Επιπλέον ετικέτες

Το τελευταίο παιδί, το στερνοπαίδι, ή, κατά την έκφραση του Νίκου Καζαντζάκη, το στερνοβύζι. Προφ από το από και το σπόρος- σπέρμα. Πρόκειται για μια παλιά λέξη που τη βρίσκουμε σε σπουδαίους πεζογράφους μας όπως ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Στρατής Τσίρκας.

  1. Είχε κάμει έντεκα γιους και τέσσερις θυγατέρες, όλοι θεριά. Μονάχα ο στερνός, το αποσπόρι, δε φελούσε, ήταν πολλά φτενός… -Τι να τον κάνουμε; Βουλεύονταν με τη γυναίκα του. Βοσκός δεν κάνει, δεν έχει ανάκαρα να κλέψει. Ζευγάς δεν κάνει, νεφρά δεν έχει ν’ αλετρίσει. Καραβοκύρης δεν κάνει, τον πιάνει η θάλασσα…
    -Κάνει για παπάς, πρότεινε η γριά που αγαπούσε ξέχωρα το στερνοβύζι της.
    -Παπάς για δάσκαλος, παπά έχουμε, δάσκαλο δεν έχουμε στο χωριό, ας τον κάμουμε δάσκαλο…» (Νίκος Καζαντζάκης, Ο Καπετάν Μιχάλης, Αθήνα: εκδ. Δίφρος, 1955).
  2. Ύστερα από χρόνια γεννήθηκε ο Νίκος, τ' αποσπόρι. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962, σ. 55).

Η παλαιά αυτή λέξη έχει ενταχθεί σε κάποια λεξικά, βλ. λ.χ. εδώ, αν και όχι σε όλα, δεν τη βρίσκω λ.χ. στον Μπάμπη. Την αναρτώ εδώ αφενός γιατί είναι μια από τις σημαντικές λέξεις της σάγκας του σπέρματος, και αφεδύο γιατί έχει κάποιες σημασιολογικές αποχρώσεις βρισιάς που δεν τις βρήκα σε λεξικά και έχουν ενδιαφέρον. Κατ' αρχήν, το αποσπόρι μπορεί να είναι γεροντόσπερμα. Μιλάμε, γενικά, κατά μία μάλλον λαϊκή φαντασία, για ένα ξεθυμασμένο σπέρμα, αδύναμο, και μπορεί να θεωρηθεί ότι το παιδί που γεννιέται από αυτό βγαίνει γιωτόμπαλο, με ειδικές δεξιότητες, κοινώς μόγκολο. Η σημασία του αποσποριού ως γιωτά υπάρχει λ.χ. στο παράδειγμα του Καζαντζάκη, που παρέθεσα. Μάλλον για παρόμοιους λόγους το αποσπόρι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βρισιά. Λ.χ. βρίσκω το παράδειγμα:

Και το σκουλήκι ανώτερό σου είναι υπάνθρωπο αποσπόρι. (Εδώ).

Μια ιδιαίτερη σημασία έχουν παραδείγματα που θίγουν ότι κάποιος είναι ο νεώτερος εκπρόσωπος ενός μεγάλου ελληνικού πολιτικού τζακιού, οπότε θίγεται αφενός ότι την αξία του την οφείλει στο τζάκι, και αφεδύο ότι είναι τρόπον τινά ο χειρότερος, ο πιο ελλειμματικός του τζακιού, ότι είναι τρόπον τινά ο ξεθυμασμένος της οικογένειας. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ο Γεώργιος Ανδρέα Παπανδρέου, ο "ολίγιστος των Παπανδρέου", κατά τον Χρήστο Γιανναρά, αλλά και ο νεωστί εκλάμψας Κώστας Μπακογιάννης. Ανάλογα ισχύουν βεβαίως και με τα άλλα τζάκια.

Τώρα, το κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί άφθαρτο το πολιτικό αποσπόρι μιας διεφθαρμένης μέχρι το κόκκαλο δυναστείας, έτερον εκάτερον. (Εδώ).

Μερικά κλικ πιο μεταφορικώς, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ένα οποιοδήποτε τελευταίο έκγονο μιας κατάστασης, όπου τα στοιχεία της αρχικής κατάστασης είναι πλέον πιο ξεθυμασμένα, πιο ελλειμματικά, πιο ντεκαφεϊνέ, πιο φλώρικα, πιο ξεφτιλισμένα, πιο η τραγωδία επαναλαμβάνεται ως φάρσα κιέτσ'. Ιδιαιτέρως λέγεται για ξεφτιλισμένα έκγονα παλαιών βαρβάτων ιδεολογιών. Λ.χ. ένας σύγχρονος ναζιάρης μπορεί να αποκληθεί αποσπόρι του Χίτλερ, ή, αν μου επιτραπεί ένα πέταλο, ένας μεταμοντερνιάρης (μετα-)μαρξιστής διανοούμενος της γενιάς Μαρξ & Κόκα Κόλα μπορεί να αποκληθεί αποσπόρι του μαρξισμού κ.ο.κ.

  1. Κουτσοφλέβαρος: αστοχιάρης κι αποσπόρι του χειμώνα.. (Εδώ).
  2. Στην τεράστια απόσταση που χωρίζει τον παπά και τον επαναστάτη ο εθελοντής είναι αποσπόρι του πρώτου. (Εδώ).
  3. Κάθαρμα εξαφανίσου, αποσπόρι του Γκέμπελς. (Από διαδικτυακό βρις-οφ).
  4. Και όταν μιλάμε για κόμματα εννοούμε τα κόμματα με αρχές και προγράμματα και όχι κομματικά αποσπόρια μιας καταστροφικής λαίλαπας. (Εδώ).
  5. Ο κοσμοπολιτισμός είναι το αποσταμένο αποσπόρι του κάθε πολιτισμού. (Εδώ).

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια παλαιακή λέξη- ψαγμενιά, ό,τι πρέπει για λοουμπαπάδες.

"Ψάχνω σαν μαλάκας ψάχνω, της ελπίδας μου να βρω το αποσπόρι"

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα που έχει σεξουαλικές σχέσεις με πάρα πολλούς άντρες. Πρόκειται για κάτι σαν ψωλαποθήκη, μόνο που όχι μόνο αποθηκεύει τις ψωλές, αλλά είναι και φύλακάς τους, βγάζοντας και κάτι το κυριαρχικό επί των ψωλών. Ας πούμε, ένα είδος φαροφύλακα που οργανώνει τα καράβια που σέρνει το μουνί της.

Πρόκειται για μια από τις προσφιλείς λέξεις του Μάκη Τσίτα, του οποίου το έργο Μάρτυς μου ο Θεός (Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014) έχει μεγάλη σλανγκική σημασία, καθώς, όπως παρατηρεί ο Φοίβος Δεληβοριάς, είναι ένα από τα πρώτα λογοτεχνήματα που έχουν γραφτεί σχεδόν σαν να είναι παραθέσεις ποσταρισμάτων μιας τρολοπερσόνας στο Φέισμπουκ, μόνο που ο αφηγητής είναι ένας εξωδιαδικτυακός τρολός, που δεν παύει όμως να τρολάρει και να αυτοτρολάρεται ασύστολα, δείχνοντας έτσι κρυμμένες αλήθειες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και ανοίγοντας πιθανόν τον δρόμο για ένα νέο είδος τρολογοτεχνίας (το επόμενο στάδιο μετά τη μπλογοτεχνία). Το έργο είναι ασφαλώς σλανγκοπεριβόλι, αν και οι πολλές σλανγκιές του υπάρχουν ήδη στο σάη μας.

  1. Σκέφτομαι πως αν η Ευμορφία και η Ρωρώ αποφασίσουν κάποια στιγμή να γίνουν πλούσιες, θα τα καταφέρουν μια χαρά. Η πρώτη θα μπορούσε να βρει καμιά δεκαριά μαλάκες παύλα θύματα σαν κι εμένα. Η δεύτερη εάν είχε φάρο σε ένα ακρωτήρι κι έβαζε ανακοίνωση στον Τύπο που να λέει ότι από την τάδε μέχρι την τάδε ημερομηνία μπορείτε να 'ρθείτε να με πηδήξετε, θα έβλεπες κάθε μέρα απ' έξω να συνωστίζονται βάρκες, βαρκούλες, καίκια, κρουαζιερόπλοια στη σειρά. Θα τους έδινε και στίγμα ναυτιλιακό. Αυτή είναι γεννημένη για ψωλοφύλακας. Θέλει να καταμετρήσει τις αντρικές αντοχές. Αναλυτικώς. (Μάκης Τσίτας, Μάρτυς μου ο Θεός, Αθήνα: εκδ. Κίχλη, 2013, σ. 198).
  2. Ο Χρυσοβαλάντης, για να υπάρξει, σιχαίνεται τους Πακιστανούς, τα «πορνώδη γερόντια», τις λεσβίες, τους Αλβανούς, τους Ρώσους, τα κυκλώματα, τους μασόνους, τους άθεους, τους συναδέλφους του, τις γυναίκες-«ψωλοφύλακες», τις τράπεζες, τα ριάλιτι, τους πουλημένους δημοσιογράφους. (Φοίβος Δεληβοριάς για Μάκη Τσίτα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα (ή κόρη) που κάνει (ή θεωρείται ότι κάνει) σεξ με πάρα πολλούς άντρες, οπότε εντέλει θεωρείται σεξιστικώς ότι χρησιμεύει απλώς ως σκεύος ηδονής και δεν έχει κάποια άλλη σημαντική ανθρώπινη πχοιότητα. Προφάνουσλυ χρησιμεύει και ως γενική βρισιά. Στα αγγλικάνικα λέγεται cum bucket, sperm bucket ή spunk bucket και είναι πιο διαδεδομένο σαν έκφραση. Στα ελληνικά δίνει ελάχιστα χτυπήματα στον γούγλη, ίσως λοιπόν να μας έρχεται από τα αγγλικάνικα πιθανόν με την επίδραση της πορνογραφίας, όπου η αγγλική έκφραση είναι πολύ συχνή. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι αναγκαίο, καθώς η λέξη κουβάς είναι εξαιρετικά σλανγκενεργή, όπως δείχνουν τα πολλά λήμματά μας που την περιέχουν.

  1. Η μάνα σου είναι ΚΑΡΙΟΛΑ, ΝΥΜΦΟΜΑΝΗΣ, ΠΕΟΛΙΓΟΥΡΑ, ΑΡΧΙΔΟΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΡΑ, ΣΠΕΡΜΑΤΟΚΟΥΒΑΣ και ΒΡΩΜΙΑΡΑ. (Από βρις-οφ κάπου στο Διαδίκτυο).
  2. Εχω δει παππου πανω απο 70 ετων στανταρ με τσαντα απο τη λαικη να διαλεγει ενα πετίτ teeny ξέκωλο στη Φυλής πριν κανα 2μηνο, τα συμπερασματα το ΠΩΣ (οκ με βιαγκρα ας πουμε) πήδηξε αυτο το λουλουδι που αποφασισε να γινει ΄΄δημοσια τουαλετα΄΄ ή σπερματοκουβας. (Από μπουρδελοσάη).
  3. ΚΟΥΚΛΑ!!!!!!!!!! Η Μις Νότια Γαλλία έχει δύο ελαττώματα: Τεράστιο στήθος και πολύ κοντή. Σχόλια: -Μούναρος!/ -Γυναίκα χωρίς βύζους, εκκλησία δίχως Tζίζους/ -Σπερματοκουβας απο τους λιγους, μεγαλη καβλάντα/ -Γυναικα χωρις tits baywatch διχως Mits. (Διάλογοι στο Φέισμπουκ).
  4. Γκουίνεθ Μοντενέγκρο: Έχω κοιμηθεί με πάνω από 10.000 άντρες. Σχόλιο: Με λίγα λόγια σπερματοκουβάς. (Από Φέισμπουκ).

Η Γκουίνεθ. Σπαλιάρα φάε τη σκόνη μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

σκυλοκουράδα, σκυλοκούραδο

Αλλιώς το σκυλόσκατο, η κουράδα του σκύλου. Όπως λέει και ο Dry Hammer, "σου γεμίζει περισσότερο το στόμα" από ό,τι η μικρότερη λέξη σκυλόσκατο. Το βρίσκουμε ήδη στη Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, γραμμένη το 1962.

  1. "Η Λωξάντρα φοβότανε τα γιατροσόφια της κόνα-Αννίκας, της πλάτρας. Τα σιχαίνουνταν. Πράματα ήτανε εκείνα να μήν τα σιχαθείς; Από κατρουλιό αρσενικού παιδιού έκανε η κόνα-Αννίκα γιατρικό για τις χιονίστρες και για τα σκασίματα των χεριών. Από σκυλοκούραδο έκανε σκονάκια για το βήχα, και τα φυσούσε μέσα στο λάρυγγα με καλαμάκι. Από ψόφια ποντίκια και λάδι έκανε ποντικαλοιφή. Μέσα στο καύκαλο του μυδιού έκανε τρεμπεντιναλοιφή, καλλυντικό για το πρόσωπο. Έκοβε το σιριλίκι, γήτευε την ιλαρά, σήκωνε τον αφαλό...και τί δεν έκανε η αδικιωρισμένη, αλλά η Λωξάντρα τη σιχαίνουνταν." (Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα, Αθήνα: 1962).
  2. Εχθές όπως γυρνούσα σπίτι, πάτησα πάνω σε κάτι περιττώματα σκύλου και αυτό με έβαλε σε σκέψεις. Ενώ κάποιος άλλος θα προσπερνούσε ενοχλημένος ένα τέτοιο συμβάν, εγώ ένιωθα πως μου είχε συμβεί κάτι πολύ σημαντικό, ένα γεγονός κοσμοϊστορικής αξίας, καθώς μου άνοιξε τα μάτια για το νεφελώδη τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύμπαν. [...] Το μυαλό μου είχε απορροφηθεί σε τέτοια θεμελιώδη ερωτήματα και σκεπτόμενος ακατάπαυστα τη σχέση αιτίου αιτιατού που πιθανώς συνέδεε τη Παπαρίζου με το σκυλοκούραδο, έτρεξα γρήγορα σπίτι να καταγράψω τις σκέψεις μου. [...] Στη γαλήνη και ησυχία του δωματίου μου κοίταξα προσεκτικά το παπούτσι μου και το πώς είχαν απλωθεί τα σκυλίσια υπολείμματα πάνω του. Δε μπορούσα παρά να είμαι σίγουρος πως η ίδια συμπαντική δύναμη που έστειλε στο Νεύτωνα το μήλο και έκανε τον κατά τ' άλλα σεμνότατο Αρχιμήδη (ή τον Αριστείδη;) να τρέχει γυμνός στους δρόμους φωνάζοντας «Εύρηκα! Εύρηκα!», προσπαθούσε να μου πει κάτι. «Μίλα μου! Σ' ακούω» είπα στο παπούτσι μου και το κοίταξα ανυπόμονα. (Η συνέχεια του διανοητικού θρίλερ εδώ).
  3. Οι ευρωπαίοι νεοέλληνες που βγάζουν το κατοικίδιό τους βόλτα, θεωρούν εικαστική παρέμβαση υψίστης πολιτιστικής αξίας τις σκυλοκουράδες. (Εδώ).

Μεγαλύτερο σλανγκικό ενδιαφέρον έχει το ότι το βρίσκουμε και ως βρισιά, για να περιγράψει έναν άνθρωπο ξευτίλα, μηδαμινό, σκατιάρη, σκατένιο, ένα σκουπίδι, ένα απόρριμμα.

  1. "Είσαι ο επόμενος! Είσαι ο επόμενος σκυλοκούραδο!" Ύστερα ο Παξ μουγκρίζει το όνομά μου. Κι έπειτα το επαναλαμβάνει η φωνή του Τάκτου, μετά η Νάιλα από τον Ψηλό Πύργο. Και γρήγορα εκατό φωνές το τραγουδούν σε όλο το κατακτημένο κάστρο, από την αυλή μέχρι τα ψηλά προκαλύμματα και τους πύργους. (Πιρς Μπράουν, Κόκκινη Ανατολή, εκδ. Μεταίχμιο, μετάφραση: Τιτίνα Σπερελάκη).
  2. ΓΙΑΥΤΟ ΒΓΑΛΕ ΤΟΝ ΣΚΑΣΜΟ ΗΛΙΘΙΟ ΣΚΥΛΟΚΟΥΡΑΔΟ ΟΥΣΤ ΚΟΠΡΙΤΗ. (Άλλος ένας φωνακλάς που μας ξυπνάει με φωνακλάδικες βρισιές στο Ξυπνήστε Ρε!).
  3. Τράβα γαμήσου ρε σκυλοκούραδο ρουφιάνε βρωμότουρκε. Αυτοί οι μογγόλοι γαμάνε την μάνα σου. (Από βρις-οφ στο συσιφόνι).
  4. Εναλλακτικός τίπλος: "Με χρησιμοποίησαν σαν σκεύος και αφού ικανοποίησαν τις ορμές τους, με πέταξαν σα σκυλοκούραδο". (Εναλλακτικός τίτλος διαδικτυακού αρρωστουργήματος εδώ).

Αρρωστούργημα του Ολλανδού καλλιτέχνη Schippers, απεικονίζει ένα σκυλοκούραδο μνημειωδών διαστάσεων, τοποθετημένο στους περίφημους ολλανδέζικους κήπους Keukenhof, κοντά στην πόλη Lisse της Ολλανδίας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Και συχνά στον πληθυντικό: σκυλόσκατα. Ναι, είναι αυτό που νομίζεις: Τα σκατά του σκύλου.

  1. Ο εχθρός Number#1 δεν είναι αυτοί που δεν θέλουν σκύλους. Είναι οι σκυλάδες με τα σκυλόσκατα, γιατί τελικά αυτοί ευθύνονται για: - Το σκυλορατσισμό. - Τις φόλες. Είναι εξίσου υπαίτιοι όσο και οι φολορίχτες. (Dogforum).
  2. Λοιπόν προτείνω να ιδρυθεί Δημοτική Αστυνομία Σκύλων. Θα είναι ράμπο που θα κυκλοφορούν στους δρόμους με γκλομπς και μπλοκάκια για να κόβουν κλήσεις και θα παρακολουθούν αυτούς που βγάζουν βόλτα τα σκυλιά τους. Το πρόστιμο θα κόβεται στο όνομα του ιδιοκτήτη του σκύλου....και όχι βέβαια της φιλιππινέζας που το βγάζει βόλτα...... [...] Τα γκλομπς θα χρησιμεύουν για τους ζόρικους ιδιοκτήτες του τύπου: "Δεν ειναι σκυλόσκατα του δικού μου ...το δικό μου τρώει κροκέτες κοτόπουλου και έχουν άλλο χρώμα ή το δικό μου ειναι μικρόσωμο και τα σκυλόσκατα αυτά δεν αντιστοιχουν στο μέγεθός του"... και άλλες τέτοιες μαλακίες του Αθηναίου. (Διά την πάταξιν των σκυλόσκατων).

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον, πάντως, έχει η χρήση του όρου για να χαρακτηρίσει μια πολύ άσχημη κατάσταση, μια σκατάσταση.

Σκυλόσκατα η κατάσταση, εν γένει... (Εδώ).

Ή έναν άνθρωπο που είναι μηδαμινής αξίας, ουτιδανός, ξευτίλας, σκατιάρης. Έχω την εντύπωση ότι στις μεταφορικές αυτές χρήσεις λανθάνει επίδραση από το αγγλικάνικο dogshit.

Στο πέρασμα χτες απο το ELYSIUM είχε τρείς Αλβανίδες της κακιάς συμφοράς και μια Ρουμάνα προμίλφ με καστανόξανθα μαλλιά και με μαύρο κολάν που επιδείκνυε τον κώλο της στους περαστικούς. Λίγο πιο πάνω Σωκράτους και Σατωβριάνδου ήταν δύο Βούλγαροι τραβεστί της κακιάς ώρας που κυριολεκτικά κάποιος πρέπει να είναι πολύ σάπιος να πληρώσει αυτά τα σκυλόσκατα να έχει σεξουαλικές περιπτύξεις μαζί τους. (Από μπουρδελοσάιτ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνηθισμένος υβριστικός χαρακτηρισμός για τον οπαδό ή μέλος της Χρυσής Αυγής, για το χρυσαύγουλο. Αυτοί που το χρησιμοποιούν μάλλον τοποθετούν έτσι τους χρυσαυγίτες στην ιστορική συνέχεια των χαρακτηρισμών ταγματαλήτης και ασφαλήτης, ή γενικότερα κάθε αλήτη.

  1. Μια σκέψη: Χτες πάντως, δεν είχε Κάτω Πλατεία όπως το 2011. Είχε μόνον Πάνω. Και Πάνω θυμάστε ποιοι ήταν τότε.... Σχόλιο: Οι χρυσαλήτες! (Από αριστερό κράξιμο στους μενουμευρώπηδες σήμερα στο Φέισμπουκ).
  2. Τον πήραν τηλέφωνο, να πάει να σκοτώσει, και ο άθλιος χρυσαλήτης πήγε (Ξυπνηστερέ).
  3. Ο Μαυροκορδάτος, ο Κολέτης, ο λιποτάκτης της Μικράς Ασίας, ο γερμανοτσολιάς, ο απριλιανός προδότης, ο Χρυσαλήτης, ο χωροφύλαξ. (Από μπλογκ ενάντια στη Νέα Τάξη Πραγμάτων).
  4. Αποχή από κάθε πάνελ που συμμετέχει ΧρυσΑλήτης! Αλλιώς απλά νομιμοποιούν τους φορείς του παρακράτους ως συνομιλητές τους! (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πλεονασμός για να δηλώσει κάποιον εντελώς βλάκα και ηλίθιο, που είναι και μπετός και στόκος. Στην πραγματική ζωή αγνοώ πώς μπορεί να συνδυαστεί το μπετό με τον στόκο (ξερωγώ να ρίξεις στόκο πάνω σε μπετό;), πάντως στο σλανγκικό σύμπαν ταιριάζουν μια χαρά για να σημάνουν αυτόν που είναι υπερβολικά μπετόβλακας, μπετόβεργα κ.τ.ό. Και ναι, δίνει πολλά χτυπήματα στον γούγλη (τόσο μπετόστοκοι είμαστε να χρησιμοποιούμε μια τόσο ηλίθια έκφραση).

  1. Σόρρυ. Οι μαλακίες πληρώνονται και οι "κινδυνολόγοι" επισημαίναμε αυτό ακριβώς: ότι δεν επιθυμούμε να τις πληρώσουμε κι εμείς. Αλλά αυτό δεν υπάρχει στις δημοκρατίες. Συνεπώς θα το πληρώσουμε κανονικότατα και χωρίς να σας σπάσουμε τα κεφάλια. Μπετόστοκοι. (Ποστ από το Φέισμπουκ που διαπιστώνει ότι στη δημοκρατία δεν υπάρχουν διέξοδοι, με αφορμή διαφαινόμενη ρήξη στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους).
  2. Αυτός όμως που βλέπει ταινίες και πηγαίνει για καφέδες ή βόλτες, αν πει πως δεν έχει ώρα για άθληση, ενώ θέλει να αθληθεί, είναι μπετόστοκος. (Μου την πέφτει, από το Πουτσοπόλιταν).
  3. Το να πανηγυρίζει κάποιος που η Ελλάδα θα έχει φέτος 0.1% "ανάπτυξη", διότι ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα εσωτερικής υποτίμησης και φτωχοποιηθήκαμε (σε πρώτη φάση, γιατί έπονται και άλλα) αρκετά, ενώ δίχως τα υφεσιακά μέτρα θα είχε πολύ πάνω από 2%, είναι τρελή και απίστευτη καθυστεριά. Πρέπει νάσαι πολύ μπετόστοκος και μάλιστα μισάνθρωπος μπετόστοκος ή (εναλλακτικά) πουλημένο τομάρι, για να πανηγυρίζεις για αυτό το "επίτευγμα". (Πχόρουμ).
  4. Είσαι τόσο μπετόστοκος και τρισάθλιος μπαμπουίνος που δε ξέρω τι να πρωτοσχολιάσω κοντόχοντρε κεφάλα κάγκουρα του ελέους.. (Κάγκουρας).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εις -γκόμενα γυναικότυπος, που αποτελεί το θηλυκό αντίστοιχο του κάγκουρα και ως καγκούρω διαθέτει ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

  1. Είναι κιτσογκόμενα ναρκισσευόμενη με εξτράβαγκαν εμφανίσεις, -οι οποίες όμως δεν έχουν την καλαισθησία των χιπστερογκόμενων-, επαληθεύοντας το ρητό «θέλει η καγκουρογκόμενα να κρυφτεί και το φούξια μπουφάν δεν την αφήνει». Λεπτομερείς περιγραφές στα παραδείγματα.

  2. Είναι πρώτο νάζι στο Μπουρνάζι, πάσχουσα από οξεία μπουρναζίτιδα, και γενικά είναι γκόμενα Δουπού (Δυτικών Προαστίων), μπουρναζογκόμενα. Αντώνυμο: βουπού.

  3. Έχει αδυναμία σε κάγκουρες γκόμενους.

  4. Είναι αγοροκόριτσο, μπουτσοφέρνω, με καθοριστική λεπτομέρεια το να οδηγεί μηχανή και δη παπάκι.

  5. Έχει σεξουαλικές συμπεριφορές που δεν θεωρούνται αρμόζουσες σε γυναίκα, όπως το να είναι η ίδια πέφτουλας, εύκολη κ.τ.λ., στην λογική του γνωστού ρητού «εύκολη είναι η γυναίκα με την σεξουαλική ηθική ενός άντρα».

Δεν περιγράφω άλλο, καθώς τα παραδείγματα περιγράφουν με πολύ γλαφυρό τρόπο τον συγκεκριμένο γυναικότυπο. Δέον όμως να δώσουμε φωνή και στον αντίλογο ότι εντέλει το καγκουρογκόμενα είναι ένας φαλλοκρατικός όρος προερχόμενος από ένα αντρικό βλέμμα, ή από μια γυναίκα που έχει εσωτερικεύσει τις κυρίαρχες πατριαρχικές αξίες, για να χαρακτηρίσει οποιαδήποτε γυναίκα δεν ντύνεται σαν τσουλί για να αρέσει στους άντρες, βλ. εδώ «Με Λες Καγκουρογκόμενα επειδή εσύ φοράς jean ενώ εγώ φοράω φόρμες, εσύ φοράς γόβες ενὠ εγὠ φοράω αθλητικά nike, εσύ φοράς ακριβές μπλούζες οι οποίες βγάζουν στην φόρα το στήθος σου, ενώ εγώ φοράω κλειστά φούτερ.. Πφφ ! Να με συγχωρείς που δεν ντύνομαι σαν πουτάνα για να με προσέξουν τα αγόρια..!»

Πάσα (Δ.Π.): Νεφέλη Απαράδεκτη, βλ. και Καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι.

1. Η καγκουρίνα ή αλλιώς καγκουρογκόμενα­ = πρόκειται για τον κάγκουρα σε έκδοση θηλυκού γένους αυτή την φορά. Ο ρόλος της είναι να εμψυχώνει τον κάγκουρα σε αγώνες νίντζα, να είναι πιστή του ακόλουθος και πιστή συνεπιβάτης του παπίου. Αρέσκεται στο να φοράει τζιν 3-10 νούμερα μικρότερο έτσι ώστε να σαγηνεύει τα αρσενικά, αντιανεμικό μπουφάν 1 νούμερο μικρότερο (οι λόγοι μέχρι στιγμής είναι άγνωστοι), σε περίοδο ζευγαρώματος μάλιστα και ενώ τα παραπάνω δεν πετύχουν, η μόνη λύση είναι το κολάν (ή αλλιώς κωλάν) επιτρέποντας της να βρει το ταίρι της με περισσότερη ευκολία και λιγότερη κούραση, το μαλλί πιασμένο σε ποικίλα τρισδιάστατα και αεροδυναμικά σχέδια (μελέτες δείχνουν ότι το κάνουν για να δίνουν μεγαλύτερη ώθηση στο παπί εν ώρα πτήσης), παπούτσια με διαστημική αερόσολα κυρίως της εταιρίας Ν.Ι.Κ.Ελ (Ναπαπίριο. Ινστιτούτο. Καγκούρων. Ελλάδος) προσδίδοντας τους ήθος, κύρος και ύψος. Από όσα είδη που έχουν φωτογραφηθεί οι επιστήμονες αναφέρουν μια περίεργη ένωση πάνω και κάτου χείλους θυμίζοντας πάπια, αποδεικνύοντας έτσι για άλλη μια φορά την αγάπη τους για τις μηχανες!
- mpoufan xrwmatos fouksia sunh8ws adidas, mauro kolan kai aspro a8lhtiko ..
- Θέλει η καγκουρίνα να κρυφτεί και το φουξια μπουφαν δεν την αφηνει ;P
-[...] κορδέλες στο μαλλί και στραβη τρυπα στο πανω χείλος που έκαναν μόνες τους

2. - Τι ψάχνουν σε έναν άντρα οι καγκουρογκόμενες;
- Σε πολλά είσαι καλυμμένος.. έχεις μηχανάκι, κάνεις σούζες, φοράς αρνετ, καπνίζεις.. μια χαρά.. τώρα άρχισε να ακούς Παντελίδη, Καρρά και Πάολα, άρχισε να βγαίνεις στο Μπαράζα, το Βία Μάρε και το Παραντάιζ Λοστ, σήκωσε το μαλλί σου στο πλάι μέχρι τον θεό, φόρα τα πλαστικά μπουφανάκια του πουλ εν μπερ, κανε τατουάζ του στυλ «only God can judge me» και έχεις την επιτυχία στο τσεπάκι σου.. ααα! μη ξεχάσεις να αλλάξεις το όνομά σου στο φβ.. κάτι του στυλ «μικρός μπίμπιρας» θα ήταν κομπλέ.. καλή επιτυχία! - Επισης, οι καγκουρογκομενες συνηθως 'πεφτουν' αν εχεις δουλεψει νυχτα, αν μπαινεις σε ενα μαγαζι (καγουρικο φυσικα) και ξερεις τους παντες. Αν μιλας με υφος εγω ειμαι κ κανενας αλλος και αν κερνας. Απαραιτητως θα πας να τις παρεις απο το σπιτι και θα τις γυρισεις. Και θα τους ταξεις σχεση και γαμο ενω ηδη θα εχεις αρχισει να εξαφανιζεσαι..

3. Η καγκουρογκόμενα του Ηρακλείου Το προσπερνάω λοιπόν αυτό και βλέπω ένα παιδι 17 χρόνων καβάλα σε παπί με ένα γκομενακι πίσω του. Αλλα δεν ήταν ο τύπος του Σπατα-Λουτσα-Κορωπι 10 λεπτα με το παπί! (Θα αναλυθεί σε άλλο τύπο ανθρώπου).
Τσιγάρο ανα χείρας μαζι με red bull… Με το άλλο χέρι να οδηγεί! Απο πίσω το γκομενακι με φουτεριά DC, σταρακι και μου φόρμα. Ολα καλα μέχρι εδώ …; Ωραία !!
-έλα ρε θα το οδηγήσω εγω!
(Που πήγε ο ρομαντισμος του μεσαίωνα ..; Που πορεύεται αυτη η κοινωνία …; Ρε;;; Μα ρε..;)
- καλα καλα μια βόλτα και μετα εδώ παλι!
Τσουυυυυπ! Να το, το γκομενακι! Καβαλάει το παπί και χάνεται στην Ηρακλείου … Επιστρέφει σε φάση:
-και εγω και το μωρό μια χαρα είμαστε ! Κομπλέ …!!
Έν τω μεταξύ, ο τυπας είχε τελειώσει το red bull και κοίταγε σαν χανος ότι θηλυκό πέρναγε απο μπροστα του.
Η καγκουρογκομενα του Ηρακλείου, προσπαθεί να το παίξει μάγκας, ενώ γουστάρει και αυτη το highκλασατο ντύσιμο και το κλάμπινγκ στο W, καθώς προσπαθεί να πεισθεί και να πείσει οτι ειναι οδηγαρα κάνοντας Κυψελη-Ηράκλειο 10 λεπτα… Με το παπί πάντα!
Έριξα κατι γέλια σήμερα!! Ελλαδαρα!

4. Ειναι η κλασικη καγκουρογκομενα που φοραει 5 5 τις τρεσες,με ντυσιμο αναλογο πουτανας στην Τρουμπα,βαψιμο υπερπαραγωγη(και οχι καλη) με 3 κιλα μακιγιαζ και κολονια που μυριζει σε εμβελεια 3 km επειδη κανει το μπανιο της «πουτανας»(τυχαιο;_)...Αυτο το εκτρωμα θα το δεις να κυκλοφορει σε κλαμπ φασης «Β Παθολογικη» και να κωλοχτυπιεται με τα καψουροτραγουδα γιατι νομιζει οτι το καψιμο στο κεφαλι της ειναι απ'τον γκομενο που δεν της εκατσε..αμ δε!

5. Οι κοπέλες δεν δείχνουν ενδιαφέρον... Γιατί όταν δείχνουν ενδιαφέρον ή αυτομάτως γίνονται «καγκουρογκόμενες» ή «εύκολες» οπότε τι να διαλέξουν! Άσε που τις περισσότερες φορές πέφτει τόσο κοροϊδεμα άμα μια γυναίκα ρωτήσει κάτι που το ξεχνάνε επιτόπου

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοινώς ο πουτσοκέφαλος.

Αυτός που έχει ανοιχτό το μουνοθηρευτικό του ραντάρ 24 ώρες το 24ωρο. Είναι ελληνάρας, λάγνα υστερόβουλος, ζει για να γαμάει, αναπνέει για να καβλαντίζει. Παραμένει ανάλγητος και απτόητος σε αποτυχίες και στραβοπατήματα, χαλάκι να γίνει θα το φτάσει στα άκρα για να μπει στην τρύπα που θέλει. Αντιπροσωπεύει επί το πλείστον εφήβους αμφισβητήσιμης νοημοσύνης οι οποίοι ενδίδουν στα φυσικά ζωώδη ένστικτά τους για ασύμμετρη συνουσία.

Σε αντιδιαστολή με τον πουτσοκέφαλο ο οποίος χρησιμοποιείται σε ευρύτερες φράσεις εντός πλαισίων χαβαλέ, ο ψωλοδορυφόρος αποτελεί μια σπανιότερη υποκατηγορία η οποία εμφανίζεται αποκλειστικά σε τετ-α-τετ ανδρικές συζητήσεις για ένα μουνί, ΤΟ μουνί, το οποίο έχει καθηλώσει ολόκληρη ομάδα από πουτσοκέφαλους, μεν σκόπιμα, δε απουσίας προφανούς σκοπιμότητας, τους δουλεύει όλους ψιλό γαζί.

- Έχω τρελαθεί με τη Μόνικα. Χτες στέλναμε όλη μέρα μηνύματα. Λες να ψήνεται;
- Μην είσαι χαζός. Θα σε κάνει μπαλάκι της η καριόλα. Αυτές το μόνο που θέλουν είναι 10 ψωλοδορυφόροι πάνω απ' το κεφάλι τους...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλαιότερα αποτελούσε μειωτικό χαρακτηρισμό των οπαδών και μελών της ομάδας του Παναθηναϊκού στη λογική ότι η ομάδα εκπροσωπούσε τα αστικά και μεγαλοαστικά στρώματα της Αθήνας, και δη των Βορείων Προαστίων, με λίγα λόγια τους φλώρους της υπόθεσης, σε αντίθεση με τον αιώνιο αντίπαλο Ολυμπιακό, που αντιπροσώπευε το λιμάνι, την εργατιά και την προσφυγιά (λέμε τώρα) ή τις προσφυγικές ομάδες της Α.Ε.Κ. και του Π.Α.Ο.Κ.

Ως προς την ετυμολογία του τζιτζιφιόγκου βρήκα εδώ την ενδιαφέρουσα (πλην όχι σίγουρη) άποψη ότι πρόκειται για νόθο σύνθετο από το τουρκικό τζιτζί (< cici = ωραίος, χαριτωμένος) και το φιόγκος.

Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).

Μια χρήση του "τζιτζιφιόγκος" που έχει συζητηθεί, από πρώην (πλέον) στέλεχος του Ποταμιού. (από Khan, 02/04/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία