Κλασική σχολική σλανγκ.

Κανονικά σημαίνει πεθαίνω, τα κακαρώνω, τα τινάζω, ψοφάω.

Σε σχολικά, και δη γυμνασιακά-λυκειακά συμφραζόμενα, μένω στον τόπο σημαίνει οτι - βάσει της βαθμολογίας μου - χάνω τη χρονιά αυτομάτως και υποχρεώνομαι να την επαναλάβω. Πιο απλά, μένω στον τόπο = μένω στην ίδια τάξη.

Συνήθως διακρίνεται από το απλούν «μένω». Το τελευταίο χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις στις οποίες ο μαθητής, προκειμένου να προαχθεί / προβιβαστεί στην επόμενη τάξη, οφείλει να επανεξεταστεί επιτυχώς σε όσα μαθήματα «πέφτει», σε ειδική εξεταστική το Σεπτέμβριο. Αντιθέτως, όταν κάποιος μείνει στον τόπο, δεν δικαιούται σεπτεμβριανής επανεξέτασης. Πάει κανονικά τις καλοκαιρινές διακοπούλες του, χωρίς διαβάσματα και άγχη (που λιγοστεύουν και τη ζωή btw) και του χρόνου κανονικά ξανακάνει την ίδια τάξη. [I]
- Πόσοι μείναν απ΄το Β4; Μακράν το πιο άκυρο τμήμα.
- Τέσσερις. Τρεις στον τόπο κι ο Μπαλάφας που πάει για Σεπτέμβρη.[/I]

Με ποιό όμως κριτήριο διαχωρίζονται οι εν τω τόπω μένοντες από τους απλούς μένοντες; Την εποχή του γράφοντος τουλάστιχον, το πράγμα είχε ως εξής: Αν έπεφτες (δλδ είχες βαθμό κάτω από τη βάση) σε πάνω από 4 μαθήματα, έμενες τόπο. Αν τα μαθήματα που έπεφτες ήταν μέχρι 4, πήγαινες Σεπτέμβρη...

Εννοείται πως του Σεπτέμβρη οι εξετάσεις ήταν εντελώς για την πλάκα, κι ο μόνος τρόπος για να μην περάσεις ήταν να μη θες να περάσεις (και να καταβάλεις και φιλότιμες προσπάθειες γι' αυτό). Η απόλυτη ξεφτίλα σεπτεμβριανών εξετάσεων, ήταν βεβαίως το Σεπτέμβρη του '99, μετά τη σεισμούκλα. Απ' ότι μου έχουν μεταφέρει, απλά πήγαινες, έδινες το παρών, προβιβαζόσουν και μετά σ' έδιωχναν άρον άρον οι τρομοκρατημένοι καθηγητάκοι, που είχαν κλάσει μέντες μην πέσει το άθλιο σχολειάκι από κανα μετασεισμίκ και τους πλακώσει... Παρωδία.

- Για πε ρε μαλάκα, κανας γνωστός, τι έγινε, ποιοί περάσανε;
- Μπουρμπούλιας στον τόπο, Πασχόπουλος στον τόπο, Μπαντουράκης στον τόπο, Μπουρμάς στον τόπο. Θες κι άλλα;
- Μπαλιόνας;
- Πέφτει σε τρία, C U September..
- Μπαρδάκος; - Σε τέσσερα, τη σκαπούλαρε παρά γουρουνότριχα.
- Κι ο Μότσικας; - Το' χε σίγουρο για Σεπτέμβρη και τελευταία στιγμή του σκάει αστροπελέκι το οχταράκι απ' τη Χημεία κι έμεινε στον τόπο σέκος το παλικάρι. Κρίμας...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μονάδα μέτρησης σεξουαλικών επιδόσεων. Αναφέρεται αποκλειστικά σε άτομα που εισπράττουν πέος, ήτοι κατά βάση τα θήλεα και οι (πισωκέντηδες βεβαίως, να μην ξεχνιόμαστε). Όταν λέμε για κάποια πως έχει γράψει πολλά πεοχιλιόμετρα, εννοούμε γενικά πως έχει φάει πολύ πούτσο στη ζωή της, του 'χει δώσει και κατάλαβε.

Αν όμως θέλουμε να είμαστε περισσότερο ακριβολόγοι, πρέπει καταρχήν να παρατηρήσουμε πως το να έχει γράψει κάποια στο κοντέρ της πολλά πεοχιλιόμετρα, δεν σημαίνει απαραίτητα πως έχει πάρει όλο τον κόσμο και τον ντουνιά, πως έχει πάρει και τα πόμολα απ' τις πόρτες. Θεωρητικά (λέμε τώρα), μπορεί να τα έχει γράψει όλα με έναν και μοναδικό χρήστη, το μόνιμο σύντροφό της ας πούμε.
Η μέτρηση γίνεται ως εξής: δεδομένου ότι το μέσο πέος έχει μήκος περίπου 15 εκ., για κάθε μεμονωμένη διείσδυση «γράφει» το συγκεκριμένο νούμερο. Αν δηλαδή σε μία ολοκληρωμένη συνεύρεση, ο κύριος μπει και βγει στο νιμού π.χ. 50 φορές, τότε η γκόμενα έχει γράψει συνολικά 50 x 15 = 750 εκ. πέους = 7,5 πεόμετρα. Προκειμένου τώρα για 200 φορές π.χ. σεξ το χρόνο, μια γκόμενα με 10 χρόνια σεξουαλικής ζωής στη πλατούλα της, έχει γράψει 10 x 200 x 7,5 = 15.000 πεόμετρα = 15 πεοχιλιόμετρα.

Βέβαια θα μου πει κανείς τώρα (και με το δίκιο του) πως υπεισέρχεται κι ο παράγων χρόνος, καθώς ως γνωρίζουμε δεν σφίγγουν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Ορισμένοι γουστάρουν κωλοχτύπημα, με το εργαλείο να δουλεύει σε ρυθμούς πολυβόλου, ενώ άλλοι γουστάρουν βραδύτητα, το ρυθμό της ηδονής και της μνήμης κατά Κούντερα. Παίζει να χωθούν μέσα και να κάθονται εκεί για μισάωρα, δουλεύοντας μόνο με μικρές υποχθόνιες κυκλοτερείς κινήσεις.

Επιβάλλεται το λοιπόν να βρεθεί κάποιος σύνθετος μαθηματικός τύπος που θα συνυπολογίζει τόσο το συνολικό χρόνο παραμονής εξωγενών κρεατικών εντός της μαύρης τρύπας, όσο και τις μεμονωμένες διεισδύσεις (που όπως είπαμε η καθεμιά αντιστοιχεί στο μήκος του μέσου πέουλα). Επειδή όμως το εγχείρημα αυτό ξεπερνά τις φτωχές θεωρητικές μου ικανότητες, απευθύνω σχετική έκκληση στα μαθηματικά τζίνια του σαϊτός.

  1. - Τι έμαθα αγορίνα μου, τραβιέσαι με τη Βούλα απ' το γυμναστήριο;
    - Κι εσύ το ξέρεις; Ποιος μαλάκας έβγαλε παράρτημα ήθελα να 'ξερα…
    - Ρε άμα δε το πεις στον κολλητό σου σε ποιον θα το πεις; Πάντως να ξέρεις, η γκόμενα έχει γράψει πολλά πεοχιλιόμετρα, το νου σου λοιπόν.
    - Δε θα την παντρευτώ ξέρεις, θα της ρίξω μερικά τεμάχια και τιγκανά.
    - Μόνο με διπλή καπότα, μη σου πω και τριπλή! Και κάνε και καμιά προσευχή πριν... Αυτή παίζει να 'ναι φορτωμένη όλες τις αρρώστιες απ' το 1821 και μετά…

  2. - Ρε φίλε, έκατσα και υπολόγισα πόσα πεοχιλιόμετρα έχω ρίξει της μαιρούλας όσο τα 'χουμε!
    - Τι πράμα;
    - Να βρε μαλάκα, την έχω γαμήσει 362 φορές κομπλέ, επί 150 μπούκες τη φορά, επί 22 ποντάκια που την έχω, βγαίνει 11.946 πεόμετρα, που μας κάνει σκάρτα 12 πεοχιλιομετράκια! Σωστό;
    - Για κοίτα ρε με τι κάθεται και ασχολείται ο άθρωπας.. Εμ, άμα δουλεύεις full time στου Ξαπλόπουλου, αυτά είναι! Kαι που 'σαι, κατούρα και λίγο, μη γαμάς πολύ και μας πάθεις και τίποτες…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τιραμισουρεαλιστική έκφραση.

Απαντάται συνήθως υπό μορφήν ερώτησης, ρητορικού τύπου: Μα καλά ρε μαλάκα, εσύ τη μαρμελάδα στ' αυτιά τη βάζεις; Ή ως νουθεσία: Σου 'χω πει τόσες φορές, τη μαρμελάδα την τρώμε, δεν τη βάζουμε στ' αυτιά μας... Εναλλακτικά, χρησιμοποιείται αντί μαρμελάδας η πολυαγαπημένη μερέντα: Το ξέρουμε ότι σ' αρέσει η μερέντα, αλλά μπορείς τουλάχιστον να μην τη βάζεις στ' αυτιά σου;

Η αιτία της επίπληξης προφανής. Κάτι είπαμε στον άλλο, κι αυτός δεν το άκουσε, είτε επειδή ήταν αφηρημένος είτε επειδή όντως έχει κάποιο ψιλοπροβληματάκι με την ακοή του, που πιθανόν ακόμη να μη γνωρίζει. Και αντί λοιπόν να μας απαντήσει επί της ουσίας, βγάζει ένα μακρόσυρτο όσο και σπαστικό «Τίιιιιιι;;» που μας κάνει να τα πάρουμε στο κρανίο και να του τα χώσουμε δεόντως.

Συναφείς εκφράσεις

  1. Κουφάλογο. Κομματάκι βαρύ και ενδεχομένως προσβλητικό.
  2. Βγάλε τα γράσα απ' τα αυτιά. Κι αυτή η έκφραση είναι δηλητηριώδης, καθώς τα λιπαρά γράσα παραπέμπουν στο κερί που σχηματίζεται μέσα στην κοιλότητα του αυτιού και δυσχεραίνει την ακοή. Είναι σαν να λες στον άλλο ότι είναι βρωμύλος και δεν πλένει τ' αυτιά του.
  3. Περήφανος στ' αυτιά. Ήπια σχετικά έκφραση, μάλλον μπαμπαδίστικη.
  4. Τα αυτιά σου τα πέτσινα.

Σημειωτέον ότι ποτέ δεν χρησιμοποιούμε τα ανωτέρω όταν προσπαθούμε να συνεννοηθούμε με έναν πραγματικά κουφό, άτομο δλδ με αποδεδειγμένα προβλήματα ακοής. Εκτός αν είμαστε τελείως κάφροι, ασεβείς και κανίβαλοι.

Τέλος, παραμένει άλυτο μυστήριο το γιατί κανείς να επιλέξει να τοποθετήσει τη μαρμελάδα στ' αυτιά του αντί να τη φάει. Μήπως για να μην παχύνει; Και γιατί δεν λέγεται κάτι αντίστοιχο και για τα μάτια, όταν δλδ κάποιος αδυνατεί να διακρίνει κάτι που του δείχνουμε;

— Πήδηξα που λες εκείνο το γκομενάκι που είχαμε γνωρίσει τις προάλλες...
— Τιιιιιί; Ξαναπές το μία, δεν σ' έπιασα, έχει και πολλή βαβούρα εδώ...
— Ε ρε μαρμελάδα στ' αυτιά που 'χει πέσει...
— Τι είπες πάλι; Μίλα πιο δυνατά ρε...
— Ρε δε μας γαμάς λέω γω βραδιάτικα, βαρηκοΐα και πάσης Ελλάδος...

Δοχείο συλλογής μαρμελάδας στην υποσαχαρική Αφρική (από Vrastaman, 02/10/09)

Αυτιά και λοιπές πάστες: μαρμελάδα, γράσο, παστελάδα, τίκρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ίσως ο κλασικότερος και πλέον καθιερωμένος σλανγκ όρος για την πρέζα, την ηρωίνη. Συναντάται και στο ουδέτερο: άσπρο.

Πρόκειται για ονομασία μάλλον παραπλανητική, στο βαθμό που η πραγματικά άσπρου χρώματος πρέζα, η λεγόμενη και καθαρή, σπανίζει. Για να βγει τέτοιο αστεράτο πράμα, απαιτείται ολοκληρωμένη κατεργασία των πρώτων υλών (όπιο) σε τέλεια εξοπλισμένα εργαστήρια. Τέτοιες μονάδες λειτουργούν κατά κύριο λόγο στο περίφημο Χρυσό Τρίγωνο στη ΝΑ Ασία. Η ταϊλανδέζικη πρέζα, η τάϊ, θεωρείται η καλύτερη του κόσμου και η λιγότερο αρρωστιάρα. Πάλλευκη και παντελώς άοσμη, έχει τη μορφή λεπτής κρυσταλλικής πούδρας. Τόσο λεπτής, που σχεδόν εξαφανίζεται με απλή τριβή πάνω στο δέρμα ή ανάμεσα στα δάχτυλα. Είναι δε εξαιρετικά όξινη, ρευστοποιείται πανεύκολα, χωρίς ξινά, λεμονάδες και άλλες διαλυτικές μαλακίες. Σχεδόν ούτε νερό δεν θέλει.

Στο Ελλάδα απλά δεν παίζει με την καμία να πετύχεις τέτοιο μπερκέτι. Αν τύχει και δεις άσπρη πρέζα, θα' ναι στάνταρ απ' τη ζάχαρη του κοψίματος... Ειδικά για την καθαρή ηρωίνη, επιφυλάσσονται λίαν χαϊδευτικά και γουτσιστικά σλανγκωνύμια, όπως Ασπρούλα ή Χιονάτη (με το δεύτερο να παραπέμπει τόσο στη λευκότητά όσο και στο γλυκό παραμύθιασμα της).

Οι εγχώριες αγορές μας, βολεύονται συνήθως με ηρωίνη χαμηλής ποιότητας, ατελώς επεξεργασμένη και με περισσότερες προσμείξεις. Σε αντίθεση με τη σιαμέζικη άσπρη, παίρνει τη μορφή χοντρόκοκκης σκόνης, με πολλούς σβόλους. Το χρώμα της ποικίλει από κιτρινωπό (συνήθως) μέχρι ροζ, γκρι ή καφέ. Παραδοσιακά, η πρέζα στις ελληνικές πιάτσες καταφθάνει εξ ανατολών, την Τουρκία ή το Πακιστάν, εξ ου και τα γνωστότατα «τούρκικη» και «πακιστάνικη». Σήμερα πίνουμε και μπόλικη αλβανική πρέζα, αλλά και σκοπιανή (!) Σ' όλες αυτές τις χώρες λειτουργούν καζάνια, προχειροστημένα δηλαδή εργαστήρια παραγωγής κι επεξεργασίας ηρωίνης. Ως τη δεκαετία του '60, καζάνια υπήρχαν και στην Ελλάδα.

Συμπέρασμα: η άσπρη είναι τυπική περίπτωση σλανγκ που λειτουργεί τρόπον τινά ευφημιστικά, εξωραΐζοντας μια πραγματικότητα και εκφράζοντας το «δέον», το ευκταίο (μακάρι δηλαδή όλες οι ζαπρέ να 'ταν άσπρες!).

Γενικά, παίρνοντας ως αφορμή τη λευκότητα, την ακουστικότητα, τη βρωμιά, την επίσημη ονομασία ή και οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα της ηρωίνης, μπορεί οποιοσδήποτε με λίγη φαντασία να δημιουργήσει άπειρα σλανγκωνύμια για την ουσία αυτή, πολλά από τα οποία δεν ξεπερνούν τα όρια της ιδιωτικής χρήσης. Θα έλεγε κανείς - με μια δόση υπερβολής - πως ο καθένας χρήστης έχει κατοχυρώσει μια δική του, καταδική του λέξη για να περιγράφει την ουσία-αρρώστια του...

Παραδείγματα: white horse=άλογο, hairy=μαλλιαρή (διότι προκαλεί μυρμήγκιασμα στο δέρμα), Harry=Ερρίκος (από το hairy), polvo, blanco, salt=αλάτι (υπάρχει και στο Εγκληματολεξικό του Γ. Πανούση), ζάχαρη, chick=γκόμενα, charlie, Helen, Hero, shit... Πολλά χρησιμοποιούνται αδιακρίτως και για την κόκα.

  1. Συχνά η άσπρη αντιδιαστέλλεται προς το μαύρο, δλδ το χασίς. Που κι αυτό, εξίσου παραπλανητικά, πολλές φορές μόνο μαύρο δεν είναι.

- Τρελάθηκες ρε; Δεν έχω φάει ποτέ άσπρη, μόνο κανά μαυράκι πού και πού πίνω, έτσι για το τζερτζελέ..

  1. Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
    και δώστου εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη.

Νίκος Καββαδίας, «Ο Γουίλι ο Μαύρος Θερμαστής από το Τζιμπουτί».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο φιλόσοφος, νομικός, κοινωνιολόγος, επικοινωνιολόγος, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός, καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και εσχάτως ποιητής Γιώργος Βέλτσος, αποτελεί ένα απο τα πλέον αμφιλεγόμενα πρόσωπα της ελληνικής δημόσιας σκηνής. Διαθέτει φανατικούς φίλους και εξίσου φανατικούς εχθρούς.

Μαθητής του καμπόσου Jacques Derrida, αποτελεί τον καθ' ημάς Απόστολο της Ποστίλας και της Μεταμοντερνιάς, φιλοσοφικών τάσεων ακμαζουσών εν τη Εσπερία. Απίστευτα εκκεντρικός και ιδιόρρυθμος, μορφή υπερτεράστια, παμμέγιστη, κυριολεκτικά ανύπαρκτη. Όπως άλλωστε κι ο ίδιος λέει: «ο Γιώργος Βέλτσος δεν υπάρχει, υπάρχει μόνον ο αντι-Βέλτσος ή αλλιώς ο μη-Βέλτσος». Κι ό,τι καταλάβατε, καταλάβατε.

Σλανγκικώς, το όνομα του Γιώργου Βέλτσου χρησιμοποιείται με δύο κυρίως τρόπους:

  • Ο φωτεινός παντογνώστης, ο υπερεγκέφαλος, η κινούμενη εγκυκλοπαίδεια, ο ειδικός επί παντός επιστητού, ο άνθρωπος με τις απεριόριστες θεωρητικές ικανότητες, ο άνθρωπος που σίγουρα δε θες να παίξεις τρίβιαλ μαζί του. Χαρακτηρισμός κατά βάση θετικός.

- Πώς σου φανήκαν τα θέματα των εξετάσεων ρε φίλε;
- Νταξ, μια χαρά παλεύονταν. Δε χρειαζόταν να είσαι και Βέλτσος για να γράψεις.

  • Ο αμπελοφιλόσοφος, ο αερολόγος, αυτός που έχει προσβληθεί από οξεία λογοδιάρροια κι όλο μιλάει χωρίς να λέει τίποτα, ο ματαιόδοξος και ψευτοκουλτουριάρης διανοούμενος που πουλάει τρέλα παπαρολογώντας ακατάσχετα και ακαταλαβίστικα, ο πολυπράγμων σε βαθμό μαλακίας. Βεβαίως, το σκώμμα και ο μυκτηρισμός κατά των πάσης φύσεως θεωρητικών και θεωρητικολογούντων, δεν είναι κάτι καινούργιο, ανάγεται τουλάστιχον στην αρχαϊκή εποχή των Ελλήνων (βλ. Θαλής που περπατούσε αφηρημένος και σαβουριάστηκε στο πηγάδι, Νεφέλες του Αριστοφάνη όπου τρώει κράξιμο ο αιθεροβάμων Σωκράτης, Ηράκλειτος που έκραζε την «πολυμαθίην κακοτεχνίην» του Πυθαγόρα κλπ). Χαρακτηρισμός λοιπόν ξεκάθαρα αρνητικός.

«Περισσότερο από φιλοσοφία του υποκειμένου και της συνείδησης, μετά τό στρουκτουραλισμό και μετά τή διαλεκτική – ακόμα και στην αρνητική αντορνική εκδοχή της που απορρίπτει τις «συνθέσεις» των κοινωνικών επιστημών – μετά και από κάθε θεωρία της κοινωνίας που επαγγέλλεται τη χειραφέτηση είτε ως ριζική κριτική της γνώσης, είτε ως κριτική της ιδεολογίας και πάντως ως συνολική κριτική της κοινωνίας εν ονόματι ένός κανονιστικού και ουτοπικού ιδεώδους, κυρίως εναντίον κάθε «συνολιστικής αρχής» πού υποθετικά ενοποιεί ό,τι ουδέποτε πραγματικά θεματοποιείται από τον ακατονόμαστο βιωμένο κόσμο και τέλος με τη βεβαιότητα της εγγενούς αλήθειας του όλου και τη γνώση του αμφιβόλου αποτελέσματος της υπέρβασης, η μη-κοινωνιολογία, χωρίς την προκατάληψη του «αρνητισμού», την αισιοδοξία του «καθολικού προγραμματισμού» ή την υποκρισία του κάθε «ανθρωπολογισμού» αλλά με διάθεση αποκαταστατική της αυτοδιαψευσμένης νεοτερικότητας, ούτε ανακατασκευή του μαρξισμού, ούτε κριτική του κοινωνικού εξορθολογισμού αλλά ούτε και θεωρία της επικοινωνιακής δράσης στο αγγελικό πεδίο ενός δι-υποκειμενικού, κατανοητικού και ηθικού διαλόγου υπέρ του καθολικού consensus, αναδεικνύεται αποσπασματικά εκεί όπου η ενδο-υποκειμενική εννόηση έχει το λόγο ως γραφή σ’ ένα διαρκώς ανολοκλήρωτο έργο: το κείμενο, κατεξοχήν σημείο του καντιανού Υψηλού, δείγμα γραφής της μετα-μοντέρνας εποχής μας και πεδίο αυτού που ήδη υπάρχει μετα-γραφόμενο».

Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από την εισαγωγή του πονήματος του Γ. Βέλτσου «Η Μη-Κοινωνιολογία». Ίσως μερικοί από μας να βγάζουν κάποια άκρη, όμως τέτοια παρόμοια κείμενα, που φαντάζουν αλαμπουρνέζικα για τους πολλούς, έχουν εδραιώσει την παραπάνω αρνητική εικόνα για τον καθηγητή.

Π.χ. - Ο Θανασάκης από τότε που πέρασε στη σχολή, πολύ έχει κουλτουρέψει ρε αδερφάκι μου. Κοκάλινο γυαλάκι, υφάκι βαθυστόχαστο, ατημέλητο και καλά λουκ, άσε που κυκλοφοράει συνέχεια μ' ένα βιβλίο φιλοσοφίας και το μοστράρει.
- Ναι ο μαλάκας, την έχει δει Βέλτσος κι έτσι. Νομίζει πως μ' αυτές τις δηθενιές θα βγάλει γκόμενα... Ανάθεμά με κι αν καταλαβαίνει κι ο ίδιος αυτές τις παπαριές που λέει.

(Ακολουθούν ορισμένες ανεκδοτολογικού τύπου ιστορίες / αστικοί μύθοι, που κυκλοφορούν για τα πεπραγμένα του Γιώργου Βέλτσου. Όποιος θέλει ας τα διαβάσει, όποιος δεν θέλει μπορεί να τα προσπεράσει. Εννοείται πως ο γράφων δεν λαμβάνει θέση επί της βασιμότητάς τους, απλώς παραθέτει)

  1. Κάποτε είχε πάρει την πάκα με τα γραπτά εξετάσεων που έπρεπε να βαθμολογήσει και είπε πως θα τα πετάξει όλα στον αέρα, και όποια «κάτσουν» με τη «μούρη», δηλ. απο τη μεριά που είναι γραμμένο το όνομα του φοιτητή κλπ, θα περάσουν. Όσα «κάτσουν» με την «όπισθεν», δεν πιάνουν τη βάση.

  2. Άλλο που είχε πει κάποτε: «όποιος πάει και περάσει τη Συγγρού από πάνω, πηδώντας δηλ. το διαχωριστικό, και όχι από την υπόγεια διάβαση, θα του βάλω 10 στις εξετάσεις».

  3. Όταν κάποιος φοιτητής δεν την πάλεψε με τα θέματα των εξετάσεων και του ζωγράφισε στην κόλλα αναφοράς ένα πέος, ο Βέλτσος του έβαλε 10!

  4. Μια φορά μπήκε στο αμφιθέατρο και διέταξε: «σηκωθείτε όλοι όρθιοι, τώρα!». Αφού όλοι υπάκουσαν, τους είπε: «είστε ζώα, είστε άβουλα πρόβατα, γιατί να με ακούσετε και να σηκωθείτε;»

  5. Είχε βάλει θέμα εξετάσεων με μοναδική ερώτηση «γιατί;» και ο μόνος που πέρασε ήταν αυτός που έγραψε «γιατί όχι;»

  6. Ο Γιώργαρος μπήκε μια φορά στο αμφιθέατρο και άρχισε να φωνάζει: «φέρτε μου εδώ ένα τούβλο! Δεν κάνω μάθημα αν δε μου φέρετε αμέσως ένα τούβλο μπροστά μου!».

  7. Λέγεται πως τριγυρνά στη Μύκονο μονίμως μεθυσμένος, αγκαλιά με βελτσοκρουσμένες φοιτήτριές του.

  8. Λέγεται πως ζητάει τον αριθμό εμφανίσιμων φοιτητριών του, τις οποίες κατόπιν παίρνει τηλέφωνο και τους λέει πάνω κάτω: «Γεια σου, είμαι ο Γιώργος ο Βέλτσος. Θες σε μία ώρα να βρεθούμε στο τάδε ξενοδοχείο και να κάνουμε έρωτα;».

  9. Θέμα βελτσικών εξετάσεων: «το αυγό». Μόνο μια λέξη, χωρίς καμιά απολύτως διευκρίνιση κι ότι καταλάβατε, καταλάβατε.

  10. Αντι-θέμα βελτσικών εξετάσεων: «Διατυπώστε μόνοι σας ένα οποιοδήποτε θέμα και απαντήστε το».

  11. Μια φορά χτύπησε το κινητό του Βέλτσου την ώρα που έκανε μάθημα. Όταν άκουσε κάτι που προφ δεν του άρεσε, σηκώθηκε κι έφυγε σιχτιρίζοντας, αφήνοντας τους φοιτητές σύξυλους. Τι είχε συμβεί; Το τηλεφώνημα ήταν από τα ΝΕΑ και του ανακοίνωνε την ακύρωση δημοσίευσης ενός κειμένου του.

  12. Δείπνο με τον τότε πρωθυπουργό Σημίτη σε κυριλάουα ρεστοράν. Σε μια δόση, όλοι βλέπουν έναν Βέλτσο εκτός εαυτού να ωρύεται προς τα γκαρσόνια και τους υπεύθυνους του εστιατορίου: «ΝΤΡΟΠΗ, Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ ΨΗΜΕΝΟΣ»!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οιονεί υπερθετικός του απλού αλήτη, ο αλητάμπουρας ένα πράμα.

Κλασική περίπτωση όπου η αλλαγή του γένους ενός ουσιαστικού, εν προκειμένω η θηλυκοποίηση, υποδηλώνει μεγέθυνση / αναβάθμιση κι όχι μείωση / υποβιβασμό (βλ. σχετικά και την χαλικούτειο αντρούλα).

Αλήτρα, αλήτης και αλητεία, χρησιμοποιούνται, σε πολιτικώς καθόλου ορθά συμφραζόμενα, με θετική κατά βάση σημασία. Εκφράζουν έπαινο, θαυμασμό, αναγνώριση, ρησπέκτ, προς ένα πρόσωπο με αντισυμβατική συμπεριφορά ή/και ιδιαίτερες ικανότητες. Αντιθέτως - κι αυτό πρέπει να τονιστεί - το αλητάμπουρας παραμένει κατά κανόνα αρνητικός χαρακτηρισμός, όποιος κι αν το χρησιμοποιεί.

Αναλυτικά, τα αλήτης - αλητεία χρησιμοποιούνται στη γλώσσα με τους εξής 3 τρόπους:

  1. (Μη σλανγκ) Η καθιερωμένη και επισήμως λεξικογραφημένη σημασία. Αλήτης = ο πλάνης, ο αενάως περιπλανώμενος και εν τη χώρα περιφερόμενος, ο μη έχων μόνιμο κατάλυμα, ο ρέπων προς τον άτακτο βίο εξαιτίας φυγοπονίας. Μέχρι το 1994 η αλητεία ήτο ποινικώς κολάσιμη, και στον Ποινικό μας Κώδικα πήγαινε πακετάκι με την δίδυμη αδελφούλα της, την Επαιτεία (η οποία ακόμη διώκεται).

  2. (Σλανγκ) Ο αλήτης ως συνώνυμο του παλιανθρώπου, του απατεώνα, του λαμόγιου, η αλητεία ως συνώνυμο της λαμογιάς, της πουστιάς, της ελεεινής και τρισάθλιας συμπεριφοράς.

  3. (Καρασλάνγκ) Ο αλήτης ως συνώνυμο του γαμαωδέρνουλα, του μαγκιόρου, του κουμανταδόρου / καταφερτζή, του Ωραίου, του πρόστυχου, της μούρης γενικώς. Σ' αυτόν εδώ τον αλήτη και μόνο αναφέρεται και η αλήτρα του λήμματος. Εδώ κολλάει επίσης και η χρήση της αλητείας (δλδ ενός αφηρημένου ουσιαστικού) ως επιθέτου:

- Ο τύπος είν' αλητεία μιλάμε! Μισό χιλιόμετρο σούζα με το μηχανάκι λαμπάδα.

Με αυτή την τελευταία σημασία, χρησιμοποιούν συχνότατα το αλήτης οι γκόμενες, όταν θέλουν να παραπέμψουν στον «τέλειο άντρα, τον άντρα το σωστό, τον πρόστυχο, τον έξυπνο το γοητευτικό». Διότι ο ιδανικός αρσενικός επιβάλλεται να είναι ολίγον κωλοπαιδαράς, φευγάτος, σταρχιδιστής, τρελός, τσαμπουκαλής, επαναστάτης χωρίς αιτία, και εννοείται προστυχάντζας και βρώμικος στο κρεβάτι... Μια Force of Nature... Σαν τον Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο Λεωφορείον ο Πόθος ένα πράμα (αλλά και πάμπολλους άλλους κινηματογραφικούς και λογοτεχνικούς «σκοτεινούς» ήρωες..). Αξιοσημείωτο πάντως το ότι τόσες λέξεις με κανονικά αρνητικό πρόσημο (αλήτης, πρόστυχος, βρώμικος, κωλοπαίδι, νταής κ.λπ.) αποτελούν στην πράξη τίτλους τιμής...

  1. Μεγάλη αλήτρα ο δικός σου με τις γυναίκες. Να σκεφτείς αυτή την εποχή τραβιέται με 4. Και μιλάμε για μουνιά περιωπής, όχι τίποτα τσιμπουκοζητιάνες.

  2. Θυμάσαι το Γιώργο, το τουμπανάκι απ' το γυμναστήριο; Με το βρακί του και δυο χιλιάρικα στη τσέπη είχε έρθει στην Αθήνα, και τώρα έχει δυο μαγαζιά και αγοράζει σπίτι στην Κηφισιά. Ήταν όμως μεγάλη αλήτρα, δεν μάσαγε τον πούτσο του, πουθενά...

  3. - Ρε φίλε, έχω ξεσηκώσει κάτι τρελά συνθηματικά απ' αυτό το σλανγκ τζι αρ! Μιλάμε για εκφράσεις που τα σπάνε κανονικά, απιστεύτου και ανυπάρκτου γωνία..
    - Ναι ρε μάγκα μου, όπως τα λες είναι. Οι τύποι εκεί πρέπει να είναι μεγάλες αλήτρες.

Ζαγοραίος ο αλήτης! (από Khan, 11/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άνδρας, ιδίως ο ωραίος, ο εμφανίσιμος.

Ίσως το χαρακτηριστικότερο δείγμα μιας σοκαριστικής νέου τύπου σλανγκ, αποκλειστικά χρησιμοποιούμενης από γυναίκες. Η καθαρά γυναικεία αυτή σλανγκ, σηματοδοτεί την πλήρη αντιστροφή του κοινωνικού φύλου (gender), που επιχειρείται τα τελευταία χρόνια από θηλυκά νεαρής ηλικίας. Σε απλά λόγια, οι γυναίκες υιοθετούν συμπεριφορές και λεξιλόγιο καθαρά ανδρικά, σε μια προσπάθεια να υποκλέψουν το ρόλο του κυρίαρχου αρσενικού και να το υποβιβάσουν σε μια θέση εξ ορισμού παθητική.

Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες η γυναίκα έχει σχεδόν ολοκληρωτικά αρρενοποιηθεί, στο τέλος μιας μακράς πορείας που ξεκίνησε με το φεμινιστικό κίνημα των σίξτις. Αυτή η αρρενωπή γυναίκα - τερατούργημα κατά ορισμένους - νομοτελειακά παράγει το αντίθετό της, τον θηλυπρεπή, ή μάλλον τον εκθηλυσμένο, άνδρα. Ο ανδρισμός δεν αποτελεί πλέον μια οριστικά κεκτημένη κατάσταση, οφείλει να αποδεικνύεται διαρκώς μέσω νέων δοκιμασιών. Όπως παρατηρεί ο Pierre Bourdieu, «αρκεί πλέον να πεις σ' έναν άνδρα ότι είναι άνδρας, προκειμένου να τον επαινέσεις».

Η ίδια η αρρενωπότητα τείνει να θεωρείται όλο και λιγότερο ως βιολογικό δεδομένο, όλο και περισσότερο ως ιδεολογικό κατασκεύασμα (construction). Ο βιολογικός ντετερμινισμός χάνει καθημερινά έδαφος προς όφελος των τάσεων εκείνων που πρεσβεύουν τον πολιτισμικό καθορισμό και τη σχετικότητα κάθε αλήθειας.

Οι πιο μαχητικοί εκπρόσωποι των νέων επιστημολογικών ρευμάτων, οι κονστρουκτιβιστές που εμπνέονται από την αποδόμηση του Γάλλου φιλόσοφου Jacques Derrida, εμμένουν στην πλήρη κατεδάφιση των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στα φύλα, την οριστική εξάλειψη κάθε ειδοποιού διαφοράς ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό. Οδεύουμε λοιπόν ολοταχώς προς ένα καθεστώς πλήρους ελευθερίας, ένα καθεστώς που θα αφήσει μια για πάντα πίσω του, τα οποιαδήποτε ζητήματα σεξουαλικής ταυτότητας.

Οι σημερινές teenager δε σκαμπάζουν εννοείται χριστό από γαλλική κοινωνιολογία, ενώ οι όποιες αναφορές σε πολιτισμικό καθορισμό τους ακούγονται σαν κινέζικα. Γνωρίζουν όμως πολύ καλά πως πλέον βρίσκονται σε θέση ισχύος απέναντι στα δόλια τα αγοράκια. Αυτές είναι πλέον οι κυνηγοί, αυτές επιλέγουν το θήραμά τους, στο οποίο άμα καυλώσουν ρίχνουν κανά δυο μουνιά. Την ίδια στιγμή απευθύνονται η μία την άλλη με την κλασική ανδρική προσφώνηση «μαλάκα» (βλ. το σχόλιο της Mes στο συναφές λήμμα του αγαπητού Bubis).

Συνήθεις σε γυναικοπαρέες οι φράσεις του τύπου: «ωραίο μουνάκι αυτός ο Γιώργος, θα τον έγλειφα χαλαρά». Πρέπει άραγε να το θεωρήσουμε ως την υπέρτατη ξεφτίλα, τον ξεπεσμό του πάλαι ποτέ περήφανου αρσενικού σε ένα μουνί; Οι πιτσιρίκες θα μας απαντούσαν όχι, και με το δίκιο τους: ο χαρακτηρισμός τους είναι απλά διαπιστωτικός μιας νεοδιαμορφωμένης κατάστασης πραγμάτων, ΔΕΝ εκφέρεται με εμφανή και άμεση διάθεση υποτίμησης.

Μια άλλη νεόκοπη ονομασία για το αρσενικό, στο ίδιο πνεύμα με το μουνί αλλά σαφώς κοσμιότερη και διακριτικότερη, είναι το γκομενάκι. Τα θηλυκά ήταν και παραμένουν οι γκόμενες, όμως τα αγόρια από γκόμενοι που ήταν κάποτε, υποβιβάστηκαν στη β' κατηγορία ως ουδέτερα γκομενάκια. Είναι πλέον απλά αντικείμενα σεξουαλικής εκτόνωσης, στερημένα από την πολύτιμη ιδιότητα του γένους.

- Μαλάκα Μαίρη, τι μουνί ήταν αυτό που πέρασε, το είδες;
- Άχου, ο Βαγγελάκης... Τον έχω πάρει, δε στο 'χω πει μωρή;
- Κι αυτόν μωρή πουτάνα; Άσε και κανά κόκαλο για μας τις αγάμητες...
- Εσύ μωρή μαλάκω το παίζεις και δύσκολη, λες και είμαστε στο 1800... Ξύπνα λίγο βρε καημενούλα, δες τι γίνεται γύρω σου...
- Καλά, άστα τώρα αυτά... Για πες, τι έλεγε το γκομενάκι...;
- Τίποτα σπουδαίο, μας κουνιότανε για γαμιάς αλλά τα έφτυσε στο δεκάλεπτο. Τότε τον βάζω που λες από κάτω, καρφώνομαι πάνω του και πάρε να 'χεις... Τα είδε όλα το παλικαράκι, τέτοιο γαμήσι δε νομίζω να του 'χει ρίξει άλλη...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Με τους όρους νταλικέρης, γυναίκα-νταλικέρης, νταλικέρισσα, περιγράφουμε μεταφορικώς άτομα θηλυκού φύλου τα οποία έχουν υιοθετήσει πρότυπα και συμπεριφορές που παραδοσιακά προσιδιάζουν στα αρσενικά. Η πρόσληψη όμως αυτή έχει γίνει με τρόπο επιφανειακό και κραυγαλέο, με σκοπό να πουλήσουν μούρη και να το παίξουν ιστορία. Έχουν δλδ καταπιεί αμάσητα τα ανδρικά χούγια, χωρίς να έχουν αφομοιώσει την βαθύτερη ποιότητα του ανδρικού ήθους. Εξ ου και η γενικά υποτιμητική σημασία των όρων. Αντιθέτως, ο όρος αντράκι (για γυναίκα πάντα) έχει κατά κανόνα θετικό πρόσημο: υπογραμμίζει χαρίσματα όπως επιμονή, αποφασιστικότητα, καρτερία, εντιμότητα κλπ.

Η γυναίκα-νταλικέρης έχει πολλά κοινά γνωρίσματα με μια καγκουρογκόμενα (εννοούμε όχι την γκόμενα του κάγκουρα, αλλά μια γκόμενα με δική της, αυτόφωτη καγκουροσύνη). Ωστόσο οι δύο όροι δεν ταυτίζονται, με τον δεύτερο να χρήζει αυτοτελούς πραγμάτευσης σε ιδιαίτερο λήμμα. Επίσης, πολλαπλές και άκρως ενδιαφέρουσες είναι οι νοηματικές διασυνδέσεις μεταξύ νταλικέρισσας και bitch (καθαρόαιμο και σκυλί του πολέμου λεγόμενο).

Ο όρος καθόλου μα καθόλου δεν έχει να κάνει με την εξωτερική εμφάνιση. Μια νταλικέρισσα δεν είναι απαραίτητα ούτε αντικαβλέ ταγάρι, ούτε μπάζο, ούτε καν νταρντάνα. Μπορεί κάλλιστα να είναι μια λίαν ευπαρουσίαστη και καυλωτική Μπάρμπι, όπως μπορεί επίσης να είναι λεπτεπίλεπτη και μικροκαμωμένη, μια γκόμενα-μινιόν, μια γκόμενα-μπρελόκ, μια γκόμενα τσέπης, ένα εύθραυστο μπιμπελό... Τέλος, η νταλικέρισσα δεν είναι απαραίτητο να είναι λεσβία, αν και το αντίστροφο ισχύει στο 99% των περιπτώσεων (δλδ σχεδόν όλες οι λεσβίες νταλικοφέρνουν).

Η γυναίκα-νταλικέρης είναι συνήθως αυτό που λέμε αλητάκι, της πιάτσας. Έχει ψηθεί στους δρόμους, ξέρει από ζωή και από ανθρώπους. Γουστάρει κάργα την ανδρική παρέα, χωρίς απαραίτητα να είναι αγοροκόριτσο. Είναι - ή νομίζει πως είναι - μαγκιόρα / μαγκιόρισσα, με μια μαγκιά όμως μάλλον κακοχωνεμένη και με αρνητικές συνδηλώσεις. Λατρεύει να περιαυτολογεί (σ' αυτό δε διαφέρει από τις άλλες γυναίκες).

Σήμα κατατεθέν της νταλικέρισσας είναι η μπάσα και βραχνή φωνή της. Αποτέλεσμα επιτήδευσης, στο οποίο έχουν ουκ ολίγον συμβάλλει και τα εκατομμύρια τσιγάρα (νόμιμα και μη) που έχει πιεί στη ζωή της. Σε εξτρήμ περιπτώσεις, το βράχνιασμα έχει προκληθεί και από τη χρήση στεροειδών αναβολικών, τα οποία κυριολεκτικά ανδροποιούν τη γυναίκα (σταμάτημα περιόδου, εξαφάνιση στήθους, τριχοφυΐα, υπερβολικές καύλες, νεύρα κλπ).

Ο τρόπος ομιλίας της συμβαδίζει απόλυτα με το περιεχόμενο της ομιλίας αυτής. Η νταλικέρισσα καταναλώνει τεράστιες ποσότητες σλανγκ, μπινελικίων, γαμοσταυριδίων. Συχνά ξεκινάει τις προτάσεις τις με ένα «ρε φίλε» ή «ρε γαμώτη μου». Λέει συχνά στ' αρχίδια μου ή στο μουνί μου. Σε πιο καμένες περιπτώσεις, μπορεί ακόμη και να κλάνει ή να ρεύεται. Με δυο λόγια, ιδανική γυναίκα για το μικρό μας σάιτ (που όμως τελευταία υφίσταται - φευ - τη διαβρωτική δράση όψιμων εκπροσώπων της κοσμοθεωρίας του γουτσισμού...)

Η νταλικέρισσα έχει κατά κανόνα γράψει πολλά πεοχιλιόμετρα στη ζωή της. Αντιμετωπίζει τους γκόμενους ως μουνιά, μιμούμενη την ανδρική φρασεολογία. Όταν περιγράφει τις συνευρέσεις της, είναι λιγότερο σουρεαλιστική και αρκείται απλά στο να πει πως του έριξε κανά δυο μουνιά. Στις σχέσεις της - αν κατ' εξαίρεση κάνει κάτι τέτοιο - απεχθάνεται την πολλή τρυφερότητα, ενώ στο σεξ έχει απομυθοποιήσει και αποφεύγει τα πολλά προκαταρκτικά (όπως ακριβώς κι οι άντρες). Δεν τρέφει καμιά εκτίμηση για τους μετροσέξουαλ, τους θεωρεί φλωράτσες. Η ίδια ισχυρίζεται πως ψάχνει το απόλυτο αρσενικό, αυτό που θα δαμάσει το θηρίο που κρύβει μέσα της. Για να δει κάποιον πιο σοβαρά, θα πρέπει «να έχει πολύ μεγάλα αρχίδια, γιατί αρχίδια ούτως ή άλλως έχω κι εγώ» (αυθεντική ατάκα). Τα «αρχίδια» αυτά μεταφράζονται σε μεγάλη οικονομική επιφάνεια, νταηλίκι, βαρβατίλα, προστυχιά, αλητεία, περιπετειώδη διάθεση. Γι' αυτό και προτιμούν επιχειρηματίες, ιδιοκτήτες νυχτερινών μαγαζιών, μπράβους, αθλητές, drug-dealers, νταραβεριτζήδες και κουμανταδόρους. Και, ναι, καλά το καταλάβατε, ο κόσμος του πνεύματος και της διανόησης τις αφήνει παντελώς αδιάφορες. Ίσως τρέφουν μια γενική και αόριστη εκτίμηση για τους γραμματιζούμενους, αλλά όχι και να μπλέξουν και μαζί τους, για όνομα...

Μίνι κατάλογος με επώνυμες νταλικέρισσες

(εννοείται ότι δεν ανταποκρίνονται στα πάντα όλα της ανωτέρω περιγραφής, αλλά εντάσσονται εντούτοις στο γενικό νταλίκα-mood).

Bάνα Μπάρμπα

Άννα Βίσση

Άντζελα Δημητρίου

Μαρία Σολωμού

Σάσα Μπάστα

Ντέσσυ Κουβελογιάννη

Βούλα Πατουλίδου

Λιάνα Κανέλλη

Τζόρτζια από τους Μπλε

Amy Winehouse

(o κατάλογος παραμένει ανοιχτός προς συμπλήρωση)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νόθευση ναρκωτικής ουσίας. Μείωση της καθαρότητάς της μέσω προσμείξεων. Συνηθέστατη πρακτική. Το κόψιμο μπορεί να φτάσει και σε ποσοστό 95%. Σε χώρες όπως η Ελλάδα αυτό δεν είναι καθόλου σπάνιο.

Κομμένη: νοθευμένη ναρκωτική ουσία. Η μη κομμένη είναι η καθαρή. Κόβω: νοθεύω ναρκωτικά (με σκοπό προφάνουσλυ το κέρδος)

Όλες σχεδόν οι ντρόγκες κόβονται. Η καθεμιά και με διαφορετικό υλικό. Είναι ανεδαφικό ωστόσο να μιλάμε για τυποποίηση στους τρόπους και τα υλικά των κοψιμάτων. Ο καθένας χρησιμοποιεί ό,τι έχει εύκαιρο, ό,τι βρει μπροστά του. Φουλ αυτοσχεδιασμός. Φαντασία να 'χεις κι η δουλειά θα γίνει. Πενία τέχνας κατεργάζεται.

Στη διαιωνιζόμενη πραγματικότητα του κοψίματος, οφείλεται η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων από ναρκωτικά. Αυτό που συχνά ακούγεται, «πέθανε από υπερβολική δόση» είναι μέγιστη ανακρίβεια, παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι χρήστες –μιλάμε βασικά για τους πρεζάκηδες– δεν είναι ηλίθιοι. Γνωρίζουν πολύ καλά πόσο πρέπει να πιουν, μέχρι ποιο σημείο τους παίρνει. Η στραβή κάθεται συνήθως στην εξής περίπτωση: κάνεις χρήση νοθευμένης πρέζας για καιρό, και συνεπώς ξέρεις τι ποσότητα επαρκεί για να την ακούσεις, π.χ. 1 τζι (γραμμάριο) την ημέρα. Καμιά φορά όμως, σκάει μύτη στις πιάτσες σταφ υψηλότερης της συνήθους καθαρότητας. Ο πρεζάκιας, αν δεν την σακουλευτεί τη φάση και βαρέσει με την ίδια ποσότητα, την πούτσισε... Η κατ' εξαίρεση διοχέτευση καθαρής πρέζας στις πιάτσες, είναι συνήθως ενέργεια των ντηλεράδων καθ' όλα σκόπιμη, όταν θέλουν να απαλλαγούν από κάποιον / κάποιους ιδιαιτέρως ενοχλητικούς πελάτες...

Το αντίστροφο της παραπάνω φάσης –που επίσης αποβαίνει μοιραίο– έχει ως ακολούθως: κάποιος που είναι καθαρός καιρό, αν ξαναπέσει απότομα στην παραμύθα, κάνοντας το λάθος να ξεκινήσει με την ποσότητα που έπαιρνε παλιά, θα φάει χοντρό πακέτο, ίσως και να ψωνίσει κάνα ξύλινο παλτό... Αυτό συμβαίνει λόγω άγνοιας των μηχανισμών ανοχής του σώματος. Όταν πίνεις τακτικά, αναπτύσσεις ανοχή, που όσο πάει και μεγαλώνει (μιθριδατισμός). Με την απεξάρτηση όμως, επανέρχεσαι στα φυσιολογικά επίπεδα ανοχής, αυτά ενός «κανονικού» ανθρώπου. Έτσι τουλάστιχον λένε, γιατί υπάρχει κι η άποψη «once a junkie, always a junkie». Αλλά αυτό το ρητό μάλλον αναφέρεται στην ψυχολογική όψη της εξάρτησης, η οποία σε αντίθεση με την καθαρά σωματική, είναι πολύ πιο μανουριάρικη. Η Ηρώ είναι μια γκόμενα που δεν ξεχνάς ποτέ. Όποιος έχει νιώσει τη ζεστή θαλπωρή και τους απανωτούς οργασμούς του πρώτου λεπτού μετά το βάρεμα, θα καταλάβει.

Τρόποι και υλικά κοψίματος

Το χασίς κόβεται με χένα. Επίσης, του αφαιρείται το λάδι, το χασισέλαιο (απολαδοποίηση), οπότε χάνει το 60-80% της ποιοτικής του αξίας και γίνεται μπουρούχα.

Στις σκόνες συνηθίζεται η ζάχαρη, η λακτόζη, το μανιτόλ (φαρμακευτική σκόνη άσπρη σαν τη ζάχαρη, αλλά με ουδέτερη γεύση), το κινίνο, η καυστική σόδα, το ταλκ, η κιμωλία. Έχουν αναφερθεί ακόμη και μαρμαρόσκονη / τριμμένος σοβάς, χώμα και έτερα οικοδομικά υλικά. Οι ουσίες αυτές, μαζί με λίγο σταφ μπορούν π.χ. να ανακατευτούν σε μίξερ με έναν κύβο Κνορ, που με το λίπος του «δένει» το όλο μείγμα. Επίσης χρησιμοποιούνται διάφορα χάπια, π.χ. depon, τριμμένα ή και ψημένα, ώστε να πάρουν την τυπική καφετιά πρεζόμορφη απόχρωση. Καμιά φορά το κόψιμο γίνεται και με κανονικά δηλητήρια, π.χ. στρυχνίνη. Η κλασική κίνηση που κάνουν οι μπάτσοι στις ταινίες, να δοκιμάζουν με την άκρη του δαχτύλου τη σκόνη για να δουν τι σκατά είναι (σημειωτέον πως η πρέζα έχει πικρή γεύση), κατά καιρούς έχει στείλει μερικούς από δαύτους να δουν τα ραδίκια να φυτρώνουν απ' τη μέσα μεριά...

  1. Το κόψιμο της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης, μορφίνης) λαμβάνει χώρα όταν η ουσία βρίσκεται στη συμπυκνωμένη μορφή της λεγόμενης «βάσης», ένα βήμα πριν το λιανικό εμπόριο.

  2. Στην Ελλάδα διαθέτουμε, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, την πλέον κομμένη πρέζα όλης της Ευρώπης: μόλις 20% καθαρότητα κατά μέσο όρο.

  3. Οποιοσδήποτε μπορεί να κόψει λίγη κόκα και να την πουλήσει πολλαπλασιάζοντας το κέρδος του. Στην κουζίνα της μαμάς σου θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιφέρω βαρέα τραύματα στο πρόσωπο κάποιου. Περιπτωσιολογία:

  1. Τραύματα από αιχμηρό αντικείμενο: νύχια, δόντια, μαχαίρια, ξουράφια, πριόνια, κομμάτια από καθρέφτη κλπ (slashing weapons). Γνωστό και ως χαράκωμα («θα σε χαρακώσω ρε πούστη!»).

  2. Eγκαύματα: από το απλό τσιγάρο που στο σβήνουν πάνω στο δέρμα μέχρι κάρβουνα, λαβίδες τζακιού, φλογοβόλα. Ειδική περίπτωση εγκαύματος: από άκουα-φόρτε.

  3. Τραύματα από μη αιχμηρό αντικείμενο: μπουνίδια, κλοτσίδια, χτυπήματα από τηλεφωνικό κατάλογο κλπ. (Bludgeoning weapons). Συνήθως δεν προκαλούν αιμορραγία, παίζει όμως να σου σπάσουν κανά οστό, π.χ. κανά σαγόνι ή ζυγωματικό.

Συνώνυμα: χαλάω τη μόστρα ή χαλάω τη βιτρίνα. Αυτά εντούτοις αναφέρονται συνήθως σε πιο λάιτ καταστάσεις, π.χ. σπάσιμο μπροστινών δοντιών από ντιρέκτ. Το κατέβασμα μάπας είναι χοντρό πράμα με το οποίο δεν ξεμπερδεύεις εύκολα. Το αποτέλεσμα σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις είναι αποκρουστικό. Η φάτσα παραμορφώνεται, σε φάση που μόνο καμιά μάνα σου θα σε αναγνώριζε (και αν). Για πλήρη αποκατάσταση κατεβάσματος μάπας απαιτούνται πλαστικές χειρουργικές επεμβάσεις.

Το απόλυτο, αρχετυπικό και κυριολεκτικό κατέβασμα μάπας είναι η φάση που ξεκολλάει όλο το δέρμα του προσώπου και πέφτει μπροστά, σαν γδαρμένο τομάρι ζώου. Εκεί πας σούμπιτος για ολική πλαστική προσώπου, αν θες να αποκαλείσαι στο εξής άνθρωπος. Τέτοιες περιπτώσεις ολικού κατεβάσματος έχουν κατά καιρούς αναφερθεί ως αποτέλεσμα επιθέσεων άγριων θερίων (τίγρεων, αρκούδων) σε ανθρώπους. Το θερίο χώνει τα νύχια του ψηλά στο κούτελο και τους κροτάφους και γδέρνει με φορά προς τα κάτω. Και δεν μένει κολυμπηθρόξυλο. Μαζεύεις τη μάπα σου με το κουταλάκι.

  1. Στις ζούγκλες της Βεγγάλης, οι επιθέσεις τίγρεων σε ανθρώπους δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Στα τιγρόνια οφείλονται οι περισσότεροι σακάτηδες που θα συναντήσεις: άλλος με κομμένο χέρι, άλλος χωρίς πλευρά, άλλος με κατεβασμένη μάπα.

  2. Πριν καμιά δεκαριά χρόνια, σε αγώνα μπάσκετ του Άρη Θεσνίκης, ο πρώην διεθνής Ντίνος Αγγελίδης άρχισε τα γαλλικά μ' έναν τουμπανιασμένο αράπη της αντίπαλης ομάδας. Ως κλασικός έλληνας, ο Ντινάκος νόμιζε πως το πράμα θα περιοριστεί στο σπρέχεν, ο αράπακλας όμως είχε άλλη άποψη. Του σκάει στην ψύχρα ένα άπερκατ και του κατεβάζει τη μάπα. Ή μήπως του την ανεβάζει; Θρυμματισμός κάτω γνάθου, κατάγματα σε δεν ξέρω πόσα σημεία. Χειρουργεία επί χειρουργείων, λάμες και κόντρα λάμες και ο ανιχνευτής μετάλλων των αεροδρομίων να βαράει σα τρελός όταν πάει ο φουκαράς ο Ντίνος να περάσει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία