Επιπλέον ετικέτες

Θεμελιώδεις όροι του λεξιλογίου των μπιλντεράδων, σφίχτηδων και λοιπών αθληταράδων.

Στεγνός είναι ο γραμμωμένος, ο γραμμένος, ο κομμένος, ο γράμματας, ο κομμάτιας, ο φέτας, ο άγριος, ο χάρτης. Υπερθετικός του στεγνού είναι το ερπετό.

Στέγνωμα είναι η όλη διαδικασία που οδηγεί στην πολυπόθητη γράμμωση.

Κάπως λιγότερο συχνά, απαντούν και τα συνώνυμα άλιπος και εξαθλίωση του λίπους, αντίστοιχα.

Το σωστό στέγνωμα αποτελεί ζόρικη και μανουριάρικη υπόθεση. Δεν είναι για όλους, απαιτεί αρχίδια, ψυχικό και σωματικό σθένος. Συνίσταται στην σταδιακή, ρεγουλαρισμένη απώλεια σωματικού λίπους με παράλληλη σκλήρυνση των μυών και σαφέστερη διαγραφή τους.

Χαρακτηριστικό του μυός είναι η συμπάγεια και η ενότητα, ενώ του λίπους η αμορφία και η ρευστότητα. Η υπεροχή του ξηρού (στεγνού) έναντι του υγρού στοιχείου, αποτελεί κοινό τόπο της δυιστικής φιλοσοφικής σκέψης, αρχής γενομένης με τους Πυθαγορείους και τα περίφημα αντιθετικά ζεύγη τους. Διαμέσου δε της μεσαιωνικής φιλοσοφίας, επιβιώνει στον κοινό νου ως τα σήμερα.

Με καμία Παναγία δεν πρέπει να συγχέουμε το στέγνωμα με το απλό αδυνάτισμα! Το στέγνωμα αποσκοπεί στην ανάδειξη των μυών, όχι στην απλή απώλεια βάρους. Το σώμα, με την αποβολή του περιττού λίπους, αποκτά έτσι βαθιά κοψίματα, τα οποία δια της φωτοσκιάσεως δημιουργούν ένα καλαίσθητο πλαστικό αποτέλεσμα.

Εξ ου και το στέγνωμα λέγεται και κόψιμο, το στεγνώνω λέγεται και κόβω, ο στεγνός είναι και κομμένος.

Με το σωστό στέγνωμα, το δέρμα καταλήγει να γίνει λεπτό και διάφανο σαν τσιγαρόχαρτο. Γι' αυτό και είθισται να λένε στους γραμμωμένους: «πω ρε φίλε, χαρτί έχεις γίνει!». Εν προκειμένω, το «χαρτί» δεν σημαίνει απλά το τζιτζί και το γαμιστερό, αλλά νοείται τρόπον τινά κυριολεκτικά. Επί του χάρτου τούτου αναδεικνύονται, «πετάγονται», τα περίφημα και ψαρωτικά φλεβίδια. Ένας στεγνός είναι κατά κανόνα και λίαν φλεβικός.

Εκτός όμως από κόπο και ιδρώτα, το σωστό στέγνωμα θέλει και τρόπο. Σωστή διατροφή, καλός ύπνος και βέβαια φαρμακευτική υποστήριξη. Μέχρι κι η γιαγιά μου ξέρει πλέον οτι χωρίς φαρμακάκι η γυμναστικούλα είναι από ένα σημείο και μετά ματαιοπονία. Αν σου πάει τρεις και πέντε να μπεις με τη μία στα χοντρά, παίρνε τουλάστιχον συμπληρωματάκια διατροφής (σκόνες). Αν και μ' αυτά ζορίζεσαι, καλύτερα αραίωνε με το άθλημα και ρίχτο στο πλέξιμο, πιο μεγάλη επιτυχία θα έχεις εκεί.

Ειδικά steroids για στέγνωμα θεωρούνται συνήθως το Winstrol και το Αnavar. Όσον αφορά τα μη στεροειδή, προτιμάται η διεγερτική Εφεδρίνη και το βρογχοδιασταλτικό Clenbuterol. Όλα αυτά δρουν κατά του λίπους με διάφορους έμμεσους τρόπους (ενεργοποίηση μεταβολισμού κλπ). Το απόλυτο λιπολυτικό / λιποδιαλυτικό είναι η πανάκριβη αυξητική ορμόνη, που χτυπά στεγνά στο ψαχνό, καταστρέφοντας αυτούσια λιποκύτταρα και όχι μειώνοντας απλά το μέγεθός τους.

  1. - Τι πρόγραμμα έχεις για φέτος;
    - Λέω τον Οχτώβρη να μπω μια δίμηνη θεραπειούλα με Deca και Dianabol για να τσιμπήσω 4-5 κιλάκια και να ογκωθώ λιγάκι. Και μετά τα Χριστούγεννα ξεκινάω φουλ στέγνωμα.

  2. - Τον Αλέκο έχω να τον δω τόσο στεγνό από τότε που κατέβηκε στο Mister Hellas του '99 κι είχε έρθει τρίτος στη μεσαία κατηγορία... - Δεν τα 'μαθες, ξανακατεβαίνει σε αγώνα ο γίγαντας το καλοκαίρι, κι ας έχει πατήσει τα 45. Ψυχάρα σου λέω...

  3. - Μαλάκα έχεις στεγνώσει απίστευτα τώρα τελευταία; Για πες μας τι τρώς να μαθαίνουμε...
    - Τίποτα ρε, λίγο Winstrol σε χάπι, 3-4 τεμάχια τη μέρα, τρίχες σε σχέση μ' άλλους.
    - Έλα ρε συ, μπράβο. Ελπίζω να μη λες αρκούδες βέβαια...

  4. - Ο καινούργιος γυμναστής έχει τα πιο στεγνά τρικέφαλα που έχω δει ποτέ μου! Νομίζεις πως βλέπεις ξουράφια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κεντρικό σύνθημα του τΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Έγινε στην αρχή δεκτό με συγκίνηση από πολλούς, αφού νίκησε η παράταξη που ηττήθηκε στον εμφύλιο και που κυνηγήθηκε σε όλα τα μετεμφυλιακά χρόνια, γρήγορα όμως και μετά την - σαν έτοιμη από καιρό - συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΞΕΛ και την υπουργοποίηση του αρχιψεκασμένου και κατ' εξοχήν Στρατόκαυλου Καμμένου, του 'περίεργου' Κοτζιά, την αυτοκρατορική και *ανούσια σαρτζετακική τυπολατρεία* της Ζωής Κωνσταντοπούλου, τους Βαρουφιάνους και τις εξελίξεις με την Θεσμοτρόικα, τα πράγματα πήγαν έτσι ώστε το σύνθημα να γίνει αστείρευτη πηγή για να ξεδιψούν σλανγκιστές, εξυπνακιστές και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.

1.Πρώτη φορά Αριστερά… ρουσφέτια

2. ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. ΕΞΩ ΟΙ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕ ΚΑΙ Η ΔΕΞΙΑ

3. Όχι μόνο δεν θα καταργηθούν οι παρελάσεις αλλα αμέσως μετα θα ακολουθεί παραδοσιακό γλέντι με δημοτικά τραγούδια. Πρώτη φορά βουκολικά.

4. Συριζοτσολιάς. Στρατοκαυλίαση Σύριζα.«Πρώτη φορά ένα στο αριστερό»

5.σηκωθείτε από καρέκλες, ντιβάνια, καναπέδες, πολυθρόνες κ ελάτε στο Σύνταγμα - πρώτη φορά αριστερά με χακί κ τσάμικα

  1. Κάτι μου θυμίζουν οι παραδοσιακοί χοροί μετά την παρέλαση. Πρώτη φορά Αριστερά


7. O θεωρητικός της χούντας δήλωνε ότι «εκτιμά τις ιδέες» Καμμένου. Πρώτη φορά τόσο Αριστερά

8. ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΝΑΖΙΣΤΕΡΑ “Σύντροφοι, καλώς τα δεχτήκατε. Άντε και τον Κασιδιάρη”.

9. Λεφτά δεν έχουμε αλλά προσλαμβανουμε 1500 παπάδες και κάνουμε ειδική θέση συμβούλου του Π.Δ. Πρωτη φορα αριστερά λέμε

  1. Πρώτη φόρα Εκκλησιαστική Αριστερά + ΕΥΛΟΓΗCON + ” ΛΟΛ ΛΟΛ ΛΟΛ στα πατώματα. ΗΔΟΝΗ ΠΑΡΑΚΜΗ ΑΙΜΑ

11.ΕΥΛΟΓΗCON ✞ @Ellinofreneia ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το γνωστό ευαγές ίδρυμα, ενώ στην σλανγκ εκδοχή χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ίδιο το άτομο που είναι τόσο τρελό, ώστε να χαρακτηρίζεται το ίδιο τρελοκομείο. Ακούγεται πολύ και στις φυλακές, από κρατούμενους για άλλους τρελάκηδες κρατούμενους.

Συνώνυμα : ψυχάκιας, του έστριψε, μουρλοκομείο, μουρλοκούκου, τρελός με τρία λάμδα, ξεφεύγα, για τα σίδερα, ζουρλός, ζουρλοπαντιέρα.

Τελευταίως, έχει αυξηθεί ο αριθμός των εν λόγω ατόμων, όπως διαπιστώνει οιασδήποτε περπατά στους δρόμους ή κυκλοφορεί με μέσα μαζικής μεταφοράς.

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα : Σχεδόν πάντα κρατάνε μία πλαστική σακούλα με αυτά που θεωρούν απαραίτητα και μιλάνε μόνοι τους ή σε κατά φαντασίαν συνομιλητή.

Παρουσιάζω δύο χαρακτηριστικές φιγούρες του αθηναϊκού άστεως:

  • Ο καρατέκα: Ψιλόλιγνη μορφή, που περπατάει πολύ γρήγορα φέροντας απαραίτητη πλαστική σακούλα Κάθε λίγο σταματάει και επιδίδεται σε άψογες φιγούρες τζουντοκαράτε μπροστά σε ανυποψίαστους περαστικούς, εξαπολύοντας κλοτσιές και γροθιές που περνούν ξυστά από τον ξαφνιασμένο διαβάτη, χωρίς να τον χτυπούν. Αν τον συναντήσετε, μην αντιδράσετε, τελειώνει το νούμερο και αποχωρεί. Μία γνωστή μου που αντέδρασε, έφαγε ξώφαλτση.
  • Η κυρία Κατερίνα: Συχνάζει στα Εξάρχεια, μια εντυπωσιακή και τιτάνια σε όγκο και δύναμη μορφή, της οποίας ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η σπηλαιώδης αγριοφωνάρα που ακούγεται από τουλάχιστον τέσσερα τετράγωνα μακριά, να καταφέρεται κατά δικαίων και αδίκων. Εκδηλώνει άφοβα ειδική αντιπάθεια στα κατοικοεδρεύοντα όργανα της τάξεως. Κορυφαία της ατάκα, τότε που ο Αβραμό είχε ξεσκιστεί να γεμίζει την πόλη με συντριβάνια : «Αβραμόπουλε, τα μουνιά της γιαγιάς σου, φέρε νερά στην πλατεία Εξαρχείων». Θεωρείται εύπορη γυναίκα, που οι συγγενείς της την πέταξαν στο δρόμο και της έφαγαν την περιουσία.

Η ύπαρξη τέτοιων ατόμων οφείλεται σε εκρηκτικό κοκτέιλ αδιαφορίας και κοινωνικής εγκατάλειψης, ανέχειας και οικονομικών προβλημάτων, αύξησης των λεγόμενων ψυχικών παθήσεων, αλλά και στην ιδιοτέλεια και παλιανθρωπιά των κουφάλων συγγενών. Πολλά εύπορα άτομα τα οποία κάποια στιγμή αντιμετώπισαν συνηθισμένα και αντιμετωπίσιμα ιατρικά κομπλαρίσματα κατέληξαν στον δρόμο λόγω δολοπλοκιών όσων συγγενών εποφθαλμιούν την περιουσία τους και την ξεκοκαλίζουν άνετα και με το νόμο, έχοντας φροντίσει να τον κηρύξουν ανίκανο.

Και ο δρόμος είναι η καλή περίπτωση, διαφορετικά υπάρχει το ίδρυμα ή χρησιμοποιούνται αμιγώς κωσταλεξικές μέθοδοι, (βλέπε ορολογία Χαλικούτη, σε σχόλιο στο λήμμα θείτσα).

Ο όχι ιατρικά απαραίτητος εγκλεισμός σε ίδρυμα θεωρείται εύκολη λύση για να ξεμπερδεύουμε γρήγορα, να κρύψουμε τη λέρα κάτω από το χαλί και να συνεχίσουμε την ζωή μας. Ο εγκλεισμός συχνά επιφέρει τον περαιτέρω στιγματισμό, ακόμα και εάν δεν υπάρχει κανένας λόγος, ακόμα και αν τα καταφέρει κάποτε να βγει.

Να σημειωθεί ότι σε ορισμένες θρησκείες θεωρούν τους τρελούς ιερά πρόσωπα (σαμάνοι, μάγοι της φυλής κλπ.) Αλλά και στην Ελλάδα παλαιότερα, μέσω της μορφής του τρελού του χωριού, υπήρχε αποδοχή της τρέλας ως αναγκαία ανθρώπινη συνθήκη, η οποία κάποια στιγμή απλώς ξεσπάει πάνω στον πιο άτυχο για λόγους κοινωνικών παθογενειών ή/και γονιδιακής προδιάθεσης. Ο τρελός του χωριού ζούσε ελεύθερος, και πάντοτε έβρισκε ένα πιάτο φαί, φαινόμενο που έχω καιρό να δω στην ελληνική επαρχία.

Ο Φουκώ περιγράφει στην «Ιστορία της Τρέλας» πως κάποια στιγμή, στην πεφωτισμένη Δύση, περάσαμε από την ιερότητα και τον σεβασμό προς την τρέλα και την καθημερινή συνομιλία μαζί της, στην τρέλα ως μίασμα που πρέπει να εγκλειστεί και να καταπολεμηθεί.

Αρχικά με βάρβαρες μεθόδους (βλ. στον Δράκουλα του Κόπολα, τον τιτανοτεράστιο Θωμά Περιμένη να ερμηνεύει τον τρελό υπηρέτη του Δράκουλα και να περνάει των παθών του στα χέρια του Διευθυντή του ιδρύματος που τον βασάνιζε), αργότερα με περισσότερο εκλεπτυσμένες, μοντέρνες ψυχιατρικές μεθόδους (βλ. τον μνημειώδη Τζακ Νίκολσον στην «Φωλιά του Κούκου» και τις άλλες μορφές γύρω από αυτόν και τις άλλες μορφές γύρω από αυτόν, όπως τον Ινδιάνο ηθοποιό Will Sampson, που στο τέλος και αυτός τα σπάει).

Παίζει και η αντιμετώπιση του θέματος να έγκειται στο γεγονός ότι ο μουρλός είναι εξ ορισμού αντιπαραγωγικό άτομο, συνεπώς άχρηστο. Δεν είναι τυχαίο ότι ως αποκατάσταση του ατόμου η κοινή γνώμη θεωρεί μόνον την δουλειάς που απαλλάσσει την οικογένεια από κάθε οικονομική υποχρέωση.

Ας σημειωθούν, εν κατακλείδι, η απεικόνιση του ψυχιάτρου στον ελληνικό κινηματογράφο ως μουρλότερου του ασθενούς (βλ.. Γιάννης Βογιατζής στο «Η Γυναίκα μου τρελάθηκε») και τραγούδια όπως «Για το καλό μου» του Μηλιώκα του και «Ας τον τρελό στην τρέλα του» του Άκη Πάνου.

- Ο Ξιφίας ήταν σκέτο τρελοκομείο, είχε γυρίσει όλα τα ψυχιατρεία των φυλακών, Κορυδαλός, Κέρκυρα, Λάρισα, έκανε συνεχώς τσαμπουκάδες στα χέρια του και πλακωνότανε με χάπια.
(Διασκευή από το «Καταζητείται» του Κώστα Σαμαρά)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αταβιστική πρώτη λέξη προέρχεται από το φάγωμα του δεν είναι. Για να προφερθεί σωστά η φράση πρέπει να έχουμε όλη την καλή διάθεση να αρθρώσουμε, αλλά να το καταπνίγουμε ακριβώς πριν το σύμπλεγμα του δέλτα με τα τόσο ρωμαλέα φωνήεντα δει φως της μέρας. Το όλον συμπράγκαλον με τα παραφερνάλια τονίζεται στο πρώτο νυ.

Η απόστροφος θέλει να αποδώσει αυτό ακριβώς το μπαστάρδεμα του νυ με αυτά που υπό κανονικές συνθήκες θα προηγούνταν και θα έπονταν. Λογικά θα είναι και η πρώτη καταγεγραμμένη λέξη παγκοσμίως με δύο σύμφωνα και με τρεις αποστρόφους, οπότε καβλώνουμε και με την πάρτη μας.

Νοηματικά διαχωρίζεται από το πλήρες δεν είναι κακό, καθώς τείνει να σημαίνει ότι πρόκειται περί μάλλον καλού πράγματος, ιδίως όταν συμπληρωθεί σε δεύτερο χρόνο από το 'ν'ν' καθόλου κακό..., όπου το καθόλου προφέρεται έως και καμπανιστά.

- Τι σου λέει το γκομενάκι απέναντι;
- 'Ν'ν' κακό...

Renault NN (από Vrastaman, 20/05/09)

βλ. και πα μαλ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κώλος.

Και τα δυο καθιερωμένα λεξικά της τρέχουσας καθομιλουμένης καταγράφουν και αυτήν την σημασία της λέξης, πλάι στις άλλες τις κομιλφό – ο πάτος της θάλασσας, οι πάτοι για την πλατυποδία κλπ. Για να την αποδώσουν, χρησιμοποιούν, βέβαια, όρους ουδέτερους ή ευφημιστικούς – π.χ. στον Τριανταφυλλίδη ο πάτος ορίζεται ως ο πρωκτός, ο πισινός και στον Μπαμπινιώτη ως ο πισινός, τα οπίσθια.

Όμως, οι ορισμοί αυτοί δεν πιάνουν τις λεπτές αποχρώσεις της λέξης, τις συνδηλώσεις που εμπεριέχει, ό,τι, δηλαδή, κάνει τον ιθαγενή χρήστη της ελληνικής γλώσσας να ξέρει – έτσι απλά, να ξέρει – πότε πρέπει να πει πάτος και πότε κώλος ή ό,τι άλλο.

Διότι, ασφαλώς, πάτος δεν είναι ο οποιοσδήποτε κώλος. Είναι, συγκεκριμένα:

α. Ο μεγάλος κώλος, που – κακά τα ψέμματα – τον έλληνα τον γκαυλώνει και, μάλιστα, μέχρι σημείου εξαγρίωσης. Απαντάται στις στοκ φράσεις θα σου σκίσω τον πάτο, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου ανοίξω τον πάτο που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την βιαιότητα των προθέσεων του απειλούντος και που, εν δυνάμει, κυριολεκτούν. Άξιον μνείας και το ξεπατώνω, που, γενικά, σημαίνει ξεριζώνω, χαλάω, ρημάζω.

Παρενθετικά, ενδιαφέρον έχει και ότι όπως τον πάτο έτσι και τα βάρδουλα – γνωστά από τις φράσεις θα σου σκίσω τα βάρδουλα και θα σου ξεσκίσω τα κωλοβάρδουλα – τα συναντάμε στην αργκό της υποδηματοποιίας ή τσαγκαρικής, με κοινό σημείο αναφοράς το πετσί, το δέρμα.

Υπερθετικό του πάτου είναι, ως γνωστόν, η πατάρα αλλά και το πιο νεόκοπο πατούρι. Θα έλεγα ότι ενώ η πατάρα (και το πατάρι) τονίζει τον ενθουσιασμό που προκαλεί το θέαμα, ή η ανάμνηση, ενός μεγάλου και γκαβλωτικού κώλου, το πατούρι, κρίνοντας από τις χρήσεις που συναντώ, είναι σαφώς πιο απαξιωτικό – κινείται στο ίδιο κλίμα που περιγράφουν τα λήμματα ξεκωλοπατόμουνο, ξεφτιλίζω τον κώλο και ξεψώλι.

β. Ο ταλαιπωρημένος κώλος. Η σημασία απαντάται κυρίως στην φράση μου έφυγε ο πάτος – ή, μου βγήκε ο πάτος δηλαδή, έχω εξαντληθεί, έχω χτυπήσει μπιέλα. Η χρήση αυτή συνήθως δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα. Η εξάντληση δεν προέρχεται από γαμήσι αλλά από σκληρή δουλειά, περπάτημα κλπ. – είπαμε, ο έλλην το ζόρι το βιώνει στον κώλο του, δες και αυγό στον κώλο, σφίγγουν οι κώλοι, έγινε ο κώλος μου τάληρο, πήρε φωτιά ο κώλος μου, καίγεται ο κώλος μου και άλλα.

γ. Ο τυχερός κώλος. Εκ της λαϊκής δοξασίας ότι την καλή τύχη τελικά την εξηγεί η διεύρυνση της έδρας. Όπως ο πολύ τυχερός άνθρωπος είναι όχι μόνο κωλόφαρδος αλλά και, απλά, κώλος, έτσι και ο ακόμη πιο τυχερός, ο τυχερός μέχρις αγανακτήσεως, είναι πάτος, ή και πατάρα. Και όπως μπορεί κάποιος να ξεκωλωθεί στο ζάρι, ας πούμε, ή στα τρίποντα, κατά μείζονα λόγο μπορεί και να ξεπατωθεί.

Να μην συγχέονται όλα αυτά με τον φέρελπι επιθετικό της Μίλαν Alexandre Rodrigues da Silva, ευρέως γνωστό ως Πάτο.

  1. Ο Κώστας ήρθε από μπροστά και έμπηξε με μεγάλη δύναμη το κοντάρι του μέσα τις λέγοντάς της «Πάρτα μωρή, θα σου τον βγάλω από το στόμα, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου βάλω και τα αρχίδια μου μέσα σου καύλα... Πουτάνα γυναίκα. (Από το τσοντοσάιτ flock.gr εδώ)

  2. Της βάζει μια τρικλοποδιά και την ξαπλώνει κάτω
    κι απ' την πολύ την καύλα του της ξέσκισε τον πάτο.
    Η Αθηνά εσπάραξε σαν κότα σουβλισμένη
    μα όλο και τον έσπρωχνε γοργά να μπαινοβγαίνει.

(Από την μαθητική μπαλάντα 'Ο Τρωικός Πόλεμος')

  1. Της θειας σου ο πάτος, γαρούφαλα γιομάτος!

  2. Νατος νατος ο κώλος της χρονιάς 2006. Naomi, η νέα Λατίνα με την τρελή πατάρα που βάζει γυαλιά σε όλες τις προηγούμενες με τις επιδόσεις της... (Από εδώ, Black Sugar online sex shop)

  3. Η καλύτερη... Βάλερι (της εσκισα το πατούρι... πολύ κλασάτο... αλλά επείδη το ξεπαατώσανε πριν κανά χρόνο δεν κανονίζουν κάτι για Αθήνα ξανά). (από το escortforumgr.com εδώ)

  4. Πονάω!!!! Το κορμάκι μου δεν το νιώθω. Πονά η μέση μου. Την έκατσα. Σήμερα πάλι μου έφυγε ο πάτος (μα καλά πως εκφράζομαι επιστήμονας άνθρωπος… δεν ντρέπομαι). Νομίζω πως χρειάζομαι διακοπές από την προσαρμογή μου από τις διακοπές. (Από εδώ)

  5. Τρίτο 21 στη σειρά!... Μα τι πάτος είσαι συ, αδερφάκι μου...

  6. Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να σουτάρετε τρίποντα και να εύχεστε να σας ανοίξει η πατάρα ΜΠΑΣ ΚΑΙ καταλάθως κοντράρετε το μάτς (Από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Α. Έρως

Πολύ απλά, πρόκειται για τον ήχο «τάκα-τάκα» που κάνει η καρδιά όταν ο ανθρώπινος οργανισμός αποβλακώνεται από την αιφνίδια, ακούσια και ανορθολογική έκχυση ορμονών και νευροδιαβιβαστών (όπως η οξυτοκίνη, η βασοπρεσίνη και ντοπαμίνη) στη θέα και μόνο μιας θελκτικής και πιπινώδους (ή μιλφικής, ανάλογα με τις προτιμήσεις εκάστου) ύπαρξεως.

Β. Αυνανισμός

Δεδομένου ότι το πολύ το τάκα- τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, ο όρος έχει εφαρμογές και στον εκούσιο ερωτικό αυτοερεθισμό. Δέον να σημειωθεί ότι ο αυνανισμός και τα ολέθρια αποτελέσματά του (τύφλωση, κύφωση, ροπή προς την ΚΝΕ και άλλες επάρατες παθήσεις) απορρίπτεται δε με ζήλο και από την Εκκλησία, εκτός εάν τελείται με την μέθεξη κληρικών.

3. Εκσπερμάτωση σε χρόνο dt

Η χρήση του τάκα-τάκα σαν προσδιοριστικό ταχύτητας προήλθε από το φαινόμενο της πρόωρης εκσπερμάτωσης αλλά μοιραίως παρείσφρησε και στην πραγματική οικονομία (βλ. επιχειρήσεις με ονόματα όπως «τακούνια στο τάκα-τάκα»).

4. Χούντα: Η αρχή του τέλους

Πολλοί σημερινοί σαραντάρηδες θυμούνται νοσταλγικά την μανιώδη αλλά εφήμερη μόδα του τάκα-τάκα. Επρόκειτο για παιγνίδι συνεχούς κρούσης δυο πλαστικών σφαιριδίων που κρεμόσαντε με σχοινάκι από ένα σιδερένιο κρίκο. Ο κτύπος των τάκα-τάκα ήταν διαολεμένα δυνατός. Τα τάκα-τάκα προκάλεσαν τόσο την οργή νομοταγών πολιτών (πού δεν μπορούσαν πλέον να κλείσουν μάτι το μεσημέρι), όσο και τον πανικό γονέων που έβλεπαν τα δαιμονισμένα παιδιά τους να αυτοτραυματίζονται. Το στρατιωτικό καθεστώς αντέδρασε θέτοντας το τάκα-τάκα εκτός νόμου, αναδεικνύοντάς το έτσι σε σύμβολο αντίστασης και Δημοκρατίας.

Τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τα
καρδιά μου πώς χτυπάς
(Γκράν σουξέ εποχής, Τέρης Χρυσός)

Προχθές θυμήθηκα το τάκα-τάκα. Ποιος το θυμάται πια;
Κι όμως αποτέλεσε μαζική υστερία. Τάκα- τάκα όλη η Ελλάδα.
Πόσο κράτησε; Πάντως συμπεριέλαβε ένα καλοκαίρι. Εξαγριωμένοι συνταξιούχοι με τις πιζάμες μας κυνηγούσαν για να κοιμηθούν. Εμείς διακόπταμε μόνο για λίγο. Με το που εξέπνεε το λιοπύρι ξεχυνόμαστε πάλι ακάθεκτοι σαν το διαρκές τζι-τζι- τζι του καλοκαιριού. (από ιστιοσελίδα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το «μου» χρησιμοποιείται δόκιμα ως κτητική αντωνυμία συμπάθειας.

Στη (δια)λεκτική όμως πάλη σλανγκικών και μη φιλοφρονήσεων, χρησιμοποιείται δίκην προγαμιαίου σάλιου: συμβολικά, κάνουμε κάποιον δικό μας πριν τον κάνουμε δικό μας.

Ανήκει στο οπλοστάσιο πολλών ευπροσήγορων φυλών (βέλτσοι, νυφίτσες, κυρα-περμαθούλες, κ.α.) με σκοπό το με-το-γάντι άδειασμα των συνομιλητών τους.

Ασίστ: ο johnblack μου.

- Εσύ αγορίνα μου αυτό κατάλαβες; Εγώ απλά ανοίγω μια κτγμ ενδιαφέρουσα συζήτηση, δεν αντιπαρατίθεμαι σε κανέναν. Κι αν έχεις άγνωστες λέξεις, λυπάμαι αλλά δεν προτίθεμαι να αλλάξω το στυλ μου γι' αυτό. Καλές γιορτές!
(εδώ)

- Eυχαριστώ πολύ καλέ μου φίλε. Σου εύχομαι ολόψυχα καλές γιορτές και ευτυχισμένος ο νέος χρόνος...
(προς μπαγαποντοδότη, εκεί)

- Καλέ μου βράστα, η ευρηματικότητά σου, οι συνειρμοί που κάνεις και η ικανότητά σου στα λογοπαίγνια είναι πράγματι απιστεύτου [...] Αλλά ως εκεί.
(παραπέρα)

- Το μόνο που έχω να πω είναι το εξής - γαμιά μου, εσύ!!!
(ΡΤΠ calling Νούλης, εδώ)

Λαβ ιζ ιν δη ερ! (από Vrastaman, 04/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είμαι τόσο αδερφή που, όταν κρατάω τσιγάρο, τσακίζω στο ύψος του ώμου τον καρπό του χεριού που κρατάει το τσιγάρο, για να μιμηθώ την κομψή γυναίκα. Έτσι λοιπόν, καίω τη βάτα του σακακιού μου...

Βλ. και πνίγω το λαγουδάκι, την τρίζει την όπισθεν, κλπ

- Καλά, δεν βλέπει η Μαρίνα πως αυτός που παντρεύτηκε είναι αδερφάρα; - Τι να σου πω, δεν ξέρω... Φαίνεται όμως με τη μία ότι ο τύπος την καίει την βάτα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Ιδιωματισμός): Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου «μπόσ(ι)κος». Αναφέρεται κυριολεκτικώς στα μαλακά μέρη της κοιλιάς ή και στα πόδια (βλ. πιάστον απ' τα μπόσικα).

Μεταφορικώς, το ουσιαστικό σημαίνει το χαλαρό, ασταθές, αδύναμο ή αφύλακτο μέρος του σώματος, πράγματος (π.χ. τιμόνι) ή τοποθεσίας (π.χ. φυλάκιο), ενώ το επίθετο αναφέρεται σε απερίσκεπτο, χαλαρό, νωθρό, αφελή και εν τέλει ευκολόπιστο, συρόμενο ως άθυρμα, άνθρωπο.

Βλ. και έκφραση κρατώ/βαστώ τα μπόσικα = κρατώ σκοπιά, φυλάω τσίλιες, υποστηρίζω τα νώτα / αφύλακτη ή ευπαθή περιοχή, φυλάττω Θερμοπύλας.

Ας παρατεθεί και αληθές περιστατικό εις μπουρδέλον της Θράκης, όπου ένας γερο-ταρνανάς, προκειμένου να πείσει την ιερόδουλον να δεχθεί να την γαμήσει με το υπερμέγεθες πουλί του, την διαβεβαίωνε οτι: Έλα κυρά μου, έλα, μπόσκη είναι, παράν θα πάρεις (!)

Αγνώστου ετύμου.

Να μην συγχέεται με το ομόηχο μπόσσικα, ήτοι τα ανήκοντα στον αρχηγό εγκληματικής οργανώσεως (μπόςς) αντικείμενα.

Π.χ. Μην ψήνεσαι με το κορίτσι, είναι μπόσσικο (του αρχηγού)...

Σ.Σ. Φυσικά και κάνω πλάκα ως προς το δεύτερο, απλώς είπα να προσθέσω κι εγώ μια πινελιά στον ατέλειωτο κατάλογο «κατοχυρωμένων εγκληματικών φράσεων» μιας δράκας κακοποιών, όπως κάνουν μετά ζέοντος θεατρινισμού, πλείστοι όψιμοι πιατσογράφοι δημοσιογραφίσκοι, προϊούσης της επίκαιρης απαγωγής γνωστού επιχειρηματία...

  1. - Ρε σύ, αυτός λιποθύμησε!
    - Πιάστον απ' τα μπόσικα, να τον βάλουμε σε καμιά σκιά!

  2. - Λοιπόν, είμαστε δυο με πέντε, τράβα μπρός εσύ και είμαι εγώ πίσω σου να κρατάω τα μπόσικα.
    - Για μαλάκες ψάχνεις; Εσύ την ξεκίνησες τη μανούρα, πάλι εγώ δηλαδή να βγάλω το φίδι απ' την τρύπα;

  3. Τη γυναίκα μου ούτε που θυμάμαι πώς τη γνώρισα. Πώς βρέθηκα μπόσικος και την πήρα; Θές η αγαμία, θές που ήμουνα φανταράκι άπραγο τότε, με πιέσανε κι οι δικοί της, έκανα και δυο παιδιά, την πάτησα και τραβιέμαι από τότε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία