Επιπλέον ετικέτες

Απαντάται και ως βράχια, βράχοι. Αγγλιστί rocks. Μορφή ηρωίνης ή κοκαΐνης. Είναι κομμάτια ακανόνιστου σχήματος, που παρασκευάζονται με τη διαδικασία της συμπίεσης / πρεσαρίσματος / πατικώματος της σκόνης.

Εγχωρίως, τα βραχάκια είναι σχεδόν πλήρως ταυτισμένα με την κόκα. Όπως συνήθως συμβαίνει με τη σλανγκ των τοξικομανών, η λέξη δεν περιγράφει απλά τη μορφή του σταφ, αλλά διατηρεί και συνθηματική, ξεκαρφωτική αξία.

Τα βραχάκια παίζουν σε διάφορα μεγέθη. Από λίγα μιλιγκράμ έως κάποια γραμμάρια. Στην τελευταία περίπτωση δεν κάνουμε λόγο πλέον για βραχάκια, αλλά τουλάχιστον για βράχους. Σε ακόμη πιο χοντρές περιπτώσεις, μιλάμε για βουνά ή και παγόβουνα (που είναι και άσπρα).

Τα πιο γνωστά βραχάκια είναι τα κινέζικα, τα οποία παρασκευάζονται σε ευρωπαϊκά εργαστήρια, με βάση που έρχεται από Κίνα και Ινδονησία. Με τον όρο βάση αναφερόμαστε στο προτελευταίο στάδιο επεξεργασίας για τις σκόνες, τη συμπυκνωμένη πρώτη ύλη που σπανίως σκάει στη λιανική. Σε γενικές γραμμές η παρασκευή έχει ως εξής: σπάμε τη συμπυκνωμένη βάση με σφυρί και εν συνεχεία αναμειγνύεται με παρακεταμόλη (depon, panadol etc) και άλλες ουσίες. Το μείγμα μπαίνει στο μίξερ, μετά προστίθεται ασετόν (ξεβαφτικό για τα νύχια, παραισθησιογόνο ελαφράς μορφής) και ακολουθεί η συμπίεση σε ειδικό καλούπι. Η καθαρότητα των βράχων που προκύπτουν, κυμαίνεται γύρω στο 40-50%. Βράχια τέτοιας καθαρότητας δεν διακινούνται στις πιάτσες, όπου θα αρκεστείς σε καθαρότητα της τάξης του 20%.

Τώρα τελευταία έχουν στηθεί και εντός των συνόρων εργαστήρια κατεργασίας ναρκωτικών, καθώς οι ντήλερς φαίνεται πως σταδιακά εγκαταλείπουν την παραδοσιακή εισαγωγή έτοιμου τελικού προϊόντος από το εξωτερικό, και στρέφονται στην υποστήριξη των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων...

- Και τι έκανε νομίζεις ο Λαζόπουλος στο κότερο του Λυμπέρη; Κρατούσε τσίλιες; Βραχάκια κατάπινε. Κοκάκιας, κωλογλείφτης των εφοπλιστών, ένα αρχίδι με προτίμηση στα κρεάτινα τσιγάρα, νομίζει πως έχει το ηθικό ανάστημα να κρίνει τους πάντες και τα πάντα. Ρε ουστ!

(Εμπνευσμένο από εδώ)

σκόνη + βραχάκια (από johnblack, 20/07/09)βράχια, μπορεί και παγόβουνα (από johnblack, 20/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται για πολύ παλιά, παροπλισμένα και άχρηστα αντικείμενα (συνήθως αυτοκίνητα) , τα οποία ο ιδιοκτήτης τα παίρνει μαζί στον τάφο του αφού έχουν μικρή αξία μεταπώλησης.

Από το χάρβαλο πλοίο «Δημητρούλα» του Αγούδημου. Ενίοτε μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει και τα ονόματα «Ρομίλντα» ή «Ροδάνθη».

- Και μου πετάγεται με κόκκινο ο μπάρμπας με ένα Opel Kadet , κόντεψε να με σκοτώσει ... του φωνάζω «που πα ρε θείο με τη Δημητρούλα;;».

Δημητρούλα  (από GATZMAN, 30/04/11)Δημητρούλα μου γειά σου (από GATZMAN, 30/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νεολογισμός που σχηματίζεται από την αγγλική λέξη straight (εξελλην. στρέιτ) -> άμεσος, ευθύς, κατευθείαν, συν την κατάληξη -άδικος, και που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. (Μουσ.) Ρυθμός, ή σύνθεση, ή τρόπος παιξίματος μουσικού κομματιού (ασχέτως οργάνου) που χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και αμεσότητα κατά τη σύλληψη και την εκτέλεση, που δεν εμπεριέχει περίτεχνα ή περίεργα γυρίσματα ή σπασίματα αλλά εξελίσσεται ευθύγραμμα και χαρακτηριστικά του μουσικού ιδιώματος στο οποίο ανήκει.

Ως στρεϊτάδικος δε χαρακτηρίζεται και ο ήχος μουσικού οργάνου που δεν περιλαμβάνει επεξεργασία, αλλά που είναι άμεσος και για μία ακόμη φορά χαρακτηριστικός του εκάστοτε μουσικού ιδιώματος (βλ. και καρφί).

  1. Ως στρεϊτάδικο αποκαλείται και ο χώρος ή το μέρος στο οποίο συχνάζουν άτομα ετεροφυλοφιλικών σεξουαλικών προτιμήσεων (βλ. στρέιτ).

  2. Ως στρεϊτάδες αποκαλούνται τόσο οι ετεροφυλόφιλοι σεξουαλικά άντρες (δεν συνηθίζεται ο χαρακτηρισμός στις ετεροφυλόφιλες γυναίκες), αλλά ακόμη περισσότερο οι θιασώτες της ιδεολογίας straight-edge ή στρέιτ-ετζ, στρέιτετζ.

(Όσον αφορά το μουσικό σκέλος του ορισμού, η διαδικτυακή έρευνα δυστυχώς δεν είχε αποτελέσματα. Οποιοσδήποτε γνωρίζει και μπορεί να συνεισφέρει για την τεκμηρίωση, ας τ' αναφέρει στα σχόλια. Πάντως, ο συντάκτης του παρόντος ακούει και χρησιμοποιεί το λήμμα με τον συγκεκριμένο ορισμό εδώ και χρόνια).

  1. «Έχεις λαλήσει εντελώς», τον ρώτησε ο Mike. «Πήγες να ψωνιστείς και να παίξεις σε redneck στρεϊτάδικο; Και στο δρόμο, οδηγώντας; Θα σε σκοτώσουν ή θα σε μαντρώσουν». (Εδώ)

  2. Μπαίνω σε σεσημασμένο στρειτάδικο. Ο Μάκης επιμένει ότι πέρυσι είδε «και κάτι τρελές» και ότι «δεν χρειάζεται να κάνεις παρέλαση. Είμαι αντίθετος με τον όρο γκέι, πιστεύω σ’ αυτά που προστάζει η φύση». Μα κι αυτό, προσταγή της φύσης δεν είναι; τον ρωτάω. Επιμένει. Ο Θάνος εργάζεται σε στρατιωτική υπηρεσία: «Δεν πιστεύω γενικά στις διαδηλώσεις. Πιο αποτελεσματικό θα ήταν ένα ψήφισμα». Πώς φαίνεται το επάγγελμα! (Εκεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ε δεν φταίω εγώ που πάλι θα μιλήσω για αηδίες, η κροκοδειλίτσα το έθεσε στο ΔΠ (καλωσορίσατε κυρία μου).

Λοιπόν, το σφιχτοκούραδο είναι η πεμπτουσία ενός πολύ δύσκολου πρωινού χεσίματος. Είναι συνήθως ένα κουραδάκι τόσο δα, τύπου ποντικοκούραδο, το οποίο μετά από πολύ κόπο (δεν το πιάνει καλά ο σφιγκτήρας) βγαίνει και κάνει πλιτς, μόνο και μόνο για να μας πει «καλημέρα, έχεσες πάλι σήμερα, δεν είναι ότι έχεις πρόβλημα, απλώς δεν είναι πολλά, μπορείς να πας στη δουλειά σου».

Μπορεί όμως να είναι και μια αυτοκρατορική κουράς, σφιχτή και βαριά, απ' αυτές που πέφτουν με αντήχηση που θυμίζει ομοβροντία και κατόπιν εξαφανίζονται στο βάθος του απόπατου προτού καλά-καλά προλάβεις να σηκωθείς -κι έτσι όταν κοιτάς μέσα στη χέστρα δεν βλέπεις τίποτα.

Το σφιχτοκούραδο συνήθως μας ταλαιπωρεί πολύ. Πρώτ' απ' όλα μέχρι να φτάσει στο ορθόν, πρέπει να προηγηθεί ανάγνωση, μελέτη, γιόγκα, αυτοανάλυση, αυτοσυγκέντρωση, αυτομασάζ, αναπνοές. Θα προηγηθούν οπωσδήποτε εισαγωγικές κλανιές που ανακουφίζουν την περιοχή ώστε να μπορέσει η κουράς να πέσει. Και μόοολις ξεμυτίσει, μας έσκισε. Γιατί είναι σκληρό. Γιατί προεξέχουν διάφορα πράγματα τα οποία δεν θέλουμε να ξέρουμε τι είναι και γιατί δεν τα καλοχωνέψαμε. Γιατί πιάνει τις αιμοροΐδες μία μία και τις ξεκάνει. Γιατί οι κοιλιακοί και τα λοιπά σωθικά μας έχουν παίξει να προσπαθούν. Και μετά απ' όλο αυτό, στάζει κι ένα δάκρυ.

Αν είναι μικρούλι το σφιχτοκούραδο, απλώς γαργαλάει λιγουκάκι. Μας αφήνει όμως με την έκφραση μη ικανοποίησης στη μούρη. Ότι δεν χέσαμε καλά σήμερα.

Όλα τα παραπάνω αφορούν κυρίως τα σερνικά σφιχτοκούραδα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και θηλυκά. Στα θηλυκά, είναι σχεδόν όλες τις φορές θέμα δυσκοιλιότητας. Έχεις μαζέψει μέρες ολόκληρες και δεν μπορείς. Στα αρσενικά όμως, πολύ συχνά είναι θέμα διατροφής.

Η μπόχα του σφιχτοκούραδου είναι χαρακτηριστική. Είναι πολύ περιεκτική και κατά περίεργο τρόπο θυμίζει την μπόχα του παιδικού σκατού, ε φτάνει πια μας αηδίασες, γράψε και για τίποτ' άλλο, γράψε για την τριανταφυλλίλα, ναουμ.

- Τι σκατά έκανες τόσην ώρα εκεί μέσα σήμερα που βιάζομαι ρε πστ!
- Πάλευα με ένα σφιχτοκούραδο. Μ' έσκισε το γαμημένο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Οι σουργελέ ψηφιακές αυτοφωτογραφίες που βγάζει το κάθε λογής ανασφαλές τσόλι για να τις αποστείλει ως γυμνήματα ή να τις αναρτήσει στα φατσομπούκια και τα ινσταγκράμια εις άγραν likeιστικής ναρκισσιστικής επιβεβαίωσης του εγώ. Στην πιο ουγκ δε εκδοχή, οι αυτοφωτογραφιζόμενοι μορφάζουν δίκην πάπιας (ντάκφεϊς).

Επιστημονικές μελέτες επιβεβαιώνουν ότι η αποστολή σέλφι στην πραγματικότητα αποξενώνει τους ρόμπες-αποστολείς στα μάτια των φίλων τους.

Εκ του αγγλικάνικου selfie, που ανακηρύχτηκε λέξη της χρονιάς για το 2013 από το έγκυρο κατά τα λοιπά λεξικό τση Οξφόρδης. Σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας, Νίκο Τσιαμτσίκα;

1.
Ανεβάζεις σέλφι, το δέχομαι. Μην κανεις από μόνη σου χάσταγκ πριτι, για το θεό, ασε να το αποφασίσουν οι άλλοι.

2.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Το τέλειο σέλφι, το σέλφι το σωστό, το πρόστυχο, το έξυπνο, το ξεσηκωτικό, είναι δύσκολη ιστορία

3.
Οι φορές που ένιωσα λίγο ένας μικρός γλυκός μαϊντανός (...) Όταν προσπάθησα να βγάλω σέλφι, εμένα με φόντο τους ανεμόμυλους, έχοντας δίπλα μου άλλα 6 άτομα να κάνουν το ίδιο. Και οι 2 ήταν Κινέζοι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο στραβισμός ή αλληθωρία στα τσιτσία ή βυζιά παρατηρείται σε δύο μορφές:

  • Στον κάθετο άξονα, που είναι και η γλαφυροτέρα μορφή. Στην περίπτωση αυτή η δύσμοιρη κάτοχος του βυζοσέτ έχει ανισομερώς κρεμαστά μεμέ. Έτσι το ένα παραμένει ημιθελκτικό ενώ το άλλο φλερτάρει επικίνδυνα με τον αφαλό.
  • Στον οριζόντιο άξονα. Στην μορφή αυτή μόλις επιτύχεις το γδύσιμο της αλληθωροβύζας συνήθως γκριματσώνεσαι σαν να δοκίμασες ληγμένο ζωντανό γιαούρτι. Ήτοι θωρείς 2 ρώγες η μία να βλέπει ανατολή και η άλλη δύση με αποτέλεσμα αντί για ανάπλαση ερωτικών εικόνων στον εγκέφαλο, ανακαλείς αποσπάσματα από βιντεοσαβούρες-ταινίες του 1980 με ψευτοαλλήθωρους που συνήθως είναι και κεκέδες. Η αλληθωροβύζα έχει συνήθως αχλαδάτα στήθη δυσανάλογα με το σώμα της σε κάθε οψιόν δυσαναλογίας.

- Μην πας για μπάνιο στην παραλία γυμνιστών «της γριάς το μνι» γιατί συχνάζουν κάτι αλληθωροβύζες Γερμανίδες 50άρες τύπου Angela MerKel και θα ξενερώσεις τελείως. Θα τον ψάχνεις!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες τσιμπουκότρυπας:

Αφενός:

Η ελληνική απόδοση του glory hole, της «σήραγγας» που φέρουν τα χωρίσματα ορισμένων δημοσίων ουρητηρίων για να διευκολύνουν στην διεξαγωγή ανώνυμου στοματικού έρωτα, κυρίως μεταξύ ομοφυλοφίλων. Όπως και με την σκουληκότρυπα, η τσιμπουκότρυπα συνδέει σημεία κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι ενδιαφερόμενοι να καταλήγουν σε κάποιο προορισμό που θα ήταν πολύ πιο μακριά μέσω του συμβατικού χωρόχρονου.

Η λέξη προέκυψε από συζητήσεις επαγγελματιώνγια την μετάφραση ατάκας του Homer Simpson («We can outsmart those dolphins. Don't forget -- we invented computers, leg warmers, bendy straws, peel-and-eat shrimp, the glory hole, and the pudding cup!»).

Aφεδύο:

Χυδαιότατη περιγραφή του ανθρωπίνου στόματος. Χρησιμοποιείται κυρίως όταν θέλουμε κάποιος να το βουλώσει.

Εκ των çubuk (της πολυτελούς κεχριμπαρένιας πίπας πού κάπνιζαν οι προύχοντες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας) και τρῦπα.

1, - Οι τρύπες που υπάρχουν στις τουαλέτες σε κατεστραμμένα μπαρ της Αμερικής με σκοπό τη «γνωριμία» με το άτομο που βρίσκεται στο διπλανό καμπινέ (δεν μπορώ να το πω πιο κόσμια).
(O πιο κομψός ελληνικός ορισμός της τσιμπουκότρυπας, από εδώ)

  1. - Φτου, σκουληκοτσιμπουκότρυπα!
    (γλωσσοδέτης)

  2. - ...η φοροδιαφυγή, οι μίζες στα εξοπλιστικά και οι λοβιτούρες της Εκκλησίας μας στοιχίσαν στην τελευταία 4ετία όσο περίπου οι παροχές που τάζει ο ΣΥΡΙΖΑ για παιδεία, υγεία και περιβάλλον οπότε εθνικά υπερήφανοι πολεμόγκαβλοι ορθόδοξοι κάντε μου τη χάρη και ΒΟΥΛΩΣΤΕ ΤΗΝ ΤΣΙΜΠΟΥΚΟΤΡΥΠΑ ΣΑΣ. Είναι προκλητικό να τη λέτε εσείς στο ΣΥΡΙΖΑ για μη επαφή με την πραγματικότητα. Αφήστε να του τη λέω εγώ που τουλάχιστον τα λέω σωστά...
    (από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

''Οι κοτοπουλάδες'': Γνωστό σαντουϊτσάδικο (αλυσίδα), όπου το κρέας που χρησιμοποιούν είναι κοτόπουλο, εξ ου και η φίρμα. Από το όνομα του μαγαζιού, έφτασε να εννοούμε το ίδιο το σάντουιτς.

Πρέπει να πω πως δεν γνωρίζω αν ο όρος ακούγεται και σε άλλες περιοχές, πλην Περιστερίου (όπου έχω την εμπειρία). Δεδομένου όμως α) ότι τα μαγαζιά είναι αλυσίδα και β) το Περιστέρι καλύπτει αρκετά μεγάλο εύρος πληθυσμού όπου είναι σε χρήση αυτό, το λήμμα ισχύει τελεία και παύλα.

Σημ.: Υπάρχει, εκτός από τους ομώνυμους ''Κοτοπουλάδες'', το επίσης γνωστό ''Αυθεντικόν'', με παρόμοια προσέγγιση στο θέμα βρώσης. Συνεπώς ο όρος ''κοτοπουλάς'' πιάνει και τα δύο.

Ιστορική αναδρομή και pop culture: Τα τρία κυριότερα καταστήματα, στα δυτικά τουλάχιστον, είναι σε καίρια πόστα που έχουν βάλει το λιθαράκι τους ώστε να προκύψει και το λήμμα. Ένα είναι στην καρδιά του Μπουρναζίου, ένα πλησίον μετρό Αγ. Αντώνη (αγιαντώνη) κι ένα στην λεωφόρο Θηβών (για να πιάνει και τις πιο πάνω γειτονιές).

Ένας τυπικός / κλασσικός κοτοπουλάς περιλαμβάνει το ψωμάκι (αρκετά μεγάλο όμως), ένα σουβλάκι κοτόπουλου, πατάτα - τομάτα και από 'κει και ύστερα οτιδήποτε έγκειται στην φαντασία του εκάστοτε πελάτη.

  1. - Πάμε να χτυπήσουμε κανά κοτοπουλά ;
    - ...και δεν πάμε. Καιρό έχω να φάω....

  2. - ...μαλάκα χτες που ήμασταν έξω, ο Χρήστος έφαγε δυο κοτοπουλάδες! - Πλάκα κάνεις!!! Δεν υπάρχει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν αναφερόμαστε σε κλασικές κυριούλες αλλά ούτε και σε τσατσάδες ντέλων.

Μαντάμ αποκαλείται χαϊδευτικά από την υποκουλτούρα των ρέιβερ η μεθυλενεδιοξυμεθαμφεταμίνη (MDMA), το κύριο συστατικό του ναρκωτικού ecstasy.

- Την τελευταία φορά που έγραψα για την «μαντάμ», το mdma, μου διαμαρτυρήθηκες οτι η περιγραφή μου γύρω από το πως την ακούς με την ουσία ήταν ξερή και ελλειπής...
(εδώ)

- Οχι ρε αδερφε τι να κλάσει η μορφινη μπροστα στη «Μανταμ»;;; Το κυριο συστατικο του ecstasy ειναι και αμα το βρεις ατοφιο και καθαρο κανεις κατι trip-ακια τρομερα!!!!
(εδώ)

(από Vrastaman, 15/01/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τρυφερή απόδοση σου USB memory stick, γνωστό και ως φλασάκι.

Αρχαιόκαυλοι αγαλλιάστε, η λέξη ευθυμολογείται ως εξής: Στικάκι < stick < sticca (old English) < instigare (Λατινικό) < στίζειν(τρυπώ, μπήζω).

Χρησιμοποιείτε όμως εντελώς άφοβα και το φλασάκι < flash < flasken (πιτσιλώ) < flasconem (φιάλη) < πλέσσειν (χτυπώ).

- Σε ένα στικάκι κατατέθηκε στη Βουλή ο προϋπολογισμός του 2010. Ο Πρόεδρος της Βουλής είπε με χιούμορ δείχνοντας το «στικάκι» «Κι όμως σ’ αυτό περιέχεται ο προϋπολογισμός» και συμπλήρωσε ότι μπορούμε να το λέμε και «ψηφιακό μέσο αποθήκευσης», σημειώνοντας ότι για την πρώτη γίνεται αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στην κατάθεση του ογκώδους προϋπολογισμού, ενώ παράλληλα εξέφρασε την ευχή, να μικρύνει σύντομα, τόσο πολύ και το έλλειμμα.
(δαμέ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία