Αυτός που είναι σε θέση να λύνει προβλήματα κάθε είδους, και συνήθως τόσο εξωφρενικά, που κάθε άλλος θα παρέλυε από το σοκ ή την αμηχανία μπροστά τους, ο εξαιρετικά ψύχραιμος και αποτελεσματικός. Λέγεται και μίστερ γουλφ ή απλά γουλφ (όχι απαραίτητα σχετικό με τον ημεδαπό χρήστη).

Απο τον ήδη κλασικό ομώνυμο χαρακτήρα του «Παλπ Φίξιον» του Ταραντίνο, παιγμένο απο τον θεό Χάρβεϊ Καϊτέλ.

– Τί έγινε ρε μαλάκα στο εξοχικό σου προχθές; Κάνατε τη μάζωξη που λέγατε;
– Αμέ. Και είχαμε και ντράβαλα.
– Γιατί;
– Είχαμε ρε παιδί μου και καλά το σπίτι δικό μας για πουσουκού, έτσι; Έ, σκάμε Παρασκευή μεσημεράκι, και μέχρι το βραδάκι το είχαμε κάνει μπάχαλο: στα δωμάτια να πηδιούνται αβέρτα, στο σαλόνι άλλοι να σκάνε μπάφους και άλλοι να σνιφάρουν, καί οι δύο τουαλέτες πιασμένες απο αναίσθητους τελειωμένους που είχαν κλειδώσει κι' από πάνω οι γκιόζηδες, ο καθρέφτης θρύμματα απο τους μαλάκες που παίζανε μακριά γαϊδούρα στο χόλ, και γενικά γάμησέ τα κατάσταση σε λέω...
– Τί έγινε ρε μαλάκα; Όλοι τόσο φορτωμένοι ήσασταν;
– Ρε της πουτάνας σε λέω. Και τέλος πάντων, εκεί που παρανοούμε ωραία και καλά –μουσική στη διαπασών στο μεταξύ– πώς κι' άκουσα ρε μαλάκα το τηλέφωνο, ένας θεός ξέρει.
– Τί τηλέφωνο; Ποιος ήταν;
– Οι δικοί μου μαλάκα... Πήραν να πούν ότι θα ερχόντουσαν σε μισή ώρα. – Όχι ρε πούστη!
Γάμησέ τα...
– Και τί έκανες;...
– Ε τί να κάνω; Έπρεπε να τους ξενερώσω όλους το γρηγορότερο. Στο τσακ-μπαμ κλείνω μουσική, δίνω σύρμα και στο αδέρφι, και τους αρχίζουμε όλους στις σφαλιάρες. Μέσα σε δέκα λεπτά τους έχουμε τραβήξει όλους στην παραλία, μαζί και στάφ και ξύδια κι' όλα. Σ' άλλα είκοσι λεπτά έχουμε συμμαζέψει κακήν-κακώς ό,τι προλάβαμε. Αλλά κυριλέ, και τζιτζί να τό 'χαμε το σπίτι πιο ύποπτο θά 'τανε. Εντάξει, κι' οι δικοί δεν ήρθανε νταν σε μισή, οπότε πήραμε και μιά ανάσα.
– Κι' αυτοί στις τουαλέτες;
– Τους πετούσα κουβάδες με νερό απ' το παράθυρο...
– Ο καθρέφτης;
– Το παίξαμε τσακωμένοι με τον καρντάση. Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια.
– Κι' αυτοί στα δωμάτια;
– Ε καλά ρε, αυτοί συνέχισαν στην παραλία απτόητοι...
– Καλά, μαλάκα, είσαι και πολύ γούλφ όμως ρε πούστη!
– Δε βαριέσαι, όλα μια συνήθεια είναι...

The real thing (από vikar, 11/06/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παίζω κιθάρα, μπουζούκι ή κατεπέκταση έγχορδο. Συνήθως με μειωτική σημασία: (α) παίζω μεν, αλλά δεν είμαι και κάνας δεξιοτέχνης, (β) δεν παίζω στα σοβαρά τη δεδομένη στιγμή, παίζω βαριεστημένα, (γ) παίζω ενοχλώντας τους γύρω μου –όπου παίζει διπλό παιχνίδι με τη φράση γρατζουνάω τα αφτιά κάποιου, «ενοχλώ, πρήζω κάποιον με τα λεγόμενά μου, ή επειδή κάνω φασαρία» (σε αντιδιαστολή με τη φράση χαϊδεύω τ' αφτιά κάποιου).

Το γρατζουνάω βγαίνει από τον ήχο γρατς-γρατς, όπως συμφωνούν Τριαντάφυλλος και Μπάμπης. Ας σημειωθεί πως ο τελευταίος, βήτα έκδοση, καταγράφει μόνο τον τύπο γρατζουνίζω (και τον τσαγκρουνίζω) και έτσι του ξεφεύγει και η παρούσα σημασία· ενδεικτικά, με σημερινό γκουγκλάρισμα οι φράσεις γρατζουνάω/γρατσουνάω την κιθάρα χτυπάν 377 και 8 φορές αντίστοιχα, ενώ οι γρατζουνίζω/γρατσουνίζω την κιθάρα, 3 και 0 φορές αντίστοιχα (το οποίο προσωπικά δεν έχω ακούσει ποτέ να λέγεται).

  1. Εφόσον γρατζουνάς και συ από οσο είδα στο προφίλ σου φέρε και το οργανάκι σου μαζί να κεφάρεις μαζί μας. (από το φόρουμ του ρεμπέτικο τζι αρ)

  2. Θα σε συμβούλευα να ξανασκεφτείς το θέμα του ωδείου ή κάποιου δασκάλου διοτι είναι σίγουρο ότι μετά απο μερικά χρόνια εφόσον έχεις μάθει κάποια βασικά πράγματα και έχεις καταφέρεις να την γρατζουνάς και να λές και κάνα τραγουδάκι θα κτυπάς το κεφάλι σου που όταν έπρεπε δεν έκανες μερικά μαθηματάκια για να φύγεις από το γρατζούνισμα και να άνεβεις ένα στάδιο παραπάνω... (από φόρουμ)

  3. Έπρεπε να ήσουν εδώ στις γιορτές, αγόρασε ο θείος μου κιθάρα και τη γρατζουνούσε, ενώ παράλληλα γρατζουνούσε και η μικρή το βιολί - εκεί να δεις γέλιο :p (σχόλιο σε ιστολόι)

  4. Την προηγούμενη φορά που είχα δει τους “Anathema” στο “fuzz club” στην Αθήνα ήταν υπέροχοι. Αυτή τη φορά μπορεί να ήταν μόνος του ο κιθαρίστας τους, αλλά σε έκανε τρεις το βράδυ να ευχαριστείς τη μάνα σου που πήρε την κιθάρα (της) στην Κέρκυρα και δεν μπήκες στον πειρασμό να ξεσηκώσεις τη γειτονιά (με τα φάλτσα μου καθώς μόνο να γρατσουνάω λίγο ξέρω)! (από ιστολόι)

«Ο γλάρος» απο Λοκομόντο, τελευταίοι στίχοι. (από vikar, 17/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το διαδίκτυο. Συνώνυμα: ιντερνέτι

  1. Ένα πρώιμο cut βγήκε στα διαδίχτυα τον Αύγουστο από τους υπεύθυνους των υπότιτλων, και πριν παιχτεί επίσημα στο φεστιβάλ του Ρίο τον Σεπτέμβρη το φιλμ είχε γίνει ήδη μέτρο μαγκιάς στη μεγαλούπολη, ανάλογα με το πόσες φορές το είχες δει. (από φόρουμ, για τη βραζιλιάνικη ταινία «Επίλεκτη διμοιρία»)

  2. Οι My Ruin είναι ένα καλιφορνέζικο σχήμα με μεγάλο fan-base στην Αγγλία (τουλάχιστον σύμφωνα με τα διαδίχτυα) και το «Throat Full Of Heart» είναι ο πέμπτος τους δίσκος. (από δισκοκριτική στο ρόκιν τζι άρ)

Ακόμη: δίχτυ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρήση του συνδέσμου που διαχωρίζει συγκεκριμένες πολυσύλλαβες λέξεις για έμφαση.

Παρεμβάλλεται φαίνεται αποκλειστικά μεταξύ δεύτερης και τρίτης συλλαβής, που δείχνει ότι προέρχεται από τον διαχωρισμό σύνθετων λέξεων όπου ακριβώς το πρώτο συνθετικό είναι δισύλλαβο.

Για τη γενικότερη επιτατική χρήση του και αναφερθήκαμε εδωμέσα στα πεταχτά σε κάποια σχόλια, αλλά μπορεί ο καθένας να διαβάσει σε ένα καλό τυπικό λεξικό.

Τέλος, το φαινόμενο θυμίζει, αλλά δεν θα 'λεγα ότι σχετίζεται με τα κορακίστικα.

  1. Από και κλείεται η βάση δεδομένων να περιέχει τοσα δις τραγούδια σε τόσες γλώσσες...
    — [...] Τίποτα δεν αποκλείεται ! Ακόμα δεν χρειάζεται να περάσουν ΟΛΑ τα τραγούδια, το TOP100 να βάζουν κάθε εβδομάδα τα βγάλανε τα λεφτά τους. ;) (από φόρουμ)

  2. Χμμμ...μάλιστα. Επειδή τα χτυπήματα κάτω απο την μέση δεν μου αρέσουν...αν πάω τώρα στην forthet/connx ktl είμαι αναγκασμένος να πληρώσω όπως-και-δήποτε την HOL; (από φόρουμ)

  3. Ναι κυρίες και κύριοι!!!! Επί και τέλους, βρήκα το σύστημα που αποφέρει σωστά προγνωστικά ;D (από φόρουμ)

  4. Τώρα το να οικειοποιείται κάποιος τον κόπο σου εννο-και-είται ότι είναι κατακριτέο και έχεις χίλιες φορές δίκιο. Δεν μπορείς όμως να προστατευτείς από αυτό εν μέρη με το να βάλεις το nick σου κάπου μέσα στο αρχείο; (από φόρουμ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το διδακτορικό. Συχνό σφάλμα της καθομιλουμένης (καί της καταγραμμένης, βλέπε παράδειγμα 1) που έχει ωστόσο παγιωθεί ως δείγμα καθαρού μπαμπαδίστικου χούμορ. Το αστείο βρίσκεται είτε απλά στο λογοπαίγνιο καθαυτό ή και στην παρομοίωση της εκπόνησης μιας διδακτορικής διατριβής με καταναγκαστικές εργασίες σε ολοκληρωτικά καθεστώτα –σε κάθε περίπτωση, δεν το βρίσκουμε καθόλου αστείο, αλλά τέλος πάντων...

Το διδακτορικό προέρχεται από το διδάκτορας, που όπως μας πληροφορεί ο τέως πλάστηκε το δέκατο ένατο αιώνα με βάση το διδάσκω για να αποδώσει το γερμανικό Doktor (< λατ. doctor < doceo), ενώ το δικτάτορας προέρχεται απευθείας από το λατινικό dictator (< dicto).

  1. Καλέ, τι έγραψα; Δικτατορικό; Χα χα χα! Διδακτορικό ήθελα να γράψω. Και πάλι χα χα χα! (σχόλιο σε ιστολόι)

  2. Δεν επέλεξα να κάνω μεταπτυχιακό για να έχω απλά ένα «μπόνους» στο βιογραφικό, ή για να μπω πιο εύκολα στο δημόσιο. Το έκανα απλά γιατί το ήθελα και με ενδιέφερε να εντρυφήσω λίγο παραπάνω σε κάποια πράματα τα οποία θεωρούσα ήδη πολύ ενδιαφέροντα. Και γι αυτό άλλωστε προχωράω και στο διδακτορικό (ή στο «δικτατορικό», όπως το λέει και ο νονός μου… :) ) (από ιστολόι)

  3. Άστα! Έχω πήξει άσχημα... Δουλειές! Όλη μέρα στο λαπι-τοπ. Καταραμένο διδακτορικό! Δικτατορικό έπρεπε να το λένε... σνιφ! (από φόρουμ)

Δες και πουτσουντί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μεταφορική φράση που συντάσσεται μετά από ρήμα ή ουσιαστικό, και είτε το επιτείνει, είτε το μετριάζει και απαξιώνει –ανάλογα με την υπερβολή της μεταφοράς.

Συγκεκριμένα, στην επιτατική χρήση η μεταφορά είναι ακραία: Όταν κάνεις κάτι δίχως αύριο, (α) το κάνεις με τέτοιο μανιασμένο πάθος, τραγική ένταση και απόλυτη προσήλωση, σαν να επρόκειτο να πεθάνεις την επόμενη μέρα, ή να ήξερες ότι επίκειται ολική καταστροφή και αυτή είναι η τελευταία σου φορά· (β) το κάνεις γνωρίζοντας ότι είτε θα το κάνεις καλά ή η αποτυχία θα είναι ολοκληρωτική, με καταστροφικές συνέπειες για το μέλλον σου (κλισέ των αθλητικογράφων, βλέπε παράδειγμα 2).

Στην περίπτωση αυτή, που είναι η πιο αργκοτική, η λέξη είναι ρήμα ή ουσιαστικό που δηλώνει (προσφιλή) πράξη, ενέργεια. Ακούγεται και σε εύλογες παραλλαγές, όπως χωρίς αύριο, σαν να μην υπάρχει αύριο και λοιπά.

Στη μετριαστική-απαξιωτική χρήση η μεταφορά είναι λιγότερο υπερβολική: Κάτι δίχως αύριο είναι κάτι που δεν έχει προοπτικές, που δεν θα έχει επίδραση στο μέλλον, ή που είναι καταδικασμένο σε αποτυχία, και συνεπώς εμπνέει απαισιοδοξία, μελαγχολία και μιζέρια, ή απλά αδιαφορία, βαριεστημένη και διεκπεραιωτική διάθεση (σύγκρινε: για τ' αντέτ').

Στην περίπτωση αυτή, πιο εδραιωμένη και τυπική από την πρώτη, η φράση μπορεί να προσδιορίζει οποιαδήποτε λέξη. Τυπικότερο συνώνυμο: χωρίς μέλλον.

Επιτατικά:

  1. [...] είσαι έτοιμη. αφήνεσαι να μπω μέσα σου. δαγκώνεις τα χείλια σου. είσαι γαμάτη. θέλω να μπω όσο πιο βαθειά γίνεται. να σου προσφέρω τη μεγαλύτερη ηδονή. αυτό θέλω. να χύνεις συνέχεια. να σε γαμάω και να χύνεις. να γαμιόμαστε χωρίς αύριο. (από ιστολόι)

  2. Ντέρμπι ουραγών περιλαμβάνει το σημερινό (19/02) πρόγραμμα της 18ης αγωνιστικής της Α1, καθώς σε ένα ματς δίχως αύριο ο Ηλυσιακός θα υποδεχθεί στα Ιλίσια την ΑΕΚ. Οι δύο αντίπαλοι είναι ισόβαθμοι στην προτελευταία θέση του βαθμολογικού πίνακα και ο νικητής θα πάρει βαθιά ανάσα για τη σωτηρία του. (από εδώ)

  3. — A.I.; Νοημοσύνη; Στο Mortal Kombat μου;;;;;;!;!;; — Σωστά, δεν είχαν σχεδόν καθόλου, οπότε σε έδερναν στεγνά ό,τι και να έκανες. — Παραδεχτείτε τουλάχιστον πως αυτή ήταν η γοητεία του. Κάλοι στα δάχτυλα, αίμα στο gamepad, μανιασμένο α-combo ξύλο χωρίς αύριο και πάντα να χάνεις από τον Goro ή τον Motaro. Κι εσείς λέτε για gameplay...
    (από φόρουμ)

  4. Μαστόρι ο ραλλάκιας. Δε διστάζει να αναμετρηθεί, χωρίς τί, πώς και γιατί, αγνοώντας τη μηχανολογική και τεχνολογική ανωτερότητα του Ιταλού. Σχεδόν αυθαδιάζει. Γι'αυτό μας αρέσει και τον πριμοδοτούμε ηθικά. [...] Οδηγεί με σθένος το υπερστροφικό του ride Και δείχνει να το απολαμβάνει. Kακά τα ψέμματα και αυτό μετράει. [...] Συνοψίζοντας, θα ήθελα να παρακαλέσω να μετριαστούν τα κραξίματα, λες και εμείς [...] δεν έχουμε βρεθεί να κυνηγιόμαστε δίχως αύριο σε δεδομένη ορεινή κορυφογραμμή. [...] Ρομαντικά και ατίθασα νιάτα... (από φόρουμ καυλόγκαζων)

Μετριαστικά-απαξιωτικά:

  1. Κυβέρνηση δίχως πολιτική νομιμοποίηση είναι κυβέρνηση δίχως αύριο. Και μια και καταλήξαμε την προηγούμενη περίοδο στο ότι, ο,τι είναι νόμιμο δεν είναι οπωσδήποτε και ηθικό, η κυβέρνηση δεν έχει πλέον ηθικό ανάστημα, όχι μόνον για να εφαρμόσει το πρόγραμμα της τρόικας, αλλά ούτε καν να αναλάβει οποιεσδήποτε πρωτοβουλίες πολιτικού χαρακτήρα δίχως ανανεωμένη λαϊκή εντολή. (απ' το Έλληνες ονλάιν)

  2. Γιατί μπλέκω πάντα σε σχέσεις δίχως αύριο; Ο Φρόιντ υποστήριζε πως οι γυναίκες έχουν μια τάση προς τον μαζοχισμό. Αν και αρχικά η άποψη αυτή πυροδοτεί αντιδράσεις, αν το σκεφτείς, θα δεις πως η εικόνα μιας γυναίκας που υποφέρει για την αγάπη είναι οικεία σε όλους μας. Τελικά, γιατί μερικές γυναίκες «λατρεύουν» να είναι θύματα επιλέγοντας πάντα λάθος άνδρες; (από γκομενοσάιτ)

against all odds -->ερωτας διχως αυριο! (από electron, 23/02/11)1:29--->Μια  αγάπη δίχως αύριο η αγάπη αυτή...  (από GATZMAN, 24/02/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απομονωμένο από τη φράση είμαι μέσα: συμφωνώ σε πρόταση που έχει γίνει. Συνώνυμα: μέσα, μαζί σου/σας.

— Παίδες; Μπουρδελότσαρκα ώς τις δώδεκα, μαζεύει κόσμο το Ρέζι, σκάμε, γινόμαστε μουνί, και τελειώνουμε με πατσά στου Τσαρουχά. Είστε;
Μέσα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μονολεκτική απειλή προς άτομο που θεωρούμε ότι παρεκτράπηκε και καλούμε προς συμμόρφωση. Χρησιμοποιείται από βαριούς τσαμπουκαλήδες ή από πατεράδες.

Πρόκειται φυσικά για την προστακτική του έρχομαι, με τη μεταβίβαση του τόνου να επιρρώνει την έμφαση. Στην προφορά, το άλφα πρέπει να ακούγεται βραχύ και δασύ (ν' ακούγεται δηλαδή ένα κοφτό χνότο εκεί στο «α»).

Συνώνυμα: για συμμαζέψου, λογικέψου, σύνελθε και τα όμοια.

  1. - Άσε με ρε μπαμπά να κατέβω κι' εγώ για μπάλα!!!... Άααντέεεε!!!... Καί ο Λάκης κατέβηκε καί ο Μάκης καί ο Σάκης καί ο Τάκης καί ο Γάκης!... Έλα ρε μπαμπάαααααα!!... Και ο Ρούλης και ο Σούλης και ο Βούλης και ο Λούλης και ο Κούλης καί ο-
    - Ελά!!...
    - ...

  2. - Ά ρε κωλλόγαυρα, δέν θ' ανέβετε ρε μουνιά να σας δείξουμε ποιόν έχετε πατέρα;
    - Ελά!... Τουμπεκί ο τουρκόγυφτος.
    - [Σηκώνεται σαν αίλουρος] Ποιόν πά' να κάνεις τσαμπουκά ρε φλλ<φάπα>ώρε μη σου γαμ<φάπα>ήσω και χριστ<φάπα>ό και παναγ<φάπα>ία και <φάπα>άγιους απ<φάπα>όστολλους και σ<φάπα>ύνταγμα και βουλλ<φάπα>ή, ανύπαρκτε... Βλλ<φάπα>άκα...
    - ...
    - <φάπα>...
    - ...
    - Ναί ρε μουνί, ΜΠΑΟΚ!...
    [Εδώ πάνω ξεκινάει υπόκρουση Μπούρζουμ ή Μητροπάνου, επαφίεται στον σκηνοθέτη.]

έλα, ελά! (από Jonas, 04/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που ακολουθεί μοντέλα σχέσεων που αποκλίνουν ριζικά από το παραδοσιακό μοντέλο του παντρεμένου ζευγαριού, στο ότι αναιρούν την αποκλειστικότητα στη συναισθηματική και σεξουαλική δέσμευση απέναντι στο άλλο μισό –ο γνήσιος ελευθεροσχεσίτης φυσικά, δεν θα έλεγε ποτέ άλλο μισό, αλλά άλλο νιοστό, χωρίς μάλιστα να συγκεκριμενοποιεί το νί, ασαφές καθώς είναι από τη φύση του.

Τύπος ανθρώπου που κατά περίεργο τρόπο ακόμη παλεύει να εδραιωθεί ηθικά στην εποχή μας (πόσα «συνώνυμα» για το ελευθεροσχεσίτισσα μπορείτε να σκεφτείτε;), αποτελεί συνήθως ευσεβή πόθο νεανίων και αντικείμενο απευχής νεανίδων, ώσπου οι μεν να καταλήξουν είτε «ελευθεροσχεσίτες» στα αζήτητα ή παντρεμένοι ελευθεροσχεσίτες, και οι δε παντρεμένες είτε με παντρεμένους ελευθεροσχεσίτες ή, στην καλύτερη περίπτωση, με απολειφάδια άλλων εποχών.

Η μόνη μορφή ουσιαστικής επικοινωνίας που απομένει και στους δύο, η ίδια: γκρίνια και μιζέριασμα σε φίλους και σε φίλες. Ας μην απορούμε που η φιλία θεωρείται η σταθερότερη σχέση όλων. Είναι άλλωστε η πιο ελεύθερη που υπάρχει, ή όχι;...

Δείτε και συγκρίνετε: καβάντζα, γαμιολάκι, πηδύλλιο, ερωφίλη, εθελοντής πουτσοδότης, σαλματζής, σεξάκι και άλλα που θα μου ξέφυγαν ή δέν γράφτηκαν ακόμα.

— Ελεύθερη σχέση σημαίνει σχέση άνευ οποιασδήποτε δέσμευσης δηλωμένης ή αδήλωτης, επισήμως ή ανεπισήμως, όπου τα δύο (ή και περισσότερα εδώ που τα λέμε) μέλη συνευρίσκονται κυρίως για σεξ αλλά και για οτιδήποτε άλλο ΤΥΧΟΝ επιθυμούν όπως για να ανταλλάξουν γραμματόσημα, να πιουν καφέ, να συζητήσουν μεταξύ τυρού και αχλαδιού, ενίοτε και σεξακίου, όποτε, αν και εφόσον επιθυμούν και τους βολεύει, χωρίς σε αυτήν να παρεμβάλλουν ερωτικές / συναισθηματικές προσδοκίες, ελπίδες, ή βλέψεις για κοινό μέλλον και κυρίως χωρίς να αλληλοπρήζονται με καθημερινά και συνεχή τηλεφωνήματα και sms, και πάντοτε χωρίς να δίνουν αναφορά ο ένας στον άλλον για το που πάνε ή με ποιους, πότε, ή αν συνευρίσκονται σεξουαλικά και με άλλα άτομα. (Ελπίζω να σας διαφώτισα επαρκώς.)
[...]
— Δεν θα μπορούσες καλύτερα! Και για να το κλείσουμε το θέμα (από την πλευρά μου τουλάχιστον) μια τελευταία ερώτηση. Γίνονται τέτοιες σχέσεις; Πολύ απελευθέρωση έχει πέσει βλέπω... Ρε τι γίνεται στον κόσμο! Και εγώ ο συντηρητικούρας αγχώνομαι μέχρι και για το τι λουλούδια να αγοράσω στην καλή μου. Καλά έχω μείνει πολύ πίσω. Πολύ χαλβάς είμαι ρε παιδί μου. Το sxeseis μου έχει ανοίξει τα μάτια τελικά. Ελεύθερη σχέση λοιπόν. Η τελευταία λέξη της μόδας. Κάτι τέτοια διαβάζω και νομίζω ότι όλοι γαμ...νε σε αυτή τη χώρα εκτός από μένα! Δε με στεναχωρεί όμως. Καλά να περνάνε οι ελευθεροσχεσίτες. Εγώ τώρα θα σκάσω ένα μπάφο και θα παίξω λίγο pro γιατί καλές οι σχέσεις και οι... υπο-σχέσεις αλλά δε γίνεται συνέχεια να ασχολούμαστε με αυτά τα τετριμμένα. Άντε γεια μας.

(από φόρουμ που λέγεται Σχέσεις τζι άρ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τονισμένο οριστικό άρθρο (ό, ή, τό) που λειτουργεί επιτατικά ως προς το όνομα που ακολουθεί:

Μαλάκα, φάε γκομενάκι που σκάει απ' απέναντι!...
— Όοοο... Τό γκομενάκι...

Όταν το άρθρο τονίζεται, δίνεται έμφαση στο ότι πρόκειται, ακριβώς, για οριστικό άρθρο: όταν μιλάμε για τό γκομενάκι, δε μιλάμε για όποιο κι' όποιο γκομενάκι, ούτε καν για το συγκεκριμένο γκομενάκι για το οποίο έτυχε να μιλάμε τις προάλλες, όχι: εδώ μιλάμε για το ένα και μοναδικό γκομενάκι, για το γκομενάκι του γκομενακιού, ώ γκομενάκι ένα πράμα.

Το τονισμένο οριστικό άρθρο αντικαθιστά λοιπόν τη χρήση επιθέτου (κατά κανόνα σε υπερθετικό βαθμό) που θα προσδιόριζε επιτατικά το όνομα. Ταυτόσημη είναι η έκφραση (όνομα) με (το πρώτο γράμμα) κεφαλαίο, πιχί

— Μαλάκα, φάε γκομενάκι που σκάει απ' απέναντι!...
— Φσσσς... Γκόμενα με τζί κεφαλαίο....

Ορθογραφικά

Η χρήση τόνου για την απόδοση αυτού του φαινομένου ξεπερνά τη σχολική ορθογραφία, αποτελώντας έκφανση του λεγόμενου δυναμικού τονισμού (γράφε τόνο εκεί που τονίζεις μιλώντας).

Ως γνωστόν, στο καθεστώς της κρατικής, σχολικής ορθογραφίας –που για πολλούς λόγους εφαρμόζεται παραδοσιακά και σε μη κρατικά περιβάλλοντα, όπως καληώρα στο μη κυβερνητικό αυτό σάιτ–, ο τονισμός των μονοσύλλαβων, εκτός από κάποια ερωτηματικά, απαγορεύεται. Για να αποδώσει κανείς ένα τονισμένο οριστικό στα πλαίσια αυτής, αναγκάζεται να καταφύγει σε τυπογραφική έμφαση, συχνά οφθαλμορρυπαντική.

Έτσι, η φράση «όχι απλά ''μαλάκας'', ό μαλάκας», μπορεί να γραφτεί:

  • όχι απλά «μαλάκας», Ο μαλάκας,
  • όχι απλά «μαλάκας», ο μαλάκας,
  • όχι απλά «μαλάκας», ο μαλάκας,
  • με συνδυασμούς: όχι απλά «μαλάκας», Ο μαλάκας,
  • ή και αλλιώς –ο αγαπητός Γκάτζ ας πούμε θα 'γραφε «όχι απλά ''μαλάκας'', ο... μαλάκας».

Λίγες πίπες: αργκό και έμφαση

Πλάι στα λοιπά στοιχεία της αργκό, που αναμένουν κατελπίδαν προσδιορισμό, τα οποία τη διαφοροποιούν από την τυπική γλώσσα –αν και εδώ όχι τόσο από την καθομιλουμένη– μπορούμε να αναγνωρίσουμε την αυξημένη ανοχή στην έμφαση.

Όπως και στην περίπτωση της ασάφειας, φαίνεται ότι η λειτουργία της έμφασης και της επίτασης, σε αντίθεση με την τυπική γλώσσα, περνάει πολλές φορές στο χάρντγουερ της γλώσσας, δηλαδή στη γραμματική και τη σύνταξη, με έναν ευρέως παγιωμένο, και άρα καθόλου αντχόκ τρόπο.

Στην καθομιλουμένη και την αργκό έχει κανείς, μεταξύ άλλων, τα εξής στη διάθεσή του:

Η εμφάνιση και παγίωση τέτοιων συντακτικών μηχανισμών που δηλώνουν έμφαση οπωσδήποτε σχετίζονται και με το φαινόμενο της απώλειας σημασιολογικού φορτίου στην αργκό (βλέπε σχόλια τζόνι μπλάκ στο τζαστ): φαίνεται πως στον ομιλητή της αργκό, προκειμένου να διατυπώσει μία κρίση ως θετική ή αρνητική, δεν αρκούν τα τυπικά γραμματικά εργαλεία (όπως για παράδειγμα οι βαθμοί των επιθέτων ή η χρήση προσδιοριστικών επιρρημάτων), αλλά είναι αισθητή η ανάγκη για ακόμη πειστικότερη διατύπωση, η οποία πολλές φορές οδηγεί αναπόφευκτα στην παραβίαση των τυπικών γραμματικών κανόνων.

Ακολουθεί πενιχρή άγρα παραδειγμάτων απ' το διαδίκτυο (δύσκολο το συγκεκριμένο γκουγκλάρισμα, αν βρεθούν καναδυό ακόμα παραδειγματάκια θα μπουν στην πορεία).

1α. υπαρχει περιπτωση να ανεβασει καποιος καμια ταινια και της Sharon Pink, μιλαμε η μουναρα γκομενα. (από το μπουρδέλα κομ)

1β. την ινδοβρετανη carmel moore απο την athens erotica 2009 ηθελα να σκισω αλλα εμεινα στα χουφτωματα και στις φωτο -μιλαμε η μουναρα (από το ιερόδουλες κομ)

  1. ΦΑΣΙΣΤΑΣ = Ο ΜΑΛΑΚΑΣ!(ΟΧΙ ΑΠΛΩΣ ΜΑΛΑΚΑΣ) (σελίδα στο φέισμπουκ)

  2. Βράδυ με το Μ.Σεφερλή! ΤΟ γέλιο (βίντεο στο γιουτιούμπ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία