Άλλη μία φράση που ξέφυγε από τα ενδότερα του ένδοξου ελληνικού στρατού, για να ακολουθήσει αυτόνομη καριέρα. Στον Ε.Σ., μόλις συναντηθείς με κάποιον ανώτερο ιεραρχικά, υποτίθεται ότι πρέπει να χτυπήσεις με δύναμη προσοχή και να χαιρετήσεις στρατιωτικά, (βλ. παράδειγμα 1, το λήμμα στην κυριολεξία του).

Στην «πολιτική» ζωή της, η φράση σημαίνει τα παρακάτω:

  1. Αποδίδω σεβασμό σε κάποιον που το αξίζει (βλ. παράδειγμα 2), ή

  2. Συμπεριφέρομαι δουλοπρεπώς, κοινώς γλύφω κάποιον ιεραρχικά ανώτερο ή γενικά σε ισχυρότερη θέση από εμένα, προσδοκώντας την εύνοιά του, (βλ. παράδειγμα 3).

Βλ. σχετικά λήμματα τσανακογλείφτης, φιλάω κατουρημένες ποδιές, φιλάω την παντόφλα.

Συχνότερη η χρήση με την 2η έννοια. Θλιβερό το φαινόμενο κάποιοι να βαράνε προσοχές στο έτερό τους ήμισυ.

Είναι ιατρικώς περίεργο ότι αυτοί που βαράνε συνέχεια προσοχές, καταλήγουν να πάσχουν από καραμπινάτη οσφυοκαμψία.

  1. Καθόμασταν και βαρούσαμε προσοχές στους άχρηστους, τους γλείφτες, που κλάνανε μέντες μπροστά σε κάποιο βύσμα ή στους αλλοδαπούς τριμηνίτες μην τυχόν και πέσουν σε δυσμένεια ή βρουν τα αυτοκίνητά τους σπασμένα αντίστοιχα, οι κότες.
    (σχόλιο του πάτσις απόεδώ).

  2. ΜΑΝΣΦΙΛΝΤ - ΓΟΥΙΚΟΜΠ: Βαράω προσοχές στην έδρα της Μάνσφιλντ, πριν την ήττα με την Ακρινγκτον στα 4 προηγούμενα δεν είχε δεχτεί καν γκολ . Από την άλλη στα καλύτερα της η Γουικομπ με 4 νίκες 1 ισοπαλία και καλή αμυντική συμπεριφορά . Αποδέχομαι οποιοδήποτε αποτέλεσμα. (από ιστολόγιο για το στοίχημα).

  3. Άρχισε να στρώνει ο Βενιζέλος... Σε λίγο όταν βλέπει Γ.Α.Πικούς. θα βαράει προσοχές... (από παραπολιτικό ιστολόγιο).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση αυτή έχει καταστεί συνώνυμη της υποχωρητικότητας, της ενδοτικότητας, της δουλοπρέπειας, της παραχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων και της έλλειψης κυριαρχίας ή ανεξαρτησίας τόσο σε επίπεδο κρατών ή λαών όσο και σε ατομικό επίπεδο.

Για την ιστορία, ειπώθηκε το 1945 από τον πρωθυπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο στον Αμερικανό Στρατηγό Βάν Φλιτ κατά την άφιξη του τελευταίου στο αεροδρόμιο των Αθηνών, προκειμένου να αναλάβει την αρχηγία του Ελληνικού Στρατού στον εμφύλιο πόλεμο κατά των αθεοαναρχοκουμμουνιστοσυμμοριτών.

- Οι ελληνικές κυβερνήσεις, από το «Στρατηγέ μου, ιδού ο στρατός σας» του Κανελλόπουλου, έως το «Ανήκομεν εις τη Δύσιν» του Καραμανλή και το «Ευχαριστούμε τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής» του Σημίτη, ανέκαθεν έκαναν φανερό ότι είναι προσδεμένες στο άρμα της πολιτικής που εκφραζόταν από την Αμερική και τις καπιταλιστικές χώρες.
(από εδώ)

R.I.P. James Van Fleet (από allivegp, 15/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φορτώνω κάποιον με αγγαρεία, ήτοι εργασία άνευ πληρωμής. Στο Στρατό και όχι μόνο.

Συνώνυμα: χώνω, μπριζώνω / βάζω στη μπρίζα, καβατζώνω, ρίχνω μπαλάκι, χαντακώνω, μπιφτεκώνω, πήζω κάποιον, τρέχω κάποιον. Τα δύο τελευταία με την ενεργητική σημασία.

Εξ ου και «βυσμάτωμα» = χώσιμο, καβάτζωμα, τρέξιμο (π.χ. τον έχω στο τρέξιμο), πήξιμο (π.χ. τον έχω στο πήξιμο), μπιφτέκωμα, μπρίζωμα (κατά την 3η σημασία του Μέσιου ορισμού).

Το ρήμα απαντάται συνήθως ως παθητικό, με τον ίδιο τον βυσματωμένο να εκφράζει την ξενέρα και την αγανάκτησή του, πνέοντας μένεα κατά του βυσματοδότη.

[I]- Τον παλιόπουστα, με βυσμάτωσε να μεταφέρω αυτά τα κωλοβιβλία από το γραφείο του στην αποθήκη, γαμώ το Χριστό του!
- Έμ, κολλητηλίκια με τον καθηγητή μου 'θελες μωρή λουμπίνα...[/I]

Είναι εν προκειμένω ενδιαφέρουσα η αμφισημία του όρου βύσμα. Το να έχεις βύσμα (άκρη, δόντι, γωνία) είναι ευλογία, πολλώ μάλλον στις αντίξοες συνθήκες του Στρατού. Το να σε βυσματώνουν είναι, αντιθέτως, κατάρα. Το ίδιο παρατηρείται και με ορισμένα συνώνυμα, όπως το καβάτζωμα: καβατζωμένος νοείται συνήθως ο βολεμένος, είναι όμως και ο χωμένος, αυτός δλδ του οποίου ο πολύτιμος ελεύθερος χρόνος καβατζώθηκε, σφετερίστηκε από κάποιον άλλο.

Trivia - διαβάζετε με ευθύνη σας. Iστορικά, η αγγαρεία ως εργασία άνευ ανταλλάγματος, είναι μια εκ των υποχρεώσεων των δουλοπαροίκων (serfs), σε φεουδαλικά - δουλοπαροικιακά καθεστώτα. Oι serfs, όντας δεμένοι με τη γη που τους παραχωρήθηκε από τον άρχοντα - χωροδεσπότη, έχουν την επιπρόσθετη υποχρέωση να προσφέρουν άνευ αμοιβής εργασία, στο ιδιόκτητο κτήμα του αφέντη (reserve), για ορισμένες μέρες το χρόνο (συνήθως 21).

  1. - ...το γνωστό «βυσμάτωμα» των γιατρών-επιμελητών των Κ.Υ και Π.Ι., των αγροτικών γιατρών και των ειδικευόμενων. [...] Καλούνται να εφημερεύουν 15-18 ημέρες το μήνα και να εκπαιδεύονται στου «κασίδη το κεφάλι» χωρίς την παρουσία τις περισσότερες φορές των εκπαιδευτών τους - επιμελητών.
    (από εδώ)

  2. Αυτο βεβαια, σημαινει πως πλεον υπαρχουν δυο ειδων praetoriani, με εντελως διαφορετικους ρολους και βυσματωμα. Απο τη μια, ειναι οι αστυνομικοι που φυλανε τους πατρικιους, τους οποιους καποιοι ρατσισται και σεξισται τους ονομαζουν κοροιδευτικα φιλιπινεζες. Απο την αλλη, ειναι οι αστυνομικοι που ξυλοφορτωνουν τους αναιδεις πληβειους, τους οποιους καποια κωλοπαιδα τους ονομαζουν μπατσους-γουρουνια-δολοφονους, παρατσουκλι τελειως αδικο αφου τα γουρουνια ειναι γλυκουλικα ζωακια, και οποιος δεν με πιστευει να δει την ταινια Babe.
    (Από εδώ)

  3. Υγειονομικό, παρουσιάστηκα Μεσολόγγι, Τεχνικός Αποθηκάριος. :o
    Πραγματικές ειδικότητες:
    Ελαιοχρωματιστής πυροσβεστικών φωλεών (τις επισκεύασα - έβαψα όλες, σε δύο στρατόπεδα)
    Τηλεφωνητής (βυσμάτωμα από τους παλιούς επί ένα μήνα) (από εδώ)

wanted: καταζητούμενος ή επιθυμητός; (από BuBis, 28/09/09)μη με βυσματώνεις ρε γαμώτο... (από BuBis, 28/09/09)χωριανοί! αδικήθηκε ο μπλακτζόνης! (από BuBis, 28/09/09)Είναι ατομο ο έλεκτρον; Η μήπως έιναι συγγραφική ομάδα, όπως αναφέρει στο τρίτο του σχόλιο;  (από GATZMAN, 28/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Ναυτικό): Απειλή – κυρίως παλιού προς νέο – ότι, αν δεν συμμορφωθεί προς τας σεπτάς οδηγίας του, θα τιμωρηθεί διά του ξηλώματος της τσέπης του πουκαμίσου ή του παντελονιού του. Λέγεται και ως: «Θέλω τσέπη», «Νέος! Σου περισσεύουν τσέπες;», «θα σε ξηλώσω!», «Ξηλώσου μόνος σου και στείλε μου τις τσέπες» (να μην κουράζομαι) κ.α.

Επίσης οι κακοραμμένοι γιακάδες των ναυτικών πουκαμίσων αγγαρείας, δεν αφήνουν ασυγκίνητους τους συλλέκτες, αφού ο παλαίουρας συνήθως θα κρατήσει την τσέπη ή το γιακά ως σουβενίρ!

Βέβαια, η απειλή αυτή έχει περιεχόμενο, μόνον όταν ο παλιός είναι μεγαλύτερος ή χειροδύναμος, αλλιώς η ιστορία μπορεί να καταλήξει σε φιάσκο εις βάρος του... Ένας ναύτης μια φορά στο ΚΕ/Παλάσκας, ήταν τόσο άγριος (αν και νέωψ) που είχε μαζέψει τόσους γιακάδες, που τους έδεσε κόμπο τον έναν με τον άλλον κι έκανε σχοινί που ακουμπούσε το χώμα απ' το παράθυρο στο δεύτερο όροφο του κτηρίου Διοικήσεως (το έχω δει με τα μάτια μου!).

Άλλο αντικείμενο συλλογής είναι τα κουμπιά του ναυτικού επενδύτη ή του πουκαμίσου, τα οποία ο αφαιρών αρχίζει να τα στρίβει δήθεν αθώα ως διακόπτες παλιού ραδιοφώνου «για να δούμε αν πιάνει» κι έπειτα τα τραβάει απότομα.

Εννοείται ότι τέτοιες πρακτικές, κάθε άλλο παρά συναδελφικές είναι μεταξύ ναυτών και εγκυμονούν μπερντάχι: Κάποιος γνωστός μου από την Αυστραλία, νέος ναύτης, διαπληκτίσθηκε (λέει) σε πλοίο με κάποιον παλαιότερο, που φορούσε στολάρα αποχωρών για άλλη υπηρεσία και που επέμενε να του πάρει τσέπη (διότι δεν του είχε δοθεί μέχρι τότε η δυνατότητα, αφού ο νέος τον είχε χεσμένο). Ο παλιός πήρε σβάρνα τον Πειραιά, να ψάχνει μπελαμάνα στο νούμερό του...

Βέβαια, υπάρχει και η οικειοθελής παράδοση τσέπης σε μπάνικο παλιότερο ή κληρούχα τιμής ένεκεν: Αδειάζεις την τσέπη σου, την ξηλώνεις όμορφα - όμορφα (να μη σκιστεί το πουκάμισο), γράφεις στην πίσω όψη τ' όνομα και το Α.Γ.Μ. σου με αφιέρωση και τη δίνεις στον αποχωρούντα ή όταν εσύ την κάνεις γι' αλλού. Η πρακτική αυτή όμως έχει ένα μειονέκτημα: Στερείται ο άλλος τη γλύκα της αρπαγής, οπότε σε προλαβαίνει και τη βουτάει μόνος του, κατά το «τα φιλιά μου θα στα 'δινα - μα ήθελες να τα κλέψεις» (Γαλάνη).

Επιπροσθέτως, υφίσταται και το οικειοθελές και ολοσχερές ξήλωμα / εκτραχηλισμός των απολυομένων, μόνον από κληρούχες τους: Ο απολυόμενος ανοίγει χέρια-πόδια όρθιος ή ξαπλωτός και οι άλλοι με χαρά κα-τα-ξε-σκί-ζουν τη (μισητή) στολή αγγαρείας του φίλου τους, που ωρύεται «απολύομαι και διαλύομαι»!

Υπ’ όψιν, αν σε κάνουν τσακωτό τα πιλάφια, ακομβίωτο, με σκισμένο γιακά, ξηλωμένη τσέπη ή μπλάνκο στο γείσο του τζόκεϊ (με τους μήνες σου), γενικώς την έχεις γαμήσει, εκτός αν:

1) Είσαι στο μήνα σου (εικοστός = σεβαστός / εικοστός πρώτος = ιερός).
2) Προέρχεσαι από πλοίο (οπότε συμπάσχουν και κάνουν τα στραβά μάτια).

Η συνήθεια, προφανώς προέρχεται από το ατιμωτικό ξήλωμα των διακριτικών, σε περίπτωση αιχμαλωσίας ή καταδίκης σε καθαίρεση, που σημαίνει: «Δεν είσαι πλέον στρατιωτικός!». Έτσι, έκαναν στο στρατηγό Χατζηανέστη το '22 (μετά τη δίκη των εξ) πριν τον περάσουν από μουσκέτο, καθώς και στον ρίψασπη Ιάπωνα στρατηγό του πρώτου παγκοσμίου Παράτα – τα - χαρακώματα...

- Μπά-μπά; Εδώ μου μαζευτήκατε όλοι οι ανοιχτομάτηδες;
- Γιατί σε χάλασε;
- Άμα σου πάρω την τσέπη, θα σου πώ εγώ, στραβόγιαννο!
- Εγώ λέω να πάρεις τ' αρχίδια μου να τα κάνεις καπνοσακκούλα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Στρατός ξηράς): Σαδιστική έκφραση, που μεταφορικώς δηλώνει ματαίωση σχεδίων του φανταράκου, μετά από σχετική προσμονή και γενικώς άνωθεν αναίρεση ευχάριστης κατάστασης.

Κυριολεκτικώς, προέρχεται από το την αργκοτική λέξη «τσιμπάω» (= παίρνω - λαβαίνω, ισπαν. pillar / ιταλ. pigliare) και το παράγγελμα «άκυρο» (ναυτ. = στον καιρό), που φωνάζουνε οι καραβανάδες, προκειμένου να καταργηθεί προηγούμενη εντολή τους, την οποίαν είχαν ξεκινήσει να εκτελούν οι φαντάροι π.χ. «Τους ζυγούς λύσατε!» (αρχίζουν να φεύγουν οι φαντάροι) – Άκυρο! Ξαναστοιχηθείτε!.

Πολλές φορές, γίνεται σκόπιμα για σπάσιμο, δηλ. ο καραβανάς «ρίχνει» και ο φαντάρος «τρώει» άκυρα, για να σπάσει πλάκα ο πρώτος!

Υποτίθεται ότι τα ατομικά καψόνια στο στρατό απαγορεύθηκαν, ότι εκδημοκρατίσθηκε η ηγεσία για να μην έχουμε πάλι κανά χουνέρι (δηλ. κάθε κυβέρνηση βάζει τους δικούς της) κ.λπ., κ.λπ., πλην όμως το στράτευμα είναι εγγενώς πηγή αυθαιρεσιών και ευρύτατης διακριτικής ευχέρειας του κάθε καραβανά, περί των μέσων που θα μεταχειρισθεί, προκειμένου να συνετίσει / στρατιωτικοποιήσει / εκπαιδεύσει τους κληρωτούς. (Βλ. σχετικά το μεταχουντικό ντοκυμαντέρ - ταινία ενός Δανού τύπου, με τίτλο «Ο γιός του γείτονά σου», σχετικά με την εκπαίδευση (;) των παλιών ΕΣΑτζήδων).

Ούτω πως, άκυρο κατ' εξέλιξη, πήρε να σημαίνει και βάσανο – ταλαιπωρία, αλλά και την πειθαρχική τιμωρία του φαντάρου, (π.χ. αφού υπολόγιζε να βγει έξω το σουκού και τον έγραψε ποινολόγιο ο δίκας, άραζε χαλαρουίτα στο κα-ψι-μί και τον τσακώσανε και τόνε στείλανε για μπαλάκι κτλ)

Οι καλοθελητές παλιοί τότε, πλησιάζουν τον ακυροφάγο και σαρδόνια προσθέτουν: «Τσίμπησες το άκυρο και δεν σε χάλασε κιόλας!».

Το «δεν σε χάλασε)» στον στρατό ξηράς, δεν έχει την έννοια που έχει επικρατήσει στην καθομιλουμένη και στο ναυτικό, δηλ. σου ‘κατσε θετικό αποτέλεσμα, αλλά αντίθετα σου γαμεί την ψυχή, δηλαδή, όχι μόνο τον ήπιες στεγνά, αλλά να μη σε χαλάει και καθόλου, μην παραπονιέσαι, γιατί μπορούσε να ήταν (και θα γίνει) χειρότερα. Στο ναυτικό, ανάλογη έκφραση είναι το «δε γουστάρεις;» (δηλ. πρέπει να πήξεις και να γουστάρεις κι από πάνω)...

Θυμίζει το εκμηδενιστικό αμερικάνικο: «Do it and like it» (=θα κάνεις την αγγαρεία «και θα πεις κι ένα τραγούδι» δηλ. υποχρεούσαι να το ευχαριστηθείς κιόλας!), δηλαδή στερεί απάνθρωπα από τον φανταράκο, ακόμα και τη δυνατότητα να στενάξει...

Κατά συνέπεια, σε «άκυρο» μεταφράζεται κάθε εξέλιξη με αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή του φαντάρου (και ήδη και του πολίτη - αφού η έκφραση πέρασε στην καθομιλουμένη).

- Σκοπός!
- Διατάξτε!
- Μόλις τελειώσεις απο 'δώ, να πας να βοηθήσεις στα μαγειρεία! (φεύγει)
- Γαμώ τον Αντίχριστό μου! Είμαι οχτώ ώρες όρθιος σερί, έλεγα να την πέσω και με γάμησε ο πούστης! Θα τελειώσω το βράδυ και μετά πάλι έχω γερμανικό...
(πάλιουρας)
- Τσίμπησες το άκυρο και δεν σε χάλασε κιόλας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Ναυτικό): Παλιά έκφραση των ναυτών, που έχει και συνέχεια: «...το Πι-Νι για να τελειώσει - το μουνί για να καβλώσει».

Το Πι-Νι στη φράση είναι το Πολεμικό Ναυτικό (Π.Ν.), όπου η θητεία πάντοτε υπερέβαινε χρονικά αυτή των άλλων όπλων, κατά 1-2 μήνες (π.χ. το '50 ήτανε 38 μήνες, μετά 36 κλπ και κατέληξε για ολόκληρη τη δεκαετία '80-'90 21 μήνες, ενώ η αεροπορία ήταν 20 κι ο στρατός ξηράς 18).

Υπ' όψιν δε, οτι μέχρι και το 2002 περίπου, που καταργήθηκε η θητεία σε πολεμικό πλοίο και σιγά-σιγά μέχρι σήμερα και στα βοηθητικά, το ναυτικό όχι μόνον βυσματικό όπλο δεν ήταν, αλλά σε πολλές περιπτώσεις χειρότερο απο την πιο ελεεινή μονάδα του στρατού ξηράς (!)

Είχε πολλές, σκληρές, βαριές κι επικίνδυνες δουλειές, πολλά μακρινά ταξίδια, αβέρτα ασκήσεις κτλ και όλα αυτά κλεισμένος σε ένα σαρδελοκούτι υπό άθλιες καιρικές, βιωτικές (ποινολόγια, κατσαρίδες, αρουραίοι, μπόχα, κλεισούρα, ζέστη, έλλειψη καθαρού νερού/λουτρών) και διατροφικές (βάλαν τον κώλο μάγειρα-σκατά θα μαγειρέψει) συνθήκες.

Για το λόγο αυτό, έλεγαν οι παλιοί ναύτες στους νέους το τραγουδάκι (κατά το «Σαμιώτισσα»):

[i]Στραβόγιαννα-στραβόγιαννα, πότε θ' απολυθείτε; Είκοσι-ένα τα σκαλιά, στραβόγιαννα και πώς θα τ' ανεβείτε;[/i]

Ήθελε υπομονή λοιπόν η κατάκτηση του απολυτηρίου, όπως ακριβώς και της γυναίκας, αφού λέγε-λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει!

- Πού υπηρετείς;
- Στο Α/Τ Θεμοστοκλής (αντιτορπιλικό).
- Έχεις πολύ ακόμα;
- 405 και σήμερα είναι πολλές;
- Αμάν! Έχεις να φάς κουραμάνα...
- Τί να κάνουμε; Το Πι-Νι και το μουνί, θέλουνε υπομονή...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σκοτώνω το θηρίο: (Στρατιωτική αργκό) Καθαρίζω την τουαλέτα (καλλιόπη).

Χρησιμοποιείται και ως παλεύω με το θηρίο (να μην συγχέεται με γνωστό νυκτερινό κατάστημα του Ψειρή) ή κάνω τον Καρνέισον (βγάζω τη Λόλα απ' τη φωτιά)...

Μάλλον η έκφραση ανάγεται στην ιστορία του Καραγκιόζη με το κατηραμένο φίδι.

Συνήθως οι στρατιωτικές τουαλέτες, είναι τούρκικες (χαλές), που βρωμίζουνε και στουμπώνουνε εύκολα, δεδομένου ότι αφενός οι σωλήνες αποχετεύσεως στην Ελλάδα, είναι στενές και βουλώνουνε με το παραμικρό, εξ ου και το παραπλήσιο βρωμερό καλαθάκι για τα κωλόχαρτα (που δεν υπάρχει πουθενά στην Ευρώπη αφού έχουν προβλέψει φαρδιές σωληνώσεις και τα ρίχνουνε στη λεκάνη), αφετέρου τα κωλοφάνταρα αμολάνε άστοχα τις κουράδες τους, παράλληλα με την οπή, σχηματίζοντας το σήμα της Όπελ...

Οι νέοι, λοιπόν, δίκην Μεγάλου Αλεξάνδρου, καλούνται να αποκτείνουν τον κατηραμένο κουραδόφιδο με το δόρυ τους (ένα μακρουλό ματσούκι / βεντούζα / σκούπα κ.τ.λ.), ήτοι να καθαρίσουνε γογγύζοντας τις θηριωδίες των συστρατωτών τους (αδέσποτες κουράδες, λιμνάζοντα κατρουλιά, σκατωμένες δαχτυλιές στα πλακάκια, κωλόχαρτα ατάκτως εριμμένα, αγχωμένα ψωλοχύματα κ.τ.λ).

Την έκφραση αυτή ατόφια, χρησιμοποίησε ο τιμωρημένος Λάμπρου (Κιμούλης) στο «Λούφα και Παραλλαγή», ξεβουλώνοντας μ' ένα στυλιάρι τον απόπατο.

Στις εκστρατείες, ο στρατός παλιά έσκαβε εντός περιμέτρου κάτι γιγάντιους σκατόλακκους, με ξύλινο ψευτο-παραβάν και δυο σανίδια για να πατήσεις και να λάβεις «θέση μάχης», στον οποίον από καιρόν εις καιρόν, φτυαρίζανε οι φαντάροι ασβέστη και όταν πια φράκαρε καλύπτανε με χώμα δια παντός, προκειμένου να μη ζέχνει και να μην μεταδίδονται ασθένειες.

Σημειωτέον, όσον αφορά στη χρήση και την έννοια της έκφρασης με το ρήμα παλεύω, ο Στράτης Μυριβήλης στη «Ζωή εν Τάφω», περιγράφει, πώς ένας ηρωικός φαντάρος του πρώτου παγκοσμίου, πνίγηκε, όταν έπεσε νύχτα κατά λάθος μέσα στο σκατόλακκο εκστρατείας, «ανδρείως μπαλεύων με τα ελληνοσυμμαχικά σκατά»...

- Πού είναι ρε ο Αιγαλεώτης;
- Βούλωσε η Καλλιόπη και τον έστειλε ο επιλοχίας να σκοτώσει το θηρίο!

Κάπως έτσι... (Carpaccio). (από Khan, 23/07/09)Η ιστορία επαναλαμβάνεται (από Khan, 23/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το καράβι, γενικότερα η ναυτική ζωή.

Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο Πολεμικό Ναυτικό (για τους υπηρετήσαντες Πι-Νι), αλλά και για εμπορικά πλοία (γκαζάδικα, φορτηγά, λιγότερο ποστάλια). Ενίοτε απαντά και στον πληθυντικό: οι λαμαρίνες.

[I] Η λαμαρίνα, η λαμαρίνα όλα τα σβήνει
μας έσφιξε το Κuro Siwo σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι[/I]

...έγραφε ο Νίκος Καββαδίας για τις πλωτές αυτές φυλακές. Η λέξη εγκλείει εντός της όλη τη συσσωρευμένη πικρία, όλα τα βάσανα, τα χωσίματα, τα πακέτα που συνεπάγεται η ζωή στα καράβια.

Να περνάς μήνες μακριά απ' τους δικούς σου. Να χάνεσαι με τα φιλαράκια σου. Να σου γίνεται το στομάχι κώλος (τουλάστιχον τους πρώτους μήνες). Να μην μπορείς να στεριώσεις - κυριολεκτικά! - μια σταθερή σχέση με γυναίκα.

Αν έχεις σχέση, να σε τρωει η αγωνία για το τι κάνει, που βρίσκεται, αν σε κεράτωσε, αν βρήκε άλλον, και να ξοδεύεις πεντακοσαριές στο γαμημένο το κινητό για να της μιλάς (κι αυτή να σου κάνει κόνξες και να στο παίζει δύσκολη, έτσι είναι αφού σε κρατάει απ' τ' αρχίδια, κακόμοιρε).

Η μόνη σου επιλογή για σεξ να είναι οι πουτάνες των λιμανιώνε, αν όμως λάχει κι είσαι και λίγο συναισθηματίας και δεν γουστάρεις πουτανιάρικες φάσεις, τότε τότε γάμα τα.

Να είσαι αναγκασμένος να βλέπεις κάθε μέρα τους ίδιους τσάτσους και ρουφιάνους που δε γουστάρεις (μιλάω κυρίως για τους χαμηλόβαθμους μονιμάδες του Π.Ν, ΕΠΥ και ΕΠΟΠ).

Να σου πρήζουν συνέχεια τον πούτσο για το πόσο επικίνδυνο είναι το τούρκικο ναυτικό. Να είσαι σε κάποιο νησάκι, π.χ. Ρόδο, και μόλις πάει να χαλαρώσει λίγο η φάση να σκαει σήμα ότι βγήκε κάποιο τούρκικο πλοίο και πάμε να το ακολουθήσουμε. Να αράζει το γαμόπλοιο σε θέσεις απόκρυψης, μες την ερημιά, παρέα μόνο με τα καβούρια, και να ξέρεις ότι λίγα χλμ. πιο δίπλα είναι π.χ. το Φαληράκι με τις χιλιάδες ξέκωλες Αγγλίδες. Μιλάμε για μαρτύριο του Σίσυφου, του Τάνταλου και των Δαναΐδων μαζί.

Συνηθέστατες οι φράσεις: μας έφαγε η λαμαρίνα, λιώσαμε τόσα χρόνια μες τη λαμαρίνα, μας ρούφηξε τη ζωή η λαμαρίνα.

Η καλύτερη φάση για τους μονιμάδες του Πολεμικού Ναυτικού, εκτός βέβαια απ' το να βγουν σε υπηρεσία στεριάς, π.χ. να πάνε σε κάνα θέρετρο Αγίας Μαρίνας κι έτσι, είναι να πάει η λαμαρίνα για επισκευές. Τότε αναγκαστικά τα ταξίδια αναβάλλονται κι όλοι εύχονται να κρατήσει η επισκευή όσο πιο πολλούς μήνες γίνεται (αν είναι να διαλυθεί και τελείως το γαμόπλοιο, ακόμη καλύτερα).

Τέλος, όταν όλα είναι κομπλέ και επίκειται αναχώρησις, είθισται τα ναυτάκια να τραγουδάνε μεταξύ τους ειρωνικά το άσμα της Ελένης Δήμου «ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη σου, στα μεγάλα νησιά του μυαλού και του χάρτη σου»...

- Μας ήπιε το αίμα η λαμαρίνα.

- Γαμώ τη λαμαρίνα μου μέσα γαμώ.

- Να πέσει μια μπόμπα ρε φίλε να γίνουν καρφιά όλες οι λαμαρίνες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γαμάω χαριστικά, γαμάω για την ψυχή της μανούλας μου, κάνω σεξουαλική εξυπηρέτηση, κάνω ψυχικό γαμήσι.

Υπέρ πατρίδος γαμάμε κατά κανόνα τα προσφιλή μας μπάζα, για τα οποία τόσα και τόσα συνώνυμα θα βρείτε στην λατρεμένη μας ιστιοσελίδα.

Η λογική του ψυχικού γαμησιού είναι ίδια με εκείνη της θητείας: κανείς δε θέλει να πάει, αλλά τελικά (σχεδόν) όλοι πάνε σαν τα αρνιά, και λεν κι ένα τραγούδι (για την ακρίβεια πολλά τραγούδια). Κι η δικαιολογία στο τσεπάκι: «ε, να ρε φίλε, τι να κάνω, για την πατρίδα πήγα, που έχουμε τον Τούρκο πάνω απ' το κεφάλι μας και απειλεί» και άλλες παρόμοιες στρατοκαυλικές κουράδες. Διότι αποτελεί κοινό μυστικό πως ο μέσος Έλληνας είναι στρατόκαυλος, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, άλλος κατά βάθος κι άλλος κατά πλάτος. Δε πα να βρίζει κάθε μέρα πατόκορφα το κωλοκράτος, τους κωλόμπατσους, τους κωλόδρομους, την εφορία, τα διόδια, τους πολιτικούς, το γαμοσύστημα, την Κωλλάδα την ίδια (όπως λέει ο Χατζηστεφάνου); Και τι να λεει; Μια φορά στρατό θα πάει, δεν παίζει. Γιατί χωρίς στρατό δε γίνεσαι άντρας, καρατσεκαρισμένο. Και την κοινωνική κατακραυγή και την ταμπέλα του γιωτόπουλου που την πας; (Στην Κύπρο - όπου βέβαια τα θέματα διαφέρουν κάπως - υπάρχει το έθιμο να πετούν αυγά στο σπίτι όποιου πούλησε τρελίτσα για να μην πάει στρατό). Καλοί κι οι μετροσέξουλες, αλλά στον ευλογημένο τόπο μας η μπρουταλιτέ εκτιμάται ακόμη ιδιαιτέρως (γι' αυτό κι όλες οι γκόμενες γαμιούνται με αλβανά).

Όπως λοιπόν ο κλασικός Έλληνας είναι στρατοκαύλης, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο είναι και σαβουρογαμιάς. Με τον ίδιο τρόπο που δέχεται να χαρίσει 12 μηνάκια απ' τη ζωή του (κι ίσως και την ίδια του τη ζωή) στη Μαμά Πατρίδα, έτσι κάνει εκπτώσεις και στην καθαρά προσωπική του ζωή, αποδεχόμενος το γεγονός πως το ωραίο το μουνί είναι άπιαστο πουλί, και χώνοντάς τον σ' όποια τρύπα λάχει: «μια φορά μας γέννησε η μάνα μας, δεύτερη δε μας ξαναγεννάει».

Είναι γεγονός πως όλοι σχεδόν, έχουμε κάποτες ρίξει κάποια τεμάχια σε φώκιες, υπέρ πατρίδος. Είναι φυσικό και αναφαίρετο δικαίωμά μας, και μπορούμε να δικαιολογηθούμε εκστομίζοντας την εν λόγω φράση. Όταν όμως η σαβουρογαμίαση γίνεται συστηματάκι, τότε τα περί πατρίδος, ψυχικών και εξυπηρετήσεων, είναι πολύ απλά προφάσεις εν αμαρτίαις.

Και πρέπει εμείς να 'χουμε πρόβλημα με αυτό; No way. «Το άσχημο είναι ωραίο» λεει κάπου ο Ουμπέρτο Έκο στην Ιστορία της Ασχήμιας, ενώ «η ομορφιά είναι μια κόλαση». Πολλοί ανάμεσά μας φτιάχνονται πιο πολύ με τις άσχημες, ισχυριζόμενοι πως αυτές κάνουν το καλύτερο γαμήσι (κι ίσως δεν έχουν άδικο). Το θέμα έγκειται στην υποκρισία τους. Σ' αρέσουν οι φέτες Δωδώνης παλικάρι; Με γεια σου με χαρά σου, μόνο μη μας το παίζεις ότι δε σ' άρεσε κιόλας και το 'κανες χαριστικά. Μη μας το παίζεις και θύμα, για όνομα.

- Πως τη βλέπεις τη Ρένα; Της τον ακούμπαγες άμα λάχει; Εμένα πάντως μου κωλοτρίβεται τελευταία και δε ξέρω τι να κάνω.

- Εμένα με ξέρεις φίλε, δεν αφήνω ευκαιρίες χαμένες, μια φορά μας έκανε η μανούλα μας. Για σένα δεν ξέρω, που μας το παίζεις ντίβα, εκλεκτικός κι έτσι.

- Έχει ωραίο κορμάκι, δε λεω, αλλά αυτή η μύτη της βρε παιδάκι μου, ότι πρέπει για να καρφώνει μπιφτέκια και να σκοτώνει κατσαρίδες στις γωνίες. Ίσως της ρίξω ένα υπέρ πατρίδος στο φινάλε..

- Να σου πω πασά μου, εσύ τη μύτη θα γαμάς ή τον πάτο; Ξεκόλλα με τη μαλακία που σε δέρνει, ρίχτο λίγο έξω. Αλλά έτσι είναι, ο μαλάκας ο Θεός πάει και δίνει την εμφάνιση και τα φράγκα σ' όποιον δεν τα εκτιμά, στα φλώρια και τους μη μου άπτου. Κι εμάς που είμαστε μάχιμοι και δε κωλώνουμε πουθενά, μας έχει στην απόξω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καλά ρε δεν υπάρχει τέτοια κλασικούρα;

Iστορία - για να τα πιάσουμε απ' αρχής:
Τα ραδιοφωνάκια (τρανσιστοράκια, διότι είχαν τρανζίστορ solid state semiconductors αντί για λάμπες tubes) λοιπόν, απαγορεύονταν να τα έχουν οι οπλίτες (φαντάρια, ψάρια, κωλοφάνταρα, κομμάτια οπλίτες) στην μονάδα τους προς αποφυγή κομμουνιστικής, ή και ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας, μέσω βραχέων κυμάτων (φωνή Ρωσίας η Αμερικής).

Όταν λοιπόν κάποιος μανγκάκος φαντάρος είχε κάνα sony 7 transistor, ή κατιτίς τέτοιο, έπρεπε να το κρύβει κάπου, μη και το εντοπίσει η μάνα του λόχου (ο επιλοχίας) και τον μουρλάνει στην αγγαρεία. Και έτσι, το έβαζε μέσα στο άρβυλο, μιας και ήταν μικρό αλλά και το άρβυλο έζεχε.

Άλλο σημείο που το έκρυβα εγώ προσωπικά, ήταν στους ιμάντες αναρτήσεως του πλαστικού αμερικλάνικου κράνους και με ένα ακουστικό άκουγα μουσική στην πρωινή αναφορά που διαρκούσε ατελείωτα.

Εφαρμογή:
Παίζει και σαν: φημολογία

Στο ΚΨΜ club:
- Ρε τα μάθατε; Μια αλανιάρα παίρνει τηλ στο ΚΕΠΙΚ (τηλεφωνικό κέντρο μονάδος) και μιλάει με τις ώρες με τους ταβλαδόρους (οπλίτες των τηλεπικοινωνιών).
- Άσε ρε κωλόψαρο, ράδιο αρβύλα είναι το έφαγες σαν χάνος...

(από ο αυτοκτονημενος, 16/05/09)Radio Arwheiler... (από HODJAS, 26/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία