Επιπλέον ετικέτες

Πανοποντοδοσία αποκαλείται η πλέον προκλητική μορφή μπαγαποντοδοσίας. Εκ των «πανο» (< «πάνω», ανορθογραφιστί και «ποντοδότης»).

Ο πανοποντοδότης λειτουργεί ως extreme σπαστήρ: εγγράφεται με πλειάδα ψεύτικων ονομάτων και αστράφτει την λημματολάσπη του μέχρι να πετύχει την επιθυμητή για αυτόν βαθμολογία.

Στην τελική, ο πανοποντοδότης δεν σέβεται το σάιτ, τους συσλανγκιστές του, αλλά ούτε και τον εαυτόν του.

Υφίσταται λοιπόν σήμερα (9/2/09) το φαινόμενο της πανοποντοδοσίας στο slang.gr;

Επειδή είναι κουλό να πετάει κανείς ατεκμηρίωτες τζακουζιές (εκ του j'accuse) ας εξετάζουμε στατιστικά την μηδενική υπόθεση ότι δεν υφίσταται πανοποντοδοσία.

Η μεθοδολογία μας έχει ως εξής:

  1. Χρησιμοποιούμε δείγμα των 40 πλέον αστεράτων λημματοδοτών.

  2. Ορίζουμε για τον κάθε λημματοδότη τον δείκτη π ως τον μέσο όρο (μ.ο.) του αριθμού των ψήφων που έλαβε στα πέντε λήμματα και ορισμούς του με την χαμηλότερη βαθμολογία. Ο μέσος όρος του π όλων των λημματοδοτών ορίζεται ως **Π**.

  3. Έστω ότι δεν υφίσταται πανοποντοδοσία. Τότε το π του κάθε παίκτη δεν πρέπει να έχει στατιστικά σημαντική απόκλιση από το μέσο **Π**.

  4. Διαπιστώνουμε ότι ο μ.ο. Π= 5,5 και όλες οι τιμές π κυμαίνονται σε ένα στενό εύρος περίπου 3 έως 7, με εξαίρεση το π του χρήστη Panos2 που είναι 13,3 (υπερδιπλάσιο του μέσου Π).

  5. Η πλέον ενδεδειγμένη στατιστική ανάλυση για να διαπιστωθεί εάν το «ύποπτο» π του Panos2 αποτελεί έκτροπη τιμή (outlier) είναι το Grubbs’ Test.

Συμπεράσματα:

Τρέξαμε το Grubbs’ Test και διαπιστώσαμε με στατιστική βεβαιότητα 95% ότι η τιμή του panos2 αποτελεί έκτροπη και συνεπώς απονέμουμε στον εν λόγω χρήστη το Kavli Prize Πανοποντοδοσίας.

Βιβλιογραφία:

Grubbs, Frank (February 1969), Procedures for Detecting Outlying Observations in Samples, Technometrics, Vol. 11, No. 1, pp. 1-21.

Μπορείτε να κατεβάσετε ένα excel template για το Grubbs’ Test απεδώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ πρώτης όψεως λέξη που παραπέμπει σε λαρισινό «αξάν» (προφορά) της λέξης «έτσι».

Θα μπορούσε βέβαια να είναι και παραφθορά της λέξης «έιτζ» προφερόμενη από άτομο που η ακοή του δεν είναι σε άριστη κατάσταση, ή από άτομο που η διάταξη της οδοντοστοιχίας του δεν του επιτρέπει να προφέρει σωστά ορισμένα γράμματα.

  1. Λαρισινός επιστρέφει από την ξενητειά στην πατρίδα του και πατώντας στα πάτρια εδάφη αναφωνεί: Λάρ'σ Λάρ'σ σε είδα και λαχτάρ'σ!!

  2. Η γιαγιά στην εγγονή: τι κάνει παιδάκι μου εκιός ο φίλος σου που είχε εκείνη την αρρώστια... το ετς;

Βλ. και: έτσι-γιουβέτσι, ...κι έτσι., έτσι, έτσι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σιγά το πράγμα, δεν τρέχει και τίποτα.

- Έμαθες; Χώρισε ο Χρήστος με την δικιά του...
- Κλάιν μάιν ρε μαλάκα, αύριο θα έχει καινούργια γκόμενα...
(κάπως έτσι τέλος πάντων)

(από Vrastaman, 29/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Επιφώνημα Λαρισαίου που έχει νοσταλγήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, ύστερα από ένα οπωσδήποτε σύντομο ταξίδι στην Αθήνα ή την γειτονική Αυστρία. Στην (μεταξύ μας, καθόλου απίθανη) περίπτωση που θα είναι τυρόβλαχος θα το προφέρει: «Λάρσα Λάρσα, σε είδα και λαχτάρσα!». Φράση σύμβολο του τοπικισμού.
    Συνώνυμα: Παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας ειν' και μπαλωμένο / Παρθένα απ' τον τόπο σου κι ας είναι και ραμέν η/ Καλλλά, μαλλλάκας Αθηναίος είσαι; (Σαλονικιώτικη προφορά) κ.ο.κ.

  2. Επιφώνημα σλαβόφιλου που το αντικείμενο του πόθου του ονομάζεται Λαρίσσα: Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ρωσικό όνομα που βγαίνει από τον γλάρο (ως γνωστόν, every name has a Greek root!), δηλαδή η γλαροπούλα, - θυμίζει και Τσέχοφ!

Τα σλαβικά ονόματα του θηλυκού ξανθού γένους είναι τεσσάρων ειδών. Τα αναφέρω με αύξοντα αριθμό σλαβόφιλης καύλας ή σλαβολαγνίας:

α) Τα διεθνή ονόματα κορασίδων με ελάχιστο μόνο σλαβικό χρώμα. Βλ. Βερόνικα, Μαρίνα, Γιούλια, Λίζα, Ντανιέλα, Λίλιαν(α) (το τελευταίο, απλή συνωνυμία!) κ.ο.κ.
β) Οι τελείως χαρακτηριστικές σλαβικές εκδοχές διεθνών ονομάτων στο υποκοριστικό τους. Βλ. Νατάσα, Κάτυα-Κατυούσα, Μάσα, Όλια (Όλγα), Σάσα, Σόνια.
γ) Τα Σβετλάνα, Τατιάνα και Ταμίλα, που είναι πολύ ιδιάζοντα, αλλά και πολύ τουριστικά. Ό,τι είναι ας πούμε η Πλάκα για την Αθήνα, η Μονμάρτρη για το Παρίσι, ή το Σόχο για το Λονδίνο. Ανεπανάληπτα, δηλαδή, αλλά δεν θα πας να στοιβαχτείς παρέα με όλους τους τουρίστες.
δ) Μια ειδική κατηγορία ονομάτων, που περιλαμβάνουν πολύ ιδιαίτερα, αλλά και κάπως πιο ψαγμένα ονόματα, που ως τέτοια εγείρουν τον ενθουσιασμό των σλαβόφιλων. Αυτά είναι τα: Ντάρια, Βίκα, Νάστυα, Βλάντα, Μίλα, Λέρα, Ντάσα, και... στην κορύφωση της σλαβολαγνίας, η καλύτερη απ' όλες...

η Λαρίσσα!

Πρέπει να το παραδεχτούμε: Η Λαρίσα είναι για τον σλαβόφιλο ό,τι είναι για τον άνδρα η/το Λίλιαν!

-Μωρούλjι μου, θα πιούμε ένα πουτάκι;
-Είσαι η Λαρίσσα, ή είσαι απ' τη Λάρισα;

Λαρίσσα, Λαρίσσα, σε είδα και λαχτάρησα!

Όπως λέμε:

Μίλα μου για Μίλα!
Η Ταμίλα με τα σέξι μήλα! (βλ. σλαβόφιλος, ο).
Πήρα την κατιούσα με την Κατυούσα!
Κατυούσα, είσαι (πύραυλος) Katyusha!
Η Λέρα είναι σκέτη Λέρα!
Νάστυ με τη Νάστυα!
Στην Σιβηρία σε γύρευα και στη Μύκονο σε Βίκα.
Βικα-παίδεια, έκδωσέ την μόνος σου!
(Κλείνω εδώ γιατί μ' έχει πιάσει σεφερλίτιδα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ομαδικός εναγκαλισμός νεοκεκαρμένου συμμαθητού.

Χαριτωμένη δραστηριότητα παρελθουσών δεκαετιών όπου ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας απεφόρτιζε την επιθετικότητα του στους σβέρκους των πλησίον του και ουχί στην δημόσια και ιδιωτική περιουσία.

Πάνε πια αυτά!

- Ο Βασίλης κουρεύτηκε!
- Μπούγιοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοο!
- Ααααααααα
- Ζεις αιώνια κι΄ανασαίνεις, όταν λες μολών λαβέ!
(Οιμωγές)

Βλ. και σχετικά λήμματα φατούρο και σύννεφο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιφώνημα που δηλοί την υπέρτατη κατάσταση έκστασης στην οποία έχει περιέλθει ο ανακράζων.

Όπως ο αληθινός μουσουλμάνος αναγνωρίζει τον ένα Θεό (τον ΠΑΟΚ δηλαδή) λέγοντας στα τουρκικά Ένας Θεός! (Για την ταύτιση μουσουλμάνου και τούρκου στα καθ' ημάς βλέπε και μεμέτης), έτσι και ο Επικούρειος μέσα μας κοινοποιεί την έκσταση του παραλληλίζοντάς την με τον εναγκαλιασμό της εξ αποκαλύψεως αλήθειας (λέμε τώρα).

- Μάγκες, έφερε ο Κωστής μια φουντίτσα, τεφαρίκι!
- Μπιρ αλλάχ αρκαντάς! Στρώσου για μπάφκετ!

Σύγκρινε με βαράω μπιραλάχ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του τα ζώα μου αργά σε πιο βλάχικη έκδοση.

Ρε Στράτο, αργά τα ζα είσαι, θες μία ώρα να αλλάξεις ένα λάστιχο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σπαστήρ –εκ του Συνδρόμου Π**ολλαπλής **Αυτομπαγαποντοδοτικής Στήριξης (Σ.Π.Α.Στηρ.)– αποκαλείται η νεοδιαγνωσθείσα μετάλλαξη του κλασσικού μπαγαποντοδοτισμού, με έντονα όμως στοιχεία σπασαρχιδισμού και σπαμαρχιδισμού.

Οι σπαστήρες συνήθως χαρακτηρίζονται από τα εξής κοινά χαρακτηριστικά:

1. Εγγράφονται με δύο ή περισσότερους κωδικούς,

2. Οι πολλαπλές τους περσόνες πρωτοεμφανίζονται την ίδια μέρα και πλημμυροδοτούν το σάιτ με λήμματα,

3. Ανταλλάσουν σπέκια, φιλοφρονήσεις και μπαγαποντοδοτούν υπέρ αλλήλων,

4. Συχνά αποκαλύπτονται, μέσα στον ενθουσιασμό τους, καθώς ταυτόχρονα βάζουν το ίδιο λήμμα με πανομοιότυπο σχεδόν ορισμό.

Η βιβλιογραφία αναφέρεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες σπαστήρων:

1. Οι Ψυχοσπαστήρες:
Αυτοί πάσχουν από παραλλαγή του συνδρόμου MPD (Multiple Pagapontic Disorder). Zούνε σ’ ένα όνειρο που τρίζει, είναι παντελώς για δέσιμο, αλλά συνήθως δεν είναι επικίνδυνοι παρά μόνο για τον εαυτό τους. Με την πάροδο του χρόνου συνήθως εκφυλίζονται σε τρολ και ωσεκτουτού αποχωρούν από το σάιτ μόλις νοιώσουν την παρατεταμένη περιφρόνηση των θαμώνων.

2. Οι Ξενεροσπαστήρες:
Οι σπαστήρες αυτοί δεν είναι ψυχασθενείς. Ενδέχεται μάλιστα να είναι γνωστοί, ακόμα και διακεκριμένοι λημματοδότες , οι οποίοι για λόγους που μόνο εκείνοι γνωρίζουν υιοθετούν δύο περσόνες και πλημμυροδοτούν το σάιτ με λήμματα τα οποία πολλές φορές είναι καλά έως και ευφυέστατα. Τα κίνητρα τους είναι λιγότερο αυτονόητα από εκείνα των ψυχοσπαστήρων. Μερικοί έχουν οι ίδιοι πέσει θύματα τραυματικής μπαγαπονοτοδοσίας στα παιδικά τους χρόνια, και βάζουν στοίχημα ότι φορώντας την μάσκα του εκδικητή μπορούν να ανέλθουν στο τοπ 10 της βαθμολογίας σε χρόνο dt, παραδίδοντας μάλιστα και μάθημα σε μερικούς μερικούς. Άλλοι πάλι απλούστατα το κάνουν για πλάκα. Στη τελευταία ανάλυση οι ξενεροσπαστήρες καταφέρνουν να ξενερώνουν τόσο τους ενάρετους θαμώνες του σάιτ, όσο και τον εαυτό τους.

Οι γνώμες των ειδικών διίστανται για την ταξινομία των κρουσμάτων που πρόσφατα (24/11/2008) εκδηλώθηκαν στο σλάνγκ ντοτ τζιάρ. Ωστόσο, όλες οι αποχρώσες ενδείξεις συνηγορούν ότι πρόκειται για ξενεροσπαστήρες.

Είπαν για τους σπαστήρες:

«...μια εν δυνάμει βόμβα στα θεμέλια του σάιτ. Ίσως, ίσως μια βόμβα στα ίδια τα θεμέλια του πολιτισμού μας όπως τον ξέρουμε. Τι απέγινε άραγε η Τιμή, η Ειλικρίνεια, τι απέγινε η Αγνότητα, τι απέγινε το πτώμα του Jimmy Hoffa;...»

«....πιστεύω πως (...) πίσω από δαύτους είναι ένας δικός μας...»

«μπορεί νά 'ναι κολλητάρια που παίζουνε μαζί στο σλάνγκ. Μπορεί... Άς το ψάξει ο ρουμάνος

«...τέτοιοι λογαριασμοί αργά ή γρήγορα έστω και ανεπίσημα, γίνονται αντιληπτοί! (...) Πάντως μου έβαλες ψύλλους στ' αφτιά!»

«...αυτός ο πραγματικά προικισμένος νέος θα ασυδοτεί δίχως αντίδραση από μένα τουλάχιστον, λόγω του ότι είναι προικισμένος λημματοδότης... αν όμως αποδειχθεί βραχύβια αυτή του η εποχή της ακμής και συνεχίσει τη λοβιτούρα, θα πέσει πέλεκυς!»

αποκαλύπτουμε! (από xalikoutis, 27/11/08)(από Vrastaman, 30/11/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:

1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.

Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.

Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.

Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:

α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.

β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).

2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος

Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.

Γουρνάρης, the pig farmer:

Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)

Γουρνάρης, the male chauvinist pig

Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;

Γουρνάρης, the game:

Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το να πετά κανείς πέτρες (εναντίον μη ζωντανού στόχου) είναι μια πανάρχαια, αλλά και κατασυκοφαντημένη ανθρώπινη συνήθεια. Ας ξεκινήσουμε διευκρινιστικά:

Αν και ανεπίκαιρο, φανταστείτε τον εαυτό σας ωραίο σαν Έλληνα, στην ομορφότερη και ερημικότερη παραλία της Ιφκίνθου (ας την ονομάσουμε Αλιθιές***) να σουρουπώνει ονειρικά, κι εσείς στην παραλία να πετάτε ανέμελα **βοτσαλάκια στο περιγιάλι, να πετυχαίνετε 15 γκελάκια, ενώ από την καβάτζα να ακούγονται τα χάχανα των δύο άψογων εξωτικών ψωλέτων με τα οποία περνάτε τις καλύτερες μέχρι τώρα διακοπές της ζωής σας, μοιραζόμενοι τα πάντα (προσαρμόστε το παράδειγμα στις προτιμήσεις σας, προσθαφαιρώντας γκελάκια και γελάκια). Το φανταστήκατε;
Καμία Σχέση

Με εξαίρεση την παραπάνω κατάσταση, το πέταγμα πέτρας ήταν και είναι η πλέον ταπεινή δραστηριότητα, μια εκτόνωση χωρίς νόημα αφού προσφέρει: - είτε τον πιο δειλό και απελπισμένο εξορκισμό αρνητικών συναισθημάτων και προσωπικών δαιμονίων, όταν κάθε άλλη αντίδραση έχει αποκλειστεί
- είτε την πιο ανούσια διασκέδαση της πλήξης, όταν κάθε άλλη έχει αποκλειστεί, εννοείται.

Εξ ου και το «πετραδίζειν» όπως λέγεται στην Δ. Κρήτη είναι η πλέον παλιά έκφραση για την περιγραφή της κατάστασης του κωλοβαρέματος ή ψώλινγκ, της σαπίλας, ειδικά του αργόσχολου και του... κουτού. Έτσι, αν και πέτρες στα αστικά κέντρα δεν υπάρχουν πια, στη σλανγκ με πετσακο-επιρροές, η ερώτηση «πετραδίζεις;» είναι συνώνυμη του «πάλι ψωλαρμενίζεις/κωλοβαράς/κοπρίζεις; Ή, πιο σωστά, είναι απόκριση σε κάποιον που εμφανώς τον παίζει και από πάνω λέει και μαλακίες (βλ. παράδειγμα).

Ειδικά στο Ν. Χανίων, το πετραδίζειν έχει συνδεθεί με ανθρώπους συγκεκριμένης καταγωγής, αλλά δε χρειάζεται να εμβαθύνουμε τόσο.

*εκ του: «αναληθείς λίθοι», με καθίζηση.

- Κωστή, ακόμα μπουρδέλο είναι εδώ μέσα... κάνε και καμιά δουλειά ρε κουμπάρε...
- Μαααα, κάνω...
- Ρε συ Κωστή, πετραδίζεις να 'ούμε; Για σύνελθε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία