Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Είναι εκείνος που, με τις ενέργειές του, τη συμπεριφορά του, τα λόγια του, το ντύσιμό του, προσπαθεί (ανεπιτυχώς) να πείσει τον κόσμο (και μαζί τον εαυτό του) ότι είναι πολύ καλύτερος - ομορφότερος - εξυπνότερος - ικανότερος από ό,τι πραγματικά είναι...

- Λίλιαν, σου αρέσει ο Ερνέστος; Κοίτα τι όμορφα που ντύνεται!
- Αν σου αρέσει Λάουρα, να τον πάρεις εσύ. Ο Βαγγέλας μου είναι πολύ πιο προικισμένος από αυτό το νιοράντε. Δεν τον βλέπεις; Μόλις δει καθρέφτη τσεκάρει τα μούτρα του να δει μην του χάλασε το μαλλί...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην τσακωνική διάλεκτο σημαίνει «Καλώς ήρθατε» (Λεωνίδι Αρκαδίας)

Γεια σας φίλοι μου... «Καούρ εκάματε».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απλό παιδικό παιχνιδάκι που αποτελείται από μια φτερωτή στηριγμένη σ' ένα ξυλάκι - περιστρέφεται με τον αέρα ή μ' ένα ελαφρύ φύσημα. (Παρ. 1)

Επίσης, η φτερωτή του πισιού - το fan. (Παρ. 2)

Βορειοελλαδίτικη λέξη. Στη Νότια Ελλάδα το φουρφούρι λέγεται μύλος, ανεμόμυλος ή ανεμιστήρας. (Παρ. 3)

Βορειοελλαδίτικη ακραιφνώς και η έκφραση θα σε κάνω φουρφούρι. Απειλή ή και υπόσχεση με σφιγμένα δόντια - σημαίνει θα σου ξηγηθώ αλμυρό φυστίκι και θα φας τέτοια ήττα που θα χάσεις τη μπάλα και θα βολοδέρνεις από δω κι από 'κει σαν το φουρφούρι στον άνεμο. (Παρ. 4) Κατά μία πιο ακραία εκδοχή, θα σου ρίξω τέτοιο γαμήσι απ' όλες τις τρύπες που θα μπάζεις αέρα. (Παρ. 5)

Μια ενδιαφέρουσα ετυμολογία που έχει προταθεί εδώ λέει ότι το φουρφούρι προέρχεται από το λατινικό furfur, γεν. furfuris που σημαίνει πίτουρο. Στη Δυτική Μακεδονία, φουρφούρια λένε τα ξερά, λεπτά χόρτα που μοιάζουν με πίτουρα και χρησιμοποιούνται για προσάναμμα. Έχουνε δε και την έκφραση «η πίτα έγινε φουρφούρι» που σημαίνει ότι η πίτα ψήθηκε τόσο καλά που το πάνω φύλλο έγινε λεπτό και τραγανιστό και θρυμματίζεται σαν ξερό χόρτο.

  1. Στο εργαστήρι « Μύλος είναι και γυρίζει…» φτιάξαμε το παραδοσιακό παιχνίδι, τον μύλο (το φουρφούρι), και αφού φυσήξαμε δυνατά το παιχνίδι άρχισε!!! (από flickr.com)

  2. Το να χάνω ώρες από τη δουλιά μου γιατί στα καλά καθούμενα πέταξε ένα kernel panic επειδή ο USB controller είναι προβληματικός, είναι κόστος. Το να μου παίρνει τα αυτιά το φουρφούρι που προσπαθεί να ψύξει στις πλήρεις στροφές του, γιατί δεν υποστηρίζει throttling, είναι κόστος. (από http://www.thesmac.gr)

  3. (Από το γκρουπ του φατσοβιβλίου EIMASTE ATHINAIOI (MENOYME ATTIKH) KAI DEN TROME BOUGATSES)

Δεν λες τον ανεμιστήρα ''φουρφούρι'' .(Βy John Chondrogiannis). ΟΤΙ ΝΑ ΝΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣ ΟΜΩΣ..

  1. Σε βγάζει ο αλλος μονο με Μαϊστόροβιτς και αντι να μπεις μέσα να τον κάνεις φουρφούρι μου κάθεσαι και περιμένεις να βγάλεις χαμένη πάσα στον Ρεγκέιρο; ... (από www.metropolisradio.gr)

  2. (από συζήτηση σε φόρουμ στο http://www.giapraki.com)

    -Δηλαδή, αν «τιμωρηθεί» ο ηλεκτρολόγος, δεν θα ξανα-υπάρξει πρόβλημα; Δυστυχώς, δεν είναι το θέμα να βρεθεί ένα εξιλαστήριο θύμα για να ησυχάσουμε εμείς οι υπόλοιποι ...
    - Και πότε θα ησυχάσετε εσείς οι υπόλοιποι zante ; Όταν αλλάξει όλη η λειτουργία του Στρατού ; Μήπως όταν καταργηθεί η στρατιωτική θητεία;
    - Να ξαναγίνει 30 μήνες να γίνει ο κώλος σας φουρφούρι ... ντακότες......

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λήμμα αιτήθηκε στο ΔΠ η ironick ως «αβέρτα σκέτο» γιατί ήδη υπάρχουν παράγωγα στο σάιτ. Το λήμμα αβέρτα κουβέρτα καλύπτει (με την κουβέρτα του) το λήμμα αβέρτα «σκέτο» (σπεκ στον προλαλήσαντα): φανερά, χωρίς περιορισμούς, κατ’ εξακολουθηση, προκλητικά, ξετσίπωτα, αδιάκριτα.

Περαιτέρω έρευνα στο διαδίκτυο απέδωσε τα παρακάτω: Η λέξη αβέρτα, φαίνεται να προέρχεται από το ιταλικό aperto που θα πει ανοιχτό. Εδώ περιλαμβάνονται οι σχετικοί όροι με τις σχεδόν μονολεκτικές έννοιές τους, όπως χρησιμοποιούνται στην Κέρκυρα και τους Παξούς (αναμενόμενο το Ιόνιο για λέξη ιταλικής προέλευσης, νομίζω;). Σο, αβέρτα, αβέρτα πάγκα: συνέχεια, αβέρτο: ανοιχτός χώρος, μεγάλος, χωρίς εμπόδια, αβέρτο πετσάλι: ελεύθερο, ανοιχτό.

Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς τους μηχανισμούς που οδήγησαν στις τρέχουσες χρήσεις της λέξης. Συνήθως αυτές έχουν μια αρνητική χροιά, στα πλαίσια μιας εννοούμενης υπερβολής, ενώ επιπλέον υπονοείται ότι δεν πρόκειται για περιστατικά μια κι έξω, αλλά μάλλον για συνεχιζόμενες καταστάσεις:

  • Απλοχεριά. Ένα ανοιχτό πεδίο, μια άπλα χωρίς στριμώγματα, χωρίς μιζέριες, χωρίς τσιγκουνιές στους χώρους. Χωρίς τσιγκουνιές γενικά, γενναιόδωρα. Αρνητικά: αφειδώς, συνεχής σπατάλη.
  • Πρόκληση. Ένα ανοιχτό πεδίο, είσαι εκεί χωρίς διαθέσιμες κρυψώνες, χωρίς σκιές, τίποτα δεν σε κρύβει, όλα γίνονται μπροστά σε όλους, φάτσα μόστρα, φόρα παρτίδα, όλοι βλέπουν, εκτίθεσαι, αλλά δεν σε νοιάζει. Αρνητικά: συνεχής ξετσιπωσιά.
  • Ελευθερία. Ένα ανοιχτό πεδίο χωρίς εμπόδια, όσο μακριά βλέπει το μάτι, ελεύθερα ως τον ορίζοντα, δεν υπάρχει κάτι δεσμευτικό, δεν υπάρχει τίποτα που να περιορίζει, sky is the limit. Χωρίς να θέτει κανείς όρια, χωρίς να το σκέφτεται πολύ. Απερίσκεπτα. Αρνητικά: συνεχής ασυδοσία.

    Όλα αυτά μαζί, σε ένα παγωτό.

Δικά μας:
*Βρήκα κώλο και γαμάω αβέρτα.

*Γαμιολόπουστα: [...] είναι η αδερφή που τον παίρνει αβέρτα.

*Ασεπατζού: [...] μετά θα λυσσάξουνε να κάνουνε παιδί-να πάρουνε αβέρτα άδειες και να την πέσουνε κ.ο.κ.

*Αρπαχτοτσιμπούκω: [...] η εμφάνιση και το στυλ της προδίδουν ότι γαμιέται αβέρτα.

*- Τι γίνεται με την εξεταστική; Γράφεις τίποτα;
- Ραμού έχω να γράψω...
- Πώωω, σοκ και πέος! Αυτή κόβει αβέρτα...

Ξένα:
*Αν συνεχίσει να σκορπάει αβέρτα τα λεφτά του, στο τέλος θα μείνει άφραγκος.

Εδώ: Τα βιβλία θα είναι από δω και πέρα μόνο στολίδια για αραχνιασμένες βιβλιοθήκες, που κι΄αυτές αντικαθίστανται από συλλογές ταινιών πορνό και τραγουδιών του Φοίβου, που παρέχουν αβέρτα πάγκα οι εφημερίδες και τα περιοδικά…

Ανοιχτό πεδίο. Ελευθερία. Το "αβέρτα" με την θετική του έννοια: η πάμπα της Αργεντίνας. (από Galadriel, 19/10/09)Πιο σωστή μετάφραση κττμγ (από Vrastaman, 19/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εναλλακτικά συναντάται και ως κορίτος, ο. Αναφέρεται στην ποτίστρα των ζώων, στο σκεύος από το οποίο τα ζωντανά πίνουν νερό. Εγώ άκουσα τη λέξη στην Πελοπόννησο από τη γιαγιά μου, η οποία αναφώνησε στο πρόβατο που απεπειράθη να το σκάσει «θα σου πάρει ο διάλος τον κορίτο», τουτέστιν την ποτίστρα.
Η ίδια λέξη υπάρχει και στα σέρβικα (korito, τονισμός στην προπαραλήγουσα) με την ίδια σημασία, και επιπλέον χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της παιδικής κούνιας για μωρά.

  1. Ρίξε Κώστα λίγο νεράκι στην κορίτα για τις κότες.

  2. Το άνωθι παράδειγμα πραγματικού περιστατικού από 94χρονη πελοποννησία γιαγιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πρόσωπο στα ποντιακά.

Κοίτα ένα άτομο, α ρε να τσιλέβω τα κατσία σ'....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση κλισέ κατά τις δεκαετίες 60-80 (βλ. κλάσε μου).

- Φιλαράκο θα τις μαζέψεις μου φαίνεται...
- Κλάιν μάιν σύρζα! (θα μου τα κλάσεις σύριζα)
- ΟΚ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρήμα ομόρριζο με το κάργα, από το ενετικό ρήμα cargar = φορτώνω (δες).

Έχει μια σειρά από σλανγκικές και μη σημασίες, όπως:

  1. Η πλέον συνηθισμένη σημασία του είναι φορτώνω, γεμίζω, παραγεμίζω, φουλάρω, τιγκάρω. Με αυτήν την σημασία το βρίσκουμε και στο κρητικό και κεφαλονίτικο ιδίωμα.

  2. Η πλέον σλανγκική σημασία του, όμως, είναι γαμάω, πηδάω, συνουσιάζομαι . Στο «Λεξικό του Μάγκα» εδώ βρίσκουμε ότι καργαδόρος είναι ο επιβήτορας, ο γαμιάς. Σύμφωνα με παρατήρηση του ΜΧΣ, η σημασία αυτή μάλλον προέρχεται από την χρήση του ρήματος για το γέμισμα του όπλου και την επίθεση (όπως βλέπουμε επίσης λ.χ. στα ισπανικά και αγγλικά, καθώς και στο αγγλικάνικο charge). Εξάλλου, καργαδούρος είναι το εργαλείο με το οποίο γεμίζουν τα εμπροσθογεμή με μπαρούτι. Από εκεί το πέρασμα στην σεξουαλική σημασία είναι εύκολο (όπως άλλωστε και με την σημασία του φορτώνω και του σφίγγω).

  3. Τεντώνω, παρατεντώνω, τσιτώνω, τεζάρω. Με αυτήν την σημασία το βρίσκουμε και στο κρητικό και κερκυραϊκό ιδίωμα.

  4. Σφίγγω, παρασφίγγω. Εδώ λ.χ. το βρίσκουμε με την ειδική σημασία «σφίγγω μια λυόμενη μηχανική σύνδεση».

  5. Γενικότερα, βάζω τα δυνατά μου ή και το παρατραβάω, κάνω κάτι υπερβολικά.

  6. Στο ναυτικό ιδίωμα: οδηγώ το πλοίο στο ναυπηγείο για επισκευή, (δες).

Πάσα: Gatzman, με συμβολή του ΜΧΣ στον ορισμό.

  1. Κάργαρε το αυτοκίνητο με βαλίτσες.

  2. Πω πω μια θεάρα, να την καργάρεις μέχρι ριζάρχιδο είναι! (Για την σεξουαλική σημασία βλ. λήμμα ριζάρχιδο του Σστέφφαννου).

  3. Τρέχει πολύ το γ... και δεν προλαβαίνω να σκεφτώ. Να καργάρω μήπως τη ζώνη στο κάθισμα ή να το αμολήσω και να φυτευτώ μια και καλή με το κεφάλι στο σεληνιακό τοπίο σαν το τσίγκινο σημαιάκι του Νιλ Αρμστρονγκ; (Εδώ).

  4. α) Επειδή το σημείο εκείνο είναι σχετικά λεπτό (5,5 mm), όταν βιδώσω τη Μ12 ντίζα θα το καργάρω απο πίσω με ένα παξιμάδι. (Εδώ).

β) Αφήνωντας ελεγχόμενα μουλινέ ανεβαίνω στην επιφάνεια και καργάρω το σκοινί στην σημαδούρα. (Εδώ).

  1. ναι καρδούλα μου θα καργάρω και τις πατατες μου στο αλάτι!!! (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Πάτρα): Παλιός (;) σχολικός όρος, για την χάρτινη χειροβομβίδα που περιείχε νερό, η ρίψη της οποίας σηματοδοτούσε το κλείσιμο των σχολείων και την έναρξη των μπουγέλων.

Η χειροβομβίδα αυτή ήταν χειροποίητη-αυτοσχέδια, κρύβονταν και φτιάχνονταν εύκολα, διπλώνοντας μαστόρικα το χαρτί του τετραδίου, περίπου όπως όταν φτιάχνεις καραβάκι ή σαΐτα και διατηρούσε το νερό με σχετική στεγανότητα, έως τη ρίψη.

Οι πιο θρασείς γέμιζαν σακκούλες σκουπιδιών (!) με νερό και τις πετούσαν από ύψος σε κεφάλι ανυποψίαστο, όμοια όπως στο φυλακόβιο «στήσιμο».

Οι πρώτοι στόχοι ήσαν (φυσικά) τα κορίτσια, στα οποία τα αγόρια εξέφραζαν μ’ αυτόν τον τρόπο την προτίμησή τους, (όπως και με άλλους βίαιους/αδέξιους τρόπους π.χ. τράβηγμα μαλλιών-φριτζάρισμα, τσικιτρόνι, σαλαμάκια-πενιές, γαργαλητό, σφίξιμο κλπ), τα οποία κακαρίζανε χαμογελώντας μουσκεμένα, ότι (δήθεν) «θα το πούνε στην κυρία»…

- Τι φτιάχνεις εκεί ρε;
- Νερόμπομπες! Να ρίξουμε στη Μαίρη!

μπουγελόφατσες - the collection (από johnblack, 03/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση σημαίνει «πάλι τα ίδια;» και εκφράζει τη δυσφορία του ομιλητή για την ολική επαναφορά ενός δυσάρεστου ή εκνευριστικού ζητήματος το οποίο είχε θεωρηθεί λήξαν.
Η φράση έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα κουκιά ήταν εξαιρετικά κοινή τροφή μέχρι και πρόσφατα στον Ελλαδικό χώρο, σε σημείο αηδίας.
Νόμιζα ότι η φράση ήταν Κρητική αλλά φαίνεται να έχει ευρύτερη διάδοση.

(Μην ξεχνάμε άλλωστε- από τις 15 Οκτωβρίου μέχρι τις 15 Νοεμβρίου - διανύουμε τον μήνα Πυανεψιώνα (πύανα = κύαμοι = κουκιά) των Αρχαίων Αθηναίων).

  1. Πάλι… κουκιά μαγειρεύουν του Τσιτουρίδη. Τη μια πλήρωσε για τη μετεγγραφή του γιου του, τώρα… φταίει για τον αδελφό του, γιατί ως δήμαρχος Νέας Χαλκηδόνας ...
    (από το....Παρόν της Κυριακής)

  2. - Συνάδελφοι, να θέσω το ζήτημα της καθαριότητας των χώρων... Νομίζω ότι αν όλοι και όλες αναλάβουμε....
    - Ω ρε Ξένια, πάλι κουκιά; Να πληρώσει ο μαλάκας ο Σπαγκάι Λάμα να έρχεται καθαρίστρια πιο συχνά, εγώ καλά καλά δε σφουγγαρίζω σπίτι μου, θα σφουγγαρίσω το γραφείο... ΧΕΣΕ ΜΑΣ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία