Το καράβι, γενικότερα η ναυτική ζωή.

Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο Πολεμικό Ναυτικό (για τους υπηρετήσαντες Πι-Νι), αλλά και για εμπορικά πλοία (γκαζάδικα, φορτηγά, λιγότερο ποστάλια). Ενίοτε απαντά και στον πληθυντικό: οι λαμαρίνες.

[I] Η λαμαρίνα, η λαμαρίνα όλα τα σβήνει
μας έσφιξε το Κuro Siwo σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι[/I]

...έγραφε ο Νίκος Καββαδίας για τις πλωτές αυτές φυλακές. Η λέξη εγκλείει εντός της όλη τη συσσωρευμένη πικρία, όλα τα βάσανα, τα χωσίματα, τα πακέτα που συνεπάγεται η ζωή στα καράβια.

Να περνάς μήνες μακριά απ' τους δικούς σου. Να χάνεσαι με τα φιλαράκια σου. Να σου γίνεται το στομάχι κώλος (τουλάστιχον τους πρώτους μήνες). Να μην μπορείς να στεριώσεις - κυριολεκτικά! - μια σταθερή σχέση με γυναίκα.

Αν έχεις σχέση, να σε τρωει η αγωνία για το τι κάνει, που βρίσκεται, αν σε κεράτωσε, αν βρήκε άλλον, και να ξοδεύεις πεντακοσαριές στο γαμημένο το κινητό για να της μιλάς (κι αυτή να σου κάνει κόνξες και να στο παίζει δύσκολη, έτσι είναι αφού σε κρατάει απ' τ' αρχίδια, κακόμοιρε).

Η μόνη σου επιλογή για σεξ να είναι οι πουτάνες των λιμανιώνε, αν όμως λάχει κι είσαι και λίγο συναισθηματίας και δεν γουστάρεις πουτανιάρικες φάσεις, τότε τότε γάμα τα.

Να είσαι αναγκασμένος να βλέπεις κάθε μέρα τους ίδιους τσάτσους και ρουφιάνους που δε γουστάρεις (μιλάω κυρίως για τους χαμηλόβαθμους μονιμάδες του Π.Ν, ΕΠΥ και ΕΠΟΠ).

Να σου πρήζουν συνέχεια τον πούτσο για το πόσο επικίνδυνο είναι το τούρκικο ναυτικό. Να είσαι σε κάποιο νησάκι, π.χ. Ρόδο, και μόλις πάει να χαλαρώσει λίγο η φάση να σκαει σήμα ότι βγήκε κάποιο τούρκικο πλοίο και πάμε να το ακολουθήσουμε. Να αράζει το γαμόπλοιο σε θέσεις απόκρυψης, μες την ερημιά, παρέα μόνο με τα καβούρια, και να ξέρεις ότι λίγα χλμ. πιο δίπλα είναι π.χ. το Φαληράκι με τις χιλιάδες ξέκωλες Αγγλίδες. Μιλάμε για μαρτύριο του Σίσυφου, του Τάνταλου και των Δαναΐδων μαζί.

Συνηθέστατες οι φράσεις: μας έφαγε η λαμαρίνα, λιώσαμε τόσα χρόνια μες τη λαμαρίνα, μας ρούφηξε τη ζωή η λαμαρίνα.

Η καλύτερη φάση για τους μονιμάδες του Πολεμικού Ναυτικού, εκτός βέβαια απ' το να βγουν σε υπηρεσία στεριάς, π.χ. να πάνε σε κάνα θέρετρο Αγίας Μαρίνας κι έτσι, είναι να πάει η λαμαρίνα για επισκευές. Τότε αναγκαστικά τα ταξίδια αναβάλλονται κι όλοι εύχονται να κρατήσει η επισκευή όσο πιο πολλούς μήνες γίνεται (αν είναι να διαλυθεί και τελείως το γαμόπλοιο, ακόμη καλύτερα).

Τέλος, όταν όλα είναι κομπλέ και επίκειται αναχώρησις, είθισται τα ναυτάκια να τραγουδάνε μεταξύ τους ειρωνικά το άσμα της Ελένης Δήμου «ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη σου, στα μεγάλα νησιά του μυαλού και του χάρτη σου»...

- Μας ήπιε το αίμα η λαμαρίνα.

- Γαμώ τη λαμαρίνα μου μέσα γαμώ.

- Να πέσει μια μπόμπα ρε φίλε να γίνουν καρφιά όλες οι λαμαρίνες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πιο γλυκιά, πιο όμορφη, πιο τρυφερή λέξη στον κόσμο, διαθέτει και τη «σκοτεινή» σλανγκική πλευρά της. Καθεμιά από τις ποικίλες τούτες σλανγκικές χρήσεις παραπέμπει / εστιάζει σε κάποιο / κάποια από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της βιολογικής μητέρας, π.χ. την εμπειρία της, τον εποπτικό της ρόλο, την υπεύθυνη θέση της, τον προστατευτισμό της, την αυθεντικότητά της.

  1. Χαρακτηρισμός προσώπου ιδιαίτερα επιδέξιου / ικανού / έμπειρου σε κάποιον τομέα. Κάθε σχετική του προσπάθεια στέφεται κατά κανόνα με αξιοσημείωτη επιτυχία. Συνώνυμο: μάστορας.

    • Ο Κωστάκης είναι μανούλα στα ηλεκτρολογικά.
    • Η Αννούλα είναι μανούλα στα τσιμπουκώματα εν κινήσει. Εγώ οδηγούσα κι αυτή ρούφαγε.
    • Ο χρήστης Khan φαίνεται μανούλα σε θέματα μεσαιωνικής σχολαστικής φιλοσοφίας.
  2. Πρόσωπο που μεριμνά για άλλους, έχει την ευθύνη των πράξεών τους, τους εποπτεύει, τους επιβλέπει.

    α. Στα πλοία του Πολεμικού μας Ναυτικού, μάνα του πλοίου είναι ο Ύπαρχος, ο δεύτερος και λεγόμενος. Όπως η κλασική μητερούλα, ο ύπαρχος αναφέρει στον πατέρα του πλοίου (καπετάνιος) τις μαλακίες που έκαναν τα παιδιά (το υπόλοιπο πλήρωμα). Όχι όλες βέβαια, μόνο τις πιο σοβαρές, αυτές που δεν κουκουλώνονται με τίποτις.

    β. Στον Στρατό Ξηράς, ο επιλοχίας είναι η μάνα του λόχου.

  3. Σε διάφορα παίγνια, τυχερά και μη, μάνα είναι παίχτης επιφορτισμένος με ιδιαίτερο ρόλο, συχνά προνομιακό.

    α. Στο μπλακ-τζακ η μάνα είναι αυτός που μοιράζει τα φύλλα στους άλλους παίκτες, ενώ η ίδια τραβάει φύλλο τελευταία. Για να «καεί» η μάνα, πρέπει κάποιος παίχτης να έχει μεγαλύτερο φύλλο απ' αυτήν. Αν έχει το ίδιο φύλλο, η μάνα κερδίζει και διατηρεί τη θέση της.

    β. Σε πολλά παιδικά παιχνίδια, όπως το «αλάτι ψιλό - αλάτι χοντρό», «πινακωτή-πινακωτή» κ.α. Βλ. αναλυτικά εδώ και εδώ.

  4. Ειδικά στο τάβλι, μάνα είναι η πρώτη θέση όπου τοποθετούμε αρχικά όλα τα πούλια. Συνεκδοχικά είναι και τα ίδια τα πούλια που βρίσκονται εκεί. Στις πόρτες (παιχνίδι που οι παραδοσιακοί ταβλαδόροι περιφρονούν λόγω της απλότητάς του και μετά βίας το κατατάσσουν στις του ταβλίου παραλλαγές) δεν υπάρχει μάνα.

  5. Το εργοστάσιο κατασκευής ενός μηχανήματος, συνεκδοχικά τα ίδια τα μηχανήματα στην αρχική τους μορφή, χωρίς κάποια μεταγενέστερη προσθήκη / τροποποίηση / μετατροπή (βλ. και σχετικό λήμμα μαμίσιο). Συνώνυμο: κούτα, της κούτας.

    Τίποτα ρε σου λέω δεν έχω πειράξει, το μηχανάκι είναι μαμά, όπως το πήρα, της κούτας.

Ενδιαφέρον γραμματικό φαινόμενο είναι, εν προκειμένω, η χρήση του ουσιαστικού (μάνα) ως επιθέτου (μανίσιο / μαμίσιο), όταν πρόκειται να δηλωθεί η προέλευση, η καταγωγή. Π.χ. πήρα μηχανάκι Ιαπωνία αντί πήρα γιαπωνέζικο μηχανάκι.

  1. - Που λες αγόρι, μάνα η Αμαλίτσα στο τσιμπούκι. Μιλάμε η γυναίκα έχει αναγάγει το προφορικό σε επιστήμη, διδάκτορας πεολειχίας κι έτς. Στεγνό τον βάζει στο στόμα, στεγνό στον βγάζει. Ούτε σταγόνα δεν πάει χαμένη.

  2. - Ο πουσταράς ο ύπαρχος μ' έχει πάει γαμιώντας τώρα τελευταία. Μιλάμε για τρελό χώσιμο..
    - Εμ, η μάνα του πλοίου είναι, τη δουλειά του κάνει ο άνθρωπας.
    - Να μου το θυμηθείς, μάνα-ξεμάνα, θα του γαμήσω τη μάνα εγώ αυτού του καριόλη κάποτε.

  3. Άντε βρε μαλάκα, πήρες εργολαβία τη μάνα. Χάσε καμιά φορά να κάνει και κανάς άλλος...

  4. - Ντορτάκια! Σου πλακώνω τη μάνα καριόλη, τέλος! - Μάθε πρώτα να μετράς ρε καραγκιόζη, με ντόρτια χτυπάς την παραμαμά...
    - Στ' αρχίδια μου! Τι μάνα, τι παραμάνα, το ίδιο κάνει. Σ' έχω σκίσει ούτως ή άλλως.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πηλίκιο του ναυτάκου (που λέει κι ο Χότζας), του ναυτάκου που υπηρετεί στο πολεμικό ναυτικό. Προφάνουσλυ λέγεται έτσι γιατί είναι πλακέ και λευκό και θυμίζει ασπιρίνη. Θα έλεγα ότι θυμίζει καλύτερα το παλιό ντεπόν, το οποίο όμως μάλλον δεν υπήρχε την εποχή που βαφτίστηκε έτσι το καπελίνο αυτό.

Λέγεται και τάπα.

Ασίστ -ερήμην του: Χότζας στο πού τρώς ψωμί εσύ;

«Στη διάλεκτο της ηρωικής ναυτοσύνης Λουκάνικο είναι ο μακρόστενος σάκος από καραβόπανο που σου δίδει η υπηρεσία με τις κουβέρτες, τις πετσέτες, κάτι σώβρακα, παντόφλα 'πήγασος με το νύχι στο βγάλσιμο' (αθάνατε Χαρι Κλιν!!!), στολή, άρβυλα, κάλτσες, μαχαιροπήρουνα και φυσικά την … Ασπιρίνη δηλαδή το πηλίκιον του ναύτου! Ένα ΙΚΕΑ δηλαδή, ντύνει στολίζει νοικορεύει σε ναυτική συσκευασία!»

(από μπλογκ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Κλασσική αργκό για τις χειροπέδες. Πιθανότατα τούρκικης προέλευσης.

Επίσημος σκοπός τους είναι η εξασφάλιση της πειθαρχίας του κρατουμένου, μέχρι να δει η αστυνομία τί θα αποκάνει με δαύτονε (π.χ. η αποτροπή βιαιοπραγίας του, η δυσχέρανση-αποσόβηση αποδράσεώς του κλπ), αλλά έχουν κι άλλες χρήσεις. Πράγματι, ο χειροπεδημένος κρατούμενος δεν μπορεί να κάνει πολλές-πολλές κινήσεις (π.χ. να καπνίσει, να κατουρήσει κλπ), ούτε καν να μπει στο περιπολικό από μόνος του και γι’ αυτό του σπρώχνουν φιλεύσπλαχνα το κεφάλι μέσα οι παριστάμενοι αστυνομικοί.

Οι υποχρεωτικές, κατά την επ' αυτοφώρω σύλληψη και την μεταγωγή κρατουμένων, χειροπέδες, υποχρεωτικά αφαιρούνται κατά την (προ)ανακριτική ή επ’ ακροατηρίω απολογία και μετά την εισαγωγή σε κρατητήριο. Δυνητικές είναι (διακριτική ευχέρεια αστυνομικού συνοδείας) κατά την προσαγωγή υπόπτου ή τον πειθαναγκασμό φασαριόζου κρατουμένου στις φυλακές.

Ο γνωστός μας αρχι-δεσμοφύλακας, αιτιολογώντας πειθαρχικά μέτρα κατά παραπονούμενου κρατουμένου, που βγήκε στα κανάλια μετά από στάση, αναφέρθηκε μόνο στην λεγόμενη «λαβή συνοδείας» που του επεβλήθη, δηλαδή λαβή ακινητοποίησης και προσαγωγής στασιαστού (ποιος ξέρει τί ξύλο έφαγε)...

Παλιά (1920-1960), οι χειροπέδες σταθεροποιούνταν στα ανοσιουργά χέρια με βίδες, που έσφιγγε όσο ήθελε ο αστυνομικός, για να’ χει το κεφάλι του ήσυχο.

Η χειροπέδηση (ιδίως η πισθάγκωνη) είναι εξαιρετικά επαχθές μέσο ποινικού δικονομικού καταναγκασμού και πρέπει να γίνεται με αναλογική φειδώ, δεδομένου ότι είναι επώδυνη για τον κρατούμενο και μπορεί να προκαλέσει ακόμα και μόνιμες βλάβες ιδίως στους καρπούς! (Φυσικά, υπάρχει και η προανακριτική μέθοδος του χτυπήματος στην μάπα με χειροπέδες προς απόσπασιν ομολογίας, αλλά τούτο είναι άλλου παπά ευαγγέλιο...)

Ιδίως ένας χειρώναξ (π.χ. μουσικός, γλύπτης, χειρουργός κλπ), υποφέρει περισσότερο από κάθε άλλον όταν χειροπεδείται, αφού τα χέρια του είναι το ψωμάκι του και τυχόν ζημιά θα του το στερήσει. Ο John Densmore (ντράμμερ των Doors), αναφέρει ότι ζητούσε από το γουρούνι που τονε βούτηξε χωρίς αφορμή, να λασκάρει λίγο τους κελεψέδες, γιατί του προκαλούσαν κάκωση στους καρπούς και δεν θα μπορούσε να ξαναπαίξει - ιδίως μποσσανόβες που θέλουν ταχύτητα και δύναμη στο περικάρπιο - κι αυτός ο πουσταράς τις έστριβε χαμογελώντας...

Σε περίπτωση υπέρβασης του αναγκαίου μέτρου για την πειθαρχία του κρατουμένου, η χειροπέδηση μπορεί ακόμη και να στοιχειοθετήσει το ποινικό αδίκημα της σωματικής βασάνου και της απάνθρωπης κι εξευτελιστικής μεταχείρισης (π.χ. πέταμα σα σακί στην απομόνωση με χειροπέδες, πάτημα στη μέση και σφίξιμο χειροπέδης έως να τρίξουν, ολονύκτια κράτηση σε τμήμα με χειροπέδες και άλλα πολλά), αφού αποδεικνύεται ευχερώς από πρόσφατη ιατροδικαστική έκθεση, αρκεί να βρεθεί μηνυτής να μηνύσει, δικηγόρος να αναλάβει, δικαστής να καταλάβει κι Αη-Φανούρης να φανερώσει (!)

Πάντως, σημειωτέον ότι οι παλιοί χωροφύλακες συνοδείας από μεταγωγών σε φυλακή, ήσαν εξαιρετικά μειλίχιοι έως δημοκρατικοί άνθρωποι (90% ήταν Κρήτες), πράγμα το οποίον αναφέρει προς τιμήν του, σε πολλά βιβλία του και ο Ηλίας Πετρόπουλος (μεταξύ άλλων).

Το αυτό επικρατούσε και με τους δεσμοφύλακες της πτέρυγας των πάλαι ποτέ μελλοθανάτων, οι οποίοι ήταν άκακα ανθρωπάκια και στους οποίους οι σκύλοι δεσμοφύλακες («πράσινη φυλή») φόρτωναν επιτήδεια τη φύλαξη των ξεγραμμένων καταδίκων, που δεν θα το’ χαν σε τίποτα να ξεκάνουν τους ίδιους γι’ αυτά που τράβηξαν...

Ήδη η αστυνομία χρησιμοποιεί χειροπέδες ασφαλείας (μετά τα χουνέρια με τον Ματέι, τον Πάσαρη, τον Σαμαρά, τον Παλαιοκώστα κλπ) αμερικάνικης προέλευσης, διότι οι παλιοί κελεψέδες πλέον προορίζονται μόνο για παιχνιδιάρηδες ερωτύλους, αφού η κλειδωνιά τους ανοίγει πανεύκολα!

Ασσίστ: Απο σχόλιο του μεγάλου Τζονμπλακ.

- Ρε φίλε, δεν ανοίγεις λίγο τους κελεψέδες; Μου’ χει κοπεί η ανάσα...
- Ούτε φίλος σου είμαι, ούτε στρατό κάναμε μαζί! Θα σε δει πρώτα ο εισαγγελέας και μετά θα δούμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το απόλυτο μαχαίρι επιβίωσης (;) στη φύση (;).

Είναι ένα μεγάλο μαχαίρι με πλατιά λάμα (έχει και μια τρούπα στη μέση βλ. τηλεφωνικό διάλογο Ζήκου με γιατρέσσα), δίκοπο (ξυράφι από τη μία και πριόνι από την άλλη), με χοντρή λαβή συνήθως κούφια που περιέχει αγκίστρια-πετονιές και στην κορυφή έχει γυροσκοπικό πυξιδάκι (μη χάνεσαι κι έτσι).

Διατίθεται μαζί με σούπερ δερμάτινη θήκη, που δένει στο πόδι και κουμπώνει στη ζώνη και έχει έξτρα ενσωματωμένο θηκάκι για την ακονόπετρα (μπα και στομώσει).

Βγαίνει σε μεγάλη ποικιλία χρωμάτων: Πράσινο, λαδί, κυπαρισσί, φαιοπράσινο, του χαλκού, παραλλαγής κλπ και θα το βρείτε σε κάθε κατάστημα εν χρώ κεκαρμένων φυσιολατρών, που σέβεται τον εαυτό του.

Ονομάστηκε έτσι από τον αχώριστο μελαμψό σύντροφο του Ροβινσώνα Κρούσου, στην πάλη του με τα στοιχειά της φύσης (κάπου στις Αντίλλες), που πέθανε από την επάρατο πλήρης ημερών στο δημοτικό νοσοκομείο του Μπρόνξ (και ας λέει άλλα δακρύβρεχτα ο Νταφόε).

Έγινε τρελλή μόδα στα 80’ς λόγω των κλεψίτυπων ταινιών του Σταλόνε, που κόπιαρε τον ελάχιστα γνωστό Κύπριο αγωνιστή Ράμπο Ράμπου, που χρησιμοποιούσε το μαχαίρι αυτό (που θέλεις ν’ αγοράσεις), ήδη από τα 50’ς για να εξοντώνει τουρκαλέοντες, αποικιοκράτες και κομμμουνιστάς στην Μαρτυρικήν Νήσον.

Το αντίστοιχο σπαθί του Κροκοδειλάκια ελάχιστη απήχηση είχε στις μάζες, (αλλά συνέβαλε τα μάλα στις πωλήσεις δερματίνων ειδών).

Πάμπολλα μειράκια έσπευσαν να αγοράσουν το θαυματουργό κέρατο στα 80’ς (όπως έγινε και με τα γυαλιά Ray-Ban και τα dog-tags μετά το Τόπ Γκάν), ενώ σημειώθηκαν αθρόες εγγραφές παιδιών στους Προσκόπους και νεαρών στις Ειδικές Δυνάμεις, οι οποίοι όμως στην συνέχεια απογοητεύθηκαν (όπως η ΕΟΝ το ’30 και οι Άλκιμοι το ’60) όταν συνειδητοποίησαν ότι ο Παρασκευάς δεν περιλαμβάνονταν στον παρεχόμενο στάνταρ εξοπλισμό κι έπρεπε να τον αγοράσουν εξ ιδίων θυλακίων.

Όμως, η μητρική ιαχή «πού το βρήκες αυτό το πράμα διάολε», προοιώνιζε το οριστικό καταχώνιασμα του Παρασκευά στη σοφίτα μαζί με τα πλεϊμομπίλ και την αναβολή επικών ανδραγαθημάτων, επ’ αόριστον.

Όταν καταλάγιασε το κακό, οι πωλήσεις του προϊόντος παρουσίασαν πτώση και οι τιμές διαμορφώθηκαν στο 10% των αρχικών, με επίμονους τερματοφύλακες Θερμοπυλών τους συνοικιακούς αναγνώστες του Άμυνα και Διπλωματία (κλπ «επιστημονικών» περιοδικών φαιού περιεχομένου), που πάνε για κυνήγι (εντός και εκτός πόλεως)…

Συνιστάται για εξτρήμ συνθήκες επιβίωσης στην άγρια ζούγκλα της Καλοπούλας Καισαριανής και στη σαβάνα του Άλσους Παγκρατίου, ενώ στο Στρέφη προτιμώνται τα κατσαβίδια.

-Πάμε σουκού ελεύθερο στο Αγκίστρι;
-Σούπερ! Θα πάρω μαζί μου και τον Παρασκευά!
-Δε θα πάρεις κανέναν! Με τη μηχανή θα πάμε και δε γουστάρω να με γράψουνε για τρικάβαλο...

(από xalikoutis, 13/03/10)Σμούτς! (από HODJAS, 13/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην στρατιωτική σλανγκ λέπια ονομάζονται κάποια μικρά αυτοκόλλητα λευκά χαρτάκια που βρίσκονται στην εσωτερική πλευρά κάθε υφασμάτινου κομματιού των ρούχων του νεοσύλλεκτου (τσέπες, μανίκια, γιακάδες, κουτουλού).

Υποψιάζομαι ότι αυτά τα κολλάνε στο εργοστάσιο, στην «Κοπή» στο Κερατσίνι, πάνω στα υφάσματα πριν τα ενώσουν ράβοντάς τα, πριν δηλαδή το ρούχο πάρει την τελική του μορφή και είναι κάτισαν δείκτες - οδηγοί.

Επειδή λοιπόν τα συγκεκριμένα ρούχα απευθύνονται σε σίγουρο τάργκετ γκρουπ και μάλιστα δωρεάν, κανείς από τους εργάτες δεν προβλέπεται να τα ξεκολλήσει όταν πια αυτά δεν είναι απαραίτητα.

Οπτικά μοιάζουν με τα χαρτάκια που αναγράφουν τις τιμές στα κατά τόπους ψιλικατζίδικα. Καθώς λοιπόν τα καινούρια στρατιωτικά ρούχα τα φοράνε οι νέοι που λέγονται και ψάρια, τα χαρτάκια ονομάστηκαν λέπια.

- Ψαρά, τα έβγαλες τα λέπια;
- Ποια;
- Α καλά, εσύ είσαι πολύ γκάου-μπίου!

To ψαρι με τα μεγαλυτερα λέπια. (από perkins, 15/06/10)Ψαρι χωρις λέπια-έχει το μπικίνι όμως, απο μέσα. (από perkins, 15/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για τις γνωστές χειροπέδες, δεσμευτικές ή κόσμημα, απο το τούρκικο kelepce.

...τα χέρια μου στον κελεπτσέ , κι ο νους μου στην αγάπη ...

(στίχος απο το γνωστό άσμα «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη»)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ως όργανο σλανγκίζεται κυρίως το γενετήσιο όργανο, το αιδοίον του ανδρός κυρίως, ο μπαργαλάτσος, και λιγότερο το αιδοίον της γυναικός. Από εκεί έχουμε μια σειρά σλανγκικών συνειρμών και για τις άλλες χρήσεις της λέξης από σλανγκικούς καλοθελητές. Λ.χ.

  2. Όργανον της Τάξεως είναι ο μπάτσος, ο φίλος μας το ζώο, κυρίως ο μη βαθμοφόρος αστυνόμος. Συνειρμοί με την πρώτη έννοια σημαίνουν ότι ο μπάτσος δεν έχει παρά μόνο ένα κεφάλι, το κάτω, ή ότι είναι για τον πούτσο. Έχει σλανγκιστεί ιδιαίτερα απ' τον Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους».

  3. Μουσικό όργανο. Φράσεις όπως «τι όργανο παίζεις», ή «είναι σολίστ στο τάδε όργανο» πολύ γρήγορα έγιναν κακόσημες από τους σλανγκικώς ευεπίφορους. Εξάλλου, τα πνευστά μουσικά όργανα παραπέμπουν ευκόλως σε φάσεις παιξίματος κλαρίνου, ενώ και τα κρουστά δεν είναι άμοιρα σλανγκικών υπονοουμένωνε, για κάθε είδους σκαμπίλια. Ακόμη και τα έγχορδα μπορούν να έχουν σεξουαλική χρήση, όπως κατέδειξε η χήρα του Μάο. Το κατεξοχήν όργανο, λοιπόν, είναι το πουλόφωνο ή όφωνο κι ο κοινωνικός παίκτης του λέγεται ψωλίστ, ενώ ο μοναχικός οργανοπαίκτης.

  4. Όργανο γυμναστικής, όθεν η ενόργανη γυμναστική.

  5. Οργανική και ανόργανη χημεία.

  6. Από την επιστήμη της Βιολογίας έχουμε το οργανίδιο, (δηλαδή σχηματισμό μονοκύτταρων οργανισμών ανάλογο με αυτόν που έχουν τα όργανα στους πολυκύτταρους), που σλανγκίζεται για να δηλώσει το πολύ μικρό όργανο.

  7. Τέλος, παρόμοια με την σημασία 2, μπορούν να προσλάβουν εκφράσεις, όπως «τα αρμόδια όργανα», «τα όργανα του κόμματος», «τα θεσμικά όργανα» κ.τ.ό.

Σαχλεπίσαχλοι αστεϊσμοί εις βάρος σολίστ:
- Και, αλήθεια, τι όργανο παίζεις; Το παίζεις πολλά χρόνια; Πότε το άρχισες; Και λοιπές σαχλαμπούχλες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι έλεγε επί Χούντας περιπαιχτικά ο κοσμάκης τον φαντάρο στο σύμβολο της 21ης Απριλίου, με το τρίπτυχο πουλί-φαντάρος-φωτιά (ότι ο Φοίνικας που αναγεννάται εκ της στάχτης του και κουραφέξαλα) και μετωνυμικώς ολόκληρο το σύμβολο.

Ο στρατιώτης Παπαδόπουλος 80η ΕΣΣΟ στη «Λούφα» (1984), δήλωσε αηδιασμένος «σας βαρέθηκα κι εσάς και το πουλί σας», αλλά έπρεπε να πάω φαντάρος για να καταλάβω για ποιο λόγο καίει την φωτογραφία στο τέλος...

Η έκφραση ήταν, λοιπόν, ένας από τους ελάχιστους θεμιτούς κι ακίνδυνους τρόπους εκδήλωσης αποδοκιμασίας προς στα ένστολα κωθώνια της 7ετίας, εκ μέρους του κατά τα λοιπά λουφάζοντος (και εν πολλοίς βολεμένου) ελληνικού λαού.

Άλλωστε, η σαρωτική επιτυχία της παντελώς στερουμένης καλλιτεχνικά (όπως λένε κι οι Λ. Νταράλας και Γ. Μουφλουζέλης στο ρεμπέτικο «εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο») ταινίας με τη ζωή του Μπελογιάννη το 1980, που υποστηρίχθηκε θερμά από μια «μεγάλη δημοκρατική παράταξη», εξηγεί την εκδίκηση της γυφτιάς.

Η εκδίκηση τελείωσε, ο αγώνας δικαιώθηκε. Η γυφτιά παραμένει.

Τελοσπάντων για να μην τα πολυλογούμε, το εύστοχο σκώμμα αφορά στην εικονιζομένη πυροβασία του φανταράκου πάνω στις φωτιές του συμβόλου, κατ’ αναλογίαν προς το έθιμο των αναστενάρηδων (τ' «αναστενάρια») κυρίως στις Σέρρες, στη Βέροια, στη Δράμα και πιο γνωστά στο Λαγκαδά, όπου γίνονται παγανιστικο-χριστιανικές τελετές απόδοσης τιμών προς τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη (21-23 Μαΐου), με ξυπόλητους χορευτές πάνω σε πυρακτωμένα κάρβουνα, κρατώντας την εικόνα των αγίων.

Τώρα, άλλοι λένε περί διονυσιακή παράδοση, άλλοι πρωτοχριστιανική, άλλοι ότι πρόκειται περί ινδικού μάμπο-τζάμπο. Μήτε γω ήμουν εκεί – μήτε σεις να το πιστέψετε. Άσε που η εξήγηση του φαινομένου απαιτεί μια μπουγάδα σεντόνια και θα’ χουμε γκρίνιες (και είμαι και αναρμόδιος και βαριέμαι κιόλας βρε αδερφέ)!

Ο Τζιμάκος λέει στην «Ελλάδα στα κάρβουνα» (1989) ότι «πυροβατεί σε αναμμένα σκατά». Πράγματι, οι κάτοικοι του κέντρου του Κλεινού Άστεως, έχουν την έμμεση εμπειρία του αναστενάρη, αφού παίζουν καθημερινά κουτσό στα κουραδόστρωτα πεζοδρόμια για να πάνε στη δουλειά τους, μιας και οι μεγαλοκυράδες αφήνουν με τακτ τα μαντρόσκυλα να αφοδεύουν χύμα στο κύμα. Καλά τα λέει η Αρβελέρ λοιπόν. Ο Ελληνικός Πολιτισμός έχει συνέχεια...

Πάντως, κάτι αναφέρει ο Εμ. Παπαζαχαρίου στην «Πιάτσα» (1980) για τ’ αναστενάρια, σεβόμενος την παράδοση, ενώ το όντως απόκοσμο βλέμμα των πραγματικών αναστενάρηδων του Λαγκαδά στην ταινία «Τρελλός, παλαβός και Βέγγος» (1967), υποδεικνύει ότι μάλλον θα πρέπει να πάρουμε το δρώμενο στα σοβαρά. Βέβαια, αν επιχειρούσαν οι μουσάτοι Myth Busters ν’ ανακατέψουν την επιστήμη για να εξηγήσουν το φαινόμενο, μάλλον θα τους πλάκωναν στις μαγκουριές τίποτα παπάδες. Έτσι, let sleeping dogs lie. Για πάντα.

Acknowledgement: από έμμεση ασσίστ στο μήδι του panos1962 εδώ.

- Θες να δεις τη συλλογή μου από παλιά νομίσματα;
- Αλήθεια το λες, ή το πάμε για καβάλες;
- Όχι ρε, αφού σου λέω. Μαζεύω χρόνια τώρα.
- Κι εγώ! Έχω και τρούπιες δεκάρες απ’ τον παππού μου, ανταλλάζεις;
- Αμέ! Έχω πολλά εικοσάρικα με τον Αναστενάρη, αν τα θες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το νερόβραστο φαγητό, με πολύ ζουμί και ελάχιστη γεύση. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από τον ήχο που ακούγεται ρίχνοντας στερεά υλικά στο νερό που βράζει.

- Ψηλέ, τι έχουμε για φαΐ;
- Πατάτες μπλουμ.
- Πάλι ρε πούστη μου... Πατάτες μπλουμ, μακαρόνια μπλουμ, για το πούτσο είναι ο μάγειρας... Πότε θα πάω σπίτι μου να φάω σαν άνθρωπος...

O νερόβραστος δήμαρχος της Νέας Υόρκης Michael BLOOMberg. (από Vrastaman, 12/09/08)Πάλι μπλουμ ... (από poniroskylo, 12/09/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία