Άκρως σεξιστικό μπινελίκι που συνδυάζει τις αρετές τση λουλούς (του γυναικωτού φλούφλη) και τση λούγκρας (της κακίστρως αδερφής).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είδος εγχώριας οπισθοβαρούς μουνίδας που (όπως και η στάμνα) πλαταίνει στην μέση.

Περιλαμβάνει ευρύτατο φάσμα μούνων, από την πα-μαλ κωλαρού της οικογένειας κοντούλα μέχρι και την ειδεχθή αχλαδομουνοπατσαβούρα.

Βλ. επίσης: αχλαδομούνα, αχλάδω, μπομπιστάμνα, μποχλάδω, μπουρέκλα,

1. - Τώρα αν πω ότι και στις γυναίκες αρέσουν οι καμπύλες, θα ακουστεί περίεργο; :roll:
- ειδικα κατι σταμνοκωλες τις αγαπανε πολυ τις καμπυλες τους

2. Πορωτικές λεξούλες: κατές, σταμνοκώλα, ταμτιριριρί, μπαζολία.

(από σφυρίζων, 12/03/13)nice ass (από perketis, 12/03/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο Καναδός Justin Drew Bieber γεννημένος την 01/03/1994 (τουτέστιν μόλις ενηλικιώθηκε) είναι από το 2009 διεθνώς υπερπετυχημένος ποπ (τι άλλο) τραγουδιστής, τραγουδοποιός και ηθοποιός.

Το κοινό του είναι ορμονόπληκτα γουαναμπί πιπινάκια της ίδιας πάνω - κάτω (κυρίως κάτω) ΕΣΣΟ. Τα οποία βρίσκονται, βεβαίως – βεβαίως, στο πεοσκόπιο των εξίσου ορμονόπληκτων γουαναμπί γαμιάδων συμμαθητών, συναθλητών και γενικά των πέριξ γαμικών αρσενικών δυνάμεων.

Από τη μια λοιπόν, ο Justin με το μπέιμπυ – φέις και την αντίστοιχη φωνή, σαν ταλαντούχος, πάμπλουτος και διάσημος από τότε που μάλλιασε η δική του, επισείει ταυτοχρόνως φθόνο και θαυμασμό.

Απ’ την άλλη, η κατηγορία «είναι πούστης» αποτελεί πάγια τακτική αναντάμ παπαντάμ κάθε πούστη άντρα σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, στον πόλεμο για την κατάκτηση του εξκάλιμπερ κάθε αξιαγάμητης.

Κάπως έτσι, προέκυψε στα εφηβικά σινάφια ο πολύ κοντά στο φλωρόπουστας όρος: σαν λογοπαίγνιο του Bieber (μπιμπερό) συν το «πούστης» (στο υποτιμητικότερό του) που, δυστυχώς, αφορά πλέον όχι μόνο το συγκεκριμένο σελεμπριτόνι, αλλά κάθε έφηβο που φατσικά τουλάχιστον, απηχεί το ίδιο φλώρικο στυλάκι, ως προς το λουκ, αν μη τι άλλο.

Επιπλέον, στα χείλη πιο ψαγμένων μουσικά, πάντα της ίδιας ηλικιακά συνομοταξίας, απηχεί και μια απέχθεια για όσους γουστάρουν μια ξενέρωτη πλην πιασάρικη ποπ, υπεύθυνη για τον μουσικό εκμαυλισμό πολλών εφήβων.


Με προτροπή του Nick Sinister απ’ το ΔΠ, αφιερωμένο στην τρόικα alexismpolis – ΜΧΣ - Vrastaman για το αποφασιστικό stimulus στα εδώ σχόλια.

- ♪♪♪♪♪♪Μπέιμπε, μπέιμπε, μπέιμπε ΩΩΩ!! Μπέιμπε, μπέιμπε, μπέιμπε, ΩΩΩ!! ♪♪♪
- Σκάσε πια και μας τα ‘πρηξες με τ’ άπαντα του μπιμπερόπουστα!!
- Θα το πω στη μαμά που λες έτσι τον Justin!! - Αϊ παράτα μας με τον γκέουλα.
- Δεν είναι!!
- Είναι!!
- Δεν είναι είπα!!!
- Γιες σι ιζ!!
- Μαμάάάά!!

ν\'αγιάσ΄του χεράκισ\' ντουλάπαμ\'! (από MXΣ, 23/03/12)(από Vrastaman, 23/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

H πουστοποίηση.

Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί από τον Πλεύρη (père).

- Όχι στην εκπούστευση της ελληνικής γλώσσας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται για γυναίκες οποιασδήποτε ηλικίας, αν και ταιριάζει περισσότερο στις λιιιιίγο μεγαλύτερες...

Υποδηλώνει είδος γυναίκας που της αρέσει ιδιαιτέρως το ξενύχτι, το ποτό, τα μπουζούκια, το clubbing, το χέσιμο γενικότερα και ενίοτε = συχνά, επιδίδεται ιδιαιτέρως ευχαρίστως και χωρίς δισταγμούς σε ακόλαστα one night stand.

- Έλα ρε μαλάκα, πώς πέρασες το Σάββατο;
- Πωπω μαλάκα χέσιμοοοοοοοο... Πήγα στο shark, με τραπεζάρα και βρήκα την Ζέτα και καταλήξαμε σπίτι μου!!
- Ψωλάρα;
- Ναι ρε μαλάκα και την επόμενη μέρα μ' έλεγε αγάπη μου η βρωμο-κοπράνα!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει δύσκολη κατάσταση την οποία καλείται κάποιος να αντιμετωπίσει ή εξευτελιστική ήττα/ταπείνωση από άλλον (σύνταξη: συνήθως με το ρήμα «πάω»).

Συναντάται και ως εξής για να τονιστεί το υπερθετικό της δυσκολίας:
1. πούτσα σούβλα και ξύλο
2. πούτσα σούβλα και ανηφόρα
3. πούτσα σούβλα και εμπλοκή

  1. Είδες πόσα γκολ έβαλε ο θρύλος στην κούλα; Πούτσα σούβλα την πήγε.

  2. Αύριο έχουμε διαγώνισμα στην ιστορία. Πούτσα σούβλα πάλι.

  3. Τράκαρα το αμάξι και το μαστόρι μου ζητά δύο χιλιάρικα. Πούτσα σούβλα και ξύλο μαλάκα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παγκάρι-Γλείψιμο: η ιδιάζουσα περίπτωση αυτής της γλείφτρας ακόμη προβληματίζει την κοινωνία, καθώς κανένας δεν ξέρει εάν σημαίνει γυναίκα που πήγε με παπά ή γυναίκα που χρηματίζεται για μία (μπορεί και 2 αν είναι παρέα) πίπα.

Η λέξη χρησιμοποιείται επίσης και για αυτούς που λαμβάνουν «λάδωμα» από ανωτέρους τους.

Επίσης επειδή η διαδικασία του γλειψίματος περιλαμβάνει κάτι σαν να το λαμβάνουμε (δηλαδή όπως το φάγωμα) μπορεί να σημαίνει και κλέφτης παγκαριών.

  1. Ο τάδε χθες πιάστηκε από την αστυνομία, ήταν παγκαρογλύφτης.

  2. Χθες μια παγκαρογλύφτρα μου πήρε 30 ευρώ για μια πίπα, κλέφτρα ρε φίλε έχουν κρίση και οι πουτάνες να πούμε.

(από pargas, 13/10/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Α. Σύμφωνα με ψιλοορισμό κατά Δ.Π. σκιαγραφείται εκείνος ο τύπος ανθρώπα που ενώ γνωρίζει ότι ο βαθύτερος πυρήνας της ύπαρξής του, η ιδιαίτερη ατομικότητά του, η ταυτότητά του, η μοναδικότητά του ανάμεσα στο Είδος, συμπυκνώνεται περισσότερο απ’ όλαωστην προσπάθεια κατάκτησης του Άλλου, στην αποπλάνηση του ποθητού αντικειμένου, στην αδιαπραγμάτευτη διασπερμάτευση και εντέλει στην κατάλυση των ορίων του σώματος, του νου και την ψυχής, παραμένει πάντα στο παρατρίχα. Γιατί δεν θέλει, ή γιατί δεν μπορεί, ή γιατί νομίζει ότι δεν θέλει, ή δεν μπορεί. Ή για λόγους αδιάγνωστους, που βρίσκονται στο σκοτάδι, πίσω από το κοινωνικό προσωπείο που προβάλλει εκείνη τη στιγμή. Κι επειδή συνεύρεση χωρίς συναίνεση δε λέει, γιατί παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι, την κρίσιμη ώρα υπαναχωρεί… Βέβαια αν υπάρχει μια πιθανότητα να χώσει την εξαργυρώνει από πριν, πάει τη νέα στη Σχολή, στη λαϊκή, φιάχνει τα υδραυλικά, τις πρίζες, πάει πιμί πάει τα παιδιά φροντιστήριο (λέμε τώρα).Καληνυχτάκιας, αγκαλίτσας, νεροκουβαλητής, θυρωρός, γκομενοφύλακας, ποτεγαμήσης, καληνυχτυχεράκιας, μουνοφύλαξ, bye sexual μουνοβοσκός, χαρεμάκιας, πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα, συνώνυμα.

Β. Κουτουτουμουγού τώρα, και με δεδομένο την αμφισημία της γλώσσας, γαμησοχαμάλης είναι ο που γαμεί σα να τραβάει χαμαλίκι, εντελώς τελείως όμως και χωρίς ίχνος γκάβλας να διανθίζει την πράξη του αυτή, τόσο πιο σκληρός, όσο βασικότερο το ένστικτο, όσο πιο στοιχειώδεις οι ανάγκες που ικανοποιούνται.

Επιτομή του γαμησοχαμάλη ο χαρακτήρας του Τζ. Τζαννίνι στην ταινία “επτά ομορφιές» Pasqualino Settebellezze που αναγκάζεται να πηδήξει την νταλίκα-μπαζόλα- φράου-δίκα του στρ. συγκέντρωσης για να μη δει τα ραδίκια ανάποδα, ή στην πιο μπλακχιούμορ εκδοχή να μη δει τον κόσμο μέσα από τον φούρνο…

Ο χαρακτήρας αναγκάζεται να δώσει ό,τι πολυτιμότερο έχει, να ξεπουλήσει τα πάντα, ακόμα και το ονόρε του (αφού για μια τιμή ζει ο άνδρας) για να επιβιώσει.

Στα καθ’ ημάς, σε πιο λάιτ κοινωνικές συνθήκες, γαμησοχαμάλης γίνεται κάποιος για να δει πρωτάθλημα στη νόβα, να δει μαγειρευτό φαΐ, να δει κάνα γεμάτο ψυγείο, κάνα πλυμένο σώβρακο, τις Σημειώσεις του κ. Απιθανόπουλου κ.α. ευτελή αγαθά. Τόσο πιο βαθειά χώνεται στη χαμαλίκα, όσο πιο πολύ το υπό εκμετάλλευση αντικείμενο αντιστέκεται…

Έχοντας την υποψία ότι πρόκειται για νεολογισμό ή λεξιπλασία (το αν η «λεξιπλασία» είναι νεολογισμός, αλλουνού παπά βαγγέλιο, δεν απασχολεί) έχω να επισημάνω ότι εδώ κάνουμε ρεπορτάζ, οπότε το ό,τι νά 'ναι είναι εκ των ουκ άνευ.

Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι η επανάσταση, εκτός από την τυπογραφία, στηρίχτηκε και στην Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό (pun intended)

Νονός, κουμπάρος και μπαμπάς του λήμματος Gatz από Δ.Π.

(υπογραφή: ο γαμησοχαμάλης της υπόθεσης)

- Ρε μαλάκα, η πατόζα δε μου δίνει τη γκούρσα να κατέβω, θέλει λέει νάρθει κι αυτή μαζί…
- Χέστην ρε, παπάρα, γαμησοχαμάλη, κατέβα με τη γαζγκάνα.

Οι επτά ομορφιές (από gaidouragathos, 16/04/11)εσχάτως και με ι (από johnblack, 17/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν χρησιμοποιούμε την παρακάτω σημασία της λέξης αυτής, χρησιμοποιούμε συνήθως τη θηλυκή βερσιόν (ξεβρακοκέφαλη).

Η ξεβρακοκέφαλη λοιπόν, ορίζεται ως το αγενές και ξεδιάντροπο ξέκωλο, το αμόρφωτο, αυτάρεσκο και ψωνισμένο πουτανάκι, η Ελλεεινίδα, αυτή που νομίζει ότι όλα περιστρέφονται γύρω απ' τη μουνάρα της και η ματαιοδοξία της κάνει παρέα σε στρωματοσωρείτες, γι' αυτό και ο όρος, εκτός από το προφανές της ημιγυμνίας, εμπεριέχει και μια αρνητική κάπως έννοια.

Πολύ συχνά η ξεβρακοκέφαλη δίνει προεκλογικές υποσχέσεις προκειμένου να επεκτείνει το fan club της, τους γνωστούς σε όλους και χαμερπείς λιγούρηδες.

Η προέλευση της λέξης με τη δεδομένη σημασία θρυλείται ότι προέρχεται από τον Ηλία το νοικάρη (αγνώστων λοιπών στοιχείων).

  1. - Πού θα πιατσάρουμε σήμερα;
    - Πάμε Γκάζι;
    - Εκεί είναι τίγκα στις ξεβρακοκέφαλες ελλεεινίδες. Μόνο για το μάτι είναι καλά εκεί.

  2. - ...οπου τιν σταματαο και και τιν βαζο πανο στιν πετρινι ψολαρα μου...εκει ι ξεβρακοκεφαλι πορνι ιποσχοταν ποσ θα με γαμισει αλλα τισ ελεγα ποσ εγο θα τιν πιτσιλισο...! (από μονομαχία του πιτσιλιστή με μεταλλαγμένο, εδώ)

  3. - που τα βρικεσ μορι ξεβρακοκεφαλι τα 100 ραντεβου;πεσ μασ μορι ξινι και ξεδιαντροπι πορνι... (αντιπαράθεση του πιτσιλιστή με ξεβρακοκέφαλη πόρνη, (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ανόητη γυναίκα. Η πουτάνα, η καριόλα, η γαμιόλα, το τσόλι, η τσούλα, το τσουλί, η ξεκωλιάρα, η λουμπίνα, το μουνί (με την έννοια της ύβρης) κ.τ.λ Όλα αυτά μαζεμένα.

Η φρέκλα είναι μια καινούργια λέξη, και είναι υπερβολικά προσβλητική, έστω και καθόλου γνωστή. Σημαίνει όλες τις βρισιές για μια γυναίκα. Με λίγα λόγια, είναι τα πάντα όλα. Λέγοντας την λέξη έχεις «γαμήσει» μια γυναίκα στα λόγια. Σε περίπτωση μίσους, αυτή είναι η κατάλληλη (ακατάλληλη) λέξη.

- Λέω να τα φτιάξω με την Ελευθερία.
- ΜΗ!!! Μιλάμε πως αυτή είναι η πιο μεγάλη πουτάνα σ' όλη την Ελλάδα. Σ' έχει χεσμένο, αφού θέλει συνεχώς πούτσες και πούτσες. Μόλις την γαμήσεις, πάει για άλλο πούτσο. Συγγνώμη που το λέω, αλλά είναι... φρέκλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία