Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Σλανγκική διατύπωση που δηλώνει τον αναρχικό μηδενιστή. Συνήθως χρησιμοποιείται από άλλους πολιτικούς χώρους (μαζί με τους όρους μπάχαλοι, φρικιά), αλλά και από αναρχικούς άλλων αποχρώσεων. Αλλιώς λέγονται και νετσαγιεφικοί, από τον Ρώσο αρχιμηδένι Νετσάγιεφ.

  1. Όλα πήγαιναν καλά στην πορεία μέχρι που σκάσανε κάτι μηδένια και κάψανε ένα περίπτερο
  2. Μηδένια επιτέθηκαν σε συντρόφους στην Πάτρα (από εδώ)
  3. - Πρόσεξε σήμερα μπορεί να έρθουν καβλωμένα μηδένια..
    - Μα εγώ τα αγαπάω τα μηδένια... τα γλυκούλια με τις μολότοφ τους και τις φωτιές τους...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθετη λέξη: αέρας+γαμιάς.

  • Ο οπαδός που προτάσσει το κωλοδάχτυλο επιδεικτικά σε αυτούς της αντίπαλης ομάδας.

-Κοίτα τα φλώρια μαγκιές που κάνουνε.
-Καλά, γνωστοί αερογαμιάδες οι βαζέλες από μακριά, από κοντά όμως, πάντα τις κότες..

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1. πάω κάποιον γαμιώντας

Ταλαιπωρώ κάποιον, τον τρέχω, τον πάω πίπα-κώλο. Δέρνω κάποιον, τον ξυλοφορτώνω, ιδίως υπό τη μορφή απειλής: "θα σε πάω γαμιώντας".

Βλ. και με πάει γαμιώντας.

  1. Από εδώ:
    μου 'ρχεται ώρες ώρες να τους σπάσω το κεφάλι γιατί έχουν αποθρασυνθεί και αντιμιλούν τα τσόλια ( προς το παρόν πέραν αναφοράς τους περικόπτω και ημερομίσθιο όταν δεν προσέρχονται εγκαίρως 8) ρε θα τους πάω γαμιώντας ,δεν έχουν καταλάβει με ποιον τρελό έχουν μπλέξει) .

  2. Από εδώ (σ.σ. κάντε το σταυρό σας):
    Μην απειλείς ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ γιατί σε δύο ώρες που δίνεις διορία μαλάκα εγώ θα σε πάω γαμιόντας βόλτα όλο το Αιγαίο και θα το απολαύσεις με μπόλικη δόση αλμύρας...

2. πάω γαμιώντας (αμτβ.)

Πάω σφαίρα, τρέχω πολύ, οδηγώ πολύ γρήγορα. Λειτουργώ άψογα.

  1. Από εδώ:
    Επίσης υπάρχουν μόνο δύο επιλογές; Ή πάω σαν ΚΟΤΑ, ή πάω γαμιώντας;! 40 km/h σε αστικό δρόμο με όριο 50 km/h θεωρείται ΚΟΤΑ;! Με στεναχωρεί να διαβάζω τέτοιες απόψεις.

  2. Από εδώ:
    Pros gnosi sou exo kai ego ena passat '90 1800cc 112-115 hp! Exei poli plaka! Paei gamiontas kai stis strofes me fagomena lastixa paei me tis pantes!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λολοπαίγνιο για κάθε κασιδιάζοντα ναζό, εκ του ταξιδιάρα ψυχή και του ονόματος του βολευτή της Χ.Α. Ηλία Κλασιδιάρη.

Τσιμπάω έναν εξαιρετικό ορισμό από το ιντερνέτι: «Κασιδιάρα ψυχή: Όταν η ψυχή μας αποκτά ψωρίαση στο κεφάλι (τη λαϊκά ονομαζόμενη ως κασίδα), υπάρχει ο φόβος να εισχωρήσει η ασθένεια και στον εγκέφαλο της ψυχής, γεμίζοντάς τον με νεκρά κύτταρα και κάνοντάς τον να σκέφτεται νεοναζιστικά, πράττοντας βίαια και παράλογα.»
(εδώ)

1.
- Πως λεγεται ενας Χρυσαυγιτης που εχει παει Νορβηγια, Αμστερνταμ, Γαλλια;; - Κασιδιάρα ψυχή (αααααααααααχαχαχαχαχααχα)

2.
Γιατί τελικά δεν φτάνει να κορδώνεσαι πως κυνηγάς το θηρίο… Πρέπει κατ’ αρχήν να μην το έχεις μέσα σου. Δηλαδή να μην έχεις… κασιδιάρα ψυχή.

3.
Είδαμε πως χορεύει μια Κασιδιάρα Ψυχή στα έδρανα της Βουλής και την Χρυσή Αυγή να περνιέται για κόμμα.

4.
- Κι οι ναζήδες σ' έχουν αγαπήσει, κασιδιάρα έγινες ψυχή
κι από δράκουλας των Εξαρχείων, στου Μιχαλολιάκου την αυλή
(από γιουτουμπάκι ΚΝΑΤ κατά τζιπάκου)

Contra Jimakii (από σφυρίζων, 25/02/15)(από Khan, 30/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Α. Προέρχεται απ’ το αργκοτικό αγγλικό dukes: γροθιές (επίσης, ο τίτλος ευγενείας «Δούκας» στον πληθυντικό).

Σημαίνει:

  1. Το μπουνίδι, το άγριο ξύλο, τις μπουκετιές.

  2. Όταν μιλάμε για άντρες:

    • αυτόν που είναι γερός και δυνατός, γεροδεμένος, χεροδύναμος και σωματαράς (κοινώς το γομάρι), με υψηλότατα επίπεδα τεστοστερόνης, τον νταή που έχει το ζωνάρι του λυμένο για καυγά, που δε μασάει και δεν αφήνει να του βγει κανένας από πάνω.
    • τον γορίλα, το μπιλντέρι, τον μποντιμπιλντερά, το μπρατσόνι, τον σφίχτερμαν, τον φουσκωτό, τον χτιστό / χτισμένο, δηλαδή κάποιον που καταφεύγει στο συνδυασμό body building–ντόπες για λόγους αυτοερωτικής επιδειξιμανίας ή και τραμπουκισμού. Προκαλεί φόβο – τρόμο, σε συμπλεγματικές γκόμενες αίσθημα ασφάλειας και σε …μερικούς λιγούρα για ξινά. Τα μπίο – ντούκια τον απεχθάνονται και τον θεωρούν (πολύ σωστά) μεταλλαγμένο με κάθε έννοια.
    • Σχετικό σφόλι: «φαρινάπ». Υπονοεί (στερεοτυπικά) μειωμένη ευφυΐα και κάποτε - κάποτε πώρωση και φανατίλα, ειδικά αν το ντούκι αποτελεί μέλος / οπαδό κάποιου είδους ομάδας / συμμορίας. Συναντάται ως σεκιουριτάς, πόρτα, νταβατζής παντός είδους και σε μέρη όπου ενδείκνυται μινιμαλιστική ένδυση, πχ πισίνες, παραλίες.
  3. Η έκφραση «είμαι ντούκι», όταν δεν συνάδει με τον υπεράνω φαινότυπο, σημαίνει πως από υγεία είμαι τετράγερος / τσιλίκι.

  4. Όταν μιλάμε για πράγματα (συνήθως μηχανοκίνητα -αλλά όλο και συχνότερα αναφέρεται και σε κάθε είδους ηλεκτρονικό εξοπλισμό κι όχι μόνο) σημαίνει πως είτε κάτι είναι πειραγμένο, είτε μοντιφαρισμένο, είτε ενισχυμένο με πρόσθετα, οπότε το μέγεθος ή η απόδοσή του να είναι εντυπωσιακή.

  5. Λέγεται και για πανέμορφες, σεξουάλες γυναίκες που ξυπνάνε το θηρίο μέσα μας.

Β. Από την φημισμένη φίρμα (και αγωνιστικών) μοτοσικλετών Ducati που κατοικοεδρεύει στην Bologna της Ιταλίας. Σημαίνει, χαϊδευτικά, μια μηχανάρα της συγκεκριμένης φίρμας.

Γ. «ντούκια», από το βενετσιάνικο ducia.

Σημαίνει:

  1. Στα ναυτικά σινάφια: σπείρες, κουλούρες σκοινιού ή συρματόσκοινου. Το «ντουκιάρω» σημαίνει: διπλώνω, μαζεύω, κουλουριάζω, τακτοποιώ (ώστε να μην μπερδεύονται), ασφαλίζω (για να μην λυθούν κατά λάθος) τα σχοινιά ώστε να ‘ναι έτοιμα για επόμενη χρήση. Επίσης, και σαν «ντουκάρω». Εμφανίζεται και σαν συνώνυμο του νετάρω, καθαρίζω, ξεθαμπώνω.

  2. Ο άρρωστος, ο κλινήρης (στα Κεφαλλονίτικα και τα Λευκαδίτικα).

  3. Ο ύπνος. Υπάρχει και το ντουκάρω : αποκοιμιέμαι (στα Κερκυραίϊκα).

Δ. Σύμφωνα με το Φουρνιώτικο Γλωσσάρι, η έκφραση «πιάνω ντούκια» σημαίνει φτάνω το βυθό της θάλασσας με βουτιά (ελεύθερη κατάδυση) και σαν απόδειξη, φέρνω πάνω μια χούφτα άμμο, φύκια ή κάποια πέτρα.

Ε. Στα λατομικά σινάφια: οι τρύπες μετά από διάτρηση σε νταμάρια.

Α.1.α. Δεν ξέρω τι λέτε, αλλά το άτομο του έδωσε και γαμώ το ντούκι!! Νοκ-ουτ κατευθείαν! (απ’ το δίχτυ)

1.β. – Ρε ‘συ; Κανά ντούκι πέφτει ή μόνο βρίζεστε; - Από πού λες ρε μαλάκα να κονόμησα τα ράμματα;
- Ε! πάρε κι από μένα το παράσημο της ανοιχτής παλάμης να μη στο χρωστάω.

Α.2.i. – Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο. Βρε αμάν!! Ποιος σου κατέβασε τη μάπα;
- Μου ‘στησαν χωσιά κάτω απ’ τη γέφυρα τα τσογλάνια που ντεμέκ τους χρωστάει το καρντάσι μου.
- Και την έβγαλες καθαρή μ’ όλα τα κόκαλα σωστά; Δεν πα να ξουριστείς λέω ‘γω;
- Στο παραπέντε για το θανατάδικο τη σκαπουλάρισα ρε μαλάκα! Να ‘ναι καλά δυο ντούκια που σκάσαν μύτη απ’ το πουθενά.
- Και καθάρισαν αυτοί για σένα;
- Ανοίξανε κεφάλια, φτύσαν δόντια.. γάμησέ τα, βγάζαν γούστα οι λεβέντες!! Χέστηκα μην έχουμε όλοι τίποτε τραβήγματα και ίσα που τους σταμάτησα πριν τους κάνουν γκράφιτι.
- Κέρασες τίποτα;
- Θεούς τους έκανα για κανά ξίδι αλλά είναι πολύ μπίο. Με Αμίτα τη βγάλαμε!!!

Α.2.ii. βλ 1ο μήδι (τα λόγια είναι περιττά)

Α.3. Ι. «…Κάναμε τα τσεκάπ μας και αφού ο καρδιολόγος μας είπε ότι είμαστε ντούκια, ντυθήκαμε κι επιστρέψαμε στο Κέντρο.…»

ΙΙ.«Δεν λαχανιάζω, είμαι ντούκι εγώ.»
(απ’ το δίχτυ)

Α.4.Ι.
«Τερατούργημα το ντούκι. Τι τα ταΐζετε ρε εκεί στον Παγασητικό;» (βλ. μήδι την ψαρούκλα)

ΙΙ. «Τα αργεντίνικα κρέατα είναι ντούκια, κάτι πρέπει να τα ταΐζουν» (για τις πελώριες φημισμένες αργεντίνικες μπριζόλες)
(απ’ το δίχτυ)

Α.5. Ι. Άσε ρε μαλάκα! Κόζαρα ένα μωρό και δεν πήρα χαμπάρι ότι οι μπροστινοί μου φρενάρανε... στον πόντο τη γλίτωσα την τράκα.
- Ρίξε περιγραφή.
- Ντούκι 20χρονο καστανό πρασινομάτικο, απ 'αυτά που κλείνουν σπίτια, εταιρείες, εκκλησίες, μοναστήρια. Έπρεπε να τρακάρω και να κατέβω να τη ζητήσω για γκαφέ σαν αποζημίωση για τη συμμετοχή της στο ατύχημα. (αγορασμένο και προσαρμοσμένο)

ΙΙ. «… ΥΓ: αυτή η δημοσιογράφος είναι ΝΤΟΥΚΙ!» (βλ. μήδι τη δημοσιογράφο(!!;;!!) Christina Pedroche) (αγορασμένο)

Β. «..Όμορφο και στριφτερό όπως όλα τα ντούκια, με άψογη οδηγική συμπεριφορά...» (Σχόλιο θαυμαστή του 4ου μηδιού)

Γ.1.β. «…Λουστραδόροι τεχνίτες θεωρούνται οι εργαζόμενοι που γνωρίζουν τα διάφορα βερνίκια, ξέρουν να χρησιμοποιούν πιστόλι, να ντουκάρουν και λουστράρουν ξύλινες επιφάνειες και παλιά ή καινούργια έπιπλα στα πλοία …»
(απ’ την κωδικοποίηση διατάξεων συλλογικών ρυθμίσεων των εργατοτεχνιτών που απασχολούνται σε ξυλουργικές εργασίες στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη)

Γ.1. Σπουδή Θαλάσσης (του Καββαδία)

Αγνάντευε απ' το κάσσαρο τη θάλασσα ο «Πυθέας»
κι όλο δεξιά και αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.
Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά. Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.

Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ' αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
-μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες-
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ' την Κίνα.

Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.

Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.

Απίκου πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι πάντα ντούκια.(*)
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.

Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ' όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια το 'χουνε στα δίπλα ή και λοξά.

(*) εννοεί: τα σκοινιά πάντα τυλιγμένα σε κουλούρα, άρα όχι τεντωμένα, άρα το καράβι δεν είναι δεμένο σε λιμάνι, αλλά αρμενίζει.

Γ.2. - Πού ‘σαι τζόγια μου; - Ρεμεντιάρω τη νόνα που ‘ναι ντούκια απ’ το Σαββάτο.

Δ. - Πιάνεις ντούκια ρε, εδωνά;
- Σου φέρνω και μια γοργόνα.

Ε. «…Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η όρυξη οριζόντιων ή παραοριζόντιων διατρημάτων (ντούκια) μόνο στις περιπτώσεις της αρχικής διαμόρφωσης των βαθμίδων, της εξόρυξης όγκων μαρμάρου με χρήση πυρίτιδας …».
(από τον κανονισμό μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το σοπάκι, το ξύλο με αυτήν την έννοια. Ιδιωματισμός της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί λαϊκή έκφραση και δεν χρησιμοποιείται συχνά τώρα πια. Προέρχεται από την τουρκική λέξη "çomak" που σημαίνει"ράβδος". Η λέξη "çomak" υπάρχει αυτούσια σε ένα παλιό παιδικό παιχνίδι της βορείου Ελλάδος, το τσιλίκ τσομάκ ή λιγκρίν, δημοφιλές στην Τουρκία παλαιότερα.

- Που λες... Εξαφανίστηκε, λέει, γιατί άλλαξε το πρόγραμμά του...
- ... Τσομάκι!!!...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός στην ανωτάτη ξυλοδαρτική ο οποίος μας δέιχνει το υπερβολικό ξύλο που μάζεψε κάποιος εξού και η λέξη τσάντα!

Του έπρηζε τα παπάρια. Ε είναι και δύο μέτρα γορίλας ο άλλος τον έκανε τσάντα τελικά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ούτη λέξη προέρχεται παρά του κλασσικού ανεκδότου (απαράδεκτον δια πράκτορας εάν δεν γιγνώσκεται παρά τα μέλη του σλανγκ.γρ) και υποδηλεί το ξαφνικό και επίπονο πρωκτικό σεξ ή μεταφορικώς την ξαφνική απειλή. Συνδυάζεται δε μετά της σχετικής χειρονομίας η οποία τελείται ως εξής: ο ομιλητής σφίξει γροθιά το αριστερό του χέρι και το κρούει με την δεξιά του παλάμη ίνα ακουσθεί ο γνωστός ήχος «πλατς!».

Α' Ανέκδοτο:

Δεγαμίων: Ω Ρουφοκώλων, πες μου, μετά της γυναικός σου πράττεται όλες τας στάσεις;
Ρουφοκώλων: Βέβαια!
Δεγαμίων: Ακομα και την «κεμπάπ»;
Ρουφοκώλων: Όχι, πως πράτεται ούτη;
Δ.: Λες της γυναικός σου να γδυθεί και στηθεί εις τα τέσσερα, βαίνεις σιγά-σιγά από πίσω της ίνα μη σε αντιληφθεί, και μπάπ!

Β' Πραγματικότις

Καυλαγόρας: Ήλθον το αφεντικό μου ύστερον από τας εκλογάς και φόρτωσέ με πλείστη εργασίας άνευ λόγου και αιτίας! Φαίδων: Αντελήφθην... κεμπάπ!

Λογοπαίγνιο «και μπάαααπ!»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη μας έρχεται από τα αγγλικάνικα. Πρόκειται για μια σεξουαλική πρακτική κατά την οποία βάζεις κατά το δυνατόν όλη τη σφιγμένη παλάμη του χεριού σου μέσα στο αιδοίο ή τον πρωκτό του/της συντρόφου, όχι δηλαδή απλώς ένα δάχτυλο, και μάλιστα είτε σε σχήμα γροθιάς, ή τέσπα κάπως ίσιο. Μια μορφή φίστινγκ ας πούμε είναι όταν κάνεις τα δάχτυλά σου σαν κεφάλι πάπιας.

Μέρα όμορφη, τις πάπιες ταίσαμε

Όπως μαθαίνουμε στις Λοξές Σπουδές εδώ, το φίστινγκ είναι η μοναδική σεξουαλική πρακτική που δεν υπήρχε στην αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, αλλά η ανθρωπότητα τη χρωστάει στην εφευρετικότητα του 20ου αιώνα! Ούτε στην Πομπηία, ούτε στο Κάμα Σούτρα, ούτε στον Μαρκήσιο Ντε Σαντ δεν θα βρείτε φίστινγκ, από ό,τι μας λένε. Διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις, καθώς όταν οι κουτόφραγκοι δέχονταν την ιεραποστολή του καθολικού κλήρου, εμείς οι Ρωμηοί είχαμε ήδη τη λέξη φουκτοκωλοτρυπάτος τουλάχιστον από τον 10ο αιώνα, πράγμα που σημαίνει ότι η επίνοια έστω του φίστινγκ ήταν γνωστή στους Βυζαντινούς μια χιλιετία πριν γίνει κουλ από τους γκέουλες του Σαν Φρανσίσκο.

Στη νεωτερικότητα, πάντως, όπως μαθαίνουμε από τη Βικούλα, εφευρέθηκε ή ανακαλύφθηκε, όπως προτιμάει κανείς, πρώτα από την γκέι κοινότητα και μετά μεταφέρθηκε και στις γυναίκες, σύμφωνα με την αρχή ότι αν η τέχνη αντιγράφει τη φύση, εβέντσουαλι η φύση θα αντιγράψει την τέχνη, όπως αντιστοίχως πλέον οι γυναίκες αντιγράφουν τους γκέι και όχι το αντίστροφο. Στα εβδομήνταζ υπήρχαν κλαμπζ στο Σαν Φρανσίσκο με "ειδικότητα" στο φίστινγκ, όπως το Catacombs κ.ά. Το φίστινγκ υποχώρησε για λίγο λόγω της σύνδεσής του με τον ιό του AIDS στα ογδόνταζ και ξανά προς τη δόξα τραβά στις ημέρες μας διαδιδόμενο μέσα από την κουλτούρα της τσόντας...

...ενίοτε και της μπάλας

...οπότε δίνονται και οι ανάλογες συμβουλές του κώλου:

Για παράδειγμα, μπορεί να νιώσουμε δυσφορία ή πόνους στο στομάχι αν είμαστε δυσκοίλιοι, αν μας πηδάνε (ή μας κάνουν φίστινγκ). Επίσης, καμία φορά λίγο μετά αφού φάμε μπορεί να θελήσουμε να ενεργηθούμε. (Δέκα τοις εκατό).

Κι επειδή εδώ μας ενδιαφέρουν κυρίως τα γλωσσικά σημεία και λιγότερο τα αντικείμενα αναφοράς, ένα χαρακτηριστικό του φίστινγκ είναι ότι μπορούν να το κάνουν όλοι σε όλους από φύλα λ.χ.

-με τη γυναίκα μου μου το κανουμε χρονια. Η σειρα εχει ως εξης. Πρωτα στραπο μετα φιστινγκ και υστερα (οχι και τοσο ευκολα) η πατουσα μεχρι τη φτερνα. Απλα τελειο.
- το σωστο footjob ειναι αυτο που η γυναικα χωνει το μεγαλο δαχτυλο του ποδιου της στην τρυπα του αντρα. Ολα τα αλλα ειναι ημιμετρα. Δοκιμαστε το για να καταλαβετε τι θα πει υπερτατη ηδονη (Από το greekfoot)

και είναι και πολύ άγριο, άργκιουαμπλι πιο σκληρό από πρωκτογάμευσιν, οπότε είναι ό,τι πρέπει για μεταφορές, όπου κάποιος ή κάποια μας γαμάει την ψυχολογία, μας στραπονιάζει ψυχοπνευματικά (χωρίς να αποκλείεται και κυριολεκτικά), μας κάνει ακραίο μπούλινγκ, μας βιάζει συναισθηματικά (χωρίς όλα αυτά να έχουν οπωσδήποτε όλες τις συνδηλώσεις που έχει το κωλομπάρεμα), βλ.

  1. Συναισθηματικό φίστινγκ. (Εδώ).
  2. Ενδεχομένως για τη Γερμανία ένα δάχτυλο να είναι πολύ λίγο και μπορεί στην πραγματικότητα αυτό που της αξίζει να είναι ένα ξεγυρισμένο φίστινγκ αλλά, επειδή μπορεί να το έχετε ξεχάσει, σας θυμίζω πως ο άνθρωπος που έκανε όλα τα παραπάνω δεν είναι παρουσιαστής κάποιας χιουμοριστικής εκπομπής αλλά Υπουργός Οικονομικών. (Εδώ).

Γενικά χρησιμεύει ως μια μεταφορά για μεταφορικό γαμήσι και πρόστιμο, τσο και λο κ.τ.ό.

Την οργή για το πολιτικό σύστημα να την βάλετε υπόθετο στον κώλο σας μαζί με φιστινγκ από δύο χέρια. (Πολιτικός σχολιασμός από σόσιαλ μήδεια).

Με την ένταξη της λέξης στη ζωή μας βέβαια δεν λείπουν οι παρεξηγήσεις:

-Θα φας φιστινγκ;
- ΦΙΣΤΙΚΣ ΡΕ ΓΙΑΓΙΑΑ, ΦΙΣΤΙΚΣ! (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που, απ' όσο ξέρω, δεν χρησιμοποιείται πιά στον καθημερινό λόγο, αλλά βλέπω πως ψιλοεπιβιώνει στο ίντερνετ. Παναπεί : ισχυρό πίσω-μωρή-κουφάλες πλήγμα που καταφέρεται σε αντίπαλο. Στη λογοτεχνία μας αφορά συνήθως κάποια μάχη εκ παρατάξεως. Κανείς κερατάς δεν έχει την ετυμολογία, αν και φέρνει σε ιταλοτέτοιο, το οποίο, παρά τις διάφορες εικασίες μου, δυστυχώς δεν μπόρεσα να εντοπίσω με βεβαιότητα. Δεν ξέρω αν έχεις χέσει με τη (λατινογενή κατά Μπάμπη και Τριαντά) σφαλιάρα.

  1. Αί! νάχαμε τότε τουφέκια οπισθογεμή, τι θα γινότανε ! Αλλά και το σισανεδάκι εδούλεψε περίφημα. Πολλά γιουρούσια κάμανε, αλλά τους δίδαμε σπαλιώρα και γύριζαν πίσω.
    (Ι. Κονδυλάκης «Σκούρα», από το «Όταν ήμουν δάσκαλος», εκδ. Νεφέλη 1988.)

  2. Εδώ κανονικά θα έμπαινε κάτι από Τσιφόρο, ο οποίος έχει χρησιμοποιήσει τη λέξη αρκετές φορές. Αλλά με χωρίζουν κάτι χιλιόμετρα από τα βιβλία του και έχω κι άλλες δουλειές ξέρετε...

  3. [...] οι Ελληνες, ησαν ηδη ανεπτυγμενοι στο θεατρο και μπορουσε ο Λυμπερης να δωση μια μικρη σπαλιορα στην δυτικη Ιμια κατα το καμποϋκο αξιωμα «πυροβολα και μετα κανεις ερωτησεις».
    (εδώ)

  4. Τωρα που φαγε τη σπαλιορα απο σενα,θα βρει κανενα αλλο να του πρηζει τα....καταλαβες.
    (αντρειωμένος με ενθουσιώδες κοινό εκεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία