Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Το κουτί είναι το μουνί ως αγγλιά, ενώ ο Βικάριος ισχυρίζεται ότι «το μουνί λέγεται κουτί και στην Ελλάδα, κυρίως στα μπεμπεδίστικα ή γιαγιαδίστικα (ποιά η διαφορά των δύο αυτών ακριβώς, δεν έχω αποφανθεί ακόμα)» (δες) (σ.ς.: προφάνουσλυ τα μπεμπεδίστικα είναι η γλώσσα που οι γιαγιάδες επιβάλλουν στα καημένα τα μωράκια).

Ο όρος αν εξαιρεθεί η όποια γιαγιαδομπεμπεδίστικη αθωότητά (;) του, είναι αρκούδως σεξιστικός, καθώς παραπέμπει σε χώρο εναπόθεσης δίκην σπερματοδοχείου ή τσιμπουκότρυπας.

Ωστόσο, αν δούμε ότι κουτί είναι και το φέρετρο κατά τον εναλλακτικό ορισμό του Μάρκο ντε Σαντ, τότε ο όρος γίνεται γιαλομιά ολκής. Το κουτί γίνεται κουτί, ο έρως συμπίπτει με τον θάνατο, in delicato flagranto morto, όπως σε κάποια έντομα, όπου το θηλυκό εξοντώνει το αρσενικό ακριβώς κατά την στιγμή της γονιμοποίησης. Το κουτί που γίνεται κουτί είναι άλλωστε και ο πυρήνας της παλαιοδιαθηκικής ιστορίας της Ιουδίθ, που απασχόλησε πολλούς σύγχρονους γιαλομολόγους, όπως ο Michel Leiris, αλλά και ο Αρκάς, που συμπέρανε ότι το σεξ ταυτίζεται με τον θάνατο, γιατί:

  • Και τα δύο γίνονται παντού, αλλά το συνηθέστερο είναι στο κρεβάτι,
  • Και στα δύο βογγάς, όταν τελειώνεις,
  • Και στα δύο μετά είσαι πτώμα.

Kουτί από κουτί, βέβαια, διαφέρει. Υπάρχουν κουτιά που σου κάθονται κουτί, κουτιά του κουτιού, αλλά και χαζοκουτία.

Ασίστ: Vrastaman, Vikar, Bubis (το μήδι).

Δες το βλόγιο για την πλήρη σύγκριση:

Mπύρα vs. Μουνί

Η Mπύρα είναι πάντα μούσκεμα. Ενα Μουνί χρειάζεται δουλειά για να μουσκέψει..
- Πλεονέκτημα: Mπύρα.

Η ζεστή Mπύρα είναι απαίσια. Το ζεστό Μουνί είναι τέλειο.
- Πλεονέκτημα: Μουνί.

Παγωμένη Mπύρα = απόλαυση.
Παγωμένο Μουνί = Πάω να δω Champions League κα.Γιαννάκου
- Πλεονέκτημα: Mπύρα.

Αν πίνοντας το Μουνί, βρεις τρίχα στα δόντια σου, δεν αηδιάζεις και τόσο
- Πλεονέκτημα: Μουνί

Οι Mπύρες μπαίνουν σε κούτες. Το Μουνί είναι κουτί στο οποίο μπαίνει βάζεις τον μουσηκώ σου..
- Πλεονέκτημα: Μουνί.

Ιουδίθ διά χειρός Gustav Klimt. (από Khan, 07/10/09)Συσκευασία των 6 συμφέρει περισσότερο... (από BuBis, 07/10/09)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ξενέρωτη γκόμενα. Ντεκαβλέ. Ψυχρή συναισθηματικά και ερωτικά, και συνεπώς άπαρτη.

Βλ. -μούνα.

Από το νέτι:

-Καμια κρυομουνα ξενερωτη ψευτοσεμνοτυφη γκομενα θα εισαι! Απο μπροστα παρθενα και απο πισω μπαινουν τρενα! Αντε και γαμησου ρε τσολι ...

-Η καλεσμένη Σπεράντζα Βρανά χαρακτήρισε ανύπαντρη 35άρα τηλεθέατρια που επί 5 χρόνια δεν είχε σχέση, «κρυομούνα».

-Ποιο να'ναι το αντιστοιχο του «μαλακοκαυλης»για τις γυναικες; Υποθετω«κρυομουνα»;

Η πιο κρυομούνα από τα Bond girls. (από Khan, 28/11/12)

βλ. και παγόμουνο, ice queen

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η βρωμιάρα γκόμενα, αυτή που μετά από τον κώλο της το βάζεις στο μουνί και δε λέει τίποτα.

Φύγε από δω μωρή κωλομούνα, δε σε γαμάω χωρίς καπότα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λαγουδικό *αποκαλούσαν οι παλαιότεροι (και εξακολουθούν ορισμένοι βουκολικοί ακρίτες και θεούσες κυρα-περμαθούλες) τον *παρθενικό υμένα, την ενοχλητική και μάλλον γελοία αυτή μεμβράνη για την οποία τόσα δράματα εκτυλίχτηκαν ανά τους αιώνες. Για λόγους που αντιπαρέρχονται κάθε κοινή λογική, ο υμένας αυτός θεωρείται από τότε που βγήκαν οι λάσπες σχεδόν καθολικό (αλλά και ορθόδοξο, και μουσουλμανικό) σύμβολο αγνότητας.

Όπως συμβαίνει για κάθε σπάνιο αγαθό, το αόρατο πέος δημιούργησε μια αποτελεσματική αγορά για την αγοραπωλησία λαγουδικώνε. Ο συνεπακόλουθος κατακλυσμός της αγοράς από λαγουδικά-μαϊμού κατέστησε επιτακτική την ανάγκη πιστοποίησης κατά ISO. Την εποχή που οι αρχαίοι ημών πάλευαν την χοληστερίνη εμφανίστηκε και ευδοκίμησε το επάγγελμά της γηθογυίας (εκ των γῆθος, χαρά και γυῖον, αιδοίο) επάγγελμα που οι σύγχρονοι αποκαλούμε παρθενομαμή. Η παρθενομαμή «έδινε, παρουσία των ανακριτών-εξεταστών ή δικαστών, τον λεγόμενο 'Όρκον Tιμής', και μόνη αυτή εξέταζε την παθούσα νέα 'τη ψηλαφήσει εξέταζε τα κρύφια μέρη, ακολούθως δε υπαγόρευε την πραγματογνωμοσύνη της και τις επισημάνσεις της προφορικώς, διότι εστερείτο γραμματικών γνώσεων» (εδώ).

Η υπερβάλλουσα ζήτηση για λαγουδικά οδήγησε πολλές παρθενομαμές στο παρεμπόριο «γκρι» υπηρεσιών αναπαρθενισμού αναξιοπαθούντων κορασίδωνε που υπέστησαν παρθενοφθορά, πολύ πριν αναπτυχθεί η σύγχρονη μπαγαποντοπλαστική. Οι πρωτόγονες μέθοδες τους βασίζονταν σε δύο πυλώνες:

  • Την χρήση προσωρινών ραμμάτωνε, συνήθως φυτικής προέλευσης που έφεραν ονόματα όπως «σωμέλιμα τoυ ανθoύ», «μέθoδoς της χελιδoνoφωλιάς», «κoυκoύλωμα τoυ κερασιoύ».
  • Τεχνικές χρήσης κόκκινων χρωστικών ουσιών με σλανγκενεργές ονομασίες όπως «βαψίμι της φωλιάς», «φκιασίδωμα τoυ μαραμένoυ αθoύ», «στύψιασμα τoυ χίσθoυ», «αβδέλλιασμα» κ.ταλ., προκειμένου το κορίτσι να περάσει θριαμβευτικά την δοκιμασία του παρθενόπανου (περισσότερα εδώ).

Το λαγουδικό μάλλον δεν ετυμολογείται από τον συμπαθή κόνικλο αλλά εκ του λαγαρό: λεπτό και ευάλωτο στα αρχαία, καθαρό και διαυγές στα νέα.

Ας πανηγυρίσουμε λοιπόν το λαγουδικό με ένα μικρό σλανγκομουναπάνθισμα συνωνύμων:

  1. αγερινό
  2. αγλαό
  3. αγνό
  4. αγριοκρινάκι
  5. αεράτο
  6. αέρινο
  7. αθέατο
  8. αθέρας της κόρης
  9. αθθός
  10. αιθέριο
  11. άϊρο (ιερό) ιμάτι
  12. αμυγδαλιάς ανθί
  13. αμύριστο
  14. ανάδερο
  15. ανάχλιο
  16. ανέγγιχτη θυρία
  17. ανέγκιχτο
  18. ανεμαίο
  19. ανεμικό
  20. ανεμίτσι
  21. ανεμώνη
  22. ανθάδα της κόρης
  23. ανθάκι (που δεν το είδε ο ήλιος, του βουνού)
  24. ανθάτο
  25. άνθος (αβρό, άφθαρτο, ζαχαροζύμωτο, κορύκειον, μυροβόλο)
  26. ανθός (άγγιχτος, αμάραντος, αναμεσιανός, ανθηνένιο της κόρης, ανθηρό, ανθί, ανθίμι, άνθιμος, ανθινό επικόλπι, ανθινο λιλί (το λουλουδένιο στολίδι), ανθινό πουγκί, ανθίτσι, ανθίτσι της νιάς, ανθοδροσόμαλλο, ανθοκουκούλα, ανθόμηλο, ανθομούνι, ανθομπούμπουκο, ανθουλάκι, ανθούλι , ανθουσένιο μάτι, ανθώλη, ανθουλλί, ακακίας, βερυκανθός, δροσανθός, ευοσμανθός, ροδιάς, της αγνείας, της κρυφής σκαφούλας, της φύσης, του αναγκαίου, του κουτιού, απάρθενος, ατίμητος, βατσινίας, βερωτός (βέρα: κυκλικός), γαρδένιας, γιασεμιού, θαλλεροζανθός , θαυμασαριός, κεραπουκάτος (που βρίσκεται κάτω από τον ομφαλό), κερασανθός, κερασένιος , κροκανθός, κρυφός ανθός της τσούπας, λεμονιάς, λουλουδανθός, λυγιάς, μηλίτσας, μολοχανθός, μοσχανθός, μυρσινανθός, νεραντζανθός, νεραντζιάς, παρθενίας, πορτοκαλιάς, πύρινος, ροδακινιάς ανθός, ροδανθός της κόρης, ροκοανθός της κόρης, φασκομηλιάς λευκανθός, χάσικος)
  27. ανούλι
  28. απαλό γιασεμί
  29. ασπρολούλουδο
  30. άσπρος κρίνος
  31. άσπρος μενεξές
  32. ατρύγητος κρίνος
  33. αφράτο
  34. αχαμνότρυπα
  35. αχνό
  36. αχνόλαστο
  37. βαβί
  38. βαγιολούλουδο
  39. βαίο
  40. βεργί
  41. βεργωτό
  42. βερωτός
  43. βιόλα
  44. βιολέτα
  45. βιολετάνη της τσούπας
  46. βοτρίδι
  47. γαρουφαλάτο
  48. γαρουφαλίτσι
  49. γαρυφαλλένιο λιλί
  50. γερανάκι
  51. γήο
  52. γλυκάδι
  53. γόνη
  54. γόνος
  55. δαφνολούλουδο
  56. δαφνούλα φουντωτή
  57. διόσανθος
  58. διχαλωτό
  59. δροσερή σπορτούλα
  60. δροσίδι
  61. δροσινό
  62. δροσολούλουδο
  63. ειδωλάκι
  64. ελειόχρυσος
  65. ελιανθάκι
  66. ζαμπάκι
  67. ζεοβιανό
  68. ζερνέκαντο του κοριτσιού
  69. ζουμπουλάκι
  70. ζουμπύλι
  71. ηλιόχαρο
  72. ήλτο
  73. ήλτσο
  74. ημεράτσι της κόρης
  75. ημεροκαλλίδα
  76. θεστό
  77. θύρια
  78. ιμέτι (ή μάτι της τιμής)
  79. ιό
  80. ίρις
  81. καλυδώνι
  82. καμαράκι
  83. καμπανούλα της κόρης
  84. καστέλι
  85. κατιφές της κόρης
  86. κερασένιο
  87. κόκκινος κρίνος
  88. κόρη γαρουφαλάτη
  89. κουκούλα
  90. κουκούλα της τιμής
  91. κρινάκι
  92. κρίνο του γιαλού
  93. κρόκος της χρυσαυγής
  94. κρυμμένο χρυσοδαφνούλι
  95. κρυφή λαουδιά
  96. κρυφό ανθάκι δροσερό
  97. κρυφολούλουδο
  98. κρυφός υάκινθος
  99. κυκλαμινάκι
  100. κύτος
  101. λαλέ
  102. λαλεδάκι
  103. λαλέδι
  104. λαλέδι της νιάς
  105. λαλλάρι
  106. λειρί της κόρης
  107. λειρίδι
  108. λεπτό
  109. λευκό ανθόκρινο
  110. λευκό νούφαρο
  111. λευκόγιο
  112. λευκός κρίνος
  113. λιόφλογο
  114. λολολάκι (φράση της παρθενομαμής: γιατί λολοδάκι μου χάλασες το λελουδάκι σου;)
  115. λουδιό
  116. λουλούδι (άγρυπνο, άδυτο, αθέατο, αλώβητο, ανθρώπινο, δροσινό, ανοιχτό, αχνολούλουδο, λουλούδα, λουλουδάτο, λουλουδάτσι, λουλουδένιο ανθί, λουλουδένιο προσάρκι , λουλουδένιος, λουλουδίμι, λούλουδο, λουλουδούλι ,μισάνοιχτο, μεβιανό, μενεξεδένιο, μοσχοϊτιάς, μοσχολουλουδάκι, μπιγόνιας λουλουδάκι, μυγδαλιάς, ολόδροσο, πενταφύλακτο, ροδονιάς, τίμιο, φεγγοβόλο)
  117. λούλουρο
  118. λουλούτσι
  119. λούρνος
  120. λυγερό
  121. λύγινος
  122. λύγιο
  123. λυχναράκι της κόρης
  124. μανουσάκι
  125. μαργαρίτα
  126. μάτι της παρθενιάς
  127. μάτι του ήλιου
  128. μελισσάκι
  129. μελολί
  130. μενεξένιο γιουλάκι
  131. μεσομούνι
  132. μέτι της αγνότης
  133. μηράδι
  134. μουρνίδι
  135. μπαμπακούλα
  136. μπαμπακωτός
  137. μπουμπούκι (άδοτο, άθικτο, αμύριστο, ανήλιαγο, απάρθενο, απόκρυφο, δαμασκινιάς , κιτρινολεμονιάς, κλειστό, κρυφό, μυρτιάς λευκό, μεσομπούμπουκο, μοσχοτριανταφυλλιάς, νωλιομπούμπουκο, ροδοδαφνιάς, σ' ασχήμι της κόρης, του λιλιού (λιλί : αιδοίο), ταλλιακό, της τιμής, τρυφερό)
  138. μυλλιδώνι
  139. μυριανθισμένη αλυγαριά
  140. μυριανθισμένο
  141. μυρτολούλουδο
  142. νεραγκούλι
  143. νυχάκι
  144. ξέτρυπο
  145. ξυφί
  146. οινάνθη
  147. ολοδροσάτος κρίνος
  148. παπαρουνίτσα
  149. πασχαλίτσα
  150. πέπλο της νύφης
  151. περδικούλι
  152. πετανίδι
  153. πηγανούλι
  154. πικόλπι
  155. πλοκαμιανός
  156. ποθεινό
  157. πόθη
  158. ποθιανό
  159. προσάρκιο
  160. πρόσαρκο
  161. ρόδο (κόκκινο δροσάτο, ντροπαλό, της νιας, ροδοσταμιά, ρόδινο ανθάκι, ρόδινη φλόγα)
  162. ροκολούλουδο
  163. ρολόϊ της τσούπας
  164. ρωγολούλουδο
  165. σελλιάνα
  166. σιμιλούδι
  167. σκυλίτσα
  168. σκυτελάκι
  169. σκύτος
  170. σπιρτούλα
  171. στεφανάκι
  172. στόλος (στολίδι)
  173. στρογγυλολούλουδο
  174. σφηκάρι
  175. σχιστολούλουδο
  176. τερυπτός
  177. τερυτό
  178. τριανταφυλλάκι κόκκινο
  179. τριανταφυλλένιο
  180. τριαντάφυλλο εκατόφυλλο της κόρης
  181. τριμίδι
  182. τρουπί
  183. τρύοπο
  184. τρυφεράδι της κόρης
  185. τρυφερή βιολέτα
  186. τρυφηλό
  187. τσίπα
  188. φαλάμι του ανθού της κόρης
  189. φλόγα
  190. φλογερή παπαρούνα
  191. φρυδάκι
  192. φυλακιό
  193. χαλαρό
  194. χρυσάθεμο της κόρης
  195. χρυσόκρινος
  196. ψαθιρένιο
  197. ψαφαρό
  198. ψιλό
  199. ψυχαλιδάτο γαρυφαλλάκι

(Πηγή: εδώκαι εκεί)

(από σφυρίζων, 13/04/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πέτρα της θάλασσας η οποία έχει πιάσει φύκια (μαλλιά). Συνηθίζεται να την μαζεύει ο κόσμος την ημέρα της Αναλήψεως, κατά την οποία ημέρα προτιμούσαν παλιότερα οι Έλληνες να κάνουν το πρώτο μπάνιο στην θάλασσα.

Μεταφορικά βέβαια σημαίνει το αιδοίο της γυναίκας λόγω προφανούς ομοιότητας στο... τρίχωμα.

Οπότε έχουμε την πρωτομαγιά που πιάνουν οι γυναίκες το μαγιόξυλο και της Αναλήψεως που πιάνουν οι άντρες την μαλλιαρή. Ουδείς παραπονούμενος!

- Πού πήγατε της Αναλήψεως κυρ-Κώστα;
- Στη Σαλαμίνα πήγαμε κυρα-Μαίρη, μπας και πιάναμε καμία μαλλιαρή να την στολίζαμε στην σερβάντα, αλλά τζίφος, τις πρόλαβαν άλλοι.
- Ε, του χρόνου να πάμε μαζί κυρ-Κώστα μου, μπας και σου φέρω γούρι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Την εν λόγω «τράπεζα» ανέφεραν οι παλαιότεροι άρρενες (πατεράδες, θείοι, παππούδες), εννοώντας μεταφορικά τις γκόμενες (πιο συγκεκριμένα το μουνί τους), χάριν των οποίων οι άντρες ξόδευαν αφειδώς τα λεφτά τους προκειμένου να τις συντηρούν η να πηδούν επί πληρωμή κατά περίπτωση. Δηλ. «κατέθεταν» τα λεφτά τους σε αυτήν την «τράπεζα».

Βέβαια, στην εποχή μας που η πλειοψηφία των γυναικών το διατηρεί ξουρισμένο η αποτριχωμένο, έχει ατονήσει αυτή η έκφραση.

- Τόσα λεφτά βγάζει ο Μάκης και δεν είχε να μου δώσει κάτι λίγα που είχα ανάγκη.
- Λογικό. Αφού όλα τα λεφτά του τα καταθέτει στην τράπεζα.
- Σοβαρά; Σε ποια τράπεζα δικέ μου;
- Στην μαλλιαρή τράπεζα!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιγελαστικά, ότιδήποτε άρρωστο έχει φυτρώσει στο αιδοίο μιας γυναίκας.

- Μου φαίνεται θα την πάρω την Κορίνα απόψε...
- Ποια Κορίνα ρε, την βρωμιάρα; Αυτηνής το μουνί έχει βγάλει μανιτάρια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ηλικιακή ωρίμανση του θηλυκού έχει ως φυσικό επακόλουθο μεταπτώσεις στη σεξουαλική του δραστηριότητα με αποτέλεσμα το αιδοίο/ψωλότσεπη να περνά από το στάδιο της διαρκούς εισροής σε αυτό της πλήρους αχρηστίας.

Σε αυτό το τελικό στάδιο η γυναίκα κάτοχος του συγκεκριμένου μαραμένου αιδοίου απόκτα και επίσημα τον τίτλο της μαραμούνας.

Στάδια:

α) 17-30: ανοίξαμε και σας περιμένουμε
β) 31-40: ζητιάνα της πούτσας
γ) 41-... : μαραμούνα

Υπάρχουν, βέβαια, και οι φωτεινές εξαιρέσεις σε όλα τα στάδια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αλγεβρικό σύμβολο, κατά το οποίο το μι τίθεται εις τη νιοστή δύναμη. Πρόκειται απλώς για το γνωστό μας «μουνί», που έτσι έχει άλλη μια ευκαιρία να δηλωθεί γραφικά και υπαινικτικά στον επίσημο λόγο, χωρίς να ξεσηκώσει αντιδράσεις.

Έλα όμως που ξεσήκωσε! Ναι μεν ο όρος υπήρχε ανέκαθεν (από τα χρόνια των πατεράδων / παππούδων μας, ή κι απ' όταν οι Άραβες ανακάλυψαν την Άλγεβρα), όμως έγινε της μόδας από το βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη, που βιογράφησε τον βίο και πολιτεία πολλών διάσημων «μι εις τη νιοστή» της Ιστορίας και ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών.

Ο γελοιογράφος ΚΥΡ εφηύρε την έκφραση «το μι εις τη νιοστή σέρνει καράβι», και την παρέστησε ως εξής:

Μετά την αντίδραση στο βιβλίο του Ανδρουλάκη, το παπαδαριό κάνει πραξικόπημα και εγκαθιδρύει ένα καθεστώς χριστιανοταλιμπάν, με σκοπό την απαγόρευση του άσεμνου βιβλίου. Τότε οι υποστηρικτές του μι εις τη νιοστή εγκλείονται σε καράβι, που τους οδηγεί προς τη Μακρόνησο ως τόπο εξορίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο «το μι εις τη νιοστή σέρνει καράβι».

(Εντάξει, λίγο Σεφερλή θυμίζει, αλλά τό 'πε ο πολύς ΚΥΡ, δεν φταίω εγώ!).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Η γκόμενα με την ευρύτερη έννοια, συμπεριλαμβανομένης και της συνομοταξίας μουνάρα. Βλ. και τα πολλά παράγωγα του συνθετικού -μούνα.

  2. Κάποιο αντικείμενο θαυμασμού, πόθου ή φετιχισμού.

  3. Σε σεσινεπασλάνγκ, γυναικείο Αραβικό όνομα (منى ) που σημαίνει «επιθυμίες».

  1. - Κάποια στιγμή διαπίστωσα ένα γυνακείο βλέμμα να έχει καρφωθεί πάνω μου, ήταν μια σαραντάρα περίπου, μούνα με ενα εξώπλατο φόρεμα που το σκίσιμό του άφηνε ακάλυπτο όλο το μπούτι, το έκφυλο βλέμμα της με είχε κυριολεκτικά αναστατώσει.
    (από εδώ)

  2. - Εγω σου λεω να βαψεις μαυρο (αλλα οχι ματ) ζαντες, σασι και καπακια μοτερ πορτοκαλι τα πλαστικα και αμα εχεις λευτα κανε ενα νικελ το πιρουνι και το ψαλιδι. Πιστεω πως θα ειναι πολυ μουνα αμα θες κανε τις ζαντες διχρομια οπως λες!!!
    (από εδώ)

  3. - Εδώ στο πρόγραμμα των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην Ιορδανία, η Μούνα συνεχίζει τον αγώνα της να ξαναπερπατήσει. Σήμερα, η Μούνα θα βάλει ξανά τα τεχνητά της μέλη... (από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία