Πέραν της ήδη καταχωρημένης σημασίας, η λέξη χρησιμοποιείται για την πληρωμή ή είσπραξη της απολύτου μετρητοίς, την καταβολή ενός σημαντικού χρηματικού ποσού σε ρευστό που, ως ενέργεια, προκαλεί μια κάποια εντύπωση.

- Το ερώτημα είναι: πώς λέμε σε τέτοια επιχείρηση ότι του ανεβάζουμε το σπρέντ;
- Δεν το ανεβάζουμε φίλε. Απλά. Στην άλλη τράπεζα που πήγαμε να του το ανεβάσουμε, έφερε την άλλη μέρα μπραφ τέσσερα εκατομμύρια και ξόφλησε τα πάντα. Το ζήτημα μ' αυτούς είναι να μην τους κατεβάσεις τα βρακιά σου από την αρχή. Μετά δεν έχει πισωγύρισμα.

Δες και ντούκου, ντάγκα ντάγκα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πέραν της ήδη καταχωρημένης σημασίας, η λέξη χρησιμοποιείται και για έναν συγκεκριμένο τρόπο τυποποίησης και εμπορίας της ζωοτροφής, ιδίως του τριφυλλιού, αλλά και του καλαμποκιού, του κριθαριού κλπ. Η βάση του προϊόντος, αφού επεξεργαστεί και αφυδατωθεί, καλουπώνεται σε κυλινδρικά ή παραλληλεπίπεδα τεμάχια των μερικών εκατοστών που, τηρουμένων των αναλογιών, μοιάζουν με τις καραμέλες για ανθρώπους.

- Κύριε Πρόεδρε, το εργοστάσιό σας παράγει ζωοτροφές με τον ίδιο τρόπο εδώ και είκοσι χρόνια. Η εταιρεία μας μπορεί να σας βοηθήσει να...
- Ναι ρε, είκοσι χρόνια. Εσύ τι ζόρι τραβάς;
- Απλά μπορώ να σας προτείνω μια ολοκληρ...
- Κοίταξε αγόρι μου για να τελειώνουμε. Από εμένα έχει φάει καραμέλα ένα στα δύο πρόβατα που έχει σουβλίσει η Ελλάδα από την Αλλαγή, επί Αντρέα. Τέλος. Άμα πουλάς τίποτα καζάνια ανοξείδωτα που ψάχνω για την μικρή μονάδα το συζητάμε. Αλλιώς άμε στο καλό.

Καραμέλες ζωοτροφών (από poniroskylo, 21/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειρωνικά αυτός που δεν ακούει, όχι λόγω σχετικής αναπηρίας, αλλά λόγω μαρμελάδας ή γράσων στ' αυτιά, λόγω καταβύθισης σε μοντ, λόγω ελαφρού τριπακίου κλπ.

Βλ. και κουφοτσόγκας.

- Το MEGA το πιάνει;
- Όχιιι, κούνα την κεραία κι άλλο!
- Τώρα;
- Κι άλλο!
- Τα άλλα κανάλια;
- Θα φάμε μετά, κάτσε να μπορέσουμε να δούμε τον αγώνα!
- ΤΑ ΑΛΛΑ ΚΑΝΑΛΙΑ ΕΙΠΑ ΡΕ! Κουφάλογο, ε κουφάλογο!
- Παίρνει μπύρες κι έρχεται, δουλειά μας εμείς!

Σφήκες. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη σε κόμικς, Τ. Αποστολίδη και Γ. Ακοκαλίδη. (από patsis, 07/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση για να περιγράψει ποσοτικά ένα, κυρίως μη μετρήσιμο, μέγεθος, χωρίς να το οριοθετήσει. Σημαίνει «ένας κάποιος», «μια όσο να 'ναι σημαντική ποσότητα» κλπ. Δηλώνει, δηλαδή, απλώς ότι πρόκειται για σημαντική και υπολογίσιμη ποσότητα, συνήθως χωρίς να αρκεί από μόνο της για να προκαλέσει ένα αποτέλεσμα.

Η λέξη άλφα δηλαδή, με μαθηματικούς όρους, λειτουργεί σαν μεταβλητή.

Βλ. και κλικ, κάνω κλικ, μου κάνει κλικ.

– Ο ίλαρχός σου δηλαδή γιατί στράβωσε που ο μέραρχος τον είπε λοχαγό; Ο ίδιος βαθμός δεν είναι;
– Ναι, αλλά σου λέει θα μου απευθύνεις τον λόγο όπως προβλέπεται, κι εγώ αξιωματικός είμαι. Άλλωστε, τι σκατά, επιλαρχία επιθεωρείς, όλοι στην μονάδα μαύροι είμαστε.
– Και τι έγινε;
Δίκας και υπόδικας έκλασαν μέντες. Ο μέραρχος είπε ένα «έχετε δίκιο κύριε ίλαρχε» και προχώρησε παρακάτω.
– Θέλει ένα άλφα θάρρος να διορθώσεις υποστράτηγο ρε πούστη μου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειρωνική ατάκα σε άτομο με το οποίο απολαμβάνουμε μια συνεννόηση τούρτα, καθώς μιλά σε στυλ άρτσι μπούρτσι και λουλάς (λουφάρει μυαλό, έχει κατεβάσει ασφάλειες κλπ).

Η έκφραση προέρχεται από την αντίδρασή μας όταν η τηλεφωνική συνδιάλεξη στην οποία συμμετέχουμε γίνεται με διακοπές και η συζήτηση καταντά αδύνατη, οπότε λέμε στον συνομιλητή μας να σταματήσει να μιλά και να περιμένει να του τηλεφωνήσουμε εμείς, από σταθερό τηλέφωνο ή όταν βρεθούμε και οι δύο σε περιοχή με καλύτερο σήμα.

Απόλυτα σχετιζόμενη έκφραση (με πληρέστερη εκεί ανάλυση): πάρε το μηδέν!

- Στην Θεσσαλονίκη για την Νατάσα πας;
- Για την Μαρία. Με την Νατάσα χώρισα πριν τρεις μήνες, remember;
- Και η τύπισσα με την γκαρσονιέρα στα Πατήσια ποια είναι;
- Ρε μαλάκα, εγώ μένω στα Πατήσια, δυο φορές έχεις έρθει σπίτι μου! Έλεος!
- Εννοούσα την άλλη την γκόμενα που παίζεις, την Αθηναία, την δημοσιογράφο. Την... εεεμμ... Μαρία;
- Είπαμε Μαρία είναι η σαλονικιά. Την Ελένη λες. Κανόνισε να βρεθούμε παρέα και να πεις άλλο όνομα.
- Να τις λέω όλες «μωρό μου»;
- Κλείσε, θα σε πάρω εγώ...

(από patsis, 29/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε μερικές περιοχές της Μακεδονίας, Γάλλος αποκαλείται ο μακεντόνσκι, ο άνθρωπος που αυτοπροσδιορίζεται μακεδόνας και εννοεί σλάβος, μιλάει σλαβικά (σ.ς. «ντόπια» ή «εντόπικα») και θεωρεί τον εαυτό του συγγενέστερο με το κράτος και λαό των Σκοπίων παρά με το ελληνικό.

Παρ' όλη την καταχώρηση του παρόντος στα «ρατσιστικά», πρόκειται για μάλλον ουδέτερο χαρακτηρισμό εν είδει αστείου, πιθανώς από έλληνες που δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα και την αντιμετωπίζουν σαν «γαλλικά» (δλδ άσχετη με τα ελληνικά, όπως και, εν πολλοίς, είναι).

- Από πού είσαι ρε μεγάλε;
- Φλώρινα, γιατί;
- Γάλλος;
- Και να είμαι σε χαλάει;
- Όχι ρε παιδάκι μου, κουβέντα κάνουμε. Άλλωστε για τη σλάβικη μουσική ψοφάω, να ξέρεις.
- Έτερον εκάτερον. Πάντως εγώ πόντιος είμαι. Και οι Αθηναίοι που μιλάνε για μειονότητες χωρίς να ξέρουν μου τη δίνουν άσχημα.
- Βγάλ΄την άμμο από το μουνί σου ρε σειρά! Καλημέρα του λες, άι γαμήσου σου λέει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Έκφραση του φανταρικού μικρόκοσμου παλαιότερων εποχών, όταν η θητεία ήταν μεγαλύτερη του ενός έτους. Σήμαινε πως περνάω εκείνο το χρονικό σημείο κατά το οποίο μου απομένει λιγότερο από ένας χρόνος θητείας, ούτως ώστε η κάθε μέρα που περνά να βιώνεται ως η τελευταία φορά που θα ζήσω την ίδια ημερομηνία όντας φαντάρος. Για παράδειγμα, σε μια δεκαοκτάμηνη θητεία, μετά τους έξι πρώτους μήνες άρχιζες να σκέφτεσαι: είναι η τελευταία φορά που θα ζήσω την ενάτη Αυγούστου, την εικοστή Μαρτίου, την Πρωτοχρονιά, το Πάσχα κ.ο.κ. μέσα.

Είναι κάπως ενδιαφέρον το ότι ο στρατιώτης προσπαθεί με χίλια ζόρια να «σμπρώξει» τον χρόνο ή να τον περάσει χωρίς να νιώσει (πρβλ. την έκφραση «κοιμήσου: υπηρετείς λιγότερο»). Κάθε μέρα που περνά είναι ένα βάρος που φεύγει από πάνω του, το δε σβήσιμό της στο ημερολόγιο είναι μια μικρή γιορτή. Η αναλυόμενη έκφραση επομένως λέγεται πανηγυρικά. Όταν όμως βγει έξω, στον χρωματιστό κόσμο, η έκφραση μπορεί να πάρει έναν σπαρακτικό χαρακτήρα, διότι ο χρόνος ενίοτε γλιστρά και φεύγει εκεί που δεν το θέλουμε, σαν το νερό στα χέρια ενός παιδιού.

Η έκφραση σήμερα έχει μια μικρή αξία για τους δόκιμους, οι οποίοι υπηρετούν πέντε μήνες παραπάνω από τους στρατιώτες, ήτοι δεκαεπτά συνολικά (και οσονούπω 9+5=14 μήνες συνολικά).

Μεταφορικά, λέγεται καμιά φορά όταν αρχίζουμε να βλέπουμε φως στο τούνελ της κατάστασης που βιώνουμε. Ξέρουμε δηλαδή πως το τέλος δεν αργεί και απλά κάνουμε υπομονή ή, αν πρόκειται για κάτι ευχάριστο, φροντίζουμε να το απολαύσουμε όσο διαρκεί.

  1. – Πόση είναι η θητεία τώρα λεβέντη;
    – Δώδεκα μήνες θείο, γιατί;
    Τελέρε... Εμείς για να πούμε το «μέρα που περνάει δεν ξαναπερνάει», κάναμε σχεδόν ένα χρόνο μέσα.
    – Να μαντέψω ότι έχεις φάει και φυλακή για αγυάλιστη ασπίδα;
    Φταίω εγώ που δε σε γάμησα μικρό...

  2. – Τώρα που σε στέλνουν στο νέο πόστο τι θα κάνεις;
    – Τίποτα. Είμαι στο μιλητό με δύο εταιρείες, η μία μάλιστα με παρακαλάει. Και με λιγότερα λεφτά εγώ θα φύγω, στό 'χω πει.
    – Επομένως δεν αγχώνεσαι ε;
    – Όχι ρε, για μαλάκες ψάχνουν; Με κούρασαν πια. Αλλά όπου νά 'ναι λήξις. Μέρα που περνάει δεν ξαναπερνάει, φίλε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένα από τα φωνητικά σφάλματα στο τραγούδι αλλά και τον προφορικό λόγο. Η φωνή αυτού που τραγουδά ή μιλά κάνει μια απότομη και αθέλητη μετατόπιση σε ψηλότερες συχνότητες, μοιάζοντας έτσι με την χροιά του κόκορα όταν κράζει.

Μουσικές πηγές μου με διαβεβαίωσαν ότι δεν πρόκειται, τεχνικά, για φάλτσο, παραφωνία, υποφωνία, ή άλλης μορφής εκτέλεση του κομματιού από τον εκάστοτε Κακοφωνίξ.

Εγκυκλοπαιδικά τώρα, όσον αφορά το τραγούδι, το κοκοράκι οφείλεται κυρίως στην έλλειψη εγρήγορσης του τραγουδιστή αλλά και στις τυχόν ταλαιπωρημένες φωνητικές του χορδές από καταχρήσεις ή δημιουργημένες κύστες κλπ κλπ.

  1. - Τον θεολόγο στο Λύκειο τον θυμάσαι;
    - Ναι τον καημένο, τρεις λέξεις έλεγε, πέντε κοκοράκια έκανε. Κι εμείς από κάτω να γελάμε.
    - Έφυγε στο Άγιο Όρος...

  2. - Μα τι πράμα είναι αυτός ρε πούστη μου. Ντεμέκ κυριλέ μαγαζί.
    - Αυτοί είναι οι δευτεράντζες ρε. Σε λίγο θα σκάσει ο κανονικός ο σκυλάς και θα γουστάρουμε.
    - Άντε, γιατί κάνει πιο πολλά κοκόρια κι από τον Γιώργο Κωνσταντίνου. Μαύρα κοράκια, κόκκινα κοράκια... Κικιρίκου!

To krasaki tou Tsou. Επική ταινία. (από patsis, 06/09/09)Το φάλτσο κοκοράκι (από Vrastaman, 30/11/09)

Δες και τζαλκάντζες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αρχική σημασία: Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά, αλλά και γυρτά, έως και (συνεκδοχικά) ανάποδα.

Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.

Τρέχουσες σημασίες (ακουσμένες στην κεντροδυτική Μακεδονία):

  1. Το γυναικείο κόσμημα που φοριέται στον λαιμό, και ιδιαίτερα αυτό με το κοντό περιλαίμιο (βλ. μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν).

  2. Το περιλαίμιο του σκύλου. Εξ αυτού και το τσαπράζωμα, το ζέψιμο δηλαδή του σκύλου.

Το τσαπράζωμα χρησιμοποιείται μεταφορικά και για να πούμε ότι περάσαμε σε κάποιον κολάρο, τον ελέγχουμε ή, αν πρόκειται για γυναίκα-σκυλί, για έμπειρη παρθένα, για δαγκανόμουνο, για να δηλώσουμε περιπαικτικά, ως προτροπή, ότι δαγκώνει και πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο.

Τσαπράζης είναι ο ανάποδος άνθρωπος, ο σπασαρχίδας, ο ενοχλητικός.

Για ιδιαίτερες σημασίες στην Αγιάσο Λέσβου, δείτε εδώ.

  1. - Για δε ρε, για δε... Άτσα η Βασούλα! Μούνεψε και μου βγήκε με τα μίνια έξω;
    - Έχει όμως πολλά να μάθει ακόμα... Το τσαπράζ στο λαιμό που είναι σαν πόμολο δεν το βλέπεις;

  2. - Τι ακούγεται ρε Λιάνα, πού είσαι;
    - Έξω μωρό, στο πάρκο στα Εξάρχεια που σου έλεγα. Είμαστε μεγάλη παρέα, παίζει μια μπάντα και πίνουμε μπύρες στα παγκάκια. Φρηστάιλ φάση.
    - Καλά εσύ δεν θα έμενες μέσα για να διαβάσεις;
    - Εντάξει ρε μωρό, ήρθαν και με πήρανε, να μη βγω κι εγώ;
    - Ήρθαν και σε πήρανε; Ε ρε τσαπράζωμα που σου χρειάζεται.
    - Τι είναι αυτό μακεδονίτικο;
    - Δεν θα κατέβω; Θα σε πω εγώ...

  3. - Σιγά με τα ροδάκινα! ΣΙΓΑ! Τα καφάσια! ΤΑ ΚΑΦΑΣΙΑ! Πάρ' τα πόδια σου!
    - Τώρα ρε αφεντικό με συγχωρείς, έτσι θα πάμε; Τέσσερα καλοκαίρια μαζεύω στα δέντρα σου, κάθε χρονιά τα ίδια;
    - Ναι ρε! Εσύ θα πας να τα παραδώσεις; Εγώ θα πάω! Δέκα χτυπημένα να δουν, μου ρίχνουν την τιμή, για πέταμα τά 'χω;
    - Πολύ τσαπράζης είσαι ρε μάστορα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γίνεται καυγάς, πέφτει ξύλο, βρωμόξυλο, ταβερνόξυλο, γίνεται το έλα να δεις.

Ετυμολογία απροσδιόριστη. Ίσως από το σκρατς των χιπχοπάδων, ίσως απευθείας ηχοποιητικά, λόγω σκισίματος ρούχων από ράντομ τραβήγματα και αυτοσχέδιες λαβές.

Ακουσμένο στην κεντροδυτική Μακεδονία.

- Τι φωνές είναι αυτές;
- Φύγαμε μαλάκα, πάμε να τσεκάρουμε!
- Στάσου ρε, πού να πάμε; Έχουμε ποτά, κινητά, τσιγάρα!
- Πάρε ότι μπορείς, γίνεται σκρατς παρακάτω, έξω από το πατσατζίδικο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε