Λίαν εντυπωσιακός και extreme τύπος κόμμωσης, σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς.

Αμερικανιστί είναι γνωστό ως Mohawk, βρεττανιστί ως Μοhican, αλλά και (σπανιότερα) ως Mowie. To styling απλό: ξυρίζεις τελείως τις δύο πλάγιες όψεις του τριχωτού της κεφαλής, αφήνοντας στην κορυφή, στο μέσον ακριβώς, μια άθικτη λωρίδα μαλλιού να κυματίζει ανέμελη. Το αποτέλεσμα απλά βγάζει μάτια.

Ονομάστηκε έτσι από την ιθαγενή αμερικανική φυλή των Mohawk, για τους οποίους σώζονται μαρτυρίες πως όταν πήγαιναν στον πόλεμο, ξύριζαν το κεφάλι τους κατ’ αυτό τον τρόπο.

Η μοϊκάνα έγινε το απόλυτο σύμβολο της υποκουλτούρας των Punks, στις αρχές της δεκαετίας του '80. Αργότερα υιοθετήθηκε και από άλλα groups και άλλες υποκουλτούρες, όπως π.χ. αυτή του Goth (γκοθάδες), υφιστάμενη κάθε φορά ποικίλες μετατροπές και διαφοροποιήσεις. Η μοϊκάνα δεν θα αργήσει να χρωματιστεί και πολιτικά, με την θερμή υποδοχή που της επιφύλαξαν οι νέας κοπής αναρχικοί/αντιεξουσιαστές (που ασφαλώς ανήκαν στο πολύ ευρύτερο ρεύμα των punk rockers). H σημειολογία της είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Διαθέτοντας αρχαίες πολεμικές περγαμηνές, συμβολίζει την προσχώρηση / εμπλοκή του φέροντος αυτήν, στον ακήρυχτο κοινωνικό πόλεμο εναντίον κάθε είδους Αρχής, που συνήθως συγκεκριμενοποιείται (ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο;) στο Κράτος, την Κυβέρνηση, το Σύστημα Εξουσίας, τον Καπιταλισμό, τον Ιμπεριαλισμό και (πιο πρόσφατα) την Παγκοσμιοποίηση.

Αυτός ο συσχετισμός με τους Ινδιάνους και την όλη ερυθρόδερμη μυθολογία (αντίσταση κατά του Λευκού, αδούλωτο πνεύμα, νομαδικός τρόπος ζωής, μυστικιστικές συνάφειες με τη Μητέρα Φύση) εξηγεί κατά το μεγαλύτερο μέρος την απίστευτη δημοφιλία της. Όμως κάτι υπολείπεται από την εικόνα για να είναι πλήρης, κι αυτό είναι η Ψυχολογία. Το απομονωμένο περήφανο τσουλούφι στην κορυφή της κεφαλής, δημιουργεί ευθέως φαλλικούς συνειρμούς, είναι φαλλικό σύμβολο. Όπως οι οβελίσκοι, τα μενίρ, τα αγάλματα των νησιών του Πάσχα και τόσα άλλα μνημεία, η αρρενωπή μοϊκάνα διατρανώνει την αδάμαστη ενεργητικότητα του κατόχου της, την ατσάλινη θέλησή του για επικυριαρχία, επιβολή, επικράτηση. Ο φαλλικός συνειρμός καθίσταται ακόμη περισσότερο άμεσος στην περίπτωση που η μοϊκάνα συνδυαστεί με τα καρφιά (spikes), τα οποία μορφοποιούνται με τη βοήθεια ποικίλων κολλωδών ουσιών. Η μοϊκάνα είναι απλά μνημειώδης, τελεία και καύλα.

Διατήρηση. Στην περίπτωση της απλής μοϊκάνας (μακρύ τσουλούφι που πέφτει προς τα πίσω), το μόνο που έχεις για να νοιαστείς είναι το τακτικό ξύρισμα των πλαγίων όψεων, ώστε να οριοθετείται με σαφήνεια το τσουλούφι. Θέλει βέβαια λίγη εξάσκηση για να πετυχαίνεις την τέλεια διαγράμμιση, αλλά σε γενικές γραμμές τα πράματα είναι εύκολα. Σε άλλες παραλλαγές, όπως αυτήν όπου το τσουλούφι διαμορφώνεται σε τεράστια καρφιά, κατακόρυφα διατεταγμένα, ίσως υπάρξουν (στην αρχή τουλάχιστον) κάποια ζόρια, αναλόγως και την επιδιωκόμενη πολυπλοκότητα. Για τη συγκράτηση των καρφιών (που ενίοτε αναφέρονται ως Liberty spikes, εκ της ομοιότητάς τους με τα καρφιά της κόμης του αγάλματος της Ελευθερίας στη Ν.Υ.) επιστρατεύονται κάθε είδους κόλλες, ασπράδια αυγού, ζελατίνη, άμυλο καλαμποκιού, καθώς και ειδικά προϊόντα styling (σπρέι, τζελ, αφρός, κερί κλπ). Περιττό να αναφέρουμε ότι τα τελευταία θεωρούνται φλώρικα και απορρίπτονται μετά βδελυγμίας από τους ορίτζιναλ μοϊκανούς, που προτιμούν να ζέχνουν αυγουλίλα παρά να υποκύψουν στα θέλγητρα του καταναλωτισμού και να θεωρηθούν επαναστάτες γιαλαντζί και υποφρικιά. Αν πάλι γουστάρεις το λουκ περικεφαλαία, με έναν ορθωμένο συνεχή τοίχο μαλλιού να τέμνει δεσποτικά απ' άκρου εις άκρον το κεφάλι σε δύο ημισφαίρια, τότε θα πρέπει μάλλον να γίνεις μάστορας και στο πιστολάκι, προκειμένου η φούντα σου να αποκτήσει την πολυπόθητη ξηρή εμφάνιση.

Πολλές μοϊκάνες βασίζονται και στη χρήση έντονων χρωμάτων (ροζ, κίτρινα, κόκκινα, πορτοκαλιά, μοβ), τα οποία μπορεί και να τίθενται εναλλάξ, σχηματίζοντας ψυχεδελικά ουράνια τόξα. Τα εγχώρια φρικιά ποτέ δεν πολυσυνήθιζαν την εμπριμέ μοϊκάνα. Όντας πολύ πιο μπρουτάλ και θιασώτες της sancta simplicitas (άγια απλότης), δεν ένιωθαν άνετα με τέτοιου είδους βρετανικίλες, που πάντοτε ήταν πιο πολύ μόδα και λιγότερο εξεγερσιακή στράτευση. Τα ίδια πάνω κάτω ισχύουν και για δεκάδες άλλες παραλλαγές του βασικού Mohawk, όπως το bi-hawk (δύο λωρίδες), το tri-hawk (τρεις λωρίδες, αναγκαστικά μικρότερες, όσο αυξάνεται ο αριθμός τους τόσο μειώνεται το πλάτος τους), το duo-hawk (όταν η λωρίδα ξεκινά ενιαία για να χωριστεί κατόπιν σε δύο τμήματα), το dreadhawk (όταν η τούφα πλάθεται σε τζίβα), το Inverted Mohawk ή Reverse Mohawk ή No-hawk ή Anti-hawk (όταν ξυρίζεις μόνο μια λωρίδα στην κορφή, εκεί που θα ήταν κανονικά το Mohawk), το Roman Mohawk ή Sunhawk (όταν η λωρίδα διασχίζει το κεφάλι εγκαρσίως, από το ένα αυτί στο άλλο, και όχι κατά μήκος, από το κούτελο ως το σβέρκο).

Το Halfhawk ή Tophawk συνιστά μια μεσοβέζικη κατάσταση, όπου το τσουλούφι καλύπτει μόνο το επάνω τμήμα του κεφαλιού, και δεν κατεβαίνει προς τα πίσω, στο σβέρκο. Είναι οπωσδήποτε πιο φλώρικο από την αυθεντική μοϊκάνα, πλην όμως έπαιξε αρκετά εδώ στην Ελλάδα, από όσους ήθελαν να είναι μέσα στο πνεύμα της εποχής, απέφευγαν ωστόσο να ταυτιστούν με τα άκρα.

Σε γυναίκες κυρίως απευθυνόταν το λεγόμενο Garbo-hawk: στις πλάγιες πλευρές αντί για ξύρισμα πέφτει απλά ένα πολύ κοντό κούρεμα, ενώ μια μεγάλη φράντζα (το ίδιο το hawk) πέφτει μπροστά και καλύπτει το ήμισυ του προσώπου, όπως περίπου στα γιαπωνέζικα καρτούνια. Κάτι παρόμοιο, σε εντελώς fashion victim πνεύμα, είχε κάνει πριν κάτι χρόνια η Βίσση.

Υπάρχει τέλος και το ντιπ για ντιπ φλώρικο Fauxhawk, όπου απλά έχεις αφήσει ελάχιστα πιο μακριά τα μαλλιά στο κέντρο και τα σηκώνεις με τζελ, χωρίς βέβαια να έχεις ξυρίσει καθόλου τα πλάγια. Είναι ένα από τα πολλά hairstyles των σημερινών ερμαφρόδιτων πιτσιρικάδων, εκφυλισμένη μορφή και μακρινή ανάμνηση της ένδοξης μοϊκάνας των 80's (άντε και λίγο των 90's).

Και αφορμής δοθείσης εκ του Faux, λίγη κοινωνιολογία για το τέλος. Πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια ακόμη, τα μοϊκάνια, τα πανκιά, τα φρικιά, οι ανάρχες, ενέπνεαν το δέος και το σεβασμό. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν θέσει ενσυνείδητα εαυτόν παρά την κοινωνία την οποία μάχονταν. Δεν κρύβονταν πίσω από κουκούλες διότι δεν είχαν τίποτα να κρύψουν. Ήταν αυτό που ήταν. Δεν το 'χαν δίπορτο. Δεν είχαν διπλή ζωή, του στιλ σήμερα τα σπάω στην πορεία με τους μπάχαλους και αύριο πάω με το γκομενάκι μου σε χλιδάτη καφετέρια και πληρώνω 4 ευρώ το νεροζούμι. Ο χώρος του «περιθωρίου» ήταν πολύ περισσότερο περιχαρακωμένος, ήθελε αρχίδια για να περάσεις στην αντίπερα όχθη. Το περιθώριο θέλει ζόρι και κουπί και δεν μπορείς πάντα να κάνεις το παπί, τραγούδαγε ο Μπουλάς στο Ελλάς.

Σήμερα όλα παίζουν, οι κίνδυνοι είναι πολύ περισσότεροι, δεν ξέρεις από πού να φυλάγεσαι. Στη σαλαμοποίηση αυτή κυρίαρχο ρόλο έχουν παίξει τα νέα μέσα επικοινωνίας με την τερατώδη ανάπτυξή τους. Σήμερα όσο εξτρίμ κι αν είσαι, όσο σουρωτήρι κι αν έχεις γίνει απ' το piercing, όσο εφημερίδα κι αν είσαι απ' τα τατού, δύσκολα θα πάρεις μια δεύτερη ματιά στο δρόμο. Όλα πλέον είναι μόνο μόδα, καμιά ουσία δεν υπάρχει (αν ποτέ υπήρξε). Όλα είναι απλά σημεία, όπως έλεγε ο λατρεμένος Jean Baudrillard. Kι αν ακούγομαι κάπως νοσταλγικός, ανασυστήνοντας ένα εξιδανικευμένο πλασματικό παρελθόν, να με συγχωρείτε, διότι το παρόν έχει το χαρακτήρα ενός tribute, ενός φόρου τιμής, μιας εκδήλωσης μνήμης.

Νομίζω πως περιττεύει.

(από BuBis, 21/08/09)

Σύγκρινε με μουλέτι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η παρακμή, αλλά και ο παρακμιακός, -ή, -ό. Από την γαλλική λέξη décadence που σημαίνει παρακμή και προφέρεται «ντεκαντάνς» (παρεμπιπτόντως: οι dead can dance παίζουν με την προφορά της λέξης αυτής). Το χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ανθρώπους, καταστάσεις, χώρους, μουσική.

  1. Είδα την Ράνια χθες. Χάλι. Ήταν υπερβολικά βαμμένη, ντυμένη σαν τρεντάκι ενώ έχει κλείσει τα πενήντα, την έπινε χαλαρά όλη την ώρα και δεν ήξερε πού πατούσε όταν σηκωθήκαμε, άσε που μιλούσε φωναχτά και έλεγε κάτι μαλακίες... Γάμησέ τα, πολύ ντέκα...

  2. Με πήγε να φάμε σε ένα εστιατόριο μες στη ντέκα. Ψευτοχρυσές πλαστικές καρέκλες, συνθετικά τραπεζομάντηλα, μουσική να κόβεις τις φλέβες σου, τα 'παιξα και δεν μπορούσα να φύγω, ήμασταν οι δυο μας μόνο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τύπος «ζεν» αποτελεί Ελληνοκινεζο-σλάνγκ που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση γαλήνης, ψυχοσωματικής ισορροπίας, επικοινωνίας με άλλους κόσμους, προϊόντα διαρκούς υπερβατικού διαλογισμού και πνευματικής άσκησης.

Ευρύτερα, συμπεριλαμβάνει όλες εκείνες τις ιδιότητες του μοντέρνου δυτικού ανθρώπου που θαυμάζει και θέλει να αφομοιώσει την ανατολική φιλοσοφία, χωρίς απαραίτητα να μπορεί να την καταλάβει, αλλά μπορεί να την «καταναλώσει» μέσα από απόπειρες γιόγκα, βιολογική διατροφή, σεμινάρια φιλοσοφίας και διαλογισμού κ.α. τυποποιημένα αγαθά made in Taiwan.

Σε ειδικές περιπτώσεις, πχ. σε αναφορά στη «μόνιμη γαλήνη», αντικαθιστά την μέχρι πρότινος δεσπόζουσα στο στερέωμα των Ινδοελληνο-σλανγκ φράση «είμαι σε φάση Νιρβάνας», η οποία είχε διαδοθεί ιδιαίτερα στα ενενήνταζ, χάρις στην εμφάνιση του ομώνυμου ροκ σχήματος ανακύκλωσης κιθάρων.

Στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, όπου και ο μπάρμπα-Μπρίλιος από το αρβανιτοχώριον μπορεί να συνδεθεί στο ψαχτήρι και να κατεβάσει ταινίες όπως «Τίγρης και Δράκος» και «Kung-Pow», να παραγγείλει να του στείλουν «Μάνγκα» (αυτά είναι γιαπωνέζικα κόμιξ) και να μάθει για τον Κάπταιν-Κόζκο που θα πάρει τον Περαία, η επαφή με την Κινεζική κουλτούρα και φιλοσοφία μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή ντοπιολαλιά.

Φυσικά, η χρήση ξένων όρων δεν ταυτίζεται νοηματικά με την εκφορά τους στη μητρική γλώσσα με συχνά αποτελέσματα κακοποίησης, όπως και στη χρήση του όρου «ΖΕΝ».

- Καλά, ε; Αυτός ο διατροφολόγος είναι και πολύ «ζεν» τύπος! Άκου να δεις! Με το που μπαίνω στο γραφείο του και χαζεύω τους βούδες και τους ελέφαντες νίντζα αυτός απλά κοιτώντας με μου έχει βγάλει τα κιλά μου, την ηλικία μου και το όνομα του σκύλου μου! Και καπάκια με ψεκάζει με ένα κινέζικο αδυνατιστικό άρωμα και με κοιμίζει! Και ξυπνάω την άλλη μέρα 2 κιλά ελαφρύτερος! Απίστευτο, σου λέω! Ενώ όλα αυτά τα'χα για τα ούρα, τώρα πιστεύω!

- Ρε μπας και ενώ κοιμόσουν σου έκλεψε κανένα νεφρό και νιώθεις ελαφρύτερος; Για κοιτάξου σε κάναν ουρολόγο και τράβα κατά Ινδία μεριά, μπας και ο δικός σου τα' στειλε πακέτο στο «Μάστερ» να τα σκοτώσει σε καμιά λαϊκή!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μας έρχεται κατευθείαν από την γαλλικήν μέσω της φωτογραφίας και του κινηματογράφου (flou, με λατινική ρίζα απ’ την οποία προέρχονται πλείστες λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών σχετικές με ρευστότητα, ρευστά, υγρά).

Σημαίνει:

  1. Κυριολεκτικά: ασαφής, αμυδρός, θαμπός, θολός, ρευστός.

  2. Μεταφορικά: αβέβαιος, μη καλά καθορισμένος, χαλαρός.

  3. Όταν πρόκειται για φωτογραφία ή ταινία: α) κακή εστίαση του φακού σε φωτογραφία (βλ. μήδι) ή κατά τη διάρκεια κινηματογραφικής προβολής, εξού και η περίφημη κραυγή του κοινού: «(Μάστορα, νετάρισε) είσαι φλου (ρε)!!» προς τον μηχανικό προβολής προκειμένου να ρεγουλάρει το φακό. Επίσης για ταινία, όταν λέμε πως ο ποιητής «άφησε το τέλος φλου» εννοούμε πως το τέλος: Ι. ήταν αόριστο, ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες, ή ΙΙ. πως μας την έσπασε η καλλιτεχνική δηθενιά.
    β) το εσκεμμένο εφετζίδικο θάμπωμα σε μια φωτογραφία, οπότε και η φωτογραφία είναι «φλουταρισμένη».

  4. Όταν πρόκειται για ρούχα: τα ριχτά.

  5. Όταν πρόκειται για κομμώσεις: τα φουσκωτά, τα κρεπαρισμένα, αλλά και τα φλιπαριστά μαλλιά.

6α. Όταν πρόκειται για καταστάσεις ή φάσεις χρησιμοποιούνται οι φράσεις:
«Η κατάσταση είναι (πολύ / λίγο) φλου»: δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια τι παίζει / πού πάει το πράγμα. «…στο φλου»: στο γενικά κι αόριστα, στο έτσι κι έτσι.
«Το πήρε / άφησε στο φλου»: δεν το πολυσκέφτηκε / καρατσεκάρησε, το «πέρασε επάνω – επάνω», «δεν το έψαξε βαθιά», αψήφησε το ρίσκο, δεν έκανε σωστή εκτίμηση της κατάστασης. «Πετάω κάτι στο φλου»: «ρίχνω άδεια να πιάσω γεμάτα».

6β. Ειδικά για γκομενοκαταστάσεις, σημαίνει πως τα πράγματα είναι πολύ χλιαρά κι απ’ τις δυο πλευρές, «ούτε ζέστη, ούτε κρύο», μ' αποτέλεσμα το πράγμα να τραβάει σε μάκρος, χωρίς να ξεκαθαρίζει, μπερδεύοντας όχι μόνο τους γύρω αλλά και τους άμεσα εμπλεκόμενους που, όμως, δείχνουν βολεμένοι σ’ αυτή τη λούπα.

7α. Όταν πρόκειται για άτομα εννοούμε κάποιον που είναι χαλαρός, που παίρνει τα πράγματα όπως έρθουν, που δεν το πολυψάχνει, είναι «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», φιλοσοφημένος, αποστασιοποιημένος (ο περίφημος «Μπάμπης ο φλου» του Σιδηρόπουλου από τον δίσκο «Φλου»), που δεν μπορείς να τον κατηγοριοποιήσεις γιατί είναι sui generis και βέβαια παίζει εκτός συμβάσεων παντός είδους.

7β. Υπάρχει κι η όψη του «δήθεν φλου», αυτού που είναι «κι έτσι και γιουβέτσι», που δεν μπορείς να στηριχθείς επάνω του γιατί «ψαρεύει σε θολά νερά», «αγοράζει μα δεν πουλάει», στυλάκι «δε βαριέσαι» / «δε γαμείς;», προσπαθεί να είναι καλός με όλους κι όλα, αποφεύγει να πάρει θέση σε ο,τιδήποτε γύρω του. Δεν είναι δυσάρεστους για τους πολλούς αλλά στην ουσία είναι ντεκόρ. Πλείστες γκόμενες διατηρούν τέτοια στάση καραδοκώντας το κελεπούρι.

  1. Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: φλου είναι το υποκοριστικό της Φλουμινένσε (Fluminense), Βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής ομάδας με έδρα το Γεναριάτικο Ποτάμι.

  2. Για το φλου αρτιστίκ o ironick τα λέει σένια.

  1. «… Αφήστε με να τα λέω «φλου», είπε (ο sir Βασίλειος Μαρκεζίνης) σε κάποια στιγμή, εννοώντας ότι αποφεύγει τα ονόματα, αλλά όχι τις αλήθειες και τα γεγονότα που μας οδήγησαν σ' αυτό το δύσβατο σημείο της ιστορίας μας…» (από εφημερίδα)

  2. «Δυστυχώς το θέμα με τις διαφημίσεις είναι λίγο φλου στην Ελλάδα» (αγορασμένο)

3.α.Ι. ...Ωραίο επεισόδιο, αν και εμένα δε μου αρέσουν τα φλου τέλη. Μυρίζει συνέχεια...
(αγορασμένο)

6.β. ...Μου έχει τύχει να βγαίνω με άτομα του άλλου φύλου επί μήνες και να μη συμβεί απολύτως τίποτα, γιατί δε μου έβγαινε κάτι ερωτικό γι' αυτούς και ήμουν μαζεμένη, τυπική κλπ και φυσικά αυτοί το εισέπρατταν και δεν είχαν πάτημα να προχωρήσουν. Έτσι η κατάσταση παρέμενε φλου και ημιτελής!...

7.β. – Θα’ ναι κι η Φούλα;
- Ποια Φούλα;
- Η καστανή, που όλο χαμογελάει.
- Ααα!! Πολύ φλου ρε μαλάκα, τι την σέρνουμε; - «Εξεύρω τα έργα της, ότι ούτε ψυχρή εί ούτε ζεστή. Είθε να ήτο ψυχρή ή ζεστή. Ούτως, επειδή εί χλιαρή και ούτε ψυχρή ούτε ζεστή, μέλλω να την εξεμέσω εκ του στόματός μου».
- Νταξ. Το ‘λαβα το μήνυμα.

Ο Μπάμπης ο φλου (Παύλος Σιδηρόπουλος)

Μια ιστορία θα σας πω για το Μπάμπη το Μπάμπη τον φλου που του 'λεγες βρε Μπάμπη τι τρέχει εδώ σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πάντα πιωμένος κι άνεργος ήταν ωραίος ο Μπάμπης ο φλου μουρμούραει μόνος και διαρκώς σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε τις μελαχρινές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου τσιμπολογούσε τις ξανθές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου

Κι όταν τον μπουζουριάζανε ψόφιος κοριός ο Μπάμπης ο φλου κι αν τον πολυρωτάγανε σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Παίδες!! Δε γουστάρω γκρίζες διαφημίσεις. Αλλά αφού το τραβάει η ψυχή σας: Flu σντση της γρίπης (αγγλιστί) (από sstteffannoss, 25/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη μουαρέ δεν έχει να κάνει με το «μου αρέσει», αν και χρησιμοποιείται στη γλώσσα των νέων από όσο ξέρω. Είναι παλιά αργκό έκφραση, και χρησιμοποιείται για κάποιον που δε ξηγιέται ωραία, δεν συνεργάζεται σωστά πχ στον εργασιακό μας χώρο, κυρίως σε τυπογραφία (γραφικές τέχνες).

Εδώ να εξηγήσω γιατί κυρίως χρησιμοποιείται από τυπογράφους και γενικά ανθρώπους του κλάδου. Η λέξη μουαρέ πραγματικά σημαίνει το ανεπιθύμητο σχέδιο που βγαίνει όταν δεν συμπίπτουν οι μοίρες στο ράστερ δυο φιλμς. Το μουαρέ σχηματίζεται είτε λόγω εκτύπωσης με ελαφρά μετατόπιση δύο τουλάχιστον χρωμάτων, είτε λόγω χρήσης κακής γωνίας η μεγέθους του ράστερ των φιλμ.

Στελλάκη κάνεις μουαρέ, να πούμε.

(από Khan, 06/10/12)μουαρέ (από horeutakis, 06/10/12)

βλ. και κάνω νερά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαστράπτουσα χλιδή, πραγματική ή επινοημένη. Οι φέροντες χαρακτηριστικά γκλαμουριάς αποκαλούνται γκλαμουράτοι.

Η έκφραση συνήθως εμπεριέχει ψήγματα σαρκασμού, εκτός εάν ο χρήστης της στερείται παντελώς της αίσθησης του γελοίου.

Είναι απίστευτο, αλλά η λέξη αποτελεί Ελληνικό αντιδάνειο: γκλαμουριά > glamour > gramarye (μαγεύω, στα Σκωτικά) > grammar (η μάθηση, κυρίως απόκρυφων και μαγικών τεχνών, στα μεσαιωνικά Αγγλικά) > γραμματική. (Βλέπε www.etymonline.com)

«Ένα στίγμα που ανάλογο δίνουν πια σχεδόν όλα τα ξένα φεστιβάλ- η γκλαμουριά, η νοτιοευρωπαϊκή κυρίως ιδέα του φεστιβάλ ΄ντυνόμαστε καλά και πάμε να δούμε τον σταρ΄ εξαφανίζεται, ακόμα και στη Βερόνα.» (Τέρμα στους σταρ και στην γκλαμουριά, ΤΑ ΝΕΑ, 28 Ιουνίου 2008)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νεολογισμός που σχηματίζεται από την αγγλική λέξη straight (εξελλην. στρέιτ) -> άμεσος, ευθύς, κατευθείαν, συν την κατάληξη -άδικος, και που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. (Μουσ.) Ρυθμός, ή σύνθεση, ή τρόπος παιξίματος μουσικού κομματιού (ασχέτως οργάνου) που χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και αμεσότητα κατά τη σύλληψη και την εκτέλεση, που δεν εμπεριέχει περίτεχνα ή περίεργα γυρίσματα ή σπασίματα αλλά εξελίσσεται ευθύγραμμα και χαρακτηριστικά του μουσικού ιδιώματος στο οποίο ανήκει.

Ως στρεϊτάδικος δε χαρακτηρίζεται και ο ήχος μουσικού οργάνου που δεν περιλαμβάνει επεξεργασία, αλλά που είναι άμεσος και για μία ακόμη φορά χαρακτηριστικός του εκάστοτε μουσικού ιδιώματος (βλ. και καρφί).

  1. Ως στρεϊτάδικο αποκαλείται και ο χώρος ή το μέρος στο οποίο συχνάζουν άτομα ετεροφυλοφιλικών σεξουαλικών προτιμήσεων (βλ. στρέιτ).

  2. Ως στρεϊτάδες αποκαλούνται τόσο οι ετεροφυλόφιλοι σεξουαλικά άντρες (δεν συνηθίζεται ο χαρακτηρισμός στις ετεροφυλόφιλες γυναίκες), αλλά ακόμη περισσότερο οι θιασώτες της ιδεολογίας straight-edge ή στρέιτ-ετζ, στρέιτετζ.

(Όσον αφορά το μουσικό σκέλος του ορισμού, η διαδικτυακή έρευνα δυστυχώς δεν είχε αποτελέσματα. Οποιοσδήποτε γνωρίζει και μπορεί να συνεισφέρει για την τεκμηρίωση, ας τ' αναφέρει στα σχόλια. Πάντως, ο συντάκτης του παρόντος ακούει και χρησιμοποιεί το λήμμα με τον συγκεκριμένο ορισμό εδώ και χρόνια).

  1. «Έχεις λαλήσει εντελώς», τον ρώτησε ο Mike. «Πήγες να ψωνιστείς και να παίξεις σε redneck στρεϊτάδικο; Και στο δρόμο, οδηγώντας; Θα σε σκοτώσουν ή θα σε μαντρώσουν». (Εδώ)

  2. Μπαίνω σε σεσημασμένο στρειτάδικο. Ο Μάκης επιμένει ότι πέρυσι είδε «και κάτι τρελές» και ότι «δεν χρειάζεται να κάνεις παρέλαση. Είμαι αντίθετος με τον όρο γκέι, πιστεύω σ’ αυτά που προστάζει η φύση». Μα κι αυτό, προσταγή της φύσης δεν είναι; τον ρωτάω. Επιμένει. Ο Θάνος εργάζεται σε στρατιωτική υπηρεσία: «Δεν πιστεύω γενικά στις διαδηλώσεις. Πιο αποτελεσματικό θα ήταν ένα ψήφισμα». Πώς φαίνεται το επάγγελμα! (Εκεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παρακλάδι / μουσική σκηνή της εξ Αμερικής ανεξάρτητης μουσικής, το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας των 80, αλλά μεσουράνησε κυρίως στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας των 90, σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση του grunge (το οποίο όμως είχε μικρότερη διάρκεια ζωής) και όπως και εκείνο «λάνσαρε» ένα ιδιαίτερο τρόπο ζωής, παράλληλα με τους ξεχωριστούς ήχους που έφερε στο προσκήνιο.

Ετυμολογικά, προκύπτει από τις αγγλικές λέξεις «low fidelity» (χαμηλή πιστότητα, σε αντίθεση με το πολυφορεμένο «hi-fi» - high fidelity). Η μουσική (και οι μουσικοί) χαρακτηρίζονταν από ένα (ανεπιτήδευτο συνήθως) ατημέλητο στυλ, οι κιθάρες ήταν παράφωνες, ο ήχος ακατέργαστος (λιγότερο σκληρός και μελαγχολικός πάντως από το grunge), ενώ κοινός τόπος ήταν και οι κακής ποιότητας ηχογραφήσεις (εξ' ου και lo-fi).

Τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα πολλά: Pavement, Sebadoh, Dinosaur Jr., Yo La Tengo, Silver Jews, Guided by Voices, Grandaddy και Modest Mouse, μεταξύ άλλων.

Παρόλο που η σκηνή απέκτησε αρκετούς φανατικούς οπαδούς (ακόμα και στη χώρα μας), άρχισε να παρακμάζει μετά το 2000, κυρίως λόγω της διάλυσης πολλών εκ των αντιπροσωπευτικότερων συγκροτημάτων.

Η έννοια «lo-fi» μπορεί άνετα, πέρα από τη μουσική αναφορά της, να αποδώσει έναν χαρακτηρισμό σε ένα πρόσωπο ή κατάσταση, ότι δηλαδή είναι χαμηλής πιστότητας, είτε με τη καλή (εκκεντρικότητα, φρεσκάδα, πρωτοτυπία, κάτι πέρα από τα συνηθισμένα), είτε με την κακή έννοια (κυριολεκτικά). Επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση, όσο και στη κατανόηση, η οποία πάντα πρέπει να βασίζεται και στα συμφραζόμενα.

  1. - ...και μετά το Μέγαρο, πήρα τηλέφωνο το Μαράκι και πήγαμε Decadence...
    - Σπεκ, Ιεροκλή είσαι και πολύ lo-fi τύπος μιλάμε...

  2. - Ρε θυμάσαι το παλιό στερεοφωνικό στο σπίτι των γονιών μου που ακούγαμε Floyd; Το δώσανε σε παλιατζή...
    - Καλά κάνανε στη τελική, μετά από τόσα χρόνια θα έβαζες πάνω βινύλιο και θα το χαράκωνε.... από hi-fi που ήταν κάποτε, κατάντησε lo-fi...
    - Χεχε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες από γκέουρα:

Πρώτη μεγάλη κατηγορία:

Δεύτερη μεγάλη κατηγορία:

  • Γκέουρο, εκ του Geuro (> Greek Euro): η προτεινόμενη από τον Tom Mayer (επικεφαλής οικονομολόγου της Deutsche Bank) ονομασία του νέου νομίσματος που ίσως αναγκαστούμε να υιοθετήσουμε οσονούπω. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, ο Ελληνικός λαός θέλει σε συντριπτική πλειοψηφία να παραμείνουμε στο Ευρώ, καταγγέλλοντας όμως και το μνjημόνιο. Με το γκέουρο, γράφει ο Mayer, μπορούμε να έχουμε και την πίτα χορτάτη, και τον σκύλο ακέραιο.

Ας τα πάρουμε από την αρχή: Έστω ότι η επόμενη κυβέρνηση καταγγείλει το μνjημόνιο. Οι τροϊκανοί θα σταματήσουν άμεσα κάθε καταβολή της δανειακής σύμβασης, εκτός φυσικά από την δόση που αφορά στην εξυπηρέτηση των δικών τους δανείων. Λόγω γαμοκαταστάσεως, η κυβέρνηση δεν θα έχει σάλιο να πληρώσει μισθούς και συντάξεις σε Ευρώ. 'Η θα αναγκαστεί να τυπώσει Δραχμές (φορ δε σέϊκ οβ άργκιουμεντ, λέμε ότι δεν θα το κάνει) ή θα εκδώσει «υποσχετικές» – τα γκέουρα – προκειμένου να πληρώσει τους αναξιοπαθούντες δημόσιους υπαλλήλους και συνταξιούχους. Το γκέουρο θα κυκλοφορεί παράλληλα με το Ευρώ και σύντομα θα χρησιμοποιείται για πληρωμή όλων των εγχώριων συναλλαγών. Η αξία του θα είναι τουλάστιχον 50% χαμηλότερη από του Ευρώ. Ωσεκτουτού, η αγοραστική αξία όσων πληρώνονται με γκέουρα θα είναι αντίστοιχα χαμηλότερη. Τα δάνεια των νοικοκυριώνε θα συνεχίσουν όμως να είναι εκπεφρασμένα σε Ευρώ, αντιλαμβάνεσαι λοιπόν πόσο θα τσούζει, Σούζη;

ΟMayer πιστεύει ότι εάν η νέα κυβέρνηση καταφέρει από μόνη της (χωρίς μνjηνμόνιο) να συγυρίσει την οικονομία πετυχαίνοντας πρωτογενή πλεονάσματα, τότε θα μπορέσει να ανταλλάξει τα γκέουρα με Ευρώ, και θα επανέλθουμε χαλαρουίτα 100% στο Ευρώ. Εάν όμως στηρίξει την πολιτική της στο να τυπώνει και να μοιράζει γκέουρα με τη σέσουλα, τότε η θα καταντήσουμε Ζιμπάμπουε της Ευρώπης.

Εναλλακτικά: γκαίουρο.

- Αιδοίου θριξ ναύν έλκει... :lol: :lol: :lol: :lol: Ήθελα να΄ξερα όμως τι θα γινόταν αν η κοπελιά έπεφτε σε κάναν γκαίουρα και δη υστερικό.
(εδώ)

- Κάτω η δραχμή, Ζήτω το Γκέουρο!!
(εκεί)

Γκέουρο; τίποτα πιο χαριτωμένο δεν έχουν να προτείνουν;
(στο βάθος)

- πού θα πάμε; σε δραχμή; σε γκέουρο; σε γρόσια; σε φτερά και πούπουλα;
(στη γωνιά)

- GEURO - ΓΚΟΥΡΟ - ΑΓΚΟΥΡΟ- ΑΓΚΟΥΡΙ ...
(στο φουαγιέ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία