Το τρυφερό πόδι (στον κόσμο όχι του Λούκι Λουκ αλλά του Παλούκι Λουκ), το αντίθετο του κωλοπετσωμένου. Είναι δηλαδή ο φλώρος που δεν έχει εκτεθεί στην τραχύτητα και τους κινδύνους της ζωής με αποτέλεσμα τα κωλομάγουλά του να είναι υπερβολικά τρυφερά, ο βουτυρομπεμπές, ο βιτάμ σοφτ.

1. Θέρμανση ανοιχτή όλο το χρόνο; Μα, καλά, πόσο τρυφερόκωλος είσαι;

2. afta na ta vlepoun meriki triferokoli grafiades me mixani pou gkriniazoun gia na pane mia volta e8niki!

3. Το αντιλαμβάνονται αυτό οι τρυφερόκωλοι χαρτογιακάδες ;

4. Για να περάσει ένας χρόνος λιγότερος χαμηλά επειδή οι τρυφεροκώληδες της 4 δεν μπορούσαν τη Δ, μπήκαμε σε ένα επικίνδυνο μονοπάτι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σεξουαλικές σημασίες του τρώω:

  1. Όταν έχει ως αντικείμενο τον ερωμένο/η σημαίνει γαμώ. Ακριβέστερα σημαίνει το γαμήσι ως ένα κατακτητικό (ή και εξουσιαστικό) επίτευγμα ύστερα από δυσκολία ή, τουλάχιστον, μεγάλο πόθο. Γενικά, υπάρχει μια ανοικτή γραμμή επικοινωνίας μεταξύ κανιβαλισμού και σεξ, καθώς το σεξ διατηρεί αενάως κανιβαλιστικά στοιχεία, ενώ αντιστρόφως και η πράξη της τροφοληψίας είναι αρκούντως λιμπιντιάρικη. Πάντως η γενική σεξουαλική σημασία του τρώω μάλλον σημαίνει το επίτευγμα, σαν ένα γαμήσι που μετά γράφεις το όνομα της γκόμενας στο καρνέ σου, για να βελτιωθεί το τσιβί σου ένα πράμα. Ή για τους μη νάρκισσους, μια απόλυτη συγχυτική ταύτιση με το αντικείμενο του πόθου, που αναιρεί κάθε ετερότητα. Κατά μια έννοια το φάγωμα είναι το ιδανικό του σεξ, η απόλυτη ένωση/ κατάκτηση, όμως για πολλούς η ομορφιά του σεξ έγκειται ακριβώς στο ότι έχει μεγαλύτερη διατήρηση ετερότητας και μη κατάκτηση από ό,τι το φάγωμα.

  2. Ως σημαντική υποπερίπτωση του προηγουμένου το τρώω τον κώλο/κωλαράκι /κωλαρίνι/ σουφρέτο κ.τ.ό., όπου καταφέρνεις να πάρεις ως έπαθλο την δυσκολότερη οπή ύστερα από την σχετική προσμονή, προσδοκία. Σχετικό και το του τρώω το κουλούρι.

  3. Μερικά κλικ πιο κυριολεκτικά σημαίνει την αιδοιολειχία ή την πρωκτολειχία (ροδέλα). Για την αιδοιολειχία μπορεί να ειπωθεί και για να δηλώσει τον υπερβάλλοντα ζήλο ενός μουνάκια, που συμπεριφέρεται στο μουνί λες και είναι κάποιο καλό γεύμα, και παράγει υπερβολικούς ήχους, γενικά είναι κάπως λιμασμένος. Για την πρωκτολειχία, μπορεί να ειπωθεί και για να επιτείνει την ηδονjική αηδία ή την αυταπάρνηση του γλείφοντος που δεν ορρωδεί μπροστά στο ενδεχόμενο να τσιμπήσει κανά μεζέ.

  4. Όταν αντικείμενο είναι, ρωτήστε με, ρωτήστε με... - Ποιος; Αυτός! 1-0! Τότε απλά σημαίνει ότι κάποιος εγκυβώτισε τον πέοντα, ως άλλη αμοιβάδα την τροφή της.

  1. α. - Το βλέπεις αυτό το γκομενάκι που κάθεται σταυροπόδι. Το έχω φάει...

β. - Κομμένο σε βλέπω... Τι έγινε; Γαμήσαμε, γαμήσαμε;
- Άσε έφαγα ένα γκομενάκι μούρλια...

  1. Ύστερα από τόσους μήνες που με είχε στο περίμενε, τελικά χτες της έφαγα και το κωλαράκι.

3.α. Σλουρπ, σλουρπ...
- Ααα, ουυου, σιγά βρε Μήτσο, στο La Pasteria βρίσκεσαι;
(σ.ς. ο Μήτσος έτρωγε το μουνί της Λίτσας).

β. Μετά σηκώθηκε. ήρθε μου σήκωσε τα πόδια και άρχισε σαν τρελός να τρώει το κωλαράκι μου
-Τι κωλαράκι ωραίο έιναι αυτό. Μη σε νοιάζει και θα το περιποιηθώ οπως πρέπει
Μου έγλυφε τα κωλομάγουλα κσαι την τρυπούλα μου. Με σάλιοσε για τα καλά. Τότε νιώθω το ΄δακτυλο του να μπάινει αργά μέσα μου. Τι κάβλα!!!
(Από το GayWorld).

  1. Τοτός: Κυρία, κυρία, τρώγονται οι λάμπες;
    Δασκάλα: Όχι, Τοτέ, τι σε κάνει να το λες αυτό;
    Τ.: Γιατί χτες άκουσα τον μπαμπά μου να λέει στην μαμά «σβήσε την λάμπα κι έλα να την φας».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ό,τι και τα στραβώνω και τρώω στράβα, δηλαδή θυμώνω, εκνευρίζομαι, τσαντίζομαι, ώστε να στραβώνω το πρόσωπό μου, κάτι με χαλάει και μου χαλούλου ή μου χαλούμι την διάθεση. Το ρήμα τρώω δηλώνει τον απολύτως παθητικό χαρακτήρα του βιώματος που το υποκείμενο το υφίσταται εξωγενώς, όπως λ.χ. και στο τρώω φλασιά. Μιλάμε δηλαδή για μια ομηρική ψυχολογία, όπου τα αισθήματα έρχονται απ' έξω και τα τρώμε δίκην τροφής ή πούτσας. Όποιος ενδιαφέρεται για το ρήμα «τρώω» στην σλανγκ μπορεί να το αναζητήσει στο σάιτ μας για να δει πόσα πολλά αντικείμενα συντάσσονται μαζί του.

  2. Πιο ειδικά στην σεξοσλάνγκ, αναφέρεται στην περίπτωση όπου ο/η ερώμενος/-η δέχεται CIF (=Cum In Face, δηλαδή εκσπερμάτιση στο πρόσωπο), όπου ελλείψει μπαζοκόφτη τα φλόκια πάνε στα μάτια, με αποτέλεσμα ένα παροδικό στράβωμα που συνοδεύεται από το επιφώνημα το μάτι μου! Επιβεβαιώνονται έτσι οι ιατρικές θεωρίες του 19ου αιώνα που διατείνονταν ότι η μαλακία προκαλεί τύφλωση, έστω παροδική. Η δεύτερη χρήση, πάντως, δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη δικτυακώς.

Σημειωτέον ότι και στις δύο χρήσεις συνήθως είναι στον Αόριστο («έφαγα στράβωμα»), αφού την στιγμή που το τρως δεν μπορείς και να το ανακοινώσεις.

  1. - Μια χωρα με την περιφημη βελουδινη επανασταση,οταν εμεις εδω στα βαλκανια εχουμε ξεσκιστει με τις αιματοχυσιες σε καθε επανασταση και μη,οταν αυτη η χωρα εβγαλε τον Χαβελ εναν απλο θεατρικο συγγραφεα για προεδρο και με τοσους αλλους διαννοουμενους οπως ο Καφκα και Μιλαν Κουντερα,δεν μπορεις να τα ισοπεδωνεις ολα σε μια στιγμη και να λες οτι ειναι ο χειροτερος λαος,δεν ξερω τι στραβωμα εφαγες εκει.

- Το στραβωμα που εφαγα φιλε μου, το φαγαν και αλλοι ελληνες που μεναν εκει και παντρευτηκαν τσεχες! Και θυμαμαι πολυ καλα οταν μου λεγαν για το ποσο μεγαλες πουτανες ειναι και τους κοιταζα με απορια...και αισθανομουν και θυμο γιατι μιλαγαν ετσι για αυτες!!! «θελεις να γινεις ο 7ος μου λεγαν;» Και εγω πανω στον μεγαλο ερωτα που βιωνα δεν τους πιστευα ουτε χιλιοστο!! (Διάλογος εδώ).

  1. α. αφου εφαγε το στραβωμα της στο μπαρ εφυγε με το αυτοκινητο
    για μια παραλια πολυ ερημικη που τοτε πηγαινε με την παρεα της
    για να κουλαρουνε απο τα πιωματα (Αξέχαστη παρτούζα).

β. μα έφαγες το στράβωμα κι έφυγες μακριά μου,
τίποτα δεν λογάριασες και ράγισε η καρδιά μου
(Ποίηση των Μετάληρα).

γ. - Αλήθεια, τι κάνει ο Πέρι;
- Αφού έφαγε το στράβωμα από τον Πιερ έγινε πιστός οπαδός της εθνικής ιδεολογίας της yvoitrienité του Φελίξ Χουφουέ και τώρα κολλάει αφίσες με τον Ουαταρά στο Αμπιτζάν.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

-Μούνα που είναι σαχλαμούνα και σαχλοκούδουνο ή τσακλοκούδουνο, ανήκουσα στην ευρύτερη συνομοταξία της χαζομούνας. Μπορεί να λεχθεί και ως τσακλαμούνα, αλλά το ουδέτερο είναι πιο σύνηθες.

Ετυμολογία του «σαχλός»: Βλ. την ενδιαφέρουσα άποψη του Ιωάννου στο σαχλά. Κατά Μπάμπη: Αβέβαιου ετύμου. Ίσως < σαχνός = τρυφερός, αδύναμος, πρβλ. ψαχνό.
Ή < ποντιακό σαφλός < αρχαίο σαθλός = άλλος τύπος του σαθρός.

Ασίστ: allivegp.

Ατονιστης μπλόγκερ εδώ:

Ετσι περνας καλα σε ενα νησι, [σ.ς.: στην Αντίπαρο] τι να το κανω το νησι που μου θυμιζει τη ζωη που κανω και στην Αθηνα(τη σαπια), με τους μπρουκληδες - τους κάγκουρες - τα τσακλομουνα - τους βρωμοαγγλους κτλπ.
Αντιπαρος ρε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Με βάση τη σημασία που έχει το τσαρδί, όπως μας τη δίνει ο Κρεψίνης στον άλλο ορισμό, στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων, τσαρδί είναι το παρακμιακό σπίτι, ο παρακμιακός οίκος ανοχής, το ντέλο, όπου οι σεξουαλικές "υπηρεσίες" αρχίζουν από πολύ χαμηλές τιμές, ξερωγώ 10-20 γιούρια, και το σκηνικό έχει μια ανάλογη παρακμίλα, λ.χ. σοβάδες να πέφτουν από το ταβάνι, μπαζόλες εκδιδόμενες και ακόμη χειρότερες τσατσάδες, καταστάσεις που συνιστούν ακόμη περισσότερο τον ηρωισμό του μπουρδελιάρη. Καταχρηστικώς χρησιμοποιείται και για κα(υ)λύτερους οίκους ανοχής μέχρι και στούντιο.

  1. Σαφεστατα δεν το εκλαψα το 50αρικο οπως με την Μαρινα απο το ιδιο τσαρδι αλλα μολις ειδα αυτο το μαυρο δασος μπροστα μου δεν ειχα ορεξη να γαμησω!
  2. Σφαιράτος μπαίνω στο υπόγειο τσαρδί λίγο μετά τα μεσάνυχτα μπας και την πετύχω.
  3. Στο συγκεκριμένο τσαρδί η τσατσά μας λέει συνέχεια το ίδιο τροπάριο. (Όλα από μπουρδελοσάη)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι το λαρύγγι. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το τσαρούχι (<τουρκικό çarık) στη λογική ότι λέμε και η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι.

Αβέλα κανικό σήμερα το απόγευμα γιατί αβέλα κράκρα για πούλη με πρόγευμα μουτζό και βαθιά τσαρουκού για να τζασάρω τα φλόκια μου. (Από καλιαρντή κριτική στο Μπου, λίγο ντεκαλιαρντέ αφού αναφέρεται σε ηρακλωτές ντάνες).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάτσε καλά και ποδανά.

1. tsekalaka re undergound pou den goustareis fest.

2. - ΚΑΙΣΑΡΑ ΤΣΕΚΑΛΑΚΑ ΣΤΟΝ ΚΑΝΑΠΕ ΚΑΙ ΑΠΟΛΑΥΣΕ ΤΟ ΕΡΥΘΡΟΛΕΥΚΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΔΟΞΑΣ-ΠΑΘΟΥΣ-ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ-ΤΙΜΗΣ-ΚΑΙ ΚΑΙ ΚΑΙ ΚΑΙ...........................................
- ΚΑΛΑ ΕΛΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΣΤΟ PC ΝΑ ΣΕ ΑΛΛΑΞΩ ΤΑ ΠΡΕΚΙΑ ΓΑΤΑΚΙ

(από Khan, 10/11/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Πολλοί το εκλαμβάνουν ως ένα χαριτωμένο έως γουτσιστικό επιφώνημα, όπως το τσα!, το γιούπι κι έτσι. Όμως οι παροικούντες την Σλανγκουσαλήμ γνωρίζουν ότι προέρχεται από την τσίκα (δες το λήμμα του Βίκαρ για ετυμολογίες), δηλαδή το «επεξεργασμένο, «ψημένο» μαύρο». Οπότε τσικαμπούμ < τσίκα + μπουμ, = το σκάσιμο του μπάφου, χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει.

Έχει γίνει διάσημο από το άσμα του Γ. Κούτρα σε μουσική Γ. Γιοκαρίνη, στίχους Σ. Μπουλά με τον τιραμισουρεαλιστικότατο στίχο «στο παράλογο το ρίχνεις του Ιονέσκο, χτες αγόραζες καρτούλες της Ουνέσκο».

Πηγή: Τζόνι Μπλακ.

Το Άσμα.

Το βραδάκι παντελόνι κολλητό φοράω
στο κουδούνι σου το χέρι μου κολλάω
το Garelli μας κοιτάζω και θυμώνω
μια εφτάμησι yamaha ζαχαρώνω

Σου την πέσανε προχτές πάλι στην παμπ
και εσύ το 'παιζες ως άνετη και βαμπ
είμαι πρίγκιπας και μην ξεχνάς Μαρία
πριν δυο μήνες πασατέμπο και πορεία

Τσικαμπούμ, και όλα γυρίζουν στο κεφάλι μου
τσικαμπούμ, και μου την πέφτεις μεσ' τη ζάλη μου
τσικαμπούμ, θα βελτιώσω τα στιχάκια μου
τσικαμπούμ, πήραν φωτιά τα μηχανάκια μου

Στο παράλογο το ρίχνεις του Ιονέσκο
χτες αγόραζες καρτούλες της Unesco
όρους θέτεις πια με ύφος σοβαρόν
μα όλα τούτα ρουφηχθέντων των μπυρών

τσικαμπούμ και εγώ την έπεσα στην Βίκυ
σου την έφερα ρε κάλπικο ραδίκι
έχω γκόμενα με δυάρι προς το στάδιο
που έχει Φίατ πέρσοναλ με ράδιο

Τσικαμπούμ...

Fiat personal (από MXΣ, 14/01/10)Garelli KL50 5V του 1976 (από MXΣ, 14/01/10)Τσίκα Τσίκα Μπουμ - τι ήθελε να πει ο ποιητής; (από poniroskylo, 15/01/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τσίκεν ή τσίκεν γκέιμ είναι ένα παιχνίδι όπου δύο οδηγοί κατευθύνουν τα οχήματά τους ο ένας πάνω στον άλλο προς μία σύγκρουση. Ο ένας από τους δύο θα πρέπει να στρίψει, αλλιώς θα συγκρουστούν και θα σκοτωθούν ή έστω χτυπήσουν άσχημα και οι δύο. Όμως αν τελικά ο ένας κ(ι)οτέψει και στρίψει, σώζοντας τη ζωή και των δύο θα στιγματιστεί ως τσίκεν (=κοτόπουλο στα αγγλικά), δηλαδή ως κότα, ως κλασομέντας, ως δειλός και θα θεωρηθεί ότι έχασε το παιχνίδι και την πρόκληση. Για περισσότερα, δες στη Βικούλα. (Ίσως και να λανθάνει υπαινιγμός στις κοκορομαχίες, αν και πιθανότερος φαίνεται ο υπαινιγμός στο κοτόπουλο ως μεταφορά για τον δειλό άνθρωπο).

Από το παιχνίδι αυτό μεταξύ οχημάτων, το τσίκεν έχει περάσει στη θεωρία παιγνίων, όπου έχει αναλυθεί και μαθηματικώς (βλ. εδώ και εδώ), καθώς και σε εφαρμογές της στην οικονομία και την πολιτική. Δύο παραδείγματα μεταξύ πολλών είναι: Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών μεταξύ Η.Π.Α. και Ε.Σ.Σ.Δ., με πιθανή κατάληξη την καταστροφή όλου του πλανήτη (η οποία προς το παρόν ευτυχώς αποφεύχθηκε). Προσφάτως, τη διαπραγμάτευση στην Ευρωζώνη, μεταξύ ισχυρών χωρών, όπως η Γερμανία, και της αδύναμης Ελλάδας, όπου όμως υπήρχε η εντύπωση ότι αν η Ελλάδα εγκατέλειπε την Ευρωζώνη, η ίδια μεν θα καταστρεφόταν, αλλά ενεδέχετο να συμπαρασύρει σε καταστροφικές συνέπειες και την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Το ιδιότυπο αυτό τσίκεν φαίνεται ότι προσπάθησε να παιχτεί από τον σενσέι της θεωρίας παιγνίων Γιάνη Βαρουφάκη, ο οποίος φιλοδόξησε να βαρουφακήσει ή βαρουfuckήσει τους ισχυρούς της Ευρωζώνης πλην μάλλον με τον κώλο. Σημειωτέον πάντως ότι το ασύμμετρο τσίκεν όπου λ.χ. ο ένας οδηγός έχει τριαξονική νταλίκα και ο άλλος οδηγός Fiat Punto (πού ν' το;) είναι μία από τις πιθανές μορφές τσίκεν, καθώς ο αδύναμος οδηγός ευελπιστεί ότι ναι μεν ο ίδιος θα κινδυνεύσει να καταστραφεί ολοσχερώς, πλην όμως αν κάνει την καμικαζιά, μπορεί να κιοτέψει ο ισχυρός φοβούμενος τις έστω μικρές ζημιές που μπορεί να του επισυμβούν. Βεβαίως το ασύμμετρο τσίκεν μπορεί να αποβεί μονομερώς καταστροφικό για τον αδύναμο.

  1. Δηλαδή δεν βλεφάρισαν οι Γερμανοί στο τσίκεν γκέιμ του Γιάνη; Ποιος να το φανταζότανε. (Από το Τουίτερ).
  2. Επικοινωνιακό τσίκεν γκέιμ, μήπως φοβηθούν και παζαρέψουμε τίποτα ευρώ απ' τους κουτόφραγκους, γιατί τον Πούτιν κότσο δεν μπορεί να τον πιάσει ένας Τσίπρας. Σχόλιο: τα μόνα τσίκεν εδώ είναι όσοι νομίζουν ότι "οι κουτόφραγκοι" δεν καταλαβαίνουν την ανούσια μπλόφα του Τσίπρα. Πρέπει να είναι πολύ μπουνταλάδες οι "οι κουτόφραγκοι" για να μην κατάλαβαν ότι ο Πούτιν είπε νιετ σε δανεισμό της Ελλάδος, είπε νιετ σε αγορά ελληνικών ομολόγων, είπε νιετ σε αγορά αγοτικών προϊόντων, η δήθεν συμφωνία για αγωγό είναι άνευ αξίας, και ο Λαφαζάνης θα περιμένει του Αγίου Ποτέ να εισπράξει τα €5 δισ. (Πχόρουμ).
  3. Επειδή η κατάσταση που ζούμε δεν είναι λιτότητα για να σωθεί η χώρα αλλά τσίκεν γκέιμ για να τα τσεπώνουν οι τραπεζίτες. (Αλλού στο Διαδίκτυο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ των Τσικνοπέμπτη και Μεγάλη Παρασκευή με λίγο από Κυριακή του Πάσχα. Ήθος και έθιμο αντιεξουσιαστών, οι οποίοι σουβλίζουν αρνί και τρώνε τα λοιπά κρεατικά, λ.χ. κοκορέτσια κ.τ.ό., όχι την Κυριακή του Πάσχα μετά την Σαρακοστή ή την Τσικνοπέμπτη πριν, αλλά κατά την Μεγάλη Παρασκευή που αποτελεί την μεγαλύτερη νηστεία στην χριστιανική παράδοση. Προφ θέλουν να αποδομήσουν έτσι την διάκριση νηστίσιμου και αρτύσιμου, την οποία αντιλαμβάνονται ως καθεστωτική. Η Τσικνοπαρασκευή γιορτάζεται δίκην λαϊκού πανηγυριού σε αντιεξουσιαστικούς χώρους πέριξ της Πλατείας Εξαρχείων και σε διάφορους άλλους χώρους που τελούν υπό κατάληψη από αντιεξουσιαστές καθιστάμενη στοιχείο της αναρχικής κουλτούρας.

Βεβαίως, υπάρχει και η πιο δόκιμη Τσικνοπαρασκευή, δηλαδή η Παρασκευή αμέσως μετά την Τσικνοπέμπτη, την οποία πολλοί επιλέγουν για τσίκνισμα, καθώς είναι πιο βολικό. Ωστόσο, δεν μας απασχολεί αυτή, και εξάλλου ούτε αυτή είναι απολύτως δόκιμη, καθώς δεν προβλέπεται από την παράδοση, αλλά γίνεται για λόγους ευκολίας, όπως η γαμοβάπτιση. Επίσης, στον γούγλη δίνεται κι άλλη μια σημασία: Δηλώνει κάποιον που δεν τρώει μόνο την Τσικνοπέμπτη τον αγλέουρα αλλά κάθε μέρα. Κάθε μέρα Τσικνοπέμπτη δηλαδή, σαν τον Πάγκαλο ένα πράμα. Τέλος, είναι ευνόητο ότι ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από άλλους αντιχριστιανούς με διάθεση βλασφημίας, και επέκεινα της αναρχικής κουλτούρας.

Πάσα: Χαλικούτης.

  1. - Καλή Τσικνοπαρασκευή σύντροφε! Σου έχω φυλάξει ένα κοκορέτσι μούρλια!

  2. Την τσικνοπαρασκευη ΒΛΑΣΦΗΜΟΥΜΕ ΤΑ ΘΕΙΑ! Λαϊκό Γλέντι και συντροφική κουζίνα με ψητά στην κατάληψη Ματσάγγου για την οικονομική ενίσχυση συντρόφων της υπόθεσης εμπρησμού σπιτιού στον αϊ Λαυρεντη. Φέρνουμε ο,τι μπορούμε από ξύδια και φαϊ.... (Σ.ς. Εδώ μάλλον εννοείται η δόκιμη Τσικνοπαρασκευή και όχι η Μεγάλη Παρασκευή).

  3. Τσικνοπαρασκευή. Για μερικούς όλες οι μέρες είναι Τσικνοπέμπτη! (Εδώ).

(από Khan, 11/03/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία