Νταλικέρικη έκφραση, για να δηλώσει καταρχήν το προφανές. Τα χιλιόμετρα του πάνε ή του έλα, που δεν κουβαλάς φορτίο, άρα δεν πληρώνεσαι για το δρομολόγιο. Βέβαια οι ιδιοκτήτες νταλίκας φροντίζουν να κουβαλάνε cargo αλερετουρ, για ν΄αποφύγουν τη χασούρα. Δε τα καταφέρνουν πάντα όμως (άμα τα κατάφερναν δεν θα είχαμε και την φράση).

Μεταφορικά τώρα, χρησιμοποιείται για τη χασούρα γενικότερα και σε όλους τους τομείς ( οικονομικούς, αισθηματικούς κοκ ). Τζάμπα καίει η λάμπα, δλδ.

  1. Στιχομυθία καληνυχτάκηδων
    - Τι έγινε χτες με τη φορτωτική; Πως πήγε; Φάγαμε;
    - Μπα ρε φίλε. Τίποτα. Την πήγα στου διαόλου το κέρατο, και την καληνύχτισα. Ούτε καν βενζινογαμιάς Και οι δύο ταυτόχρονα:
    - Άδεια χιλιόμετρα ρε πστμ!

  2. - Πού, ρε συ;
    - Τούαλετ.
    - Μπύρες;
    - Ναί.
    - Άδεια χιλιόμετρα ρε μλκ. Πιές κανά μπέρμπον.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αρχική έκφραση φαίνεται ότι είναι αλλάζω τα πέταλα. Μάλλον πρόκειται για μια σειρά από πράγματα που είναι κοπιαστική η αλλαγή τους, οπότε η έκφραση έχει τη σημασία εξουθενώνω. Ο Νίκος Σαραντάκος εδώ αναφέρει δύο κατηγορίες εκφράσεων με το αλλάζω. Η μία είναι οι θρησκευτικές, όπως όταν αλλάζουμε τον Χριστό, την Παναγία, την πίστη, τον αδόξαστο (=τον διάβολο), οπότε η εξουθένωση αφορά σε κάποιο είδος αλλαξοπιστίας. Οι δεύτερες είναι οι τεχνικές που αφορούν σε μία αλλαγή που είναι τεχνικώς κοπιαστικό να γίνει, όπως λ.χ. όταν αλλάζουμε τα φώτα, τα ράμματα, τα λάδια / πετρέλαια και τα πέταλα. Πρόκειται για εκφράσεις που αναφέρονται σε κοπιαστικές, εξουθενωτικές εργασίες, οπότε δηλώνουν μια σχετική εξουθένωση και βασανισμό. Στην τελευταία εννοείται μάλλον η δύσκολη αλλαγή πετάλων αλόγου (δες) ή άλλου ζώου με πέταλα. Υπάρχει και η παραλλαγή αλλάζω τα καρφοπέταλα που λένε στο χωριό του Στέφανου Χίου και όχι μόνο.

"Εδώ μέσα θα σας αλλάξουμε τα καρφοπέταλα", μετά το 1.30 προς το τέλος

Σταδιακά η έκφραση ειπώθηκε και ως γαμάω τα πέταλα, σε στυλ γαμώ + αντικείμενο, όπως λ.χ. γαμώ τα πρέκια, τα βάρδουλα κ.ο.κ. Ανάλογη εξέλιξη έχουμε από το αλλάζω τα ράμματα σε γαμάω τα ράμματα. Βλ. και γαμοπέταλος. Πιθανόν να υπήρξε και έλξη από την έκφραση τινάζω τα πέταλα, όπου αναφέρεται όμως στον θάνατο του ζώου. Αντιθέτως, το γαμάω τα πέταλα μάλλον προέρχεται από την αλλαγή πετάλου, (χωρίς να αποκλείεται να συνδέονται τα δύο).

Του αλλάζει τα πέταλα

  1. Του γαμησε τα πεταλα η γκομενα στο ρεφραιν [...] ασε που τα μπίτια αυτα ειναι ιερα και του γαμησε τα πεταλα. (Εδώ).
  2. 162000χλμ και τα φρένα δεν έχουν κάνει κιχ (και του γαμαω και τα πεταλα στα φρενίδια πλεον) (Εδώ).
  3. Η διοικηση να τους γαμησει τα πεταλα στα δικαστηρια. (Εδώ).
  4. Καυλοβοών: Θα σου γαμήσω τα πέταλα! Καυλάουρα: Αγάπη μου, δεν μπορείς να είσαι πιο ρομαντικός; Καυλοβοών: Καλά, θα σου γαμήσω τα ροδοπέταλα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στο γλωσσάρι του το Κόμματος, η διαγραφή και απομάκρυνση παραστρατημένων μελών.

Η δυνατότητα ανακαταγραφής από τα κομμουνιστικά κόμματα «μικροαστικών στοιχείων» που «αναπόφευκτα τρυπώνουν σ’ αυτό» τέθηκε σαν όρος από τον Λένιν για την αποδοχή τους στην Κομιντέρν (βλ. παράδειγμα 1 και εδώ). Ο τρόπος ανακαταγραφής παραμένει στην διακριτική ευχέρεια του κόμματος, βεβαίως βεβαίως.

Το πρώτο κύμα ανακαταγραφής έγινε μετά την ήττα του ΔΣΕ δίκην εμφυλίου μέσα στον εμφύλιο, όταν η ηγεσία Ζαχαριάδη εκκαθάρισε ευρύτατο φάσμα μελών (από φτωχομπινεδιάρησες μπουκλιώτες μέχρι υψηλόβαθμους τ. Πλουμπίδη) με χαρακτηρισμούς όπως «χαφιές», «πράκτορας», «προδότης» κ.ά. (βλ. εδώ). Τελικά ο Ζαχαριάδης δεν απέφυγε κι ο ίδιος την ανακατάταξη, eaten by his own dinner που λένε κι ο καλλιτέχνης.

Απόσπασμα από το «Γιατί με σκοτώνεις σύντροφε;» του Θωμά Δρίτσιου (βλ. εδώ):

Στη διάρκεια της «κρίσης» των αγωνιστών από τις συνελεύσεις, ανασκαλεύτηκαν όλες οι γνωστές και «άγνωστες» πτυχές της προσωπικής και αγωνιστικής ζωής τους, στιγμιαίες αδυναμίες, πραγματικά και φανταστικά παραπτώματα!

- «Πώς δεν βγήκες... Ελασίτης στην Εθνική Αντίσταση;», ρωτούσανε οι βαλτοί, που πάνω στον ζήλο τους να υπηρετήσουν την ηγεσία, δεν πέρασε, από το ξερό τους πως τότε ήσουνα παιδαρέλι...

- «Γιατί δεν βγήκες εθελοντής στο Δημοκρατικό Στρατό, και χρειάστηκε να σ' επιστρατεύσουν;», ρωτούσε άλλος κι ας μην ήξερε, πως με τον πατέρα και τον μεγαλύτερο αδερφό στη Μακρόνησο, ήσουνα ο μοναδικός προστάτης της φαμίλιας.

- «Εσύ βγήκες στο βουνό... Το γιο σου όμως τον άφησες να τον πάρουν οι μοναρχοφασίστες...».

- «Σκόπιμα βραδυπορούσες... Ζητούσες ευκαιρία να λιποτακτήσεις...».

- «Περνώντας κάποτε από τα Βοδενά ξέκοψες από το τμήμα, μπήκες στα περιβόλια και μάζεψες φρούτα...».

- «Δεν πληγώθηκες στις μάχες, είσαι αυτοτραυματίας...».

- «Πες μας εδώ στη συνέλευση... Τι σκοπεύεις να κάνεις:... Θα την πάρεις την Αγγέλα, αφού της υποσχέθηκες γάμο;...».

- «Έξυνες το τραύμα σου για να μην κλείσει η πληγή, για να μείνεις έτσι περισσότερο στο νοσοκομείο...».

Τέτοιες κι άλλες ερωτήσεις γίνονταν από «βαλτούς», που «δουλεύονταν» κατάλληλα από την τοπική καθοδήγηση. Κι ήταν έτσι στημένη η «ανάκριση» και τόση η πίεση, που οι «επανεξεταζόμενοι» κομμουνιστές για να δώσουν τέλος στο ψυχικό μαρτύριο -«στο θέατρο», όπως έλεγαν μετά- αναγκάζονταν να παραδεχτούν και πράγματα που δεν έκαναν και «κουβέντες» που δεν είπανε.

Το Κόμμα εσχάτως επανέφερε την δοκιμασμένη αυτή μέθοδο στο αναθεωρημένο του καταστατικό (βλ. παράδειγμα 2).

1.
Τα Κομμουνιστικά κόμματα των χωρών εκείνων, όπου οι κομμουνιστές δρουν νόμιμα πρέπει να κάνουν περιοδικές εκκαθαρίσεις (ανακαταγραφές) των μελών των κομματικών οργανώσεων, για να ξεκαθαρίζουν συστηματικά το κόμμα από τα μικροαστικά στοιχεία που αναπόφευκτα τρυπώνουν σ’ αυτό.
(Λένιν, Άπαντα, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, τόμος 41, σελ. 209)

2.
Με Απόφαση Συνεδρίου, το Κόμμα μπορεί να κάνει ανακαταγραφή των μελών του. Ο χρόνος και η διαδικασία καθορίζονται από την ΚΕ.
(Καταστατικό ΚΚΕ, αρθ. 4 παρ. η)

3.
Κανοντας την ανακαταγραφή (διαδικασία που επέβαλλε σε όλα τα μέλη του ΚΚΕ ο τιμημένος Ζαχαριάδης) όπως ζητάνε οι σύντροφοι επώνυμοι να σας εξομολογηθώ ότι εν έτει 1983 τα είχα με μία Κνίτισσα ονόματι Λίτσα που αποδείχτηκε μακρύ χέρι της ασφάλειας...το 1984 έσπειρα το λικβινταρισμό στην οργάνωση σπέρνοντας αυτάπάτες στη συντρόφισσα καθοδηγήτρια την Αλέκα ότι τη γουστάρω...εγώ όμως ήθελα τη Κατερίνα από το γραφείο της ΟΒας...Συνεχίζοντας τον παράλογα έκλυτο βίο μου που δεν αρμόζει σε στέλεχος του ΚΚΕ το 1989 τα έφτια ξα με καμιά δεκαριά μπορεί και 13 συντρόφισσες (13 μάλλον γιατί ήθελα να είναι συμβολικό εφόσον ερχόνταν το 13ο Συνέδριοτου ΚΚΕ)...που αποτέλεσαν τον πυρήνα να διασπάσω την Κομματική Οργάνωση Αθήνας....

4.
ΚΚΕ: Με τακτικές του παρελθόντος, στο δρόμο προς το Συνέδριο
Την περίφημη τακτική της «ανακαταγραφής», που είχε επιστρατεύσει το ΚΚΕ το 1953, θα εφαρμόσει ο Περισσός, ενόψει του Συνεδρίου του επόμενου χρόνου.

Hasta la vista, Ploumbidy! (από σφυρίζων, 16/05/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που όλοι μάθαμε στον στρατό, αλλά αποτελεί όρο της φυσικής και μηχανολογίας.

Αστοχία υλικού λογίζεται όταν:

α) η συμπεριφορά ενός υλικού στην πράξη (σαν μέρος μιας μηχανής ή μιας κατασκευής), κρίνεται σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκής, σε σχέση με την αναμενόμενη σχεδίαση του, στην θεωρεία.

β) για κάποια δουλειά δεν χρησιμοποιούμε το σωστό υλικό ή ανταλλακτικό, π.χ. ο Ίκαρος έφτιαξε τα φτερά του από κερί, με αποτέλεσμα να λιώσουν από τον ήλιο, καθαρή αστοχία υλικού στην ελληνική μυθολογία.

Αυτά για την κυριολεκτική έννοια. Η έκφραση μεταπήδησε στην σλανγκ για να περιγράψει ένα άσχημο ή/και καταστροφικό αποτέλεσμα.

  1. (ψιλοσλάνγκ)
    - Ρε μαλάκα, με το φτυάρι προσπαθείς να ξεχορταριάσεις τον κήπο;
    - Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι...
    - Θέλει αξιναγύρι.
    - Αστοχία υλικού. Και παιδεύομαι ο μαλάκας!!!

  2. (σλανγκ)
    - Και είμαι με το Λίλιαν χθες, και χαλβαδιαζόμαστε. Μου λέει, τι θα γίνει με εμάς; Και «τσουπ», της βγάζω το δαχτυλίδι...
    - Ώπατις...
    - Και τι γυρνάει και μου λέει;
    - Θέλω να με κάνεις μητέρα!
    - Όχι ρε, με παγώνει λέγοντας ότι θα προτιμούσε το I-phone το τέσσερα!!!! Και ότι τα δαχτυλίδια είναι πασέ, κονκασέ και σακ βουαγιάζ...
    - Αστοχία υλικού δηλαδής.
    - Δεν αλλάζει ο άνθρωπος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πτωχεύω, φαλιρίζω, βαράω φαλιμέντο, το διαλύω το μαγαζί με συνοπτικές διαδικασίες αφήνοντας τόγκες αριστερά και δεξιά, χρωστώντας σε όποιον έχει ελληνική υπηκοότητα. Δεν είναι καλό πράμα. Είναι όμως σύνηθες. Συμβαίνει δε και εις Παρισίους, καθώς και στις καλύτερες οικογένειες του Κολωνακίου, ονόματα δεν αναφέρουμε, υπολήψεις δεν θίγουμε.

Ετυμολογικά δεν είμαι σίγουρος πώς μας προέκυψε, αλλά έχω την εντύπωση ότι έχει να κάνει με τον ήχο: η κανονιά είναι ένα δυνατό και εντυπωσιακό γεγονός που δεν περνάει απαρατήρητο, όπως και το να κλείσει ξαφνικά μία επιχείρηση και ν' αφήσει πιστωτές, προμηθευτές, πελάτες κι εργαζομένους παγωτό.

- Τά 'μαθες; Ο Χατζημπουζουκοβλασάρογλου βάρεσε κανόνι.
- Όχι ρε πούστη μου! Τι λες τώρα... Κι έχω μία επιταγή του που λήγει την άλλη βδομάδα για 50 χιλιάδες ευρώπουλα.
- Ε, θα πάρεις κι εσύ τ' αρχίδια σου, όπως και οι άλλοι. Άντε, καλημέρα.
- Κακή, ψυχρή κι ανάποδη ρε Μητσοτάκουλα. Όποτε σε βλέπω για κακό είναι, γαμώ το φελέκι μου μέσα...

Δες και βαράω διάλυση.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η υποθήκη. Λέγεται για ακίνητα τα οποία είναι υποθηκευμένα. Ουσιαστικά, ο πλήρης όρος είναι οικονομικό βάρος. Αλλά έμεινε να λέγεται σκέτο «βάρος».

- Και γιατί δεν πουλάς το κτήμα ρε;
- Γιατί έχει βάρος. Πρέπει να βρω αγοραστή, να καθαρίσει, να πάρω τα υπόλοιπα, ή να τα πάρω κασαδούρα, και να μεταφέρω το βάρος σε άλλο ακίνητο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτίθεμαι, αποκαλύπτομαι, ξεφτιλίζομαι.

Αργκό που προέρχεται από τις μπουζουκλερί «βγαίνει το πρόγραμμα» δηλ. οι τραγουδιάρες στην πίστα = σε κοινή θέα.

Συνώνυμα: Βγαίνω στην πίστα / σέντρα / στον τάκο / στο ικάντιο (παραφθ. εκ του Επτανησιακού «ινκάντο» < ιταλ. incanto = δημόσιος πλειστηριασμός της περιουσίας κάποιου μετά από κατάσχεση = μτφ. διαπόμπευση / χλεύη) κλπ, βγαίνω φόρα (παρτίδα), με παίρνουνε χαμπάρι / πρέφα / κάβο κλπ.

Αφιερωμένο σε Ironick.

  1. Αγόρι, μην την κοζάρεις στο έτσι τη γυναίκα, βγαίνεις πρόγραμμα.

  2. - Λοιπόν, θα μου τα δώσεις τα κλειδιά για τη γκαρσονιέρα;
    - Ναι, αλλά κάτσε πρώτα να στείλω τη δικιά μου στη μάνα της, σιγουρέψου κι εσύ ότι θα φύγει για το ταξίδι η δικιά σου, γιατί έτσι και σφυρίξει τίποτα η μια στην άλλη, βγήκαμε πρόγραμμα.

  3. - Ρε συ τι λέει, αυτή η μπίζνα με τα [...]* είναι σόι; - Η φάση βρωμάει φίλος, αλλά έχει χαρτί.
    - Παίζει να μπω κι εγώ να βγάλω κανα μεροκάματο;
    - Να δω φως όμως, γιατί σε λένε για πεθαμένο και με το συγγνώμη δηλαδή...
    - Ρε, μπαίνω με 30 χιλιάρικα και πάω μ' όποιον τα 'χει**.
    - Εντάξει, αλλά ρελαντί και τουμπέκα σου, μη βγούμε πρόγραμμα στα παιδιά.


  • [...] = οποιαδήποτε (big/small time) καινούρια επιχειρηματική δραστηριότητα στα όρια της νομιμότητας (συνήθως αρπαχτή), που αποφέρει γρήγορο και εύκολο κέρδος και που διαρκεί μέχρι να γίνει Β κοινό και να θεσμοθετηθούν κανόνες, οπότε είτε γίνεται δυσκολότερη (π.χ. αποφέρει λιγότερο, έχει περισσότερο ανταγωνισμό, έξοδα, ρίσκα, φορολογία κλπ) είτε εξαλείφεται ως νέτα-σκέτα παράνομη.

** «Πάω μ' όποιον τα 'χει» = μπαίνω / ποντάρω καθυστερημένα σε κόλπο που έχει ήδη ξεκινήσει πάνω σ' αυτόν που κερδίζει (παλιά χαρτοπαικτική έκφραση, ακόμα εν ισχύ σε κύκλους άνω των -ήντα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πολυσχιδής σλανγκιά, εκ του ηχομιμητικού γουργουρίζω. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα εξής:

  • Το δοχείο του ναργιλέ, αυτό που γουργουρίζει όταν τον πίνεις. Οι γούργουρες κατασκευάζονται από γυαλί, πηλό ή κολοκύθα• οι καλύτεροι όμως, από το κέλυφος καρύδας (η λέξη nārgil στα περσικά σημαίνει καρύδα). Εναλλακτικά: γουργού, γούργουρας, γουργούλακας, γουργούλιακας.
  • Η κληρωτίδα, επειδή όταν γυρίζει γουργουρίζει. Εξ ου και η έκφραση «τώρα που γυρίζει ο γούργουλας».
  • Μη σλανγκικά (αλλά αρκούδως λαογραφικά), το λαρύγγι του κόκορα (επειδή γουργουρίζει) και το πήλινο δοχείο σε διάφορες ντοπιολαλιές.

1.
Γουργούς / γούργουλας: ο ναργιλές (από τον ήχο του νερού κατά το ρούφηγμα που μοιάζει με γουργουρητό

2. οι «ειδήμονες» του ναργιλέ λένε ότι ο καρυδάτος γούργουλας είναι ασυναγώνιστος

3.
Τώρα που γυρίζει ο γούργουλας, ποντάρετε παρακαλώ… Να ξεπουλήσουμε την πατρίδα, τη χώρα που γεννάμε τα παιδιά μας! Άλλος δοσίλογος, ποντάρετε παρακαλώ…

4.
Λοιπόν…στοιχηματίζω ολόκληρο το βασίλειό μου της Δανιμαρκίας, που δεν είναι βέβαια και τίποτα σημαντικό έτσι σάπιο που κατάντησε, αλλά αυτό έχω αυτό βάζω, βάλτε και σεις παιδιά, μαύρο κόκκινο, λάδι για την καντήλα, εδώ κληρώνει ο γούργουλας, πως αν ο επικείμενος πρώτος τους δίσκος τους Let The Sunburnt Country Burn -αν και όποτε βγει- θ’ αφήσει εποχή…

(από σφυρίζων, 18/07/13)(από σφυρίζων, 18/07/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Επιτηδευμένη άρνηση αποδοχής (sic) της δυσκολίας ή του περιπλόκου μιας κατάστασης. Ειδικότερα και κυριολεκτικότερα, άρνηση του παλιού, εμπειρικού μάστορα να αποδεχτεί ότι δεν καταλαβαίνεις:

α) τί σου εξηγεί, ή

β) τον τρόπο που σου ζητάει να τον βοηθήσεις, ή

γ) ότι η επιμονή σου στη λεπτομέρεια και οι εύλογες απορίες που ενδεχομένως έχεις λόγω απειρίας ή λόγω αντιφατικών προς την προκείμενη περίπτωση εμπειριών / γνώσεων / κοσμοθεωρίας επιβαρύνουν τη μεγάλη εικόνα (συνήθους τ. «Άντε να τελειώνουμε , έχω κι άλλες δουλειές / ουζοκατανύξεις στο ταβερνείο / πρέφα στο καφενείο / μπάρμπεκιου με τους κουμπάρους κλπ»).

Εναλλακτικά σημαίνει ότι αρνείται να δεχτεί ο μάστορας ότι, όλα τα παραπάνω σωρευτικά, λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο δικής σου άρνησης να μη γίνει η μαλακία που θα σε ξαναβάλει στη διαδικασία να ξηλώνεις και να ξαναφτιάχνεις από την αρχή, να πληρώνεις γαμησιάτικα μεροκάματα και υλικά. Η τέχνη του πολέμου το είπε ξεκάθαρα άλλωστε:«οι πολλοί υπολογισμοί οδηγούν στη νίκη και οι λίγοι στην ήττα.»

Σε πρώτη φάση, ο μάστορας επίκειται να περηφανευτεί ότι είναι μεν του δημοτικού, αλλά έχει τελειώσει το πανεπιστήμιο του πεζοδρομίου με μεταπτυχιακό στη μαστορική κι αφενός είναι αυτή ακριβώς η τριβή που τον καθιστά αυθεντία αδιαμφισβήτητη σε θέματα της δουλειάς. Αφετέρου, η καλλιτεχνική ελευθερία, η δωρικού τύπου επικοινωνία και η λακωνική προσέγγιση στην επίλυση των καθημερινών πρακτικών προβλημάτων που κατά κόρον αντιμετωπίζει, ουδεμία σχέση έχουν ασφαλώς με τα θεωρητικά αδιέξοδα που συστηματικά κι αχρείαστα εγκαθιστά η προχωρημένη μόρφωση (παραμόρφωση;) τόσο στον ανθρώπινο νου, όσο και στη μαστορική ολοκλήρωση.

Σε δεύτερη φάση κι επιβεβαιώνοντας τα παραπάνω, σου αμολάει ένα «γράμματα είναι;» για να ακυρώσει την πολυπλοκότητα της σκέψης που ενδεχομένως επιστρατεύεις για να κατανοήσεις την κατ’ αυτόν απλοϊκή και ξεκάθαρη κατάσταση, που δεν απαιτεί βεβαίως ούτε λογική διεργασία, ούτε ερμηνεία, ούτε κατανόηση, ούτε αφομοίωση όπως τα «γράμματα», αλλά απλή υλοποίηση της εντολής. Υπό αυτό το φως, δεν είναι διόλου τυχαία η ημιστρατιωτική περιβολή των μαστόρων που συχνά λανσάρουν κάτω ή πάνω μέρος της φόρμας παραλλαγής ως διαρκή υπενθύμιση ότι έχουν μαθητεύσει αρκούντως σε θέματα ιεραρχίας και υλοποίησης εντολών.

*«γράμματα»: ορίζουν μαστορικώς το απόλυτα διευρυμένο κι αόριστα νεφελώδες σύνολο των γνώσεων που πραγματεύεται η εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες της, σύνολο θεωρητικών ως επί το πλείστο γνώσεων που στοιχειώδη μόνο εφαρμογή μπορούν να βρουν στην καθημερινή επαγγελματική ζωή του μάστορα.

Υγ. Προς υπεράσπιση πάντως των μαστόρων, οι Έλληνες έχουμε μια ακατανίκητη τάση να τα ξέρουμε όλα και να παρεμβαίνουμε είτε με κινδυνολογικά σενάρια πριν ή θεός φυλάξοι με κηρύγματα αφού επισυμβεί η ζημία, ενώ αν τυχόν προληφθεί δια της παρέμβασης μας η ζημία τότε είναι που μπαίνει η κασέτα για το ποιος έσωσε την παρτίδα, τη μέρα, τον κόσμο κλπ. (Βλ. σχ. Glengarry Glen Ross αξεπέραστη ατάκα «let me buy you a pack of gums, I ll show you how to chew it»).

- Μάστορα να βοηθήσω;
- Μέτρα δέκα πόντους από τη γωνία και τράβα μια μολυβιά να κόψουμε το πλακάκι. - Όποια γωνία να ναι; Μου φαίνονται διαφορετικές... για να δω και τα άλλα πλακάκια... με το μολύβι θα φαίνεται; Έχει κάτι γρατζουνιές, μην τις μπερδέψουμε με μολυβιές... Τους δέκα πόντους από πού τους μετράς; Το μέτρο έχει ένα κενό πριν αρχίσει την αρύθμιση... μήπως βγουν παραπάνω οι πόντοι; Κι άμα το πλακάκι δεν κάθεται καλά; Μήπως θέλει στοκάρισμα εδώ ο τοίχος; - Αμάν ρε αγόρι μου, γράμματα είναι; Τράβα μια μολυβιά που σου λένε... - Ρε μάστορα δες το, για να σου λέω..
- Άστο, άστο.

στο 2:05 (από vanias, 15/07/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία