Παραφθορά από την μασχάλη. Εννοείται ο άνθρωπος που μυρίζει μασχαλίλα απο χιλιόμετρα, ο άνθρωπος που μάλωσε με το σαπούνι.

Πωπώ μπόχα. Μη τον πλησιάζεις αυτόν, σκέτος Πασχάλης είναι.

Ο Χήνος Πασχάλης (από poniroskylo, 14/06/09)Ένας άλλος Πασχάλης (από poniroskylo, 14/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χιουμοριστική παραφθορά του γνωστού κρασοπατέρα, με την διαφορά ότι εν προκειμένω, ο εκ Κλαζομενών ορμώμενος μερακλής, επιδίδεται μάλλον στην κλασοκατάνυξη, παρά στην οινοποσία.

Παρεμπιπτόντως, το ρήμα κλάνω μάλλον προέρχεται εκ του κλάω (=αρχ. σπάζω) βλ. κλαγγή, αρτοκλασία κλπ. Άλλωστε το κλανίδι στα εγγλέζικα λέγεται και break wind (ή pass gass, fart, let one off κλπ), ιταλιστί: scoreggiare, ισπανιστί: tirar pe(d)o, γερμανιστί: fürzen, γαλλιστί: pet κλπ.

Κεφάτος, αγαπητή (κατά τα λοιπά) φιγούρα στην παρέα, ο πορδο-γαλαντόμος κερνά με απλοχεριά τις κλανιές του δώθε-κείθε, όσους το έχουν ανάγκη, δίχως να συλλογίζεται τις συνέπειες. Γι’ αυτόν τον λόγο, το μόνο που δεν μπορεί ποτέ κανείς να του προσάψει, είναι η ετικέτα του εαυτούλη, αφού προτιμά να τις μοιράζεται με τους κοντινούς του ανθρώπους, δίχως να τις κρατήσει για τον εαυτό του σε μια δύσκολη στιγμή...

Συνήθως επιδαψιλεύει το νούμερό του με κάποια θεατρινίστικη πόζα, π.χ. σου ζητά να τραβήξεις το δάχτυλό του εν είδει περόνης χειροβομβίδας, κρατά ένα υποτιθέμενο όπλο, του οποίου τη σκανδάλη καλείσαι να τραβήξεις, άλλοτε πάλι προσποιείται ότι πανηγυρίζει γκολ με το στυλ του αξέχαστου Ροζέ Μιλά, το οποίο βέβαια καταλήγει σε πορδή, στριφογυρίζει στη χορευτική φιγούρα του Τζον Τραβόλτα και στο αποκορύφωμα πέρδεται, καμώνεται πως «κάθεται κάτω απ’ τη μπάρα» σαν τον Πύρρο Δήμα και σφίγγεται με το αναμενόμενο επακόλουθο κλπ-κλπ.

Κατά την παρακολούθηση κινηματογραφικής ταινίας σε φιλικό σπίτι, δεν παραλείπει να λανσάρει τη φονική κλανιά-μανιτάρι, η οποία εκπέμπει πηχτή θερμότητα και αγκαλιάζει την παρέα βαθμηδόν.

Σε αυτοκίνητο, μολλάρει τορπίλλα σχεδόν νεφελώδη, που την κόβεις με το μαχαίρι.

Σε σοβαρή συζήτηση, δεν λαμβάνει ποτέ μέρος στα διαμειβόμενα επιχειρήματα, αλλά καιροφυλακτεί ήσυχος στη γωνίτσα του, έως ότου τραβήξει μια στεντόρεια πορδή, που πείθει τους άλλους να σωπάσουν.

Οι παριστάμενοι τον βρίζουν (χαζο)γελώντας. Αυτός ευφραίνεται και θεωρεί τον εαυτόν του μάλλον απελευθερωμένο ευεργέτη τους. Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι δηλαδή...

Οι Εγγλέζοι είναι συνεπέστατοι κλανιάρηδες, ενώ το ρέψιμο θεωρείται προσβολή. Στην Ελλάδα, κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, δεν επιτρέπεται ούτε το ένα ούτε το άλλο. Παρ’ όλα αυτά, το ρέψιμο και η χλέπα κάποτε ήταν δείγματα ευμάρειας, οι δε φιλόξενοι αμφιτρύωνες παρότρυναν το μουσαφίρη να ρευτεί (όπως τα μωρά), προκειμένου να διαπιστώσουν ότι καλόφαγε = δείγμα ότι τον περιποιήθηκαν δεόντως!

Οι μεγαλοαστοί (sic) μέχρι πολύ πρόσφατα, έφτυναν στα γεμάτα κάτι μεστωμένα τάληρα, καταμεσής του δρόμου (βλ. και «Αμέρικα-Αμέρικα» Ε. Καζάν). Το κλανίδι εν Ελλάδι όμως, ήταν πάντοτε προσβλητικό, άλλωστε αποδεικνύεται και από τη διαμάχη εικονοκλαστών-εικονολατρών μεταξύ των βυζαντινών ημών προγόνων.

Οι εικονοκλάστες, έχασαν...

Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική γλωσσική παράδοση, διαθέτει πλουσιότατες εκφράσεις, σχετικές με το πεθάνιον. Όλως ενδεικτικώς:

Εν τέλει, ο προσφιλής αυτός τύπος προσφέρει μάλλον καλόν εις την ανθρωπότητα, αφού σαν τον μυταρά γελωτοποιό σκορπά το γέλιο, ζωή και χαρά = υγεία τριγύρω του (βλ. »μια πορδή τη μέρα το γιατρό τον κάνει πέρα«), αλλά και τροφή (!) αφού το μεθάνιον (CH4) είναι άκυκλος κορεσμένος υδρογονάνθραξ (σαν τις πατάτες -εξ ου και η αρχαιοπρεπής έκφραση «πέρδομαι γεώμηλα»), όπως αποκαλύπτει και η εγγλέζικη παιδική «Πορδή εις την ελευθερίαν»:

Beans-beans, good for your heart
The more you eat, the more you fart,
The more you fart, the better you feel,
So eat your beans with every meal!

- Πήρα δυο ντι-βι-ντι να δούμε! Θα’ ρθει κι ο Γιώργος με τον Αντρέα.
- Με ποιον Αντρέα; Αυτόν τον κλασοπατέρα; Ωωωωχ! Θα στενάξουμε απόψε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ο προς αφόδευσης αρωγήν αποσκοπών καφές (π.χ. σκέτος αχτύπητος φραπές).

  2. Ο κακής ποιότητας καφές.

  3. Η γνωστή ομόηχη εφημερίς, η οποία θεωρείται κατάλληλη για ανάγνωση στο αποχωρητήριο.

  1. Έτσι όπως έχω στουμπώσει, μόνο ένας χεσπρέσσο θα με σώσει.

  2. Χέσπρεσσο τον έκανες, να χέσω τον Γκλούνευ μου μέσα!

  3. Η γιαγιά μαζί με τους Financial Times πήρε και την χεσπρέσσο και χάθηκε στο βάθος της αυλής.

Δουλεύει στη μονάδα παραγωγής της Χεσπρέσο Πάππας (από GATZMAN, 16/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η προετοιμασία και καθαριότητα του πρωκτού πριν το πρωκτικό σεξ.

Γίνεται με τη χρήση του σωλήνα του τηλεφώνου του μπάνιου χωρίς το τηλέφωνο, ο οποίος τοποθετείται εντός της πρωκτικής χώρας και με καυτό νερό πραγματοποιεί κάτι σαν κλύσμα. Είναι σαφής η σχέση της λέξης με τον κώλο. Προέρχεται δε από τη γαλλική λέξη décoller (= ξεκολλάω / απογειώνομαι) > décollage.

- Τί έκανες τόση ώρα στο μπάνιο;
- Άσε, έκανα ένα ντεκολάζ άλλο πράμα! Πολύ το φχαριστήθηκα!

Σαρλ ντε(γ)κόλ. Το (γ) δε μοιάζει με τον πέοντα και τη συνοδεία του; (από GATZMAN, 14/11/10)

Βλέπε και γκαζόζα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ύστερα από το λήμμα σύσκεψη της συντρόφισσας ironick, σλανγκίζεται για να σημάνει:

  1. Ρίχνω χέσιμο. Θα διευκρίνιζα: Λεπτή και επιμήκη κουράδα.

Επίσης, θα προσέθετα:

  1. Ρίχνω πούτσο.

Ορισμένοι στοχασμοί στην αγάπη σας για να εξηγηθώ:

Ο οβολός παράγεται από την συγγενική αρχαία λέξη οβελός. Ο οβελός είναι η σιδερένια και επιμήκης ράβδος στην οποία περνιούνται κομμάτια κρέας για ψήσιμο. Δηλαδή ένα μεγάλο σουβλάκι. Εξ ου και ο ήρωας Οβελίξ, που είχε αδυναμία στους οβελούς. Οβολός ήταν αρχαίο νόμισμα, που ισοδυναμούσε με το 1/6 της αττικής δραχμής. Λεγόταν έτσι γιατί ήταν πράγματι οβελός, μεταλλική ράβδος. Ήταν ένα εξαιρετικά δύσχρηστο μαζοχιστικό νόμισμα για τους Αθηναίους. Και ήταν το 1/6 της δραχμής γιατί ακριβώς 6 οβολοί μπορούσαν να αδραχτούν από μία ανθρώπινη παλάμη.

Τελειώνει η κρεψινιά (με την καλή έννοια) και αρχίζει η σλανγκ. Η έκφραση «ρίχνω τον οβολό μου» σημαίνει κάνω την ελάχιστη καλή προσπάθεια που μπορώ να κάνω. Επειδή ο οβολός ήταν πολύ μικρό νόμισμα, σαν να λέμε «πενταροδεκάρα», ήταν το νόμισμα που πρόσφεραν ως φιλανθρωπία οι πρωκτικάντζες σφιχτοκώληδεςή οι φτωχομπινεδιάρηδες. Πλην όταν πρέπει να ενισχυθεί μια προσπάθεια πάση θυσία, λέμε «να ρίξει ο καθένας τον οβολό του», εννοώντας «να βάλουμε ο καθένας από ένα λιθαράκι». Στην χριστιανική κουλτούρα σημαίνει να βοηθήσουμε «από το υστέρημά μας».

Πλην ο οβολός/οβελός είναι πουτσόσχημος ως επιμήκης ράβδος κι έτσι η φράση μπορεί να σλανγκιστεί εύκολα για να δηλώσει το γαμήσι του ελέους, ήτοι ψυχικό, ήτοι εξυπηρέτηση, αγγλιστί mercy fuck. Ρίχνουμε δηλαδή τον οβολό, όχι για εμάς, αλλά για τη φουκαριάρα τη μάνα μας... Εξίσου σλανγκίσιμη είναι η πάγια φιλανθρωπική έκφραση «ρίξατε τον οβολό σας εντός του κυτίου». Γενικά, το «ρίχνω τον οβολό μου» σημαίνει μάλλον ένα φιλανθρωπικό γαμήσι, ή ένα ταπεινόφρον γαμήσι, που το κάνω ως ελάχιστη φιλότιμη προσπάθεια για να συμβάλω στην ικανοποίηση του ρητού γαμάτε γιατί χανόμαστε. Achtung, όμως, Σλάνγκοι. Η αρχική σημασία του οβολού είναι ο οβελός, οπότε η φράση μπορεί να παραπέμπει σε φαινόμενα, όπως το σουβλάκι.

Τέλος, η φράση παραπέμπει και στην ρίψη επιμήκους κουράδας στην λεκάνη του καμπινέ, ιδίως σε ορισμένες μορφές ευκοιλιότητας, πάλι με την ίδια ταπεινοφροσύνη για το επίτευγμά μας... Γενικά, για κουράδες που θυμίζουν γλυπτά της Εύας Χέσε.

Trivia: Συναφώς, ως «δραχμή» μπορεί να σλανγκιστεί το πολυφραπέ έξι «οβολών» από ταλαντούχο ανασεισίφαλλο. Όχι τίποτα άλλο, σκοπός του σάιτ είναι να διατηρούνται και εκφράσεις που τείνουν προς εξαφάνιση, όπως η δραχμή.

Μένιος: Πώς πήγε ρε Άρη με την Αφροξυλάνθη;
Άρης: Πώς να πάει; Απλώς έριξα τον οβολό μου για την επίλυση του δημογραφικού.
Μ.: Τι; Την γκάστρωσες κιόλας;
Ά.: Μπα, απλώς λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα...

Γλυπτό της Εύας Χέσσε, γλύπτρια όνομα και πράγμα! Ρίχνει τους οβολούς της για την προώθηση της μοντέρνας τέχνης.  (από Hank, 06/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση που χρησιμοποιείται κυρίως από ομοφυλόφιλους άνδρες, προκειμένου να προσεγγίσουν άγνωστους, με πρόστυχο αλλά συνάμα συγκαλυμμένο τρόπο.

«Γεια σου. Σε κοιτάζω εδώ και πολύ ώρα. Θέλεις να πάμε στην τουαλέτα να σου παίξω μια μαλακία με τον κώλο μου;»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Cartoon των 90's. Χρησιμοποιείται ώς αντίστοιχη λέξη του χοντράδια όταν κάποιος ψάχνει ό,τι να 'ναι φάση με κοπέλα για να φύγουν απο κάτω οι flintstones να ξεβουλώσει η χοάνη.

- Μαλάκα, καλά που έκατσε η Σούλα κι έδιωξα τους flintstones γιατί είχα πρηστεί σου λέω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μη βιαστείτε να με κρίνετε ότι έχω κάνει ορθογραφικά λάθη στη λέξη: εκ + πίσω + κρότος.

Eίναι το κλανίδι με τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

  • Μεγάλη πίεση, 3 bar (που παράγει τον χαρακτηριστικό ήχο).
  • Μικρή διάρκεια, ίσα που φτάνει το 1 δευτερόλεπτο.
  • Μηδαμινή μυρωδιά, δόξα τον Θεό.
  • Προκαλεί πόνο συνήθως στον δράστη και γέλιο στους γύρω (αν είναι φίλοι, αλλιώς ο δράστης το κλαίει).
  • Στο 80% των περιπτώσεων είναι ακούσια και απλά ξέφυγε.

Το όνομα της το παίρνει από τον κοφτό, δυνατό ήχο που θυμίζει εκπυρσοκρότηση όπλου.

  1. (η παρέα παίζει Pro Evolution Soccer στο PS)
    — ...πρρρατς... Σόρρυ παιδιά, εκπισωκρότησα.
    — ΧΑΧΑΧΑ και νόμιζα ότι μας την πέσανε οι μπάτσοι!

  2. Άσε ρε Μαρία μου... Εκεί που τον είχα από πάνω μου να μου αλλάζει τα φώτα, εκπισωκροτεί ξαφνικά και πετάει ένα κλανίδι και με ρωτάει: «σ' άρεσε μωρή βρομιάρα μπαλότσα;!»... Να γιατί τον χώρισα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατά Παπαζέκα, ζόχα είναι η δυσάρεστη οσμή που επέρχεται από τα βρασμένα λάχανα, τα ζόχια.

Ρε μαλάκα, τι βρωμάει έτσι;
– Είναι τα λάχανα που βράζει η μάνα μου στην κουζίνα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά όλοι γνωρίζουν τον νόστιμο καλοκαιρινό μεζέ από αμπελόφυλλα που συνοδεύει ούζα χωρίς πάρτι αλλά με πάγο.

Μεταφορικά όμως είναι τα φουσκωτά πρησμένα δάχτυλα ποδιών με έντονο πεντικιούρ νταρντανοβύζας και κωλόχοντρης, η οποία νομίζει πως όλοι οι άνθρωποι ζυγίζονται σε γεφυροπλάστιγγα και ντύνεται με εφαρμοστά ρούχα.

Φοράει αντισέξυ κολλητά και το καλοκαίρι κυκλοφορεί με ροζοσομονοκοραλλοκόκκινομπορντό πέδιλα, ένα νούμερο μικρότερο από το πόδι της. Με αποτέλεσμα τα καημένα τα δάχτυλά της να ασφυκτιούν και να πρήζονται ακόμα περισσότερο, θυμίζοντας λόγω σχήματος τα σαρμαδάκια.

Τι τα 'θελε τα πέδιλα η (αφρα)Τούλα; Δεν βλέπει που έχει δάχτυλα σαν σαρμαδάκια;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία