Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ας ξεκινήσουμε τη σημερινή μας διάλεξη κάνοντας τη διάκριση ανάμεσα σε αγγειοπλάστες και κεραμίστες. Ο όρος αγγειοπλάστης αναφέρεται στον παραδοσιακό τεχνίτη που δούλευε πάντα με τον βρισκούμενο κόκκινο πηλό κατασκευάζοντας τα χρηστικά ή / και διακοσμητικά αντικείμενα που όλοι γνωρίζουμε, από ακροκέραμα μέχρι γλάστρες. Εξ ου και οι ονομασίες τσουκαλάς, γλαστράς, πιθαράς κλπ. Ας σημειωθεί ότι η διάκριση είναι υπαρκτή και στα αγγλικά (potter / ceramist).

Ο πιο σαϊριλέ όρος κεραμίστας άρχισε να επικρατεί από τα εβδομήνταζ και μετά, με την άφιξη του νέου αίματος στον κλάδο, δλδ νέων ανθρώπων που επέστρεψαν από την Εσπερία έχοντας σπουδάσει εκεί το αντικείμενο, και φέρνοντας μαζί τους νέα για τη χώρα υλικά και τεχνοτροπίες.

(Αντιπαρέρχομαι την κλασική μαλακιούλα σύμφωνα με την οποία ο πρώτος αγγειοπλάστης ήταν ο Κύριος, αφού μας έπλασε από χώμα και νερό. Ίσως γι' αυτό γουστάρουμε ως είδος να κυλιόμαστε στη λάσπη. Κουφάλα Δημιουργέ, τα πάντα εν σοφία εποίησες!).

Είναι περισσότερο στους κεραμίστες που αποδίδονται τα εύσημα του «καλλιτέχνη» (για να εξηγούμεθα: σε πάμπολλες περιπτώσεις διόλου άστοχα), ενώ οι μάστορες αγγειοπλάστες αντιμετωπίζονται κάποιες φορές από ορισμένους ανόητους σαν λαϊκουριά, ή σαν γραφικοί και κομματάκι παρακατιανοί νταξ-ρε-παιδί-μου (νάτη πάλι η μαλακιασμένη, όσο και πούστικη, ορολογία «έντεχνο / λαϊκό» και η σχετική αρμαθιά από παπαριές. Α ρε Μάρκο, δεν το 'ξερες πως είσαι άτεχνος να πας να βγάλεις το Κονσερβατουάρ ντε Παρί. Μόνο ν' αλητεύεις ήξερες και να κελαηδάς χασίσικα ταξίμια...). Τεσπα, το θέμα είναι ότι πάμπολλοι λαϊκοί τεχνίτες φτιάχνουν παπάδες, καθολικούς συγκεκριμένα.

(Εσείς εκεί στη γαλαρία που θορυβείτε, τον κακό σας τον φλάρο! Και τη Δευτέρα με τον κηδεμόνα σας!).

Έτσι κι αλλιώς όμως, είτε κεραμίστας, είτε αγγειοπλάστης, τα τίμια χέρια του είναι κυριολεκτικά βουτηγμένα στη λάσπη, η δουλειά βαριά, κι από χαΐρι όχι και σπουδαία πράματα.

Ας περάσουμε τώρα στην ουσία, με την ελπίδα ότι η παρούσα διάλεξις φωτίζει το θέμα και δίνει στους σύσσλανγκους μια καλή γεύση από την τρέχουσα αργκό του σιναφιού των ανθρώπων της λάσπης, όπως αποκαλούν οι ίδιοι τον πηλό. Πάμε λοιπόν :

stoneware: υαλοποιούμενος (δλδ με πολύ χαμηλό πορώδες) πηλός ψηλής θερμοκρασίας, με πολύ μεγαλύτερη σκληρότητα και αντοχή από τον κοινό κόκκινο ή λευκό πηλό. Καθώς πρόκειται για εισαγόμενο υλικό, δεν υπάρχει ελληνική λέξη που να το χαρακτηρίζει. Από τους κεραμίστες χρησιμοποιείται εξ ίσου η γαλλική λέξη γκρε (gres).

ατσαλίνα: εργαλείο από λεπτό, εύκαμπτο φύλλο μετάλλου, συνήθως ανοξείδωτο και σε διάφορα σχήματα. Χρησιμοποιείται ομοίως στη διαμόρφωση ή το φινίρισμα των κομματιών.

γεράνι, γερανάκι: είδος δείκτη που τοποθετείται δίπλα στο πανωτρόχι για να βοηθά τον τεχνίτη να φτιάχνει τα κομμάτια στις ίδιες διαστάσεις. Με λίγη φαντασία, το σχήμα του παραπέμπει στο ομώνυμο πτηνό.

καβούλα: η μικρή μπάλα πηλού που παίρνει ο τεχνίτης (τροχατζής) για να αρχίσει τη διαμόρφωσή της στον τροχό.

κούκος (Τι κάνεις ρε λακαμά, θα τινάξεις εργαστήρι και σπίτι στον αέρα !!!): κούφιος κύλινδρος από πυρίμαχο υλικό, σε διάφορα μήκη. Αυτοί οι (άσχετοι με τον ερχομό της Άνοιξης) κούκοι, χρησιμοποιούνται μαζί με πλάκες από το ίδιο υλικό για να στηθούν μέσα στο καμίνι ράφια πάνω στα οποία τοποθετούνται τα κεραμικά για να ψηθούν.

λύκος: ο κρατήρας που εμφανίζεται στην επιφάνεια του τελειωμένου κεραμικού και οφείλεται στην ύπαρξη μέσα στη μάζα του πηλού αναφομοίωτου ασβεστίου (λόγω προβλήματος στον βιομηχανικό εξοπλισμό). Με τον καιρό και την ατμοσφαιρική υγρασία, το ασβέστιο ωθείται προς την επιφάνεια και τελικά ανοίγει κανονική τρύπα πετώντας και ολόκληρη φλούδα από το σμάλτο.

μάζεμα: η συστολή του κεραμικού αντικειμένου, συνεπεία είτε του στεγνώματος, είτε του ψησίματος.

μαλακό / σκληρό (Όλο στο κακό και στο πονηρό ο νους σας): οι λέξεις χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το εύτηκτον ή μη ενός υαλώματος. Όσο πιο μαλακό, σε τόσο χαμηλότερη θερμοκρασία ωριμάζει (λιώνει). Χρειάζεται να πω και για το σκληρό;

μπαντανάς (Ασταδγιάλα ρε!!! Σα δε ντρέπεστε λίγο λέω 'γω!!!): πολύ αραιωμένος λευκός πηλός σε ρευστή κατάσταση, με τον οποίο καλύπτονται κεραμικά από κόκκινο πηλό, συνήθως ωμά, για να ψηθούν στη συνέχεια για πρώτη φορά. Η διαδικασία αυτή γίνεται για να διευκολύνει την διακόσμηση του κομματιού, εφόσον τα χρώματα αποδίδουν πολύ καλύτερα πάνω στη λευκή, μπαντανισμένη επιφάνεια από ότι στο φυσικό, κεραμιδί χρώμα του κόκκινου πηλού.

μπαντανόγυαλο: αυτοσχέδιο υάλωμα το οποίο στη σύνθεσή του περιέχει μεγάλο ποσοστό πηλού σε σκόνη.

μπισκουί/ μπισκότο (Μην το φας ! Θα ξεράσεις !): λατινογενής λέξη που σημαίνει δίπυρο, ψημένο δύο φορές. Πρόκειται για παραδοξολογία, εφόσον με τον όρο αυτό περιγράφονται τα αδιακόσμητα κεραμικά που έχουν ψηθεί μόνο μία φορά.

Η ίδια λέξη χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες από το σινάφι των κεραμιστών (biscuit, biscotto, bizcocho).

ξεγυριστήρι: άλλο εργαλείο, με ξύλινη λαβή και μεταλλικές θηλιές διαφόρων σχημάτων στη μία ή και στις δύο άκρες. Ο γούγλης απέδωσε αποτελέσματα για «ξεγυριστάρι», είδος πριονιού. Άλλη επαγγελματική αργκό αυτή.

πανωτρόχι: ο περιστρεφόμενος δίσκος που βρίσκεται πάνω-πάνω στον τροχό του αγγειοπλάστη, και πάνω στον οποίο τοποθετείται ο πηλός για να διαμορφωθεί το αντικείμενο.

πελεκούδα: ξύλινο, πεπλατυσμένο εργαλείο σε διάφορα σχήματα, που χρησιμοποιεί ο τροχατζής για τη διαμόρφωση του κομματιού.

πετσικάρω: άντε, μη βαριέστε! Πάρτε τα ποδάρια σας και πάτε εδώ να διαβάσετε τα γενικότερου ενδιαφέροντος σχόλια. Και να προσέχετε μεταξύ άλλων στο στέγνωμα των κομματιών για να μην έχετε τέτοια φαινόμενα.

πυροχρώματα: τα βιομηχανικά παρασκευασμένα χρώματα με τα οποία ζωγραφίζεται το κεραμικό. Πολλές φορές αποκαλούνται και στέινς (από το αγγλικό glaze stains = χρώματα βαφής υαλωμάτων).

σιδέρωμα: η διατήρηση για κάποιο χρονικό διάστημα (συνήθως 30-60 λεπτών) μιας συγκεκριμένης (συνήθως της τελικής) θερμοκρασίας στο καμίνι για να λιώσει καλύτερα, και άρα να ψηθεί σωστά το σμάλτο. Έξυπνα παιδιά είστε, αντιλαμβάνεστε βεβαίως ότι το ρήμα είναι σιδερώνω.

τορνέτα, τροχάκι: μικρός, επιτραπέζιος χειροκίνητος τροχός πάνω στον οποίο τοποθετούνται τα κεραμικά για περαιτέρω επεξεργασία ή διακόσμηση.

τραβάει (Τι θα κάνω με σας που έμπλεξα;;!!!): το ρήμα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την επιθυμητή απώλεια ενός ποσοστού υγρασίας του πηλού, ώστε να έρθει στην σωστή σκληρότητα για να δουλευτεί. Άμα παρατραβήξει όμως, δεν δουλεύεται με τίποτα.

τρίχιασμα: η εμφάνιση λεπτότατων ρωγμών στο κεραμικό κατά τη φάση του στεγνώματος. Μπορεί να οφείλεται σε πλημμελή κατασκευή, χειρισμό, στέγνωμα ή και σε ανεπάρκεια του ίδιου του υλικού για την κατασκευή του συγκεκριμένου κομματιού. Το τρίχιασμα, κατά το πρώτο ψήσιμο εξελίσσεται σε κανονικότατο ράγισμα, οπότε τρίχες κάναμε.

τσίγκρισμα: το σπάσιμο μιας μικρής φλούδας πηλού και σμάλτου, συνήθως στα ευαίσθητα χείλη του κεραμικού, συνεπεία κάποιου χτυπήματος.

φαγιάνς: ο κοινός λευκός πηλός. Το όνομα προέρχεται από τα περίφημα φαγεντιανά κεραμικά (της ιταλικής κεραμούπολης Faenza).
φάρμακο: έτσι αποκαλούν πολλοί αγγειοπλάστες τους χημικούς διασπορείς που προστίθενται σε πολύ μικρή αναλογία στον ρευστό πηλό που προορίζεται για χύτευση αντικειμένων σε καλούπια.

φρίτα: βιομηχανικά παρασκευασμένη βάση υαλώματος, η οποία χρησιμοποιείται είτε αυτούσια (ενίοτε ως διορθωτικό υλικό), είτε με την προσθήκη άλλων υλικών για να φτιαχτεί ένα συγκεκριμένων ιδιοτήτων και εμφάνισης υάλωμα. Εδώ.

φυλλιέρα, μακαρονιέρα: προφάνουσλυ πρόκειται περί μηχανημάτων / εργαλείων που επιτρέπουν την κατασκευή φύλλων (πλακών) ή μακαρονιών από πηλό.

χερώνω (Εγώ φταίω, που κάθομαι κι ασχολούμαι...): το ρήμα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κολλήματος χερουλιών σε άψητα κεραμικά φλυτζάνια με τη βοήθεια γλίτσας πηλού ως συγκολλητικής ουσίας. Βλ. και κρακελάρω.

Πηγή: κάποιες γνωριμίες του λημματογράφου στο σχετικό σινάφι.

Έλα, μη χαζεύεις ! Έχουμε μάθημα ! Φτιάξε το γερανάκι στο ύψος, και θυμήσου ότι το φλυτζάνι θα μαζέψει, άρα βάλτο λίγο ψηλότερα από το μέγεθος που θέλεις. Πιάσε την καβούλα και κεντράρησέ τη στο πανωτρόχι, αγκάλιασέ τη με τις παλάμες και πάμε. Έχε δίπλα σου την πελεκούδα, μ' αυτή θα φορμάρεις το κομμάτι. Για τη λουρίδα που θέλεις να βγάλεις, θα δουλέψεις το ξεγυριστήρι. Έτσι μπράβο.
Άστο να τραβήξει λίγο και πιάσε να το χερώσεις. Πιό μετά θα το μπαντανίσεις και θα το αφήσεις να στεγνώσει τελείως. Έστησες τα ράφια με τις πλάκες και τους σωστούς κούκους ; Άντε τώρα να το ψήσεις μπισκουί.
Έτοιμος για τη ζωγραφική ; Ρε συ, εσύ ζωγραφίζεις στ' αλήθεια !
Πάμε τώρα να γυαλώσουμε και να ξαναψήσουμε. Το σμάλτο θα το σιδερώσεις μισή ώρα στους 1020 C. Αμόλυβδο είναι, μην το φοβάσαι.
Άντε, καλό καφέ ! Και να το προσέχεις το φλυτζάνι σου μην τσιγκρίσει ή πέσει κάτω. Η ομορφιά είναι εύθραυστη...

Νταξ, τα ενδεικτικά παραδείγματα είναι ανέμπνευστα, ζορισμένα και φτωχά, αλλά πρώτον είναι απολύτως αληθινά και δεύτερον έλεορ ρε πστ μου ! Χώμα έγινα και λάσπη μέχρι να το τελειώσω !

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

στειλιάρι, στυλιάρι

  1. Το κοντάρι, ξύλινο μέρος του σκερπανιού βασικού εργαλείου των οικοδόμων μαστόρων κτλ.
  2. Ξύλινο κοντάρι από άλλα εργαλεία γενικότερα (τσάπες, γκασμάδες κτλ.)
  3. Παρομοίωση του πέους με το ξύλινο κοντάρι, το δυνατό, χοντρό και ντούρο πέος.

- Παναγία μου τι στειλιάρι είναι τούτο;;;
- Όλο για σένα καύλα μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Α) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stock» σημαίνει: «αποθηκεύω (ή γενικότερα συγκεντρώνω) σε συγκεκριμένο χώρο κάποια είδη· συνήθως προϊόντα ή εμπορεύματα».

Β) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το βενετσιάνικο «stocar» όπως βεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος σημαίνει: «βάζω στόκο σε μια επιφάνεια ξύλου, μαρμάρου κτλ., για να κλείσω τους πόρους, τις ρωγμές ή για να καλύψω άλλες ανωμαλίες».

Σλαγκικότερα εμφανίζεται με την έννοια τού:

  • «μακιγιάρω υπερβολικά για να καλύψω ατέλειες» και χρησιμοποιείται, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο, αρκετά συχνά από άντρες εκφράζοντας απέχθεια, και σπανιότερα από κακεντρεχείς κουτσομπόλες,

  • «μαλακίζομαι» / «πασαλείφω με τα χύσια μου», οπότε ενίοτε υπονοούνται μεγάλες καύλες, ανάλογη ποσότητα ψωλοχύματος, ακόμη και μια... βιρτουοζιτέ στην τεχνική.

Γ) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stalk» (που προφέρεται «στοκ» με ελαφρά τραβηγμένο το «ο») είναι σαφώς πιο φρέσκο και σημαίνει: «παρακολουθώ στενά κι εξαιρετικά επίμονα κάποιον (ή γενικότερα τη δραστηριότητα κάποιου), συχνά σε βαθμό παρενόχλησης».

Για την ώρα χρησιμοποιείται συχνότερα για να περιγράψει τέτοια συμπεριφορά (όχι πάντα επικίνδυνη) κυρίως στο νέτι.

  1. Η είδηση κάνει το γύρο του κόσμου γιατί είναι πράγματι εντυπωσιακή: το Βέλγιο σχεδιάζει να κατασκευάσει τεχνητό νησί σε σχήμα δαχτυλιδιού που θα του επιτρέπει να στοκάρει την ενέργεια που θα παράγεται στα αιολικά του πάρκα στη Βόρεια Θάλασσα.

  2. Θέλω σε εξωτερικό τοίχο που έχει εμφανίσει τριχοειδείς ρωγμές να τις ανοίξω λίγο παραπάνω (3-4 χιλιοστά) , να τις στοκάρω και να τις ασταρώσω προκειμένου να ξαναβάψω τον τοίχο.
    (έως εδώ καθαρά διεκπεραιωτικά)

  3. Μμμ Έχετε ιδεί βλογιοκομμένο πρόσωπο το οποίον να έχει λακκουβάκια στην επιφάνεια τα οποία λακκουβάκια δημιουργήθηκαν από τα κενά που άφησε το πύον που αφαιρέθηκε ναι; Μάλιστα. Η «εθνική» «σταρ» Αλίκη που είχε πολλά τέτοια στο πρόσωπό της, τα στοκάριζε, κι έτσι κάλυπτε το σεληνιακόν τοπίον...

  4. Στοκάρισε τώρα την οθόνη σου παίχτη!!
    (μεταφερμένο από γκρίγκλις· σαν λεζάντα κάτω από προκλητικά σέξι φωτογραφία αλόγου παροτρύνει τον παραλήπτη σε μαλακία)

  5. Αφού τον σουτάρισε το Μαράκι, πέρασε έναν χρόνο να το στοκάρει στο Facebook και το Instagram για να δει με ποιον βγαίνει και πού πηγαίνει.

  6. Είδε τη φωτογραφία μου. Του άρεσε. Και το εξέφρασε με ένα απλό like και ένα σχόλιο. Παρόλο που στοκάρω ανελέητα όλους τους fb φίλους μου, έχω βρεθεί άπειρες φορές σε αντίστοιχη θέση και δεν έχω κάνει like ή comment για να μην θεωρήσει ο/η άλλος/η οτιδήποτε. Το ξέρω ότι δεν είναι φυσιολογικό, αλλά το ξέρω ότι δεν είμαι μόνος.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

(από σφυρίζων, 04/10/13)(από Khan, 01/11/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εργαλείο μαστόρων και γλυπτών σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου, με ξύλινη λαβή (αγγλ. turning tool). Χρησιμοποιείται ευρέως από αρχαιολόγους και εργάτες ανασκαφών για λεπτοδουλειές και καθαρισμούς. Γνωστό και ως τριγωνάκι.

- Σαν πολύ τετράγωνος να είναι ο τάφος, ή μου φαίνεται;
- Άσε, έχουμε έναν εργάτη μάστορα στο τριγωνάκι! Αφού δεν έφτιαξε και καμία σφίγγα πάλι καλά.

(από σφυρίζων, 05/02/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1. Εισαγωγή

Ω πόσες εκφράσεις υπάρχουσιν εν την ημετέρα γλώσσαν σχετικά με την έννοια της αποδοκιμασίας και αηδίας! Τοιαύτη φράση δηλεί την αποδοκιμασία σε χείριστο βαθμό, την μεγίστη αηδία λέγω!

Η ορολογία αυτή προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από την αργκό των μαστόρων γυψοτεχνίας τε και επιχρήσματος (κοινώς γυψοσανιδάδες) , οι οποίοι αναφέρονται στον υαλλοβάμβακα ως «μαλλοβάμβακα» για λόγους αμεσότητος.

2. Ανάλυσις

Το πρώτο ουσιαστικό (τρίχαι) δηλεί αηδία εις μέτριον βαθμό, συγκρατημένο αποτροπιασμό. Ίσως αποτελλεί αναφορά και εκκίνηση των απανταχού θριχοφοβικών, αντικείμενο χρήζει περαιτέρω ερεύνης.

Εις παραθετικον επίπεδον συντάσσεται μετά του επιθέτου «κατσαρός» εις ένδειξης μέγιστης αηδίας τε και σιχαμάρας, λόγω του ότι αι σγουραί θρίχαι είναι εντονότεραι, χονδρότεραι και πλέον αηδιαστικαί. Απαντώνται δε και εις συγκεκριμένα μέρη του σώματος οπότε συνδυάζονται και με σχετικήν... ευωδίαν εις περίοδους απλυσίας, πράγμα που συμβάλει στον ζητούμενο ήτοι την επαύξηση της αηδίας.

Τέλος, ως επαύξηση της ήδη φρικώδους και αποτρόπαιας εικόνας προστίθεται η χρήση υαλλοβάμβακος, υλικό το οποίο προσομοιάζει της θριχός λόγω υφής και σκληρότητας. Αν αναχθεί εν τη σήμερον ημέραν, ο υαλλοβάμβακας επεκτείνει την έννοια των κατσαρών θριχών όπως τα extensions επεκτείνουν την κόμη της νεανίδος. Μόνη διαφορά βεβαίως εστί ότι στην πρώτη περίπτωση το αποτέλεσμα τείνει προς το σιχαμερότερον, ενώ στην άλλη προς το ομορφότερον (εις όποιον αρέσκεται στα ψεύτικα μαλλιά, τουλάχιστον).

3. Συμπέρασμα

The Zak is back!

Φαίδων: «Εχθές μετέβην ω φίλε εις την οικίας της Ευτέρπης ύστερα από πρόσκλησίν της, και αφού εκαταλώσαμεν σαμπάνια μετά φραουλών και σαμπάνιας....»

Αγαθοκλής: «Ναι, ναι!!!!»

Φαίδων: «Την ασπάστηκα σταυρωτώς και έφυγα.»

Αγαθοκλής: «Την ασπάσθεις σταυρωτώωως! Τρίχαι κατσαρέ και μαλλοβάμβακαι πλέον! Δια άλλην δουλειά σε προσεκάλεσεεε!»

Φαίδων: «Δια τις ψευδοτοιχίαι;»

Αγαθοκλής: «Δια τις μαλακίαι...»

Βλ. και τρίχες, τρίχες κατσαρές

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ηλεκτροσυγκολλητής, στο Πέραμα. Από το εργαλείο συγκόλλησης που χρησιμοποιούν (τσιμπίδα συγκόλλησης).

Μάστορα, πες στο Φανούρη τον τσιμπίδα τα ανεβατά να τα κάνει πιο καλά, σαν κουτσουλιές είναι, σκέτο μουνί καλλιγραφία....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ουδέτερο, πληθυντικός. Το κόστος των εργατικών του μάστορα, κυρίως κατά την επισκευή αυτοκινήτου, αλλά και γενικότερα.

Χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό της πληρωμής του μάστορα από το κόστος των ανταλλακτικών.

Ευχαριστώ τον μπρο μου για το παράδειγμα, απ' τη ζωή κ το φόρουμ των 4Τ βγαλμένο, και υπό BEAMS εκπεφρασμένο.

- Άσε ρε μαλάκα, χτες έκανα ένα κατέβασμα από τετάρτη σε δευτέρα με το aururis και πρέπει να πήρα τις βαλβίδες στο χέρι. Ψήνομαι να του πετάξω μια δίλιτρη Carlos Sainz εντίσιον και τα μυαλά στα μπλέντερ.
- Πώς είσαι τόσο σίγουρος πως έχουν γίνει όλα μέσα κώλος, άρα πας για μηχανή και ψάχνεις από τώρα; Έχεις ιδέα πόσο πάει μια σοβαρή μεταχειρισμένη μηχανή μαζί με τα φτιαχτικά; Το τριχίλιαρο το έχεις χαλαρά. Εκτός αν μιλάμε για καμιά μηχανή μπουρδέλο, με τοποθέτηση ακόμα πιο γεια σου. Εκεί, σου βρίσκω μηχανή και με 100 ευρώ. Βρες και ένα μπρατσαρά να την πετάξει μέσα όπως πετάς τα ζάρια και έφυγες. Είναι λοιπόν κουβέντα αυτή που κάνουμε τώρα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σχέδιο σε σχήμα V, που θυμίζει... ψαροκόκκαλο.

Το λέμε κυρίως

α. για παρκέ (που θεωρείται το πλέον ακριβό και σπανίζει -για την ακρίβεια σπανίζει το εξαιρετικά καλοφτιαγμένο) ή για κεραμικό πλακάκι κλπ,
β. για είδος ύφανσης σε χοντρό συνήθως ύφασμα (μάλλινο, τουίντ κλπ) που επίσης θεωρείται σικάτο και ακριβό,
γ. για τον μπακλαβά του πέλματος στα λάστιχα αυτοκινήτου.

  1. Κυρία μου, θα σας έλεγα να μην πειράξετε το παρκέ. Είναι ωραιότατο κι ας είναι παλιό. Σε ένα σημείο μόνο είναι το πρόβλημα. Θα σας κάνω ενέσεις πολυουρεθάνης, η οποία θα μπει από κάτω και θα στηρίξει τα ξύλα να μην τραμπαλίζουν. Δεν θα φαίνεται τίποτα και δεν θα χρειαστεί τίποτ' άλλο. Αλλιώς θα πρέπει να το ξηλώσετε όλο και δεν θα ξαναγίνει ποτέ σωστά. Κανείς δεν ξέρει πια να δουλεύει σωστά τέτοιο ψαροκόκκαλο.

  2. Μπα μπα μπα... Και παλτό ψαροκόκκαλο η κυρία... Πού το κονόμησες;

  3. Άλλαξα μάρκα γιατί ήθελα το πέλμα ψαροκόκκαλο που δεν έχουν τα καινούργια goodyear. Είχα νιώσει το απίστευτο κράτημα στο βρεγμένο και ήθελα ίδιο πέλμα.
    (από το δίχτυ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία