Η πληθυντικιά, οφείλει την ύπαρξη της στην σχετικά πρόσφατη, εκνευριστική συνήθεια ορισμένων ραδιοφωνικών παρουσιαστών (με πρώτους διδάξαντες κάποιους όντως εξαιρετικούς παραγωγούς της Καλύτερης Παρέας), να «πληθυντικοποιούν» λέξεις, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν μια χαρά στο ενικό τους.

Έτσι λοιπόν έχουμε τις μουσικές, τις καλημέρες/καλησπέρες, τις σκηνές (όχι τα αντίσκηνα, τις μουσικές σκηνές), το «στα ποτήρια μας», «τα κεράσματα» ή/και «δροσερές μπύρες» (όταν προωθείται χορηγός-ξύδι, το «και για να σας λυθούν οι απορίες», και λοιπά.
Οι πληθυντικιές δεν πρέπει να συγχέονται με συχνά, καραμπινάτα γλωσσικά ολισθήματα που δεν περιορίζονται στους προαναφερθέντες όπως «στα πλαίσια», «οι ασκοί του Αιόλου», κλπ.

Πιθανότερη εξήγηση για την πλυθηντικιά είναι αφενός η στάνταρ προχώ τρεντουλιά (κατάλοιπο της ΚΛΙΚ εποχής) και αφεδύο, η χαριτωμενιά που προσδίδει, όταν φυσικά αποδίδεται με την κατάλληλη φωνή της σχολής Σημίτη (της Αφροδίτης ντε, όχι του Τάπερμαν): κάτι μεταξύ μπλαζέ βαρεμάρας, σοροπάτης τσαχπινιάς και γουτσισμού. (Παρεμπιπτόντως η φωνή της Σημίτη είναι πλέον ότι ήταν στις δεκαετίες 80 και 90 το σαξόφωνο του Κατσαρού: ακόμα και στις πτήσεις της Ολυμπιακής αυτήν ακούς).

Η πληθυντικιά συνήθως πάει πακέτο με την άλλη εκνευριστική συνήθεια, αυτή του Greeklish Mix, δηλαδή του συνδυασμού ελληνικών/αγγλικών σε διαφημιστικά για συναυλίες ή άλλες εκδηλώσεις (πάντα με τα προηγούμενα ηχητικά χαρακτηριστικά και μπόνους τα στrroγγυλά και μακρόσυrrτα «ρ» εφέ):

Στο Cavo Paradiso, την Παrrασκευή 22 Μαrrτίου, απευθείας από το Amsterdam, το control του dance floor θα πάrrει ο μάγος της Alternative-Super-Dooper-Trance-House-Acoustic-Dark-Trip-Hop-Progressive-Gothic σκηνής και rresident του club Toukits’imana pinibafous, DJ Milupas. Στο warm-up ο MC Saltapidas σε ένα αεrrάτο DJ set.

Πολλές καλησπέρες σε όλους και όλες. Πολλές καλές μουσικές θα ακούσουμε απόψε και ήρθε η ώρα για Jack στα ποτήρια για τα κεράσματα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Χαρακτηριστικός ρόλος, τυπικά του νεότερου μέλους μιας ήδη καθιερωμένης παρέας εργασίας ή/και ομαδικού σπορ. Σύνθεση των λέξεων φέρε και ρε, αποτελεί τίτλο και ταυτόχρονα κάλεσμα/διαταγή.

Η φράση ακούγεται πολύ συχνά στην αγωνιστική ιστιοπλοΐα ανοικτής θαλάσσης, όπου ο φερερές καλείται να εξυπηρετήσει το υπόλοιπο πλήρωμα για τους εξής βασικούς λόγους:

  • Είναι ψαράς οπότε εξ ορισμού δεν τοποθετείται σε θέση που απαιτεί συνεχή παρακολούθηση κατά τη διάρκεια του αγώνα.
  • στον αγώνα απαγορεύεται στο πλήρωμα να κινείται ασκόπως (μετατόπιση βάρους), συνεπώς ο φερερές δρα ως αντιπρόσωπος.
  • Εφόσον ο φερερές έχει συγκεκριμένη θέση, αυτή συνήθως είναι στο «πιάνο» (ή pit) όπου λόγω γεωγραφίας, είναι στο πιο κατάλληλο σημείο για να μπαίνει μέσα στο σκάφος και να φέρνει πράγματα.

Ο φερερές είναι συνήθως γυναίκα καθώς η σωματική διάπλαση (μικρό βάρος, ευελιξία), αποτελεί επιπλέον λόγο για την επιλογή.

Στις αρμοδιότητες του φερερέ κατά τη διάρκεια του αγώνα, περιλαμβάνονται η on-call προετοιμασία και παράδοση γκαϊφέ, φαγητού και ποτών, το νετάρισμα και η παράδοση πανιών στο κατάστρωμα για τις αλλαγές καθώς και ειδικές εργασίες που απαιτούν σβελτάδα και ελαφρύ άτομο (αν δεν είναι διαθέσιμος ο πλωριός).

Συνώνυμο (σχετικής επαγγελματικής ομάδας): Ντελιβεράς, πιτσαφέρνης.

Αντίθετο: Τσίμπα!

- Καλά στον αγώνα το ΣΚ σκίσαμε…
- Άντε ρε. Με το καινούργιο το πλεούμενο;
- Ναι ρε συ, πολύ γρήγορο μιλάμε
- Μάστα. Και τι θέση σε βάλανε;
- Εεεεε...
- Α κατάλαβα, φερερές ε;
- ....

(από Desperado, 28/07/09)(από Desperado, 28/07/09)

Βλ. και άι φέρ', eyefair, άιφερ μάνατζερ, αντεφέρ, τραβαφέρ, σύρφερ μάνατζερ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Cult φράση, με ρίζα στο μακρινό 1968 και την ταινία Κορίτσια στον Ήλιο. Η χρήση της είναι ευρεία, κυρίως λόγω του κωμικού της στοιχείου που πηγάζει απευθείας από την σκηνή στην οποία ειπώθηκε. Σε αυτήν, ο αγαθός βοσκός κυνηγάει την τουρίστρια Άνναμπελ, θέλοντας να της προσφέρει αμύγδαλα. Η τουρίστρια, μην γνωρίζοντας ελληνικά, τρέχει τρομαγμένη από την εμφάνιση και τους «χωριάτικους» τρόπους του φοβούμενη τα χειρότερα.

Η φράση χρησιμοποιείται σε μεγάλο αριθμό περιστάσεων, ωστόσο αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πέρα από το κωμικό στοιχείο (χωρίς η ταινία να είναι κωμωδία), η χρήση κατά κύριο λόγο αποπνέει την κοινωνική αγνότητα εκείνης της εποχής της Ελλάδας, που αποτυπώνεται τόσο πετυχημένα στο φιλμ.

Η συνήθης χρήση γίνεται σε περιπτώσεις όπου κάποιος βιάζεται (λόγω ή έργω) και κάποιος άλλος προσπαθεί να τον κάνει να κατεβάσει στροφές. Επίσης χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου διέρχεται μια όμορφη γυναίκα οπότε η φράση έχει την έννοια του «κάτσε να σε τρατάρω». Τέλος, το «μύγδαλα», μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συμπληρωματικό κάθε φορά που κάποιος λέει «στάσου».

Η επιτυχία της ταινίας και το γεγονός ότι αποτελεί μέρος της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, έχουν εξασφαλίσει τις συχνές προβολές της στην τηλεόραση, διατηρώντας όπως είναι λογικό τη διαχρονικότητα της ίδιας αλλά και της φράσης. Αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς οι συντελεστές της ταινίας αποτελούν ένα Who’s-Who του ελληνικού κινηματογράφου:

Σενάριο: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Σκηνοθεσία: Βασίλης Γεωργιάδης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Νίκος Κουτελιδάκης
Μοντάζ: Αριστείδης Καρύδης-Fuchs
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος Ηθοποιοί: Γιάννης Βόγλης, Ann Lonnberg, Κώστας Μπάκας, Βαγγέλης Καζάν, Μιράντα Μυράτ.

3 βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1968 και υποψήφια για χρυσή σφαίρα ξένης ταινίας 1969

  1. - Ρε συ ο Μάκης δεν είναι αυτός που τρέχει;!
    - Ναι...
    - Μάκη, Μάκη, Μάααααακη! Στάσου, Μύγδαλα!

  2. - Πρέπει να προλάβω την Τράπεζα!
    - Περίμενε να τελειώσω εδώ γιατί θέλω και γω.
    - Φεύγω σου λέω!
    - Στάσου! - Μύγδαλα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για αμερικάνικη και 100% σλανγκ προσφώνηση και μάλιστα πολύ παλαιότερη απ’ ό,τι πιστεύει ο κόσμος. Λόγω της εκτεταμένης χρήσης της σε ταινίες και σειρές με χαρακτήρες από τη δυτική ακτή των ΗΠΑ (και ειδικά την Καλιφόρνια), η λέξη Dude έχει συνδεθεί με το λεγόμενο surf culture και γενικά το χαλαρό lifestyle. Η αντίληψη αυτή είναι εξελικτικά ορθή όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Η λέξη dude, αναφέρεται κυρίως σε κάποιον φίλο ή σύντροφο, κάτι αντίστοιχο του μαν. Παρόλο που αρχικά και γενικά παραπέμπει σε άντρα, η χρήση της λέξης περιλαμβάνει πλέον και τα δύο φύλα, αν και εναλλακτικά χρησιμοποιείται το Dudette για τις γυναίκες.

Η έκφραση έχει πλέον παγκοσμιοποιηθεί, αλλά σε αντίθεση με λέξεις νεότερης κοπής (μπρο, γιο), ανήκει στην κατηγορία ξένων εκφράσεων με σχετική ιστορικότητα ή/και με ρίζες σε πιο εκλεπτυσμένες κοινωνικές συνθήκες, όπως: cool, groovy, chill, funky.

Ενδεικτικά, παρατίθεται η ακόλουθη πρόταση από το βιβλίο του Mark Twain A Connecticut Yankee in King Arthur's Court (1889): «The remnant of it was restricted to the dudes and dudesses.» Ως εκ τούτου, το λήμμα δεν κατατάσσεται αυθωρεί στις αμερικλανιές.

Ιστορία
Η λέξη Dude θεωρείται Αμερικανισμός με ρίζες στον 19ο αιώνα (1876), χωρίς να υπάρχει σαφής προέλευση. Η αρχική χρήση έγινε από Γερμανούς αποίκους της παλιάς δύσης για να περιγράψει συνεσταλμένους και πλούσιους άνδρες, οι οποίοι μετείχαν στην προς δυσμάς επέκταση των ΗΠΑ. Από αυτή την βάση, προκύπτουν και οι άλλες χρήσεις / ορισμοί της λέξης εκείνη την εποχή:
- Άντρας από τις Ανατολικές ΗΠΑ που κάνει διακοπές σε ράντσο
- Αστός ανεξοικείωτος στην ζωή εκτός μεγάλης πόλης
- Καλοντυμένος / φροντισμένος άντρας

Για κάποιο διάστημα, η λέξη είχε προσβλητικό χαρακτήρα, καθώς αναφερόταν σε έναν άνδρα υπερβολικά εκλεκτικό και απαιτητικό στα ρούχα, τον λόγο και τη συμπεριφορά του –ένας υπερβολικός δανδής. Κορυφαίος όλων στην κατηγορία αυτή, ο Evander Berry Wall (1861-1940), στον οποίο το 1880, απονεμήθηκε ο τίτλος King of the Dudes από την εφημερίδα New York American.

Η λέξη «dude» πρωτοεμφανίστηκε στον γραπτό λόγο το 1876 (Putnam's Magazine).

Προφορά και Χρήση
Η λέξη χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό ή επιφώνημα. Στην πρώτη περίπτωση, η χρήση γίνεται αυτόνομα ή συνδυαστικά:
- He’s a strange dude
- Surfer dude
- What a funny dude

Ως επιφώνημα, ο τόνος και η διακύμανση που θα χρησιμοποιηθούν, μεταδίδουν και το νόημα του αντίστοιχου συναισθήματος όπως:
- Dude! (κοφτό για έκπληξη ή εκνευρισμό)
- Duude; (λίγο τραβηγμένο για απορία)
- Duuuude (μακρόσυρτο για θαυμασμό)

Τέλος, η λέξη μπορεί να προστεθεί σχεδόν σε οποιαδήποτε πρόταση και να μεταφέρει το ανάλογο συναίσθημα: We’ve gotta run dude!

Έχοντας ξεφύγει από την αρχική αρνητική της ετυμολογία, η χρήση της λέξης είναι πλέον ευρεία και σε πολλές περιπτώσεις έχει εξελιχθεί σε προσφώνηση σεβασμού καθώς εξισώνεται με το cool.

Διάσημοι Dudes και Dudettes
Όπως είναι λογικό, υπάρχουν αρκετοί διάσημοι Dudes, ωστόσο αυτοί με την μεγαλύτερη παγκόσμια απήχηση, είναι χαρακτήρες ταινιών. Το περίεργο στην περίπτωση των περισσότερων από αυτούς, είναι ότι εκτός του χαρακτήρα και ο ηθοποιός μπορεί να χαρακτηριστεί ως Dude (με κεφαλαίο!).

Jeffrey “The Dude” Lebowski – Jeff Bridges
Αδιαφιλονίκητος αυτοκράτορας των Dudes είναι φυσικά ο Jeff Bridges στην εκπληκτική ταινία των αδελφών Coen The Big Lebowski. Ο χαρακτήρας του, εκτός από το ίδιο του το όνομα (The Dude), αποτελεί την πεμπτουσία του λήμματος, τουλάχιστον όπως αυτή αναφέρεται στην εισαγωγική παράγραφο του ορισμού. Ο χαρακτήρας και το παρατσούκλι, βασίζονται σε ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον Jeff Dowd, ο οποίος ενέπνευσε τους Coen. Ο Dowd ήταν μέλος των Seattle Seven, πίνει White Russians, και είναι γνωστός ως The Dude.

The Dude: “Look, let me explain something to you. I'm not Mr. Lebowski. You're Mr. Lebowski. I'm the Dude. So that's what you call me. That, or His Dudeness... Duder... or El Duderino, if, you know, you're not into the whole brevity thing.” (βλ. μήδι 1).

Hugo “Hurley” Reyes – Jorge Garcia
Ξεφεύγοντας από το σωματικό στερεότυπο, ο XL χαρακτήρας του Hurley στην επιτυχημένη σειρά Lost μπορεί να θεωρηθεί ως κλασσικός Dude. Μεγαλωμένος σε έναν από τους παραδείσους των surf dudes (Santa Monica), μέχρι το τελευταίο επεισόδιο του 5ου κύκλου, ο Hurley έχει χρησιμοποιήσει τη λέξη «dude» 268 φορές, δηλαδή με έναν μέσο όρο 3.0 DPE (Dudes per Episode!) - βλ. μήδια 2 και 3.

Ferris Bueller – Matthew Broderick
Στην κωμωδία Ferris Bueller's Day Off (1986) του (πρόσφατα χαμένου) John Hughes, ο ομώνυμος χαρακτήρας είναι ο κορυφαίος έφηβος dude της αστικής Αμερικής. Ο Matthew Broderick έχει επίσης πρωταγωνιστήσει στο Addicted to Love (1997) με την Meg Ryan, η οποία σε αυτή την ταινία αλλά και γενικώς, είναι χαλαρά από τις κορυφαίες Dudettes.

Grace: «Oh, he's very popular, Ed. The sportos, the motorheads, geeks, sluts, bloods, wasteoids, dweebies, dickheads — they all adore him. They all think he's a righteous dude

Thelma - Geena Davis & Louise – Susan Sarandon
Πώς γίνεται μια γκαρσόνα και μια νοικοκυρά να είναι dudes; Στο Thelma & Louise (1991) του Ridley Scott, οι δύο γυναίκες αποδεικνύουν πως όχι μόνο είναι dudes, αλλά πρωταγωνιστούν και σε ένα από τα καλύτερα road movies που έχουν γυριστεί ποτέ. Χωρίς αμφιβολία, Dudes και στην πραγματική τους ζωή.

Mia Wallace - Uma Thurman
Ίσως η πιο καλή και σίγουρα η πιο cool Dudette που έχει περάσει ποτέ από το σελιλόιντ. Χωρίς τη σκληρότητα της Kiddo (Kill Bill - 2003), και την παραξενιά της Sissy Hankshaw (Even cowgirls get the blues - 1994), η Mia του Pulp Fiction (1994), αλλά και η Uma Thurman γενικώς, ενσαρκώνει την απόλυτη Cool Dudette.

Tyler - Lori Petty
Σε ένα από τα καλύτερα σύγχρονα surf movies (Point Break – 1999), η Lori Petty στέκεται ισάξια πάνω στο σανίδι και ανάμεσα στους Αρχι-Dudes Patrick Swayze και (ολίγον χαζοβιόλη) Keanu Reeves.

Ως ανωτέρω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση προέρχεται από τη δεκαετία του 1980 και μάλιστα από «ανορθόδοξη» πηγή. Για την κατανόηση της, απαιτείται μια μικρή ιστορία καθώς και ορισμένες τεχνικές λεπτομέρειες από τον κόσμο της μουσικής και ειδικότερα της ηλεκτρικής κιθάρας.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές του ’80, υπήρξε μια ιδιαίτερη ανάπτυξη στα ηλεκτρονικά όργανα (keyboards, ηλεκτρονικά ντραμς), αλλά και στα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήχου. Μεγάλη απήχηση είχαν τα «πετάλια» για ηλεκτρικές κιθάρες - συσκευές παραμόρφωσης ήχου που μπαίνουν ανάμεσα στην κιθάρα και τον ενισχυτή και ενεργοποιούνται/απενεργοποιούνται με το πόδι. Η λογική είναι αφενός ο μουσικός να μην χρειάζεται να αφήσει την κιθάρα και αφετέρου, να μην πηγαίνει μπρος-πίσω στη σκηνή στα live, καθώς έχει το “pedal board” μπροστά (βλ. μήδια 3 και 4).

Ίσως το πρώτο πετάλι (και θεωρούμενο must εδώ και δεκαετίες), εμφανίστηκε το 1966 από την εταιρία Vox. Το εργαλείο δημιουργήθηκε, συνδυάζοντας ένα πεντάλ έντασης ήχου από ηλεκτρικό όργανο (keyboard) και ένα ποτενσιόμετρο. Το εφέ που δημιουργούσε το πετάλι αυτό, ήταν ένα «κλάμα» στον ήχο, που αυξομειώνονταν ανάλογα με την κίνηση του ποδιού (βλ. μήδια 1 και 2).

Λόγω του ήχου, το πετάλι ονομάστηκε Wah-Wah Pedal και αποτέλεσε αγαπημένο βοήθημα θρύλων της ροκ κιθάρας, όπως του Jimi Hendrix (άκου εισαγωγή Voodoo Chile), Eric Clapton, Jeff Beck και φυσικά αποτέλεσε το “signature sound” όλων των γκρουπ Funk/Soul της δεκαετίας του ’70 (βλ. μήδι 5 για την πιο ζόρικη wah-wah εισαγωγή όλων των εποχών).

Πίσω στο θέμα μας λοιπόν, ένα από τα πιο ψαγμένα μαγαζιά για κιθάρες και τα παρελκόμενα τους είναι ο Καγμάκης. Επειδή ο ίδιος είναι και μερακλής κατασκευαστής, η συντριπτική πλειοψηφία των πελατών (ειδικά εκείνη την εποχή) ήταν της ροκ σκηνής. Ένα πρωινό στις αρχές της δεκαετίας του ’80 λοιπόν, σκάει μύτη ένας καραγκαγκάν σκυλάς και προσπαθώντας να εξηγήσει τι θέλει, λέει στον Καγμάκη: «Θέλω ένα καλάϊζερ (σσ: equalizer) που κάνει νιάου-νιάου».

Credit: Άγγελος

Περισσότερα ιστορικά Wah εδώ

Η χρήση της φράσης γίνεται κυρίως σε δύο περιπτώσεις

  1. Όταν θέλουμε να κάψουμε κάποιον που πετάει μια άσχετη μπαρούφα:
    - Νέος ταριφοδηγός: Μάστορα άλλαξες τα μπουζί στο ταξί; (σσ: τα ντήζελ δεν έχουν μπουζί)
    - Μάστορας: Ναι μαζί με το καλάϊζερ νιάου-νιάου

  2. Όταν θέλουμε να κοροϊδέψουμε άσματα με υπερβολικό κλαψιλίκι:
    - Ρε τι κλαψομουνιά τραβάει αυτή τραγουδιάρα...
    - Άσε, το καλάϊζερ νιάου-νιάου βαράει υπερωρία…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός για τους νέους χρήστες υπολογιστών και εξαιρετικά ειρωνικός όταν αναφέρεται σε νέους προγραμματιστές.
Ο όρος προέρχεται από τον ήχο και την περιγραφή ενεργειών που εκτελούνται με το ποντίκι του υπολογιστή και αναφέρεται στους χρήστες οι οποίοι εξαρτώνται σχεδόν απόλυτα από την συσκευή αυτή αντί του πληκτρολογίου.

Ο όρος χρησιμοποιείται από «παλιές καραβάνες» ή/και geeks και ειδικά αυτούς που έχουν θητεύσει σε μεγάλα συστήματα τις εποχές που τα ποντίκια ήταν σπάνια ή είχαν λίγες δυνατότητες. Σε αυτή την κατηγορία, πρωτοστατούνε οι Mainframeάδες και οι παλιοί UNIXάδες, οι οποίοι τρέφουν παθολογική αγάπη για το πληκτρολόγιο καθώς όλο το περιβάλλον ήταν μέσω χειρόγραφων εντολών και ο καλύτερος editor όλων των εποχών (παραμένει!) ο vi.

Με την έλευση των νέων εργαλείων ανάπτυξης (ειδικά των “visual”), οι developers άρχισαν να εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τον πόντικα και λιγότερο από το πληκτρολόγιο. Παρόλο που οι παλαιότεροι προσαρμόστηκαν, λόγω της εμπειρίας τους μπορούν να κάνουν περισσότερα πράγματα με τον συνδυασμό ποντίκι/πληκτρολόγιο, γεγονός που τους ενισχύει την υπεροψία.

Αποτέλεσμα φυσικά, η ακόμη πιο έντονη ειρωνεία προς τους νέουλες.

- Κοίτα την ξανθιά ρε μαλάκα… μαρκάρισμα κειμένου, δεξί κλικ Copy, δεξί κλικ Paste…
- Εμ, δεν της έχει πει κανείς της κλικαδόρισας για το Ctrl-C και το Ctrl-V…

- Ρε n00b, από πεδίο σε πεδίο με το ποντίκι; Κλικαδόρε, ε κλικαδόρε
- Kαι πώς να το κάνω ω σοφέ παντογνώστη;
- Mε Tab ρε άσχετε, που βγάζεις και γλώσσα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ακόμη μια προσφορά στην ιστορική σειρά των Φραπεδολημμάτων. Πρόκειται για σύνθεση της λέξης φραπέ και των αρχικών της Ελληνικής Αστυνομίας (Ε.Α.) και προφέρεται: Φραπέα.

Το λήμμα χαρακτηρίζει την μερίδα εκείνη των οργάνων της τάξεως, που ναι μεν βρίσκονται στον δρόμο (λέγε με μάχιμο), έχουν όμως εμφάνιση και συμπεριφορά χειρότερη κι από τον πιο τελειωμένο Ελληνάρα ελαμωρέ.

Το λήμμα οφείλει την ύπαρξη του στους Ολυμπιακούς Αγώνες και ειδικότερα κάποιους μήνες πριν την έναρξη, όταν στις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις άρχισαν να σταθμεύουν περιπολικά για βάρδιες φύλαξης των χώρων.

Πιστοί στο κυρίαρχο πνεύμα του Ελλαδιστάν, ότι είναι υπεράνω του νόμου και φυσικά εκμεταλλευόμενοι πλήρως τους «θείους» που τους τοποθέτησαν εκεί, οι συγκεκριμένοι «επαγγελματίες», έμοιαζαν τραγικά με τον μικρό Πεπίτο στη Γουαδαλαχάρα την ώρα της σιέστα: Μισάνοιχτη πόρτα ή παράθυρο, κάθισμα ριγμένο πίσω, υπνάκι ή φονικός συνδυασμός φραπέ-τσιγάρο-κινητό (πολλές φορές ταυτόχρονα ακόμα κι αν οδηγάνε).

Εννοείται ότι και πυρηνική βόμβα να έσκαγε στα 5 μέτρα, απλώς θα άλλαζαν πλευρό ή θα παραπονιόσαντε ότι η υπηρεσία δεν τους έδωσε σκούρα γυαλιά για να αποφύγουν το ξύπνημα από την λάμψη της ατομικής έκρηξης.

Δυστυχώς, η «κληρονομιά του 2004», φαίνεται ότι ήταν μεγάλη στη συγκεκριμένη περίπτωση και σαν αποτέλεσμα, η ΦραπΕ.Α. ζει και βασιλεύει στις ημέρες μας.

Εκτός από τις φωλιές, δείγματα παρατηρούνται συχνά σε πληρώματα περιπολικών αλλά παραδόξως όχι μοτοσικλετιστών οι οποίοι (ως επί το πλείστον), διατηρούν μια πιο αξιοπρεπή εικόνα.

Για μεγαλύτερο εφέ (λες και δεν έφτανε το περιγραφόμενο), πολλοί οδηγοί περιπολικών συνδυάζουν γαντάκι οδήγησης (με κομμένα ακροδάχτυλα), χρυσή καδενίτσα, γυαλί Terminator και ύφος πολλά βαρύ (περίπτωση Φραπε-Μπάτσμαν).

Εννοείται ότι κανείς τους δεν φοράει ζώνη ασφαλείας και έχουν πλήρως γραμμένο τον Κ.Ο.Κ. (και ναι είναι οι ίδιοι που θα σου κόψουν κουστουμάκι για φανταστικές και μη παραβιάσεις του ίδιου Κ.Ο.Κ.).

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της συγκεκριμένης κατηγορίας, είναι τα στάσιμα δήθεν-μπλόκα στις Εθνικές κατά τις εξόδους/εισόδους εκδρομέων, όταν δεν επιδίδονται στο προσφιλές σπορ της συγκέντρωσης εσόδων (ειδικά Σεπτέμβριο) με ραντάρ για «υπερβολική ταχύτητα». Το ότι περνάει ο μπάρμπα-Μπρίλιος φορτωμένος σαν Πακιστανικό ΚΤΕΛ και ο οποίος φυσικά δεν μπορεί να πάει πάνω από 40, αλλά αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο στον δρόμο, τους αφήνει παγερά αδιάφορους.

Το είδος συναντάται επίσης και σε κάποιες μόνιμες «σκοπιές» (δημοσίων κτιρίων, κλπ), ακόμη και σε μέρη «βιτρίνα» όπως κάποιες πρεσβείες, υπουργεία, κλπ. Αυτό σε πλήρη αντίθεση, με τους αστυνομικούς που περιπολούσαν πεζή εντός των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων (και μάλιστα με κονκάρδες-σημαιάκια χωρών, τις γλώσσες των οποίων μιλούσαν), οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ήταν ευγενέστατοι και εξυπηρετικότατοι.

Το φαινόμενο είναι διεθνές όπως αποδεικνύει και το μήδι #3.

Credit: Mour

  1. Σε απόλυτη αποτυχία εξελίσσεται η νεοσύστατη αστυνομική ομάδα ΔΕΛΤΑ, με τους αστυνομικούς να πίνουν φραπέ στο Κολωνάκι και λίγα μέτρα πιο πέρα η δημοτική αστυνομία να τους κόβει... κλήσεις, για παράνομο παρκάρισμα μοτοσικλέτας. (TVXS))

  2. Στην αντίπερα όχθη η αστυνομία, με την παντελή έλλειψη δομής, πειθαρχίας και αποτελεσματικότητας. Μόνο η στάση τους με ένα τσιγάρο στο χέρι, τον απαραίτητο φραπέ και το κινητό εν ώρα υπηρεσίας το βεβαιώνει αυτό. (Από το άρθρο «Καληνύχτα, Ελλάδα» του Χάρη Κοσμάτου στην Ελευθεροτυπία)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γενικός τίτλος περιγραφής ξένων κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών σειρών, εξαιρετικά αμφιβόλου αισθητικής και επιβεβαιωμένα ανύπαρκτης ποιότητας. Το στοιχείο της υπερβολής (πρέπει να είσαι ντιπ μαλάκας ή πρωταγωνιστής σε ταινία για να δίνεις/παίρνεις τσιμπούκια σε μια λίμνη με πιράνχας), χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «καλλιτεχνικά» πονήματα τα οποία παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

  • Παράγονται με τη σέσουλα και ως αποτέλεσμα της «γραμμής παραγωγής» και του (σχετικά) χαμηλού προϋπολογισμού, επιδεικνύουν μια σταθερά κακή ποιότητα. Εδώ ανήκουν περιπτώσεις πολλαπλών κακών σήκουελ μετά την επιτυχία της πρώτης ταινίας.
  • Σενάρια που συνδυάζουν την φαντασία του George Lucas, την σπλατεροσύνη του George Romero, την αισθητική του Ed Wood και τα δραματικά αποτελέσματα του Battlefield Earth.
  • Μεγάλες παραγωγές οι οποίες αποδεικνύονται ακόμα μεγαλύτερες πατάτες και αποσύρονται πριν προκάμει να σκαρδαμύσσει ο παραγωγός για να πεθάνουν ήσυχα στα ράφια των συνοικιακών βιντεοκασετάδικων
  • Παντελώς ή ημί άγνωστοι ηθοποιοί, οι οποίοι όταν μεγάλωναν στο Δυτικό Κάνσας πίστεψαν την θεία τους την Τρούντι η οποία με βάση τις σχολικές παραστάσεις, τους έστειλε στο Χόλυγουντ και μάλιστα πεπεισμένους ότι είναι οι επόμενοι superstars (καλύτερο παράδειγμα ο χαρακτήρας Johnny Drama που ενσαρκώνει ο Kevin Dillon στη σειρά Entourage).

Ορισμένοι θα παρατηρήσουν στον τίτλο την παραπομπή στην ταινία Piranha του 1978, η οποία αποτελεί «σχολή» του είδους καθώς συνδυάζει τα παραπάνω. Αν και η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οποιοδήποτε είδος ταινίας/σειράς, είναι φανερό ότι ταιριάζει περισσότερο στις άπειρες (υπό-)παραγωγές περιπέτειας, τρόμου, αρχαίων ηρώων (βλ. ανεκδιήγητα σκουπίδια «Ηρακλής» και «Ζήνα») και λοιπών συναφών ειδών.

Υπό τον τίτλο κατατάσσονται και τα λεγόμενα B-Movies, πλην όμως αυτά αποτελούν ένα μέρος καθώς όπως είπαμε, ο τίτλος καλύπτει και τηλεοπτικές σειρές. Ομοίως, ούτως αναφέρονται και διάφορες παραγωγές οι οποίες δεν βλέπουν ποτέ το σκότος της κινηματογραφικής αίθουσας και περνάνε απευθείας στην TV.

Με τον ίδιο τρόπο ωστόσο, ο τίτλος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για mainstream υπερπαραγωγές, κυρίως για να χαρακτηρίσει την απίστευτη υπερβολή του σεναρίου (π.χ. James Bond, Die Hard, κλπ.). Σε αυτές τις περιπτώσεις, η έκφραση χρησιμοποιείται σε σκηνές της ταινίας, όπου ας πούμε ο Bruce Willis πηδάει από τον 34ο όροφο, σκάει σε έναν θάμνο 35cm και σηκώνεται χωρίς γρατζουνιά.

Στην ημεδαπήν, λόγω της μικρής κινηματογραφικής παραγωγής και θεματολογίας, σπανίζουν τα ντόπια τσιμπούκια. Ωστόσο, τα υπέρλαμπρα, τηλεοπτικά Μέσα Μαζικής Προπαγάνδας της χώρας δεν μας αφήνουν παραπονεμένους, με δύο κυρίως τρόπους:

  • Προβολή παγκοσμίως αγνώστων αμερικλάνικων αηδιών (ειδικά Παρασκευή και Σάββατο βράδυ) οι οποίες μάλιστα διαφημίζονται με το βαρύγδουπο «για πρώτη φορά στην ελληνική τηλεόραση» και ακόμη πιο βαρύγδουπες περιγραφές του ανεπανάληπτα βλακώδους story.
  • Παραγωγή ελληνικών σειρών, συνήθως ως κακέκτυπα επιτυχημένων ξένων παραγωγών (π.χ. CSI).

Ενδεικτικά, αυτή την εβδομάδα αλιεύουμε την υπερπαραγωγή Ο 7ος Πάπυρος:
«Έτος 3000 π.Χ. Η βασίλισσα Λόστρις φέρνει στο κόσμο το νόθο γιο της, καρπό της παράνομης σχέσης της με τον πολεμιστή Τάνους (σ.σ. ξαδερφοκούμπαρος της Κινέζας πολεμίστριας Που Τάνους). Φοβούμενη την οργή του βασιλιά και τον αναπόφευκτο θάνατο του μωρού της, η Λόστρις προστάζει την πιστή υπηρέτριά της Ταϊτά να κρύψει το παιδί σ’ ένα καλάθι και να το παρατήσει στο Νείλο (σ.σ. λέγε με Μωϋσή). Πέντε χιλιάδες χρόνια αργότερα (σ.σ. ...!), ο διάσημος αρχαιολόγος Ντουρέντ Αλ Σίμα και η σύζυγός του Ρόιαν ανακαλύπτουν τον τάφο της βασίλισσας Λόστρις.» Για τους μαζοχιστές, η πλήρης σύνοψη της ταινιάρας, εδώ.

Μετά την επιτυχία των πιράνχας, ακολουθούν τα σήκουελ:

  • Πισωκολλητά στην έρημο με τους κροταλίες
  • Παρτούζες στη σπηλιά με τις αρκούδες

Συνώνυμα: πατάτα, μάπα.

- Ρε συ, σήμερα παίζει το καινούργιο «Παρασκευή και 13». Πάμε Mall;!
- Ε;
- Ταινιάρα σου λέω!
- Ταινιάρα ε; Πως είναι ο πλήρης τίτλος αγόρι μου;
- Εεεεε «Παρασκευή και 13 μέρος 82 – Jason εναντίον Ανακόντα»…
- Καλά, Τσιμπούκια στη λίμνη με τα πιράνχας δηλαδή…
- Νομίζεις;
- Νομίζω;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράσις προέρχεται από πινακίδες σε σημεία του επαρχιακού/ορεινού οδικού δικτύου, όπου παρατηρείται η ύπαρξις πάγου και απαιτείται η αντίστοιχη προσοχή των οδηγών. Αναφέρεται δε ολογράφως, συνήθως κάτω από το κίτρινο τρίγωνο με το θαυμαστικόν (κατά τον ΚΟΚ Πινακίδα K-25: Προσοχή άλλοι κίνδυνοι μη δηλούμενοι στις πινακίδες Κ-1 έως Κ-24 - βλ. μήδιον 1).
Παράδοξον πως δεν χρησιμοποιείται η προβλεπόμενη από τον ΚΟΚ Πρόσθετη Πινακίς 5 με το σύμβολο της νιφάδος (βλ. μήδιον 2). Έτσι όμως δεν θα είχαμε το λήμμα μας.

Η φράσις μεταπήδησε εις σλανγκικήν και χρησιμοποιείται εις ποικίλας περιπτώσεις με την ίδια όμως προφορά: πολλά βαρύ εκφορά του «Αργά» (ελαφρώς παρατεταμένο το τονιζόμενο) -> παύση -> εκφορά του «Πάγος» και πάλι με παρατεταμένο το τονιζόμενο.

Η χρήση της γίνεται κυρίως σε τρεις περιπτώσεις:
1. κάποιος θέλει να βάλει «φρένο» (λόγω ή έργω) σε κάποιον άλλον (Παραδείγματα 1 και 2)
2. Αστεία/ειρωνικά ως σχόλιο για την ταχύτητα που έχει αναπτύξει κάποιος (σε στεριά ή θάλασσα).
3. Αν είσαι Αμερικανόβλαχος φορτηγατζής και πρωταγωνιστείς στο αμίμητο Iceroad Truckers (βλ. μήδι 4).

Υπό αυτή την έννοια, συνάδει με την χρήση της λέξης «πάγος» ως ανασταλτικόν γενικής χρήσεως όπως π.χ. παγόμουνο, «του βάζω πάγο» αλλά ουχί παγόβουνο και σπάω τον πάγο.

Αν αναρωτιέστε για την ελαφράν καθαρεύουσαν, έπιασα έναν παλιό ΚΟΚ για να βρω τις πινακίδες και μού 'μεινε...

  1. - Μεγάλε κάνεις στην άκρη γιατί βιάζομαι;
    - Αργά... Πάγος...

  2. - Μίμη τρέχα! Το παιδί είναι στην ακροθαλασσιά χωρίς μπρατσάκια!
    - Αργά... Πάγος Σούλα. Η θάλασσα είναι 10cm βαθιά...

  3. - Κοίτα να μαθαίνεις πως πάνε γρήγορα το αμάξι ρε μαλάκα!
    - Ναι, αργά... πάγος! Κόψε το Warp Drive μη σκοτωθούμε με τα 40 που πηγαίνεις ηλίθιε... μεθαύριο θα φτάσουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το γυναικείο beachwear έχει καθιερωθεί εδώ και δεκαετίες με αδιαμφισβήτητο βασιλιά το μπικίνι (ονομασία από την ατόλη Μπικίνι στον Ειρηνικό) και λιγότερο διαδεδομένο το ολόσωμο, το οποίο συνήθως περιορίζεται στα κολυμβητήρια για προφανείς λόγους. Λόγω της μακράς ιστορίας του, είναι λογικό το μπικίνι να έχει υποστεί διάφορες μεταλλάξεις ανάλογα με την εποχή και τις επιταγές της μόδας. Από απλές, αφαιρετικές κινήσεις όπως το topless και ιδιοφυείς εμπνεύσεις όπως το τάνγκα και το θεϊκό (αρκεί να «τυλίγουν» τους τέλειους Βραζιλιάνικους κώλους για τους οποίους εφευρέθηκαν! – βλ. μήδια 1 και 2)

Όπως είναι φυσικό, στην ιστορία του ενδύματος αυτού έχουν υπάρξει και πλείστα παραδείγματα γελοίων σχεδίων απίστευτης κακογουστιάς και επίδειξης, όπως δερμάτινα (αποδεκτά μόνο αν είσαι η Ποκαχόντας ή η Raquel Welch στο One Million Years B.C. – βλ. Μήδια 3 και 4), λεοπαρδαλέ/τιγρέ/ζεβρέ (αποδεκτά αν είσαι η Τζέην ή η Sheena) όπως μήδι 5 και γούνινα αν είσαι η γκόμενα του Ηρακλή (η γνωστή ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας ντε, η Ζήνα!) – βλ. Μήδιο 6.

Της μοδός τελευταία, είναι το τρικίνι (εις την αλλοδαπήν: monokini), το οποίο περιγράφει τα απίστευτα βλακώδη γυναικεία μαγιό όπου το βρακί ενώνεται με τον βυζοβαστάχτη. Στην απλή μορφή του είναι απλώς ένα μπικίνι με ένα επιπλέον κομμάτι ύφασμα (βλ. Μήδιον 7). Επειδή όμως οι γάτοι της μόδας δεν αρκούνται ποτέ στα απλά (όσο γελοία και να είναι to begin with), ακολούθησαν τα τρικίνι-σφεντόνα (Μήδι 8), τρικίνι-Facadoro - το φοράς σαν κόσμημα (βλ. μήδι 9: 5000 κρύσταλλα Swarovski, κόστος: 2000 λίρες Αγγλίας) και συνδυασμός τρικίνι-Sheena στο πιο ξεκωλέ του: ροζ λεοπάρδαλη (βλ. μήδι 10).

Υπό μια έννοια, το τρικίνι είναι η γυναικεία σωβρακοφανέλλα της παραλίας.

Credit: Άγνωστη λουόμενη στην Κρήτη, σχολιάζοντας παραδίπλα τσόκαρο με τρικίνι.

Ως μήδια.

Βγήκαν οι αρκούδες στην παραλία (από Desperado, 21/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία