Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Εκτός από την σχετικά κυριολεκτική σημασία, δηλαδή παύω να τελώ εν καύληι, για τους άντρες εν στύσει, είτε μετά την ευτυχή εκπλήρωση της καύλας μου, είτε απλώς λόγω ξενερώματος και υπερβολικής αναμουνής πρβλ. στο ξεκαύλωτο, έχει και μια λίγο πιο ιδιαίτερη σημασία: επιδίδομαι σε μία από τις ποικίλες μετουσιώσεις και μεταρσιώσεις της καύλας, με συμπεριφορά παρορμητική, λιγούρικη, κουτουρατζίδικη, εφηβική.

Όταν λέμε μετουσιώσεις και μεταρσιώσεις της καύλας εννοούμε τα γνωστά, μηχανάκια, αυτοκίνητα, κυνήγι, όπλα, πολεμικές τέχνες, ακροδεξιές οργανώσεις ή αντίθετα ακτιβιστικές διαδηλώσεις με έφεση στο μπάχαλο, λήμματα στο σλανγκρ, το να γράφεις με bold αντί για italics Η ΜΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ, υπογεγραμμένα ή παραγεγραμμένα ιώτα μπαγαποντοδοτικά κουλούρια, γράψιμο ποίησης, ζωγραφική, μουσική, γλύψιμο και ταλιμπάν.

Συνήθως λέγεται με συγκατάβαση προς τον ξεκαυλούμενο, στο στυλ «άστον να ξεκαυλώσει λίγο με το τάδε», και εννοούμε ότι θα μπορούσε να κάνει και κάτι πιο επικίνδυνο, ή να τον βαρέσει η μαλακία στο κεφάλι. Όχι ότι δεν είναι επικίνδυνο και το να ξεκαυλώνεις με τα παραπάνω. Μέχρι και να καταστρέψεις την ελληνική γλώσσα μπορείς...

Επίσης, μπορεί να ειπωθεί ως υποτιμητική γείωση για αυτόν στον οποίο αναφέρεται. Ενώ δηλαδή ο δράστης μιας από τις παραπάνω δραστηριότητες μπορεί να είναι υπερήφανος γι' αυτήν, χρησιμοποιώντας την έκφραση «ξεκαυλώνω» την θεωρούμε ως υποκατάστατο σεξουαλικής στέρησης, εν ολίγοις ως ισοδύναμη με εκτονωτικό αυνανισμό.

  1. Και ακούστε και αυτό: φίλος, 34 ετών, είναι κάτοχος F430, Μ5, Ζ8, Ζ1, Μ3, 996 turbo και όταν θέλει να ξεκαυλώσει πάει Μέγαρα ή Σέρρες (εδώ)

  2. Απο το να ξεκαβλώσε με ένα παπί ή με το αμάξι του μπαμπά καλύτερα να ξεκαβλώσει με ώρες προπόνησης kick boxing που είναι πολύ πιο ασφαλείς (κάπου εδώ)

  3. Εγω παλι θεωρω οτι οποιος λεει οτι ξερει παπου προς παπου το αίμα του και την καθαρότητα του ειναι μαλλον ψευτης ή ρατσιστης εθνικαρος και ελληναρας που να παει να οργανωθει στην Χρυση Αυγη το συντομοτερον δυνατον μπας και ξεκαυλωσει...
    (εδώ)

  4. 1η κιθάρα θέλει να πάρει το παλικάρι να ξεκαυλώσει και του λες να παίξει jazz;
    (εδώ)

  5. Καμιά φορά περιπρισμένος αριθμός αντιεξουσιαστών την πέφτει στα ΜΑΤ για να ξεκαυλώσει. Η υπόλοιπη πορεία διαδηλώνει ειρηνικα (εδώ)

serious delirium (από jesus, 22/11/10)(από Khan, 12/02/15)

βλ. και ξεχαρμανιάζω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πολυχρηστικός όρος που αποτελεί τον κοινό παρονομαστή σε πλειάδα παρεμφερών αργκοτικών εκφράσεων. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα ράμματα παραπέμπουν στην ξεσκισμένη κωλοτρυπίδα που έχει επειγόντως τη χρεία τους.

  1. Πήγα για ράμματα = έφαγα ήττα, έπαθα νίλα, τον ήπια. Λέγεται κατά κανόνα εκ των υστέρων. Αν π.χ. μια γκόμενα σου ρίξει άκυρο ή σε σχολάσει, τότε μπορούμε να πούμε -αναλόγως και τη σοβαρότητα της κατάστασης- ότι είσαι για να πας να κάνεις ράμματα, ή ότι σ' έστειλε για ράμματα.

  2. Θα σου κάνω / θα σε στείλω για ράμματα. Βαρύτατη απειλή που αντικαθιστά το τετριμμένον «θα σε γαμήσω». Καθώς δεν εμπεριέχει κάποια αμέσως υβριστικήν λέξιν, η απειλή καθίσταται πιο υποδόρια και, υπό προϋποθέσεις, περισσότερο σοβαρή. Εκτεταμένη βερσιόν της, είναι και το υπό του hodja αναρτηθέν έχω ράμματα για τη σούφρα σου. Στην τελευταία περίπτωση, φρονώ πως η απειλή πάλιν αποδυναμώνεται εξαιτίας της αμέσου αναφοράς εις την ροδέλα και του μακροσκελούς της εκφράσεως, πράγματα που την φέρουν εγγύτερα στη σφαίρα της γραφικότητος.

  3. Θα σου κάνω / θα σε στείλω για ράμματα. Φαινομενικώς όμοια με την προηγούμενη, λέγεται υπό εξημμένου τινός αρσενικού προς το αντικείμενο του πόθου του (γυναίκα ή πούστη). Το εν λόγω σερνικόν διαφημίζει ούτως τας σεξουαλικάς του επιδόσεις (αντοχή, τεχνική, μέγεθος φαλλού κλπ), προϊδεάζοντας τον/την σύνευνόν του περί των σεισμικών δονήσεων που θα επακολουθήσουν. Εις ιστορικόν χρόνον, χρησιμοποιείται μεταξύ επιβητόρων προς κομπασμόν.

- Άσε, χτες είχαμε νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου με τη Μαιρούλα. Μιλάμε πως δεν τη γάμησα απλά, την έστειλα για ράμματα.

  1. Της Παναγιάς τα ράμματα. Εξαιρετικά βλάσφημη βερσιόν του ανώδυνου «της Παναγιάς τα μάτια», η οποία θα άξιζε ίσως να τύχει αυτοτελούς πραγμάτευσης. Τα όμματα (μάτια) ευκόλως τρέπονται εν τη ρύμη του λόγου εις ράμματα. Χρησιμοποιείται όπως ακριβώς και το γνωστό, ως κατακλείδα δλδ προτάσεων που απαριθμούν τα μέρη ενός συνόλου.

- Και σκάω που λες στα έβερεστ και χτυπάω ένα τοστάκι με τα πάντα όλα μέσα: τυρί, μπιφτέκι, λουκάνικο, ομελέτα, μπέϊκον, τηγανητές, ρώσικη, τυροκαυτερή, της παναγιάς τα ράμματα να πούμε!!

Σε ακόμη πιο καμμένες καταστάσεις, προσκολλάται ως πασπαρτού στο τέλος μιας οποιασδήποτε άσχετης φράσης. Το υπονοούμενο είναι grosso modo και εν συντομία το εξής: η Παναγία ήταν παρθένα από μπρος (άμωμος σύλληψις κλπ) τίποτα όμως δεν την εμπόδιζε να τον τρώει από πίσω...

- Την τράβηξα στο διάλειμμα στις τουαλέτες του 3ου, μου τον πήρε στο στόμα και στο καπάκι της τον φόρεσα, της παναγιάς τα ράμματα, τι να σου λέω τώρα!

Σ.ς.: Κατ' άλλη άποψη πρόκειται για τα ράμματα από την παρθενοραφή που χρειάστηκε να κάνει μετά το ξεπέταγμα του θείου βρέφους. Η ερμηνεία αυτή είναι και η μόνη πραγματικά βλάσφημη, καθότι αρνείται το θεμελιώδες δόγμα της Θείας Ενσάρκωσης. Αποτελεί εμμέσως μια θεολογική θέση κι όχι ένα απλό χοντροκομμένο αστείο.

  1. - Μαλάκα μου τι παλούκια θέματα ήταν αυτά που έβαλε στα Λατινικά; Πήγαμε για ράμματα, κανονικά όμως.

  2. - Φιλαράκι, ακόμα μια φορά να κάνεις πως κοιτάς τη γκόμενά μου και θα σε στείλω για ράμματα.

  3. - Μωρό μου, όλες αυτές τις μέρες που λείπεις ούτε μαλακία δεν έχω τραβήξει, τα φυλάω όλα τα φλόκια για πάρτη σου. Και στο λέω να το ξέρεις, πως όταν βρεθούμε, σε βλέπω να πηγαίνεις για ράμματα απ' τον πούτσο που θα σου ρίξω.

  4. - Το 'χω κάνει τούμπανο το αμαξάκι, τι αεροτομή του 'χω χώσει, τι φιμάτα τζάμια, τι εξάτμιση, τι ζάντες 18άρες. Της παναγιάς τα ράμματα του 'χω ρίξει απάνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε συμπλήρωση των ορισμών για τη λέξη «τούφα», προσθέτω χωριστά την σημασία «μουνί», καθότι έχει αναφερθεί μόνο σε σχόλια άλλων ορισμών για τη λέξη.

Χρησιμοποιώ τον ορισμό του Αίαντα:

Τὸ «μουνὶ» σχετίζεται ἀπόλυτα καὶ διαχρονικὰ μὲ τὴν ἔννοια «τοῦφα», ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν προσφάτως ἀνακαλυφθεῖσα ἐτυμολογία του (μουνί (σγχρ.) < μνίον (μεσ.) < μνοῦς (ἀττ.) < χνοῦς (ἀττ.) < ....), ὑπὸ τὴν προϋπόθεσι νὰ εἶναι natutel, μὲ τὴ φοῦντα του. Σὲ τριχοφοβικὲς μουνοκαταστάσεις εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ βροῦμε ἄλλες λέξεις, πχ βερύκοκο (Ἐμπειρῖκος). Σὲ ἐνδιάμεσες καταστάσεις ὅμως, πχ Brasilian κλπ, θὰ δοκιμασθῇ πράγματι ἡ λεξιπλαστική μας ἱκανότης. Ἐμπρός, σλάγκαρχοι! Ἰδοῦ πεδίον δόξης λαμπρόν.

Επιπροσθέτως έχω να δηλώσω ότι, προφ, λέγεται «τούφα» καθότι είναι τούφα, είναι δηλαδή μια πυκνή συστάδα από τρίχες, η οποία ξεπροβάλλει στα καλά καθούμενα μες τη μέση ενός άτριχου μέρους του σώματος. Γι' αυτό και το λέμε για την γυναικεία και όχι για την αντρική αντίστοιχη περιοχή: ο άντρας έχει παντού εκεί τριγύρω τρίχα, άρα η έντονη τριχοφυΐα της περιοχής εμφανίζεται με fade in και όχι απότομα, δεν είναι τούφα δηλαδή.

Παραδόξως δεν το λέμε για τις τρίχες της μασχάλης.

Κάτι αντίστοιχο είναι το γαλλικό gazon. Το οποίο για όλα φταίει, παλιά ιστορία.

- Μη μου το ξαναπείς τούφα, χωρίσαμε!

η γνωστότερη τούφα έβερ (από ironick, 20/12/09)(από rigo21, 21/12/09)Όλα τα στυλάκια, διαλjέχτε. (από Galadriel, 22/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έλα τώρα που δεν ξέρετε...

Μόνο ένα πουλί κατεβάζει γάλα!

- Αχ, έλα στον οντά μου βρε Μυρτώ μου, να σε ποτίζω ολημερίς και του πουλιού το γάλα!
- Αχ κύριε Βίκτωρα, είστε τόσο γαλα-ντόμος!

όλα γίνονται! (από BuBis, 21/05/09)Tesco και του πουλιού του γάλα, -logo fail. (από Khan, 27/10/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημ. συντάκτριας: ομολογώ ότι το πορνό δεν το κατέχω διόλου, μου φάνηκε προκλητικό για διερεύνηση όμως (επειδή). Σο, το 'ψαξα, έπαθα μια μόρφωση, και παραθέτω συνοπτικά τα ευρήματα από το research στο διαδίκτυο, με τις κυριότερες πηγές σε links.

Προέλευση:
Η έκφραση έγινε διάσημη από τον Κώστα Γκουσγκούνη, ο οποίος είναι ένας ζωντανός μύθοςτου ελληνικού πορνό (λέει), τέλος πάντων το όνομά του το ξέρουν και οι πέτρες. Πειστήριο - media 1.

Μια σπουδαία ελληνική ταινία πορνό του 1984 (ένα αριστούργημα του είδους σύμφωνα με τους επαΐοντες των σχετικών fora) , στην οποία όμως δεν συμμετέχει ο Γκουσγκούνης, να το διευκρινίσουμε αυτό, έχει τον τίτλο «Σκύψε ευλογημένη», με υπότιτλο «τα πιο ωραία και ευλογημένα Ελληνικά σκυψίματα». Η υπόθεση αυτής περίφημη «2 λεσβίες μεταβαίνουν σε ένα χωριό παριστάνοντας τις καλλιτέχνιδες με σκοπό να ανακαλύψουν το αρχαίο άγαλμα του γυμνού έρωτα. Στο μεταξύ «ζευγαρώνουν¨με ένα βοσκό (Παύλος Καρανικόλας) και παραλίγο με το λυκόσκυλο του! Το άγαλμα βρίσκουν στο οργιώδες φινάλε της ταινίας στη σπηλιά ενός βοσκού (ο cult αστέρας Νότης Πιτσιλός).» Πειστήριο - media 2.

Συνοψίζοντας δηλαδή το «σκύψε ευλογημένη» είναι μια έκφραση που καθιερώθηκε μέσω του Ελληνικού πορνό των 70s-80s.

Χρήση στην καθομιλουμένη
1. Ο παπάς τελεί Ευχέλαιο. Οι πιστοί προσκυνούν και, όπως προβλέπεται, σκύβουν. Άμα καμία κάθεται σαν το κούτσουρο γιατί δεν έχει πάει ποτέ στην εκκλησία η γαϊδούρα και δεν ξέρει από αυτά, δεν θεωρείται κακό για τον παπά να της πει την περίφημη φράση, «σκύψε ευλογημένη», για να κάνει την δουλειά του ο άνθρωπος, να πάρει τα φράγκα και να φύγει μια ώρα αρχύτερα. (Παράδειγμα 1)

Κατηγορίες για κατάχρηση εξουσίας σε αυτό τον τομέα έχουν διατυπωθεί, αδίκως όπως αποδείχθηκε σε κάποιες περιπτώσεις, γιατί λέει ότι υπήρξαν παπάδες που απαιτούσαν από τις πιστές, εκτός από το πετραχήλι, να παίρνουν και πίπες. Αίσχος, ντροπή και όνειδος για όλα τα ρεμάλια του κερατά που διαδίδουν τέτοιες φήμες για τους εκπροσώπους του ιερατικού σώματος, φτου φτου πίσω μου σε έχω σατανά. (Παράδειγμα 2)

  1. Άμα ο ομιλητής δεν είναι παπάς, αυτό που υπονοείται (με σαφήνεια όμως) στην φράση είναι «σκύψε να σε γαμήσω / να μου πάρεις μια πίπα». Συναφείς εκφράσεις προστακτικής: «πιάσε μου τα αρχίδια», «βάλτον στο στόμα σου» κ.λπ., που όμως είναι εντελώς προχώ με την κακή την έννοια - ενώ στην περίπτωση της φράσεως ενδιαφέροντός μας, ο χαρακτηρισμός «ευλογημένη» δίνει έναν τόνο ευλάβειας και σεβασμού, που απαλύνει το άγριο του πράγματος.

Σε αυτή την περίπτωση, η χρήση της φράσης από τον μη-παπά (στο εξής θα αναφέρεται ως «υποκείμενο») είναι δίκοπο μαχαίρι, κυρίως όταν πρόκειται για κυρία / κύριο (στο εξής θα αναφέρεται ως «αντικείμενο») με την / τον οποίο δεν υπάρχει σεξουαλικό προηγούμενο, γιατί υπάρχουν δύο πιθανά επακόλουθα:

Θετικό επακόλουθο: Το αντικείμενο είναι πρόθυμο - το αποτέλεσμα της φράσης μπορεί να είναι από βολικό μέχρι ευχάριστο. Πού να σκέφτεται τώρα τι θέλει αυτός για να τον ικανοποιήσει, το λέει από μόνος του και ξεμπερδεύει το πράμα, σκύβει λοιπόν το αντικείμενο και προσφέρει την επιθυμητή ικανοποίηση χωρίς πολύ σκέψη. (Παράδειγμα 3)

Αρνητικό επακόλουθο: το αντικείμενο έχει ρομαντική διάθεση, είναι γλυκό και τρυφερό και θέλει στοργή και προδέρμ για να λειτουργήσει - η φράση αυτή (όπως και οι άλλες προστακτικές) μπορεί να αποτελέσει μεγάλο ξενέρωμα, so, παίζει να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια. Σε αυτή την περίπτωση το υποκείμενο μένει με την ψωλή στο χέρι να της δίνει διαταγές και αυτή να υπακούει κι άλλη φορά να μάθει να σέβεται και να είναι πιο διακριτικό, άιντε. Παράδειγμα 4.

  1. Η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε έναν διάλογο εκδηλώνοντας περιφρόνηση για το υποκείμενο (παράδειγμα 5) ή το αντικείμενο (Παράδειγμα 6)

Ασίστ: paparas

Παράδειγμα 1
-Πάτερ μου την ευλογία σας.
-Σκύψε ευλογημένη.

Παράδειγμα 2
ΠΙΣΤΕΥΕ ΚΑΙ ΜΗ ΕΡΕΥΝΑ Ή ΣΚΥΨΕ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ
Έχω κάτι προβλήματα με μερικές πιστές που δεν επιθυμούσι όπως ευλογηθούν με τον πρέποντα τρόπον. Τι ποιώ τέκνο μου;
+О КЕФТЕС ГАР ВАРУС+
...Κι εσύ Πάτερ μου... Μήπως τους δείχνεις κατ' ευθείαν την αγιαστούρα σου, και σκιάζονται; Δεν αφήνεις να σκύψουν πρώτα (για να δεχτούν την ευλογία πάντα) και μετά σιγά σιγά και με το μαλάκό, να περάσεις στο παρασύνθημα; (από blog)

Παράδειγμα 3
-Σούλαμε τρελαίνεις, καμιά δεν με καυλώνει όπως εσύ όταν μου κάνεις γούστα.
-Μιλάς με γρίφους Σταύρο μου. Τί θες να κάνω Αντρούτσο μου;
-Σκύψε ευλογημένη!!!
-μμμμ (σλουρπ, γλυψ)

Παράδειγμα 4
-Έλα μωρέ Κώσταααα (μούτρωμα)... Πάλι με σουβλάκια ήρθες; Ο Αντρέας της Μαρίας λουλούδια της φέρνει, αυτός είναι τζέντλεμαν...
-Άσε με βρε Ελένη τώρα, τί με πρήζεις με τα χαζά του σκατόφλωρου, αφού ξέρεις πόσο σ' αγαπάω (χάδι στο κεφαλάκι της Ελένης)
-(σύντομος δισταγμός...) Άντε, τέλος πάντων, δεν θέλω να τσακωνόμαστε... (χάδι στο κεφάλι του Κώστα). Τί να κάνω για να φιλιώσουμε;
-(λάμπει ξαφνικά το πρόσωπό του) Άντε επιτέλους! Νόμιζα ότι δεν θα ρώταγες ποτέ! Σκύψε ευλογημένη!!! (το χάδι στο κεφαλάκι της Ελένης γίνεται πίεση προς τα κάτω)
-(έκρηξη) Ε, άντε γαμήσουρε Κώστα, είσαι και πολύ μαλάκας τελικά!
(ζμπάμ πόρτα)

Παράδειγμα 5
-Το αφεντικό με έχει πεθάνει ρε, ούτε ξέρει τι ζητάει, μόνο «σκύψε ευλογημένη» δεν έχω ακούσει ακόμα εδώ μέσα και μου φαίνεται δεν αργεί κι αυτό, άει σιχτίριμε τον μαλάκα, αύριο θα παραιτηθώ.

Παράδειγμα 6
ΣΚΥΨΕ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ έλεγε ο Γκουζγκούνης. Σκύψε Ελληνάρα λεω εγώ. Αφού σ' αρέσει, πρόβλημά σου. Δικός σου είναι ο κώλος οτι θες τον κάνεις.. (από blog)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο αμφιφυλόφιλος, ο αρεσκόμενος τόσο να τον «δίνει» όσο και να τον «παίρνει», (με άτομα του ίδιου φύλου, βεβαίως-βεβαίως!).

Στην καθομιλουμένη, κάτι χειρότερο από τον πούστη, υπό την έννοια ότι ο ένας έχει προκαθορισμένα «γούστα», ενώ ο άλλος είναι «απρόβλεπτος».

  1. - Ωχουουου!!!! Άσε με που μου αναφέρεις αυτόν τον μπινέ.

  2. - Ξέρεις τι μπινές είναι αυτός... Μακριά!

Ἀλφρέδος Μπινές (από aias.ath, 03/12/09)Mr Bin (από aias.ath, 05/12/09)Mr Ibn (από aias.ath, 05/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τί να λέμε τώρα; Η έκφραση αποτελεί ακανθωδέστατη μεσογειακή δοξασία, που κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, σηκώνει όχι σεντόνι, αλλά πάπλωμα...

Τέλος πάντων, απηχεί αταβιστική αντίληψη, σύμφωνα με την οποίαν η γυναικεία παρθενία (όχι μόνον η σωματική) δεν έγκειται στην διάτρηση του υμένα, (δύναται πλέον να απολεσθεί και με ταμπόν). Κυρίως οι βυζαντινοί κι οι Οθωμανοί δεν έπαψαν στιγμή να επιδίδονται στο σοδομισμό. Παρ’ όλα αυτά, η λύσσα απάντων των μεσογειακών λαών για τον ορθό, έχει και κάποιες πρακτικές εκφάνσεις.


Παρθενία

Τα αυστηρότατα ήθη των Ελλήνων, των Αράβων, των Εβραίων, των Ιταλιωτών, των Ιβήρων κλπ, ουδέποτε επέτρεψαν στη γυναίκα το παραμικρό κοινωνικό ατόπημα. Η γυναικεία παρθενία υπήρξε το πρώτιστο μέλημα της ανδροκρατούμενης κοινωνίας μέχρι πολύ πρόσφατα στην ευρωπαϊκή Μεσόγειο (με μικρούς επίμονους θύλακες π.χ. Σικελία, Ανδαλουσία, Κρήτη κλπ) και εξακολουθεί να υφίσταται στο νότιο και ανατολικό όριό της μέχρι και σήμερα.

Εν Ελλάδι, επεδείκνυαν (σε διάφορα χωριά) το αιματοβαμμένο σεντόνι δημοσία, εν είδει ius primae noctis, μέχρι και πριν καμιά 30αριά χρόνια (βλ. «Στον Αστερισμό της Παρθένου»). Η «φιλημένη» κορασίδα, που ήταν αυτόχρημα και ατιμασμένη, ελάχιστες ελπίδες διατηρούσε να στεφανωθεί (εκτός βέβαια κι αν είχε γενναία προίκα)...

Η συντριπτική πλειοψηφία των παλιών ελληνικών ταινιών (μιλάμε για το 90%), υπήγαγε υποχρεωτικά το (απαραίτητο για να δέσει η σάλτσα του σεναρίου) ειδύλλιο στο κατώφλι κάποιας εκκλησίας, πριν να πέσει η μακέτα «Τέλος». Ούτω πως, οι επίδοξοι γαμιάδες άνδρες, αλληλοταλαιπωρούνταν από τους περιορισμούς, που είχαν θέσει άλλοι άνδρες στις θυγατέρες και στις αδερφές τους, το οποίο ισχύει με διάφορους τρόπους και σήμερα ακόμη και εν Αθήναις, όπως ορθότατα (!) το έθεσαν τα Ημισκούμπρια στον «Κύρη του Σπιτιού». Έτσι, δεν απέμενε στα ζευγαράκια, παρά η ερζάτς προγαμιαία συνεύρεση (μπαλαμούτι / χαμούρεμα, αλληλομαλακία, μπαντανάς / πινέλο, σπάτουλα κ.λπ. άπαντα τα οποία καλούνταν «εργολαβίες», ή μποστικά «γουργουλαβίδες» κατά το Μπαρμπα-Γιώργο), ή η «παρά φύσιν» συνουσία (από τους τολμηρότερους), προκειμένου να διαφυλαχθεί «ό,τι πολυτιμότερο» διέθετε το κορίτσι.

Εδώ, έχουν τη θέση τους δυο ανέκδοτα. Ένα ελληνικό κι ένα εγγλέζικο:

  1. (Διάλογος συμμαθητών):
    - Τελικά, τί έγινε με τη Σούλα;
    - Τί να γίνει; Πήγαμε και καλά βόλτα με τα ποδήλατα στο πάρκο.
    - Και μετά-και μετά; - Ε, κάτσαμε κάτω από’ να δέντρο, αρχίσαμε τα σορόπια, οπότε μου λέει αυτή «αγόρι μου, πάρε μου ό,τι πολυτιμότερο έχω!»
    - Και τί έκανες;
    - Πήρα κι εγώ το ρολόι της κι έφυγα...

  2. - Είναι σωστό να κάνεις σεξ πριν το γάμο;
    - Ναι, αρκεί να μην αφήσεις πολλή ώρα τον παπά να περιμένει!

Οι Ιταλίδες, οι Ισπανίδες και οι Ανατολίτισσες, ανέπτυξαν (όλως επικουρικώς!) και την τεχνική της πίπας, προς ανακούφιση των φουσκωτών καβάλων (βλ. Ζ. Μπρέλ «Στο λιμάνι του Αμστερντάμ» απόδοση στα ελληνικά Γ. Αραπάκης), ιδίως δε οι πρώτες ανεδείχθησαν σε πρωθιέρειες του κλαρίνου. Στη μίζερη Ψωροκώσταινα, εισήχθη νεωστί η πεολειχία από τους κακομαθημένους στα ξένα μπουρδέλα ναυτικούς μας και καθιερώθηκε η Ελλάς σε ζηλευτό βάθρο έναντι των άλλων κρατών της Ε.Ε. μόλις πρόσφατα, μετά από την πλύση εγκεφάλου που πραγματοποίησε με τις φυλλάδες του ο Κωστόπουλος. Τα ανωτέρω ελάμβαναν χώρα στα πάρκα και στα αλσύλλια (π.χ. βλέπε τις τσαϊράδες στο Σεϊχ-Σου), όπου όμως ελλόχευαν οι μπανιστηριτζήδες, οι οποίοι μπορεί να ήσαν ακίνδυνοι, μπορεί και όχι (βλ. την ιστορία του αδικοεκτελεσμένου «Δράκου» Αριστείδη Παγκρατίδη).

Αξίζει να σημειωθεί ότι και σήμερα ακόμη, υπάρχουν στέκια για τα κακόμοιρα τα «άστεγα» (βλ. έκφραση Αυλωνίτη στο ρόλο του θρυλικού Γύλου στη «Σωφερίνα»), που εξυπηρετούνται εντός του αυτοκινήτου π.χ. στο Λυκαβηττό της Αθήνας, στην πλαζ της Πάτρας κ.λπ. Στους απόμερους αυτοσχέδιους γαμιστρώνες της Νάπολης, βρίσκει κανείς ένα πάκο εφημερίδες, που χρησιμεύουν στην απόκρυψη του εσωτερικού του αυτοκινήτου. Μόλις τελειώσει η παράσταση, οι ναπολετάνοι, (όλως οικολογικώς) αφήνουν τις εφημερίδες στη θέση τους, για να τις χρησιμοποιήσει και κάνας άλλος...

Συνεπώς, ήταν (και είναι ακόμα σε πολλά μέρη, βλ. ανωτέρω) σύνηθες, η από-ληψις του απαγορευμένου καρπού να προηγείται χρονικώς της βεριτάμπλ συνουσίας, εν είδει προκαταβολής, αφού άλλωστε ο γάμος από νομική άποψη αποτελεί σύμβαση (!)

Οικογενειακός προγραμματισμός

Ωραία. Άντε και παντρεύτηκε το ζεύγος και κάνει όσες εισαγωγές-εξαγωγές θέλει. Τί θα γίνει τώρα; Γαμήσι και κουδουνίστρα θα το πάμε; Σαφώς και η αταβιστική πνευματική ένδεια, που μας κληροδότησαν οι μεσαιωνικοί πάτρονές μας, σε συνδυασμό με την οικονομική ανέχεια, απηγόρευσε επί μακρόν την λήψη τεχνητών μέτρων αντισύλληψης και προφυλάξεως (και δεν εννοώ το κλείσιμο της πόρτας βλ. Monty Python «The Meaning of Life»). Εξ άλλου, πάντοτε συνέφερε το Κράτος (δια των Εκκλησιών) να αυξάνεται και πληθύνεται το κρέας για τα κανόνια σ’ έναν ενδεχόμενο πόλεμο. Σε κάθε περίπτωση, το δίπολο μουνί (=αναπαραγωγή) – κώλος (ευχαρίστηση) υποδηλώνεται ήδη από το ίδιο το σωματικό πρότυπο κι έτσι οι παπαρδέλες των εκκλησιών περί μη διαχωρισμού των δυο εναυσμάτων, περιττεύουν.

Έπρεπε λοιπόν, να βρεθεί μια σολομώντειος λύσις, ώστε και η πίτα να φαγωθεί κι ο σκύλος να χορτάσει και ευρέθη (εκτός κι αν νομίζετε ότι οι παππούδες μας έκαναν σεξ τόσες φορές όσα παιδιά είχαν). Εξ άλλου, υπήρχαν και τα μπουρδέλα. Βέβαια, η μακρά χρήσις του απευθυσμένου, υπερκερνά βαθμηδόν το πρακτικιστικό (δήθεν) έρεισμά της και αρχίζει να αποτελεί έξιν, οπότε περνάμε στην:

Μύηση

Όπως έχει ειπωθεί, ορισμένα γούστα προκύπτουν σε πολλούς αφ’ εαυτού, λόγω παν-ανθρωπίνως παραδεδεγμένων ιδιοτήτων τους (π.χ. η ζάχαρη είναι παγκοσμίως γλυκιά, το παστίτσιο είναι ανεκτό ακόμα και απ’ τους εχθρούς του, το χοσάφ -νύν παγωτό- πάντοτε δροσίζει, ένα καλό χέσιμο υπό κατάλληλες συνθήκες αποτελεί ευωχία κ.λπ.) και άλλα επιδέχονται και προϋποθέτουν μαθητεία, αφού είναι prima facie δυσάρεστα. Έτσι, δεν τρώγονται παντού τα έντομα ως επιδόρπιο, ούτε το ουίσκι αραρίσκει σ’ ένα πεντάχρονο (οι νεοέλληνες που το δοκίμασαν ευρέως μετά τον 2ο Παγκόσμιο έλεγαν χαρακτηριστικά «βρωμάει σαν κοριός!»), αλλ’ ούτε και το πρώτο τσιγάρο αφήνει καμιά ηδεία επίγευση (μάλλον το αντίθετο). Ομοίως, το χώσιμο ενός επιμήκους αντικειμένου στον κώλο σου, δεν είναι κι ο,τι καλύτερο (εν πρώτοις).

Δεν πρέπει όμως να συγχέεται η ανάγκη με το γούστο και η μεταλαμπάδευση με το καπρίτσιο. Ο λόγος λοιπόν για το λεγόμενο acquired taste (επίκτητο γούστο), το οποίον έχει κοινωνικές και άλλες ρίζες (βλ. habitus σε Pierre Bourdieu «La Distinction»). Στην πρώτη περίπτωση η ανάπτυξη οικειότητας με το αντικείμενο, αποκτάται χωρίς ιδιαίτερο κόπο, εφ’ όσον είναι άμεσα ευχάριστη και κοινωνικώς αποδεκτή εμπειρία για το άτομο. Στην δεύτερη, η προσέγγιση του αντικειμένου είναι έμμεση, αφού πρέπει αναγκαστικώς να επιτευχθεί κάμψη των αντιστάσεων του ατόμου/να ρίξει τα μούτρα/σφίξει τα δόντια, να υπερπηδήσει κοινωνικά εσκαμμένα (το οποίον όμως επουδενί στοιχειοθετεί κόπο παρά την εσωτερική πάλη κι έτσι την πατάνε οι βαυκαλιζόμενοι πρεζάκηδες), διά μέσω μαθητείας κοντά σε κάποιον εμπειρότερο-πρότυπο, σαν φιλομαθής κάλφας που έχει την υποψία-συνεπίγνωση ότι θα ανακαλύψει (;) μια καινούρια γλύκα στη ζωή του και θα την καταχωρήσει-εντάξει στον σκληρό δίσκο της προσωπικότητάς του με file name = Τα αγαπημένα μου.

Έτσι, η διαλεκτική σχέση μύστη-μαθητευομένου (αλλά και θύτη-θύματος), έχει ως εξής: Παρουσιάζεται ψυχική μεταστροφή του νεοφώτιστου και ενδεχόμενη πεοσήλωση στο αντικείμενο του πόθου (βλ. κόλλημα στον πρώτο γαμιά), ενώ αντίστροφα ο μύστης του «κόβει το βήχα»/«παίρνει τον αέρα», όπως λέμε. Ο νέος πρέπει να πήξει μέχρι να μάθει, χωρίς όμως ποτέ να δύναται να αμφισβητήσει ή να προσπαθήσει να ανατρέψει τον πάτρονά του, καθ’ όσον διάστημα ο τελευταίος βρίσκεται εν ενεργεία (δηλαδή καβάλα), μιας και ο Δαίδαλος καθάρισε το καλφούδι του, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Τα προβιομηχανικά βυζαντινοσμανλίδικα ισνάφια έπονται.

Ο ζητών ευρήσει και τω κρούοντι την θύραν ανοιχθήσεται, όταν πρόκειται για ενεργητική κι εξελικτική διεύρυνση των αισθήσεων που συντελείται προοδευτικά (όχι που πλακωθήκαμε πρόσφατα με το άστε ντούα στα λασπωμένα σούσα), χωρίς όμως να συνοδεύεται απο επανάπαυση στην ηδονή (βλ. τοξικές ουσίες), αφού το άτομο έχει κατασταλλάξει στο ποιός είναι και τί ακριβώς ψάχνει. Ο συνετός περιηγείται – ο βλάξ περιπλανάται.
Ποιός παραδέχεται ότι έχει άδικο όμως; Οι βετεράνοι των λεωφορείων έχουν αλλόκοτα σουσούμια (π.χ. Άλλος ξέρει οτι δεν είναι ωραίος, άλλος έχει επίγνωση ότι δεν είναι και κάνας πλούσιος, άλλος εκλογικεύει κάνοντας μπαϊράκι την αμορφωσιά του κλπ), τα οποία συγκλίνουν σ’ ένα μόνο: Κανείς δεν υποστηρίζει ότι είναι μαλάκας(!)

Μια παροιμία λέει «απ’ τα γλυκά πνίγεσαι κι όχι απ’ τα ξινά». Λάθος. Τελικά υπάρχουν και (τ)όξινα γούστα που αν τα συνηθίσει ο κοινωνός, μπορούν να προκαλέσουν πνιγμό, π.χ. η έξη στα ναρκωτικά επιτυγχάνει τον συνδυασμό των δυο ανωτέρω περιπτώσεων, με μια ψευτο-εσάνς συνειδητής αυτοκαταστροφής.

Στην αρχαία Ελλάδα λοιπόν, το κωλομπαριλίκι μετά μυήσεως έδινε κι έπαιρνε, αλλά ο Διογένης κορόιδευε έναν θηλυπρεπή νεαρό, που του’ χε χαρίσει ένα μαχαίρι ο γαμιάς του, λέγοντάς του ότι «η κόψη είναι καλή-αλλά η λαβή αισχρά».

Παρ’ όλα αυτά, το κωλογαμήσι, δεν αποτελεί απαραίτητα αντικείμενο διαπραγματεύσεων. Δουλειά δεν είχε ο Δουρής, γαμούσε τα παιδιά του, συνεχίζοντας αποκομμένος από την κοινωνία, μια παλιοκαιρίσια αρβανίτικη αιμομικτική παράδοση. Οι δημοσιογράφοι τηλε-έφριτταν, αλλά είχαν σίγουρα ακούσει την έκφραση «φταίω εγώ που δε σε γάμησα μικρό να με λες θείο», όπως και τα αμέτρητα κωλομπαρίστικα σχολικά πειράγματα (που δεν υπάρχουν στην Ισπανία-Ιταλία, αλλά απαντώνται στην «γείτονα» και νυν «φίλη» Τουρκία).

Στο «120 μέρες στα Σόδομα», απαραίτητη προϋπόθεση της συνουσίας ήταν η έλλειψη ευχαρίστησης εκ μέρους του υποβαλλομένου σε δοκιμασίες θύματος.
Σε όλες τις ανδρικές φυλακές του κόσμου, ο αναγκαστικός σοδομισμός ενέχει το στοιχείο του εξευτελισμού και διενεργείται προς ξεκάβλωμα, τιμωρία ή αποκαθήλωση.

Οι πουτάνες κι οι μουρλοί ταυτίζουν το ξύλο με την αγάπη (και στις δυο περιπτώσεις η φυσική εξουσίαση σφραγίζεται πανηγυρικά με την υποβολή σε σωματικό πόνο, ενώ στην πρώτη ενυπάρχει και η επιθυμία εξιλέωσης-κάθαρσης του θύματος βλ. «Ευδοκία»).
Το παιδί σου και το σκυλί σου όπως το μάθεις.

Κατά μια έννοια, τα γυναικεία στήθη αποπνέουν πεπερασμένη ηδονή σε σχέση με τους παρομοίως σχηματισμένους γλουτούς, δεδομένου ότι δεν διαθέτουν πύλη, που να οδηγεί κάπου. Τελικά, ποιός μυεί ποιόν;

Οι W.A.S.P. Αμερικάνες κι οι Βορειοευρωπαίες (και βέβαια δεν εννοώ τις Γαλλίδες!) απεχθάνονται την από έδρας συνέντευξη, θεωρώντας την σικχαμερή και ανώμαλη (!) αμαρτία, διότι άλλα tempora και άλλα mores. Θα’ ρθει κι αυτωνών η ώρα τους.
Άλλωστε οι Germani επί σειρά αιώνων εκτελούσαν τους πούστηδες κι όσους γαμούσαν κώλο, πηγαίνοντας αυτόχρημα στη Βαλχάλλα με λευκό μπαστούνι και σκύλο συνοδείας. Αυτό δεν εμπόδιζε φυσικά τον αρχηγό των ναζιστικών S.A. Ernst Julius Röhm να τον κολατσίζει απ’ τους υφισταμένους του (που τονε φάγανε γι’ άλλο λόγο).
Ο Οιδίπους τυφλώθηκε, αλλά δεν θα μάθουμε ποτέ τί ακριβώς παίχτηκε με την Ιοκάστη. Είναι ενδεικτικές οι αργκοτικές εκφράσεις του κώλου, που αποδίδουν τιμές και προδίδουν οικειότητα στον σοδομισμό (π.χ. γαλλικά enculé, ιταλικά vaffanculo, ισπανικά que te den por culo, χώρια μερικές ελληνικές, αραβικές και τουρκικές αντίστοιχες που δεν θυμάμαι τώρα)...

Σύμφωνα λοιπόν με την δοξασία αυτή, μόνον ο πρώτος άνδρας που κατέπεισε μέσω μιας μυητικής διαδικασίας (που περιλαμβάνει και πολύ μπίρι-μπίρι) την γυναίκα να υποστεί τον σοδομισμό, μέχρι να τον συνηθίσει και να τον επιζητεί και η ίδια, μπορεί να θεωρεί ότι την κυρίευσε παίρνοντάς την από το χεράκι, από το έρεβος της αγνότητας στο φώς του συνειδητού.

Ας μη γελιόμαστε όμως. Η καρκινική ρήση του αρχιερέα της νεοελληνικής αργκό Ζώρζ Πιλαλί «η γυναίκα αναζητεί τον διαφθορέα της», παραπέμπει στην απλή υπόμνηση της μεθόδου της διαφθοράς αυτής από τον χαζο-θύτη, αφού αυτή έχει (πάντα) το πάνω χέρι...

- Τί έγινε με τη Σούλα; Τη γάμησες;
- Ναι αμέ!
- Κώλο σου' δωσε;
- Όχι! Δε γουστάρει λέει και δεν το' χει κάνει ποτέ.
- Καλά αγόρι μου! Σε φουμάρει η γκόμενα. Η παρθενιά της γυναίκας είναι από κώλο βρεεε!
- Κι άμα λέει αλήθεια;
- Ακόμα χειρότερα! Ή είναι ξενέρα η γκόμενα ή δε σε πολυγουστάρει και σε βλέπει σαν ξεπέτα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για το αιδοίον του ανδρός (clopy paste του ορισμού της πόσθης από το Λεξικό Σουΐδα).

Πόθεν πούτσες;

Ο δρόμος της πούτσου είναι μακρύς, αινιγματικός και συχνά στρωμένος με αγγούρια.

Το Λεξικό Μπαμπινιώτη θεωρεί την ετυμολογία αβέβαιη και αναφέρει δύο εκδοχές: εκ του αρχαίου πόσθη (το δέρμα που περιβάλει το πέος) ή εκ του σλαβικού butsa (εξόγκωμα, προεξοχή).

Το Λεξικό Τριανταφυλλίδη αντιθέτως εικάζει ότι ετυμολογείται εκ του Τουρκικού puç (σχισμή ανάμεσα στους γλουτούς) ή εκ του Ιταλικού puzza (βρόμα).

Δέον να σημειωθεί ότι στην εβραιογερμανική διάλεκτο Yiddish, ο πούτσος αποκαλείται putz (βλ. και putzinstitut) το οποίο πιθανώς να ετυμολογείται εκ του γερμανικού ρήματος butzen(στολίζω).

Πόσθη, butsa, puç, puzzo ή putz λοιπόν;

Σύμφωνα με την επιστημονική αρχή της οικονομίας, γνωστής και ως Λεπίδα του Όκαμ, όταν δύο ή περισσότερες θεωρίες παρέχουν εξίσου ακριβείς προβλέψεις, πάντα επιλέγουμε την απλούστερη. Ωσεκτουτού, θεωρούμε ότι ο πούτσος ετυμολογείται εκ του πόσθη (πας πόσθων δε πουτσαράς) ενώ ο μπούτσος ετυμολογείται εκ του butsa. Εάν πάλι διαφωνείτε, ζμπούτσαμ!

Εν πάση περιπτώσει, είναι ηλίου φαεινότερο ότι έχει πέσει τρελλός διαπολιτισμικός / διασυνοριακός πούτσος ανά τους αιώνες για να υφίστανται τόσες ομοιότητες.

Βλ. το πέος για μια ενδελεχή και εμπεριστατωμένη καταγραφή του πούτσου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για γερομπισμπίκη ομοφυλόφιλο. Εκ του Τουρκικού ibne πού σημαίνει στησπού.

Στην κυριλέ του εκδοχή, ο γερομπινές * τυπικά φέρει μια κοσμοπολίτικη αλλά άκρως παρακμιακή πατίνα, έχοντας γράψει αμέτρητα χιλιόμετρα στο κουρμπέτι. Είναι συνταξιούχος αρχιτέκτονας ή ιδιοκτήτης gallerie. Κάποτε είχε protégé τον Billy Bo και έκανε παρέα με τον Ιόλα και γνωστή παλαιά πουστωδία. Βάφει πλέον τα μαλλιά του με *καραμπογιά, τονίζει τα μάτια του με eyeliner, βάζει rouge, φοράει 70s blazer με φουλάρι και τζιν, λευκή ζώνη, κροκό παπούτσια και όψιμο σκουλαρίκι. Τζινάβει τα καλιαρντά, αλλά τα χρησιμοποιεί μόνο για να κράξει κάποιον άλλο γερομπινέ. Όταν μιλάει πλαταγίζει το στόμα του και σου γνέφει παιχνιδιάρικα σαν κακέκτυπο της Tinkerbell. Οι κοινωνικές του συναναστροφές περιλαμβάνουν πάντα υπέργηρες χήρες καλών οικογενειών, τις οποίες ξεπουπουλιάζει οικονομικά για να επιδοτήσει τις σεξουαλικές τους εκδρομές με τζόβενα.

Στη πιο λούμπεν εκδοχή, πρόκειται για υπερήλικα φτωχομπινέ ο οποίος στα νιάτα του έκανε πεζοδρόμιο στην Σωκράτους ή την Συγγρού. Πολλές τέτοιες τραγικές φιγούρες εξακολουθούν να περιπλανώνται με το λυκόφως στα παλιά τους λημέρια σαν τις άδικες κατάρες ελπίζοντας ότι κάτι ίσως αρπάξει ο κώλος τους.

Το μαγαζί ήταν ψιλοάδειο. Ο μπάρμαν ήταν ένας γερομπινές. Πλησίασα στην μπάρα. • Βάλε να πιω κάτι. • Θα μου πεις πώς σε λένε πρώτα. • Fritz. • Axel. • Χάρηκα. Δώσ' μου κάτι τώρα . Ό, τι θες. Όμως ο μπάρμαν αντί να μου γεμίσει το ποτήρι πλησίασε την παρηκμασμένη φάτσα του στο πρόσωπό μου, με κοίταξε με το βλέμμα του ανθρώπου που έχει δει πολλά στη ζωή του και ξέρει – και μου είπε με μια φωνή όλο νόημα: • Το μούτρο σου είναι παγωμένο, όμως εγώ ξέρω πως έχεις βάσανα και θέλεις να μου τα πεις ό λ α για να ξαλαφρώσεις. • Βάλε να πιω είπα. • Ξέρω τη χρειάζεσαι ετούτη τη στιγμή, ένα «Αγγελοβάλσαμο» … • Οτιδήποτε. (Από ιστιοσελίδα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλειδί ίσως στην ερμηνεία της κραυγής «χύνω» είναι ότι, εν αντιθέσει με το πέρας της συνουσίας, σπανίως ακούγεται με το πέρας του αυνανισμού: ο αυνάνας δεν νιώθει την ανάγκη να θριαμβολογήσει. Η αυτοϊκανοποίηση και ο αυτοθαυμασμός τυγχάνουν έννοιες αλληλοαναιρούμενες.

Ήτοι το «χύνω» είναι ρήμα δηλωτικό επιτεύγματος και δη επιτεύγματος σπουδαίου και τελείου, επιτεύγματος που δεν αρκεί να φανερωθεί ως ύλη, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να σημανθεί και με λόγο. Υπό αυτήν την έννοια το «χύνω» δεν περιττολογεί ούτε ταυτολογεί, όπως ακριβώς δεν περιττολογεί ούτε ταυτολογεί η μόνη άλλη αντιστοίχου φωτός και εκστάσεως κραυγή που μπορεί να βγει από ανθρώπινο στόμα, η κραυγή «γκολ».

Αυτό γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρο αν προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε το ρήμα «χύνω» με ρήματα άλλων σωματικών λειτουργιών σημαντικά. Πόσο γελοίο θα φαινόταν δηλαδή να αναφωνούσαμε (και μάλιστα στεντόρεια τη φωνή) «χέζω» ή «κατουράω»; Γελοίο κι αντιαισθητικό μαζί. Το πολύ πολύ να αφήσουμε αναστεναγμό βαθύ αν έχουμε κρατηθεί παρά τη θέλησή μας για πολλή ώρα.

Ωστόσο, αφοδεύοντας ή ουρώντας, απλά αδειάζουμε φαΐ και υγρά, απλά βοηθάμε τη δική μας μηχανή να συνεχίσει να δουλεύει.

Εκσπερματώνοντας, δεν εκκρίνουμε ούτε φαγητό ούτε νερό, αλλά επιθυμία, καύλα, αγάπη, έρωτα (κάτι απ' όλα ή και όλα μαζί). Φτάνοντας στο ποθητό σημείο κορύφωσης όλο μας το είναι έχει μετατραπεί σε γενετικό υλικό, σε υλικό που πρέπει πάσει θυσία να βγει από μέσα μας και η έξοδός του δεν είναι απλά λειτουργική, δεν είναι γραφειοκρατική, αλλά έχει σχεδιαστεί ως εξόχως απολαυστική, ως ο κυριολεκτικός ορισμός της ηδονής, αφού με αυτόν τον τρόπο σχεδιαστήκαμε, καθώς αποφασίσθηκε πως το ανθρώπινο παραμύθι μπορεί να διαιωνισθεί μόνο αν συνδεθεί αναπόδραστα με την ηδονική λάμψη, ώστε να απεξαρτηθεί σε έναν ικανό βαθμό από την ελεύθερη ανθρώπινη βούληση και τον συνακόλουθο σκεπτικισμό της.

Φωνάζοντας «χύνω», διαλαλώ πως έφτασα εκεί που πρέπει, πως ρίχνω τον καρπό μου, χωρίς να έχει την παραμικρή σημασία το πού ακριβώς τον ρίχνω, καθώς η διαδικασία, η εντολή που με έχει οδηγήσει στο να φτάσω ως εδώ είναι η ίδια.

Χύνω, δηλαδή εκείνες τις στιγμές δεν είμαι πια εγώ, είμαι εγώ ως σκυταλοδρόμος, είμαι εγώ που βγαίνω από μένα και προσφέρω κάτι από μένα για να γεννηθεί κάτι έξω από μένα.

Σωματοποίησα την επιθυμία μου,
ο οργανισμός μου πήρε ένα όραμα και το μετέτρεψε σε σπέρμα,
δεν χύνω πορτοκαλάδα, δεν χύνω καφέ,
χύνω ζωή,
ζωή μεταφέρω και ζωή σκορπώ,
χύνω, για την ακρίβεια, μια πιθανότητα ζωής,
όπως ακριβώς είμαι κι εγώ μια πιθανότητα ζωής που πραγματοποιήθηκε,
τίποτα παραπάνω από μια τυχαία πιθανότητα ανάμεσα σε μυριάδες άλλες,
ήρθα κατά τύχη, ζω κατά τύχη, χύνω κατ' ανάγκη,
μια ανάγκη που με καίει και με φωτίζει,
μια ανάγκη που με σβήνει καθώς σβήνει
και ίσως γι' αυτό οι ποιητικότερες φύσεις να διεκδικούν την ώρα που σβήνεις κάτι περισσότερο από σένα, ίσως γι’ αυτό να διεκδικούν να ακούσουν, όχι ρήματα ανάγκης, αλλά ονόματα επιλογής, έτσι ώστε να πιστέψουν ότι εκείνη την ώρα δεν χύνεις αλλά γράφεις, γράφεις το όνομά τους πάνω στο γυμνό κορμί τους.

Καλά μην τα παίρνετε όσα έγραψα τόσο σοβαρά, αλλιώς θα σας χύσω και θα πνιγείτε.

Αυτογκοοοοοοοοοοοοολ!!!! (από Vrastaman, 11/02/10)

Προγενέστερη δημοσίευση εδώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία