδιαφέρον έχει και ότι όπως τον πάτο έτσι και τα βάρδουλα – γνωστά από τις φράσεις θα σου σκίσω τα βάρδουλα και θα σου ξεσκίσω τα κωλοβάρδουλα – τα συναντάμε στην αργκό της υποδηματοποιίας ή τσαγκαρικής, με κοινό σημείο αναφοράς το πετσί, το δέρμα.

Υπερθετικό του πάτου είναι, ως γνωστόν, η πατάρα αλλά και το πιο νεόκοπο πατούρι. Θα έλεγα ότι ενώ η πατάρα (και το πατάρι) τονίζει τον ενθουσιασμό που προκαλεί το θέαμα, ή η ανάμνηση, ενός μεγάλου και γκαβλωτικού κώλου, το πατούρι, κρίνοντας από τις χρήσεις που συναντώ, είναι σαφώς πιο απαξιωτικό – κινείται στο ίδιο κλίμα που περιγράφουν τα λήμματα ξεκωλοπατόμουνο, ξεφτιλίζω τον κώλο και ξεψώλι.

β. Ο ταλαιπωρημένος κώλος. Η σημασία απαντάται κυρίως στην φράση μου έφυγε ο πάτος – ή, μου βγήκε ο πάτος δηλαδή, έχω εξαντληθεί, έχω χτυπήσει μπιέλα. Η χρήση αυτή συνήθως δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα. Η εξάντληση δεν προέρχεται από γαμήσι αλλά από σκληρή δουλειά, περπάτημα κλπ. – είπαμε, ο έλλην το ζόρι το βιώνει στον κώλο του, δες και αυγό στον κώλο, σφίγγουν οι κώλοι, έγινε ο κώλος μου τάληρο, πήρε φωτιά ο κώλος μου, καίγεται ο κώλος μου και άλλα.

γ. Ο τυχερός κώλος. Εκ της λαϊκής δοξασίας ότι την καλή τύχη τελικά την εξηγεί η διεύρυνση της έδρας. Όπως ο πολύ τυχερός άνθρωπος είναι όχι μόνο κωλόφαρδος αλλά και, απλά, κώλος, έτσι και ο ακόμη πιο τυχερός, ο τυχερός μέχρις αγανακτήσεως, είναι πάτος, ή και πατάρα. Και όπως μπορεί κάποιος να ξεκωλωθεί στο ζάρι, ας πούμε, ή στα τρίποντα, κατά μείζονα λόγο μπορεί και να ξεπατωθεί.

Να μην συγχέονται όλα αυτά με τον φέρελπι επιθετικό της Μίλαν Alexandre Rodrigues da Silva, ευρέως γνωστό ως Πάτο.

  1. Ο Κώστας ήρθε από μπροστά και έμπηξε με μεγάλη δύναμη το κοντάρι του μέσα τις λέγοντάς της «Πάρτα μωρή, θα σου τον βγάλω από το στόμα, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου βάλω και τα αρχίδια μου μέσα σου καύλα... Πουτάνα γυναίκα. (Από το τσοντοσάιτ flock.gr εδώ)

  2. Της βάζει μια τρικλοποδιά και την ξαπλώνει κάτω
    κι απ' την πολύ την καύλα του της ξέσκισε τον πάτο.
    Η Αθηνά εσπάραξε σαν κότα σουβλισμένη
    μα όλο και τον έσπρωχνε γοργά να μπαινοβγαίνει.

(Από την μαθητική μπαλάντα 'Ο Τρωικός Πόλεμος')

  1. Της θειας σου ο πάτος, γαρούφαλα γιομάτος!

  2. Νατος νατος ο κώλος της χρονιάς 2006. Naomi, η νέα Λατίνα με την τρελή πατάρα που βάζει γυαλιά σε όλες τις προηγούμενες με τις επιδόσεις της... (Από εδώ, Black Sugar online sex shop)

  3. Η καλύτερη... Βάλερι (της εσκισα το πατούρι... πολύ κλασάτο... αλλά επείδη το ξεπαατώσανε πριν κανά χρόνο δεν κανονίζουν κάτι για Αθήνα ξανά). (από το escortforumgr.com εδώ)

  4. Πονάω!!!! Το κορμάκι μου δεν το νιώθω. Πονά η μέση μου. Την έκατσα. Σήμερα πάλι μου έφυγε ο πάτος (μα καλά πως εκφράζομαι επιστήμονας άνθρωπος… δεν ντρέπομαι). Νομίζω πως χρειάζομαι διακοπές από την προσαρμογή μου από τις διακοπές. (Από εδώ)

  5. Τρίτο 21 στη σειρά!... Μα τι πάτος είσαι συ, αδερφάκι μου...

  6. Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να σουτάρετε τρίποντα και να εύχεστε να σας ανοίξει η πατάρα ΜΠΑΣ ΚΑΙ καταλάθως κοντράρετε το μάτς (Από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλασική σχολική σλανγκ.

Κανονικά σημαίνει πεθαίνω, τα κακαρώνω, τα τινάζω, ψοφάω.

Σε σχολικά, και δη γυμνασιακά-λυκειακά συμφραζόμενα, μένω στον τόπο σημαίνει οτι - βάσει της βαθμολογίας μου - χάνω τη χρονιά αυτομάτως και υποχρεώνομαι να την επαναλάβω. Πιο απλά, μένω στον τόπο = μένω στην ίδια τάξη.

Συνήθως διακρίνεται από το απλούν «μένω». Το τελευταίο χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις στις οποίες ο μαθητής, προκειμένου να προαχθεί / προβιβαστεί στην επόμενη τάξη, οφείλει να επανεξεταστεί επιτυχώς σε όσα μαθήματα «πέφτει», σε ειδική εξεταστική το Σεπτέμβριο. Αντιθέτως, όταν κάποιος μείνει στον τόπο, δεν δικαιούται σεπτεμβριανής επανεξέτασης. Πάει κανονικά τις καλοκαιρινές διακοπούλες του, χωρίς διαβάσματα και άγχη (που λιγοστεύουν και τη ζωή btw) και του χρόνου κανονικά ξανακάνει την ίδια τάξη. [I]
- Πόσοι μείναν απ΄το Β4; Μακράν το πιο άκυρο τμήμα.
- Τέσσερις. Τρεις στον τόπο κι ο Μπαλάφας που πάει για Σεπτέμβρη.[/I]

Με ποιό όμως κριτήριο διαχωρίζονται οι εν τω τόπω μένοντες από τους απλούς μένοντες; Την εποχή του γράφοντος τουλάστιχον, το πράγμα είχε ως εξής: Αν έπεφτες (δλδ είχες βαθμό κάτω από τη βάση) σε πάνω από 4 μαθήματα, έμενες τόπο. Αν τα μαθήματα που έπεφτες ήταν μέχρι 4, πήγαινες Σεπτέμβρη...

Εννοείται πως του Σεπτέμβρη οι εξετάσεις ήταν εντελώς για την πλάκα, κι ο μόνος τρόπος για να μην περάσεις ήταν να μη θες να περάσεις (και να καταβάλεις και φιλότιμες προσπάθειες γι' αυτό). Η απόλυτη ξεφτίλα σεπτεμβριανών εξετάσεων, ήταν βεβαίως το Σεπτέμβρη του '99, μετά τη σεισμούκλα. Απ' ότι μου έχουν μεταφέρει, απλά πήγαινες, έδινες το παρών, προβιβαζόσουν και μετά σ' έδιωχναν άρον άρον οι τρομοκρατημένοι καθηγητάκοι, που είχαν κλάσει μέντες μην πέσει το άθλιο σχολειάκι από κανα μετασεισμίκ και τους πλακώσει... Παρωδία.

- Για πε ρε μαλάκα, κανας γνωστός, τι έγινε, ποιοί περάσανε;
- Μπουρμπούλιας στον τόπο, Πασχόπουλος στον τόπο, Μπαντουράκης στον τόπο, Μπουρμάς στον τόπο. Θες κι άλλα;
- Μπαλιόνας;
- Πέφτει σε τρία, C U September..
- Μπαρδάκος; - Σε τέσσερα, τη σκαπούλαρε παρά γουρουνότριχα.
- Κι ο Μότσικας; - Το' χε σίγουρο για Σεπτέμβρη και τελευταία στιγμή του σκάει αστροπελέκι το οχταράκι απ' τη Χημεία κι έμεινε στον τόπο σέκος το παλικάρι. Κρίμας...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλαιότερης κοπής έκφραση διασαφηνιστικού χαρακτήρα. Βάζει τα πράγματα στη θέση τους όταν ο συνομιλητής μας τείνει να συγχέει ετερόκλητες έννοιες π.χ. τις βούρτσες με τις πούτσες.

Δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν η Μάρω - αν και πληροφορίες μη διασταυρωμένες αναφέρουν ότι επρόκειτο για εξαδέλφη της Χάιδως.

Περισσότερα είναι γνωστά για τους Τουπαμάρος. Ήταν ένα αριστερό κίνημα στην Ουρουγουάη στις αρχές της δεκαετίας του '70 - έμειναν γνωστοί ως αντάρτες των πόλεων με ειδικότητα στις πολιτικές απαγωγές. Τουπάκ Αμάρου, εξ ου και Τουπαμάρος, ήταν το όνομα δυο βασιλέων των Ίνκας που είχαν δώσει σκληρές μάχες κατά των Ισπανών κατακτητών - βλ. και Οι 7 κρυστάλλινες μπάλλεςκαι Ο Ναός του Ήλιου από τις Περιπέτειες του Τεν Τεν, εκδόσεις Μαμούθ Comix, για μια εις βάθος ιστορική ενημέρωση.

- Σιγά, Κωστάκη ... να μην τα ισοπεδώνουμε όλα ... καλός ο Αλέξης, δε λέω, αλλά, άλλο Αλέξης κι άλλο Ανδρέας ... να μην μπερδεύουμε και τις βούρτσες με τις πούτσες ...
- Έτσι είναι Κωστάκη μου, καλά τα λέει ο θείος ... δεν είναι όλα ίδια κι όμοια ... άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως ...
- Νταξ, no problem, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τιραμισουρεαλιστική έκφραση.

Απαντάται συνήθως υπό μορφήν ερώτησης, ρητορικού τύπου: Μα καλά ρε μαλάκα, εσύ τη μαρμελάδα στ' αυτιά τη βάζεις; Ή ως νουθεσία: Σου 'χω πει τόσες φορές, τη μαρμελάδα την τρώμε, δεν τη βάζουμε στ' αυτιά μας... Εναλλακτικά, χρησιμοποιείται αντί μαρμελάδας η πολυαγαπημένη μερέντα: Το ξέρουμε ότι σ' αρέσει η μερέντα, αλλά μπορείς τουλάχιστον να μην τη βάζεις στ' αυτιά σου;

Η αιτία της επίπληξης προφανής. Κάτι είπαμε στον άλλο, κι αυτός δεν το άκουσε, είτε επειδή ήταν αφηρημένος είτε επειδή όντως έχει κάποιο ψιλοπροβληματάκι με την ακοή του, που πιθανόν ακόμη να μη γνωρίζει. Και αντί λοιπόν να μας απαντήσει επί της ουσίας, βγάζει ένα μακρόσυρτο όσο και σπαστικό «Τίιιιιιι;;» που μας κάνει να τα πάρουμε στο κρανίο και να του τα χώσουμε δεόντως.

Συναφείς εκφράσεις

  1. Κουφάλογο. Κομματάκι βαρύ και ενδεχομένως προσβλητικό.
  2. Βγάλε τα γράσα απ' τα αυτιά. Κι αυτή η έκφραση είναι δηλητηριώδης, καθώς τα λιπαρά γράσα παραπέμπουν στο κερί που σχηματίζεται μέσα στην κοιλότητα του αυτιού και δυσχεραίνει την ακοή. Είναι σαν να λες στον άλλο ότι είναι βρωμύλος και δεν πλένει τ' αυτιά του.
  3. Περήφανος στ' αυτιά. Ήπια σχετικά έκφραση, μάλλον μπαμπαδίστικη.
  4. Τα αυτιά σου τα πέτσινα.

Σημειωτέον ότι ποτέ δεν χρησιμοποιούμε τα ανωτέρω όταν προσπαθούμε να συνεννοηθούμε με έναν πραγματικά κουφό, άτομο δλδ με αποδεδειγμένα προβλήματα ακοής. Εκτός αν είμαστε τελείως κάφροι, ασεβείς και κανίβαλοι.

Τέλος, παραμένει άλυτο μυστήριο το γιατί κανείς να επιλέξει να τοποθετήσει τη μαρμελάδα στ' αυτιά του αντί να τη φάει. Μήπως για να μην παχύνει; Και γιατί δεν λέγεται κάτι αντίστοιχο και για τα μάτια, όταν δλδ κάποιος αδυνατεί να διακρίνει κάτι που του δείχνουμε;

— Πήδηξα που λες εκείνο το γκομενάκι που είχαμε γνωρίσει τις προάλλες...
— Τιιιιιί; Ξαναπές το μία, δεν σ' έπιασα, έχει και πολλή βαβούρα εδώ...
— Ε ρε μαρμελάδα στ' αυτιά που 'χει πέσει...
— Τι είπες πάλι; Μίλα πιο δυνατά ρε...
— Ρε δε μας γαμάς λέω γω βραδιάτικα, βαρηκοΐα και πάσης Ελλάδος...

Δοχείο συλλογής μαρμελάδας στην υποσαχαρική Αφρική (από Vrastaman, 02/10/09)

Αυτιά και λοιπές πάστες: μαρμελάδα, γράσο, παστελάδα, τίκρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Α. Έρως

Πολύ απλά, πρόκειται για τον ήχο «τάκα-τάκα» που κάνει η καρδιά όταν ο ανθρώπινος οργανισμός αποβλακώνεται από την αιφνίδια, ακούσια και ανορθολογική έκχυση ορμονών και νευροδιαβιβαστών (όπως η οξυτοκίνη, η βασοπρεσίνη και ντοπαμίνη) στη θέα και μόνο μιας θελκτικής και πιπινώδους (ή μιλφικής, ανάλογα με τις προτιμήσεις εκάστου) ύπαρξεως.

Β. Αυνανισμός

Δεδομένου ότι το πολύ το τάκα- τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, ο όρος έχει εφαρμογές και στον εκούσιο ερωτικό αυτοερεθισμό. Δέον να σημειωθεί ότι ο αυνανισμός και τα ολέθρια αποτελέσματά του (τύφλωση, κύφωση, ροπή προς την ΚΝΕ και άλλες επάρατες παθήσεις) απορρίπτεται δε με ζήλο και από την Εκκλησία, εκτός εάν τελείται με την μέθεξη κληρικών.

3. Εκσπερμάτωση σε χρόνο dt

Η χρήση του τάκα-τάκα σαν προσδιοριστικό ταχύτητας προήλθε από το φαινόμενο της πρόωρης εκσπερμάτωσης αλλά μοιραίως παρείσφρησε και στην πραγματική οικονομία (βλ. επιχειρήσεις με ονόματα όπως «τακούνια στο τάκα-τάκα»).

4. Χούντα: Η αρχή του τέλους

Πολλοί σημερινοί σαραντάρηδες θυμούνται νοσταλγικά την μανιώδη αλλά εφήμερη μόδα του τάκα-τάκα. Επρόκειτο για παιγνίδι συνεχούς κρούσης δυο πλαστικών σφαιριδίων που κρεμόσαντε με σχοινάκι από ένα σιδερένιο κρίκο. Ο κτύπος των τάκα-τάκα ήταν διαολεμένα δυνατός. Τα τάκα-τάκα προκάλεσαν τόσο την οργή νομοταγών πολιτών (πού δεν μπορούσαν πλέον να κλείσουν μάτι το μεσημέρι), όσο και τον πανικό γονέων που έβλεπαν τα δαιμονισμένα παιδιά τους να αυτοτραυματίζονται. Το στρατιωτικό καθεστώς αντέδρασε θέτοντας το τάκα-τάκα εκτός νόμου, αναδεικνύοντάς το έτσι σε σύμβολο αντίστασης και Δημοκρατίας.

Τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τα
καρδιά μου πώς χτυπάς
(Γκράν σουξέ εποχής, Τέρης Χρυσός)

Προχθές θυμήθηκα το τάκα-τάκα. Ποιος το θυμάται πια;
Κι όμως αποτέλεσε μαζική υστερία. Τάκα- τάκα όλη η Ελλάδα.
Πόσο κράτησε; Πάντως συμπεριέλαβε ένα καλοκαίρι. Εξαγριωμένοι συνταξιούχοι με τις πιζάμες μας κυνηγούσαν για να κοιμηθούν. Εμείς διακόπταμε μόνο για λίγο. Με το που εξέπνεε το λιοπύρι ξεχυνόμαστε πάλι ακάθεκτοι σαν το διαρκές τζι-τζι- τζι του καλοκαιριού. (από ιστιοσελίδα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παροιμία που δείχνει ότι όταν γίνεται κάτι με το ζόρι, μάλλον δεν θα είναι καλό ή θα είναι κάτω από τις προσδοκίες.

– Μα σου λέω οτι ο Αντώνης στις διακοπές ήταν τελείως μαλάκας. Είχε κολλήσει με το κινητό και όλο μηνύματα έστελνε... Και μας; Στα αρχίδια του...
– Καλά, και γιατί δεν του είπατε τίποτα;
– Ε τώρα... Παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι... Άμα είναι να τον παρακαλάμε και στις διακοπές, γάμησέ τα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

ΠΩΣ ΠΡΟΕΚΥΨΕ Η ΦΡΑΣΗ

Στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε ο Ισθμός της Κορίνθου. Η Πελοπόννησος ήταν ενωμένη με την στερεά Ελλάδα και όποιος ήθελε να πάει Πειραιά Πάτρα δια θαλάσσης, έπρεπε να κάνει το γύρο της Πελοποννήσου. Είχαν εφεύρει όμως μία – κουραστική - εναλλακτική λύση. Έσερναν τα καράβια πάνω σε κορμούς δένδρων και τα περνούσαν απέναντι δια ξηράς.

Επίπονη η εναλλακτική αλλά στη διαδρομή – που κρατούσε μέρες – υπήρχαν κάτι μπουρδελάκια με κοπέλες όμορφες, πρόθυμες και περιποιητικές. Οι ναυτικοί, για ευνόητους λόγους, προτιμούσαν τον δια ξηράς δύσκολο δρόμο και οι στεριανοί έλεγαν –και είχαν δίκιο– πως το μουνί σέρνει καράβι.

Αιώνες αργότερα, οι ναυτικοί – κυρίως οι Έλληνες – αποδείχτηκαν ιδιαιτέρως μερακλήδες. Δεν υπήρχε λιμάνι που να μην έχουν και μία αρραβωνιάρα. Δεν υπήρχε πουτάνα λιμανιού που δεν μιλούσε Ελληνικά. Δυστυχώς όμως, οι φορτοεκφορτώσεις των πλοίων ολοκληρώνονταν με γοργούς ρυθμούς, ενώ οι καυλοπυρέσσοντες ναυτικοί ήταν αχόρταγοι και ποτέ τους δεν επέστρεφαν έγκαιρα. Τα πλοία έμεναν δεμένα να τους περιμένουν. Και είχαν δίκιο οι αγανακτισμένοι καραβοκύρηδες να λένε πως το μουνί δένει καράβι.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΟΥΝΙ (ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ - ΕΛΑΧΙΣΤΟΥΣ ΕΛΠΙΖΩ - ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ)

Μουνί ή γατάκι ή αιδοίο, ονομάζεται το σύνολο των γυναικείων εξωτερικών σεξουαλικών οργάνων, η είσοδος του κόλπου και οι γύρω περιοχές. Το αιδοίο περιλαμβάνει το εφήβαιο - που βρίσκεται μπροστά -, το περίνεο - πίσω -, ενώ δεξιά και αριστερά δεσπόζουν τα δημοφιλή μεγάλα και τα λιγότερο δημοφιλή μικρά χείλη. Ο λιπώδης ιστός και το δέρμα στην μπροστινή πλευρά του αιδοίου ονομάζεται εφήβαιο ή όρος της Αφροδίτης. Εκεί ακριβώς αναπτύσσεται τριχοφυΐα σε σχήμα τριγώνου και αποτελεί πηγή πλουτισμού για τους κατασκευαστές γυναικείων ξυριστικών μηχανών μια και το ξυρισμένο αιδοίο έχει «άλλη χάρη» όχι μόνο στις παστρικιές μα και στις τίμιες.

Στην πραγματικότητα, αυτό που συνήθως αποκαλούμε μουνί δεν είναι παρά μία περιοχή εξαιρετικά ερωτογενής και ευαίσθητη στο άγγιγμα, η οποία προστατεύει το άνοιγμα του κόλπου και το στόμιο της ουρήθρας, ενώ φιλοξενεί την «ανδροπρεπή» κλειτορίδα.

Υπάρχουν αιδοία ευαίσθητα, λιγότερο ευαίσθητα, ρηχά, βαθιά, φαρδιά, στενά κλπ., όμως όλα έχουν το ίδιο σχήμα, ακόμη και τα Ασιατικά. Παρά τις διαδόσεις που θέλουν το Ασιατικό αιδοίο να μην είναι έτσι (|) αλλά έτσι (-), στην πραγματικότητα, ο διάσημος αυτός τύπος αιδοίου είναι απλώς στενός (.). Δηλαδή πολύ στενός! Τόσο στενό είναι το Ασιατικό αιδοίο που θα μπορούσαμε με εγκυρότητα και αρμοδίως, να δηλώσουμε ότι ο στενότερος Ευρωπαϊκός πρωκτός είναι πιο ευρύχωρος απ' το πλέον ξεσκισμένο Ασιατικό αιδοίο.

Κατά μήκος του κόλπου υπάρχει ένας υποβλεννογονιακός ιστός, γεμάτος αιμοφόρα αγγεία. Με τη δράση του ανοίγει ή κλείνει το εσωτερικό του κόλπου. Μέσα στο επάνω τμήμα του κόλπου, ακριβώς πίσω από το ηβικό οστούν, λέγεται ότι υπάρχει μια περιοχή από σηραγγώδη ιστό που, όταν ερεθιστεί, προκαλεί ένα διαφορετικό είδος οργασμού. Η ζώνη αυτή είναι γνωστή ως «σημείο G«. Πολυετείς έρευνες του γράφοντος απέδειξαν αρμοδίως ότι το σημείο αποτελεί παραμύθι που έχουν εφεύρει οι ανοργασμικές για να κάνουν τις καλογαμημένες να σκάσουν απ' τη ζήλια τους.

Γενικά και εν κατακλείδι, το αιδοίο αποτελεί κοινή καταγωγή και κοινό στόχο των ανθρώπων. Άνδρες γυναίκες ασχολούνται μαζί του. Οι μεν άνδρες με σκοπό να το κατακτήσουν, οι δε γυναίκες με σκοπό να το καταστήσουν παγίδα. Οι άνδρες δουλεύουν, κλέβουν και εξαπατούν για να βγάλουν λεφτά και με τα λεφτά αγοράζουν κότερο που ως γνωστό είναι μεγάλη μουνοπαγίδα. Οι γυναίκες κάνουν δίαιτα, βάφονται, φτιασιδώνονται, ξυρίζουν το όρος της Αφροδίτης και τα πόδια τους με σκοπό να καταστήσουν το αιδοίο τους πεοπαγίδα. Κατόπιν αφήνουν την πεοπαγίδα τους να πιαστεί στη μουνοπαγίδα (κολ μι κότερο).

Φαύλος κύκλος το αιδοίο. Κάτι σαν τη Ρώμη. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν εκεί.

Οι αρχαίοι ημών είχαν πλήρως αντιληφθεί τη σπουδαιότητα του αιδοίου και είχαν γεμίσει τα ιερά με τις λεγόμενες ιερόδουλες. Η μήτρα υπήρξε ανέκαθεν ιερή. Η θεά Δή-μητρα (η μήτρα της γης) χάριζε στους θνητούς όσα οι Θεοί ήθελαν για πάρτη τους αποκλειστικά. Όμως αυτά είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

Το παρόν πόνημα κλείνει με μία διαπίστωση, αποτέλεσμα πολυετούς έρευνας.

Το αιδοίο παρότι έχει χείλη, δεν ομιλεί.

Ευτυχώς.

Διότι αν το αιδοίο είχε φωνή, θα είχε πολλά να πει για την κυρά του, ελάχιστα για τον κύρη της κυράς του και μερικά για τον κουμπάρο.

(κουμπάρος, ο: εκείνος ο οποίος ερωτοτροπεί με παντρεμένες., δηλαδή γαλατάς, υδραυλικός, ηλεκτρολόγος κλπ)

- Είσαι ντιπ τρελός ρε Τάσο;
- Γιατί ρε;
- Πήρες της πιτσιρίκας κόσμημα 20.000€ ρε μαλάκα;
- Για την πάρτη της όλα. Τέτοιο μουνί δεν έχει ο κόσμος όλος. Ααααχ (βαθιά ικανοποίηση), το μουνί σέρνει καράβι, Κώστα μου εμένα δε θα σύρει;

Πηγή: εδώ. Bλ. και το αιδοίο σύρει πλοίο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το «μου» χρησιμοποιείται δόκιμα ως κτητική αντωνυμία συμπάθειας.

Στη (δια)λεκτική όμως πάλη σλανγκικών και μη φιλοφρονήσεων, χρησιμοποιείται δίκην προγαμιαίου σάλιου: συμβολικά, κάνουμε κάποιον δικό μας πριν τον κάνουμε δικό μας.

Ανήκει στο οπλοστάσιο πολλών ευπροσήγορων φυλών (βέλτσοι, νυφίτσες, κυρα-περμαθούλες, κ.α.) με σκοπό το με-το-γάντι άδειασμα των συνομιλητών τους.

Ασίστ: ο johnblack μου.

- Εσύ αγορίνα μου αυτό κατάλαβες; Εγώ απλά ανοίγω μια κτγμ ενδιαφέρουσα συζήτηση, δεν αντιπαρατίθεμαι σε κανέναν. Κι αν έχεις άγνωστες λέξεις, λυπάμαι αλλά δεν προτίθεμαι να αλλάξω το στυλ μου γι' αυτό. Καλές γιορτές!
(εδώ)

- Eυχαριστώ πολύ καλέ μου φίλε. Σου εύχομαι ολόψυχα καλές γιορτές και ευτυχισμένος ο νέος χρόνος...
(προς μπαγαποντοδότη, εκεί)

- Καλέ μου βράστα, η ευρηματικότητά σου, οι συνειρμοί που κάνεις και η ικανότητά σου στα λογοπαίγνια είναι πράγματι απιστεύτου [...] Αλλά ως εκεί.
(παραπέρα)

- Το μόνο που έχω να πω είναι το εξής - γαμιά μου, εσύ!!!
(ΡΤΠ calling Νούλης, εδώ)

Λαβ ιζ ιν δη ερ! (από Vrastaman, 04/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πέφτει η απόδοση μου στην δουλειά μου, στις επιδόσεις μου στο σεξ, στο καράτε ή αλλού, γενικώς δηλαδή κατάσταση όπου το υποκείμενο έχει μια νωθρότητα ή ψυχολογία και αποδίδει λιγότερα από τα προηγούμενα και αναμενόμενα.

Έκφραση που πιθανολογώ ότι προέρχεται από την jargon των χαρταετών και των χρηστών τους.

Στους χαρταετούς, ο αντικειμενικός σκοπός του παίχτη είναι να καταφέρει όσο τον δυνατό να φτάσει τον αετό του όσο πιο ψηλά γίνεται, καλούμπας και ανέμου επιτρέποντος αλλά και να πάρει κεφάλι, δηλαδή να ξεπεράσει όλους τους άλλους αετούς. Καμιά φορά, λόγω αδέξιων και κακών χειρισμών ή λιγοστού ανέμου, το σκοινί κάνει κοιλιά, δηλαδή δεν είναι καλοτεντωμένο, με αποτέλεσμα να χάνονται πολύτιμοι, εχμ, πόντοι με αποτέλεσμα να χάνεται η πρωτοπορία.

Παράλληλες ετυμολογήσεις της έκφρασης:

  • Για προφανείς λόγους από τους ανθρώπους που με το πέρασμα του χρόνου αφήνουν κοιλιά (καταραμένο DNA!)
  • Από τα graphs στα μαθηματικά και την στατιστική όπου με κοιλιές παρουσιάζονται, π.χ., τα δεδομένα μη σταθερών αποδόσεων.

- Τι έπαθε ο Μήτσος, έχει κάνει κοιλιά τελευταία…
- Άσε, έχει μπλέξει μ’ένα μωρό και του τα΄χει μασήσει όλα…
- Ναι, αλλά κι αυτός βλέπω δεν έχει αφήσει κοψίδι για κοψίδι!

- Το λαπτόπι μου έχει κάνει κοιλιά τελευταία… Σέρνεται…
- Αφού του έχεις φορτώσει ρε μαν ένα κάρο μαλακίες! Κάνε κανά delete, μόνο καφέ που δεν ψήνει…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στον όρο, η λέξη «βράσε», υποδηλώνει μεγάλο αναβρασμό και μεγάλη αναστάτωση, όπως συμβαίνει κατά το βράσιμο του νερού, όπου άλλα μόρια ανεβαίνουν κι άλλα κατεβαίνουν λόγω της θερμικής ενέργειας που αναπτύσσεται.

Στον όρο,η λέξη «μάλε» ετυμολογείται από την ιταλική λέξη male που σημαίνει κακό, άσχημο.

Με δυο λόγια, εκφέροντας τον όρο μιλάμε, για αναβρασμό που οδηγεί σε κακό και άσχημο αποτέλεσμα.

Όταν εκφέρουμε τον όρο «μάλε-βράσε», μιλάμε για ανακατωσούρα, αναμπουμπούλα, μεγάλη αναστάτωση, μεγάλο αναβρασμό, μεγάλη αναταραχή, μεγάλη ένταση και μεγάλη φασαρία. Μιλάμε για μια κατάσταση που φέρνει τα πάνω κάτω.

Σημείωση: Απ' αυτόν τον όρο προκύπτει και η λέξη μαλιοβράσι που σημαίνει: έγινε μεγάλη φασαρία.
Πολλές φορές, ο όρος εκφέρεται και ως: «έγινε το μάλε-βράσε».

Κλείνοντας, απονέμω τις ευχαριστίες μου στον acg.

  1. Λίλιαν: - Είμαι να σκάσω.
    Λάουρα: - Γιατί;
    Λίλιαν: - Πήγα χθες απροειδοποίητα στο σπίτι του Πέρι, άνοιξα την πόρτα και τι να δω; Έπιασα το μαλάκα αγκαλιά με την Καλλιόπη την κολλητή μας.
    Λάουρα: - Έλα ρε. Και πώς το εξήγησαν;
    Λίλιαν: - Δεν πρόλαβαν. Φούντωσα. Ανέβασα θερμοκρασία στο πιτς φιτίλι. Μ' ανάψαν τα λαμπάκια. Ήμουν ασυγκράτητη. Έγινε της πουτάνας. Το μάλε- βράσε σου λέω. Μιλάμε για την... ένταση.
    Λάουρα: - Και τι έκανες;
    Λίλιαν: - Ξεμάλλιασα την Καλλιόπη και χτύπησα τον Πέρι με μια κατσαρόλα που βρήκα πρόχειρη. Τον χτύπησα στο κεφάλι. Τον άφησα σέκο κι έφυγα.
    Λάουρα: - Χαμός στο ίσωμα, ε;
    Λίλαν: - Ρε σου λέω έγινε το ελα να δεις.

  2. Επειδή κατάγομαι από την περιοχή και κυνηγώ σε κοντινά μέρη, λέω με σιγουριά ότι υπάρχει όντως πρόβλημα. Στους γύρω νομούς και η κουτσή Μαρία το παίζει γουρουνοκυνηγός. Με αποτέλεσμα να μαζεύεται κάθε καρυδιάς καρύδι, να φτιάχνει ο κάθε άσχετος δική του ομάδα με πιο άσχετους από αυτόν και να γίνεται το μάλε-βράσε σε σημείο που είναι επικίνδυνο να βρίσκεσαι στα μέρη που κινούνται αυτοί.
    Δες

  3. «Πέφτουν» και τα χρηματιστήρια και γίνεται το μάλε-βράσε... Δες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία