Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Το τιγκαριστό ποτήρι ή φλιτζάνι: γεμάτο έως τα μπούνια, σαν καντήλι γεμάτο λάδι.

Σπάνια κουτσαβάκικη σλανγκιά.

(από σφυρίζων, 15/09/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Επικεντρώνω την προσοχή, προσηλώνομαι, δίνω σημασία. Δίνω υπόσταση (σύμφωνα και με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία που θεωρούσε την ουσία ως μια βάση των όντων), δηλαδή με την προσοχή που αποδίδω δίνω έρεισμα στα λεγόμενα- γεγονότα κ.τ.λ., τα κάνω να υφίστανται πραγματικά.

Πολύ συνηθισμένο σε προστακτική δευτέρου ενικού (δώσε βάση) ως προτροπή σε συνομιλητή ότι τώρα είναι που πρέπει πραγματικά να προσέξει. Χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις όπου ο συνομιλητής καλείται να μαζέψει τις δυνάμεις του για ένα ειδικά σημείο από τα λεγόμενα ή τα πραττόμενα.

Σημαντικότερες χρήσεις του τα:

- δώσε βάση στην πενιά στο ρεμπέτικο ιδίωμα, - δώσε βάση στο νόημα ως μαγκίτικη προτροπή να προσέξει ο συνομιλητής τη βαθύτερη και ίσως υπόρρητη σημασία των λεγομένωνε, και το οποίο έλαβε και μια τροπή ειρωνική προς αρρωστουργήματα υπερκουλτουρίασης, όπου καλείσαι να βρεις το βαθύτερο μήνυμα του ποιητή,
- στη τζιβάνα δώσε βάση το τσιγάρο μη χαλάσει στο ναρκοϊδίωμα,
- σήμερα χρησιμοποιείται πολύ στο ιδίωμα του γυμναστηρίου, όταν παρακαλούμαστε να προσέξουμε την εκγύμναση ενός ειδικά μέρους του σώματός μας ή μιας ειδικά άσκησης.

Πάσα (Δ.Π.): Vikar.

  1. Κι όταν παίζει το μπουζούκι
    δώσε βάση στην πενιά
    για να θυμηθείς τα πρώτα
    Φαληριώτισσα γλυκιά (από το άζμα του Γιάννη Παπαϊωάννου εδώ).

  2. Δώσε βάση κι άκουσέ με, δώσε βάση και θα δεις, σαν κι εμένα, πίστεψέ με, άλλον άντρα δε θα βρεις. (άζμα εδώ).

  3. Άκου, Λουκά Παπαδήμο, και δώσε βάση! (εδώ).

  4. Βλακ» list για να ξεχωρίζεις τον κάφρο.. Δώσε βάση!
    - Το 70% των προτάσεων ξεκινάει με το << εγώ >>
    - Έχει καταλήξει να είναι μόνος, χωρίς φίλους και κοπέλα αλλά αυτός δεν φταίει σε τίποτα!Οι άνθρωποι είναι σκάρτοι..
    - Μιλάει με άσχημο και υποτιμητικό τρόπο για την πρώην του (εάν υπάρχει)
    - Και φυσικά θεωρεί οτι θα κάνετε και σεξ γι αυτό και συμπεριφέρεται αναλόγως. (Εδώ).

  5. Θες να την πηδήξεις; Δώσε βάση πρώτα στην ηλικία της. (Εδώ).

  6. Δώσε βάση στα τρικέφαλα! (Εδώ)

  7. Ριάνα: Δώσε βάση στους γλουτούς! (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το θηλυκό αρρωστάκι, η γυναικεία εκδοχή του πρεζάκια.

Η πρεζού απεικονίζεται ως τραγική φιγούρα από το εγχώριο φολκλόρ: μια αποστεωμένη, τρικλίζουσα και η έτοιμη για όλα ξεδοντιάρα. Φυσικά υπάρχουν και μερακλήδες που θεωρούν το ηρωινάτο λουκ αρκούδως γκλαμουράτο. Περί ορέξεως.

Συχνοί και οι συνειρμοί για την μοίρα τση μνjημονιακής Ελλάδας (βλ. παράδειγμα 2).

Πρεζούμαμπλυ εκ του Ιταλικού presa.

1.
Τι είδους γάμος θα'ναι αυτός, όταν ένας άνδρας που μοιάζει ζεν-πρεμιέ του σινεμά, μπάνικος και 28χρονος και μιλιοναίρ, θα παντρευτεί μία κακάσχημη πενηντάρα, πάμφτωχη, που είναι και πρεζού; Για σκεφθείτε το. Δεν είναι μαλάκας ο ωραίος νέος, ο γκόμενος, κάποιο λόγο θα έχει για να ζευγαρώσει με παπά και κουμπάρο μία χλεμπονιάρα σιτεμένη, μία βακέτα

2.
Έχετε καταντήσει την πατρίδα μας, η οποία μετρά 3000 χρόνια στην πλάτη, να παρακαλάει σαν την πρεζού για τη δόση της!

3.
Η ναζί-πρεζού και η μπουζού: Αξίζει να κρατήσει κανείς τη μύτη του, να επιστρατεύσει την υπομονή του, και να δει το βίντεο (δείτε εδώ) με τις αθλιότητες της Ζαρούλια για την «πρεζού» και τη «μπουζού» στη Βουλή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πολυσχιδής σλανγκιά, εκ του ηχομιμητικού γουργουρίζω. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα εξής:

  • Το δοχείο του ναργιλέ, αυτό που γουργουρίζει όταν τον πίνεις. Οι γούργουρες κατασκευάζονται από γυαλί, πηλό ή κολοκύθα• οι καλύτεροι όμως, από το κέλυφος καρύδας (η λέξη nārgil στα περσικά σημαίνει καρύδα). Εναλλακτικά: γουργού, γούργουρας, γουργούλακας, γουργούλιακας.
  • Η κληρωτίδα, επειδή όταν γυρίζει γουργουρίζει. Εξ ου και η έκφραση «τώρα που γυρίζει ο γούργουλας».
  • Μη σλανγκικά (αλλά αρκούδως λαογραφικά), το λαρύγγι του κόκορα (επειδή γουργουρίζει) και το πήλινο δοχείο σε διάφορες ντοπιολαλιές.

1.
Γουργούς / γούργουλας: ο ναργιλές (από τον ήχο του νερού κατά το ρούφηγμα που μοιάζει με γουργουρητό

2. οι «ειδήμονες» του ναργιλέ λένε ότι ο καρυδάτος γούργουλας είναι ασυναγώνιστος

3.
Τώρα που γυρίζει ο γούργουλας, ποντάρετε παρακαλώ… Να ξεπουλήσουμε την πατρίδα, τη χώρα που γεννάμε τα παιδιά μας! Άλλος δοσίλογος, ποντάρετε παρακαλώ…

4.
Λοιπόν…στοιχηματίζω ολόκληρο το βασίλειό μου της Δανιμαρκίας, που δεν είναι βέβαια και τίποτα σημαντικό έτσι σάπιο που κατάντησε, αλλά αυτό έχω αυτό βάζω, βάλτε και σεις παιδιά, μαύρο κόκκινο, λάδι για την καντήλα, εδώ κληρώνει ο γούργουλας, πως αν ο επικείμενος πρώτος τους δίσκος τους Let The Sunburnt Country Burn -αν και όποτε βγει- θ’ αφήσει εποχή…

(από σφυρίζων, 18/07/13)(από σφυρίζων, 18/07/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ακόμη να γυρνάει, εννοείται «το τσιγάρο στην παρέα».

Από τις πιο κλασικές μπαφοκουβέντες, απευθύνεται σε άτομα που απ' τη χασισολογοδιάρροια, τη μαστούρα, ή απλά από κουτοπονηριά, κροκοδειλιάζουν, καβατζώνουν το τσιγάρο και δεν το περνάνε στον επόμενο, ως είθισται, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.

Η φράση είναι τόσο διαδομένη που θα την ακούσεις συχνά και μακριά από χασίσια, μεταφορικά, σε καταστάσεις που κάποιος διεκδικεί ετσιθελικά τη μερίδα του λέοντος.

  1. Μια φορά σταμάτησα την παράσταση γιατί κάποιος κάπνιζε μπάφο Του είπα- να γυρίζει φίλε - κι η παράσταση συνεχίστηκε κανονικά (από τουίτερ)

  2. «Να γυρνάει ρε να γυρνάει όχι όλο δικό σου είμαστε τόσοι εσύ το έσκασες». Μια τζούρα και το μυαλό σου έφυγε για μια στιγμή.. (από ιστολόι)

  3. Έλα να γυρίζει ρε φίλε να την ακούσουμε & εμεις (από τουίτερ)

  4. - Στην υγειά μου ...
    - Σού'χω πει να γυρνάει ρε παρτάκια.
    (από φόρουμ)

Χασισοσοφία: να γυρίζει, στρίφτης σκάστης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όψιμη χασισλάνγκ: όταν την ακούς χάλια και κάνεις «βαρύ κεφάλι» μετά από κάπνισμα κακής πχοιότητας χασισακίου.

Προϋπήρχε ως ιατρικός όρος από τότε που βγήκαν οι λάσπες (βλ. πρώτο παράδειγμα), κυρίως με την μορφή καρηβαρία.

Ετυμολογείται εκ των κάρα (κεφάλι) και βαριά· η παρουσία του γαμοσλανγκενεργού «καρά-» είναι παντελώς συμπτωματική.

1. ... ἀνακαίνισις καὶ καραβαρία καὶ σκάτωσις καὶ ρῖχος περὶ τήν κεφαλήν ...
(Συμεών Μάγιστρου και Φιλοσόφου του Αντιοχέως, «Φιλοσοφικά και Ιατρικά», Βερολίνο, 1842)

2.
Το «Τραγούδι της Μορφίνας»
Αυτός είμαι εγώ…
Αυτός είσαι εσύ…
Αυτό είναι το Παν.
Στοιχειωμένοι..
Παιδιά του δρόμου. ..
Έξω όλη νύχτα..
Καραβαρία
Μπερδεμένα όλα…

  1. Καραβαρία: αποχαύνωση μετά το κάπνισμα κακής ποιότητας χασισιού.
    (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου, «Το λεξικό της Ντάγκλας», εκδόσεις Όπερα 1995)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρεμπέτικη φρασεολογία για το λαθρεμπόριο και τον κοντραμπατζή, αντίστοιχα. Επί τουρκοκρατίας, μια μεγάλη μερίδα Ρωμιών θησαύριζε διακινώντας λαθραία καπνά. Οι σύγχρονοι κατσιρματζήδες διακινούν λαθραία τσιγάρα με κακοτάξιδα πατατάδικα.

Ως ναρκοσλάνγκ, κατσιρματζής αποκαλείται επίσης το βαποράκι που (συχνά εν αγνοία του) μεταφέρει πράμα (βλ. εδώ).

Εκ του τουρκικού kaçırma / kaçırmasi (απαγωγή). Στην γουγλογραφία εμφανίζεται κι ως κατιρματζής.

1.
Επαγγελματίες βαρκάρηδες, ξεμπαρκάρανε τους επιβάτες από τα μεγάλα βιαστικά βαπόρια, τα ποστάλε, που δεν μπαίνανε μες στο λιμάνι, μόνο αράζανε μισό η κι ένα μίλι στ' ανοιχτά. Κοντά σ' αυτό, λίγο ψαράδες, λίγο κατσιρματζήδες, λίγο νταβατζήδες στα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν του λιμανιού. Ποτισμένοι άρμη, ψημένα παλικάρια κι από τις δυο μεριές.

  1. ♪♫ Μες τα Βουρλά κατιρματζής
    αντάμης και κοντραμπατζής
    και της τουρκιάς ο τρόμος
    καβάλα σε λιγνό φαρί
    το μάτι του θόλο βαρύ
    πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος

Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη ♪♫ («Ο μπάρμπας μου ο Παναγής», Μιχ. Ζαμπέτας)

3. Κατιρματζής είναι ο λαθρέμπορος. Επί Οθωμανών υπήρχε ένας τεράστιος υπόκοσμος που ζούσε από το λαθρεμπόριο καπνών για το οποίο υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος. Οι Έλληνες της ανατολής πρωτοστατούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα.

(από Khan, 19/06/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το φιλοδώρημα, το πεσκέσι, ο άξιος μισθός. Επί τουρκοκρατίας, η αμοιβή των αρματολών· σήμερα, η μίζα των πάσης φύσεως παρακρατικών.

Πιο αδόκιμα: ναρκοσλάνγκ για τον μεσάζοντα διακινητή. Ο λουφές αμείβεται με ποσοστά επί των πωλήσεων και κατά κανόνα δεν είναι χρήστης. Καμία σχέση με το βαποράκι που μεταφέρει αλλά δεν διακινεί πράμα.

Εκ του τουρκικού ulufe (αμοιβή μισθοφόρου).

Βλ. και λουφετζής.

1.
«-Καπετάνιε,πάρε κι εσύ το λουφέ σου..» Ο Νικηταράς έπιασε το σπαθί,κοίταξε τα στολίδια του και το πέταξε μπροστά του. Είπε: «-Αυτός είναι ο λουφές της πατρίδας..» Αμέσως ένας-ένας άρχισαν να αφήνουν χάμω τα λάφυρα σχηματίζοντας ένα σωρό ,το πρώτο ταμείο του έθνους. Από τότε έχει να πάρει η πατρίδα λουφέ..

2.
Ποιος όμως είναι ο… λουφές της εξουσίας για τους νικητές; Κανείς δεν ξεχνά τη φράση του Βύρωνα Πολύδωραμ που είχε κάνει αίσθηση λίγο πριν την αναρρίχηση της Ν.Δ. στην εξουσία το 2004, που έκανε λόγο για «δέκα χιλιάδες κομματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που ήταν διορισμένα σε θέσεις ευθύνης του Δημόσιου Τομέα». Η Νέα Δημοκρατία είχε υποσχεθεί προεκλογικά «επανίδρυση του κράτους», αλλά δυστυχώς οι «κουμπάροι», οι «κολλητοί» και οι «ημέτεροι» δεν έλειψαν και πάλι...

  1. ♪♫ Περιμένω τον λουφέ μου
    26 ευρά ανά χείρας ♪♫

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παμπάλαια ναρκοσλανγκιά: κρύβω στον πρωκτό στο λούκι σταφ (κυρίως ζαπρέ ή χάπια) για μεταφορά στην ψειρού.

Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι με άδειο στομάχι η καλά εκπαιδευμένη σούφρα έχει χωρητικότητα έως και 250 τζι. Ο εντοπισμός του λουκαρίσματος γίνεται μόνο μέσω ακτινογραφίας η κωλοδάχτυλου. Θέλει ιδιάιρετη προσοχή γιατί το σπάσιμο του υπόθετου μπορεί να επιφέρει και το μοιράιο.

1. Ενας από τους πιο συνηθισμένους τρόπους μεταφοράς ναρκωτικών από αδειούχο είναι το «λουκάρισμα», δηλαδή τα... υπόθετα με σακουλάκια γεμάτα ναρκωτικά και καλυμμένα με κερί..

2. ΟΛΟΙ οσοι γυρίζουν απο άδειες είτε ειναι «ΤΟΞΙΚΟΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΙ» είτε ΟΧΙ συνηθίζεται να «ΛΟΥΚΑΡΟΥΝ» ( φυλακίστικη εκφραση και παληά) Λουκάρω σημαίνει βάζω στο ΛΟΥΚΙ ή αλλιώς στον πισινό μου μιά ποσότητα ναρκωτικών η οποία οταν θα περάσει θα πάρει το μερτικό του σε χρήμα αυτός που την εμπασε δλδή αυτουνου που ο πισινός εκανε χρέη περαματάρη,αν δεν ειναι τοξικοεξαρτημένος.Αν ειναι θα πάρει το κατιτις του σε ειδος δλδή σε πρέζα.Αποεκει και μετά γινεται και η υπόλοιπη μοιρασιά.Οσοι βοηθησαν να μπει και οταν τελειώσουμε με αυτά αρχίζει το σπρώξιμο ή νταραβέρι.

3. Άντε λουκάρισε κανά σκουπόξυλο ρε λαχανά! Όσο εσύ είσαι φυλακισμένος άλλο τόσο εγώ είμαι ο Πάπας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χασίστες και οι φουντικοί: οι δυο μεγάλες κατηγορίες Ελλήνων που αμφιμαστουρώνουν ανάμεσα στον πατέρα τους τον Μπάτη (που ήρθε απ' την Σμύρνη το 22, κλπ) και την κουτσουμπήλω του Bob.

Ας πανηγυρίσουμε τον ανθό τση μάνας γης με ένα λημματογραφικό απάνθισμα για το χασισάκι του Θεού, από όπου κι αν προέρχεται.

Αλφαβητάρι του χασίστα

(σ.ς. Χασίσι: ο επεξεργασμένος και πρεσαριστός ανθός της ινδικής κάνναβης)

  • αλάδωτο, χασίσι μούφα χωρίς τετραϋδροκανναβινόλη%
  • αφγάνι, σπάνια και ακριβή ποιότητα χασισακίου από το Αφγανιστάν%
  • ζήρο-ζήρο, πράσινο μαροκινό εξαιρετικής ποιότητας, εξ ουστ και το διπλό ζήρο (σύμβολο του άπειρου)%
  • καϊνάρι, το γλυκό και εξαιρετικής ποιότητας λεβεντοχασίσι%
  • κασκαούτι, το χασισάκι%
  • κέρατο, το άτιμο το μπαμπέσικο το χασίσι%
  • κασέρι, το ευωδιαστό χασίσι%
  • κογιανό, σαλλλονικιώτικο για το χασίσι. Καμιά σχέση με το κουγιανό%
  • λάδι, το χασισέλαιο, απόσταγμα από την ρητίνη του ανθού%
  • λάφινγκ, μαροκινό γελαστό πράσινο(laughing)%
  • λιβάνι, ψιλοάθλιο αλάδωτο χασίσι από το Λίβανο%
  • μαρόκο, μαροκάνικο, πρασινόμαυρο από το Μαρόκο%
  • μπόρντερ, μαυροπράσινο, από τα σύνορα (border) Αφγανιστάν-Πακιστάν-Ινδία%
  • νταμίρα, άλλη μια ονομασία για το άγιο χασισάκι%
  • μαυράκι, το χασισάκι, υποκοριστικό του...%
  • μαύρο, το κατεργασμένο χασίσι%
  • μπουμπάρι, χασισάκι σε λεπτή σκόνη%
  • πλαστελίνη, είδος μαλακού ψημένου μαυρακίου από Αφγανιστάν μεριά%
  • πράσινο, ειδος πράσινου χασισακίου%
  • πρέσα, το συμπαγές πρεσαριστό χασίσι%
  • προυσαλιό, το μαυράνι του ρεμπέτη: μόλις ήρθα από την Προύσα, να ξεφύγω δεν μπορούσα...%
  • σταφ, το πράγμα%
  • ρόκομα, το μαρόκο στα ποδανά%
  • σοκολάτα, καφετί και ευωδιαστό χασίσι, πρεσαρισμένο σε μορφή τσιγκουλάτας%
  • τάϊ στικ, εξαιρετικό χασίσι από την Ταιλάνδη, σε σχήμα ραβδακίου%
  • τουμπεκί, μείγμα μαύρου και ταμπάκου%
  • τσόκο, βλ. σοκολάτα

Aλφαβητάρι του φουντικού

(σ.ς. φούντα: το άνθος του θηλυκού δενδρύλλιου ινδικής κάνναβης: ο αποξηραμένος ανθός της ινδικής κάνναβης)

  • albanian haze ή tirana haze, λολοπαίγνιο στο γκουμεδιάρικο χέηζ για την τρισάθλια αλβανική φούντα%
  • αλβανός, κακής πχοιότητας χόρτο από την σκιπερία%
  • αμερικάνικη φούντα, η μαριχουάνα%
  • άψητο, ακατέργαστη μορφή χασισακίου, φούντα%
  • βρομ, συνθηματικό για την φούντα%
  • γελαστό, προσωνύμιο του χόρτου ή καθώς προκαλεί ευθυμία%
  • γκάντζα, η φούντα στα τζαμαϊκανά. Legalize it!%
  • γκρας, το γρασίδι%
  • γρασίδι, το χόρτο%
  • ελληνική φούντα φούντα από τον τόπο σου τ. πα μαλ, πα μαλ. Ο Ψηλορείτης και ο Ταΰγετος, τα δυο βουνά μαλώνουν γαι ποιο βγάζει το καλύτερο%
  • καλαματιανό, παγκοσμίως γνωστό ως kalamata founta, το Maui Wowie της Ελλάδος%
  • κανναβέττο, το χόρτο%
  • μπάγκο, αυτοφυής αφρικάνικη φούντα. Κόβεις όπου βρεις και πίνεις%
  • μπριζόλα, δυσάρεστη φούντα με πολλούς σπόρους που βρωμοκοπάει όταν καίγεται%
  • νταφ, η φούντα (νταφού)%
  • νταφού, η φούντα στα ποδανά%
  • μαριχουάνα, τα φύλλα δενδρύλλιου ινδικής κάνναβης%
  • μαρουγάνα, μπρούκλικο για την μαριχουάνα%
  • μπαμπάνα, τρισάθλιο αλβανικό χόρτο%
  • μπουρούχα, τζουφια φούντα από αρσενικό δενδρύλλιο%
  • πακιστανικό, φούντα που πωλούν πάκηδες%
  • πασπάλια, άσχετα κλαράκια και φύλλα με τα οποία νοθεύεται η νταφού%
  • παστάλι, άθλια φούντα αποτελούμενη από κλαδάκια, σκόνη, σπόρους, κ.ά. κατακάθια%
  • πράσο, η φούντα%
  • πρεζόφουντα, ειδος βαριάς φούντας που και καλά φτιάχνεται κάνοντας ενέσεις πρέζας στην ρίζα τουδενδρύλλιου.%
  • σένσι ή σενσιμίλια, τζαμάτη γκάντζα χωρίς σπόρους
  • ρεφούζι, κατακάθι νταφού του αισχίστου είδους, εκ του refuse%
  • ρίγανη, κακής ποιότητας χόρτο%
  • σκανκ, σκληρή μεταλλαγμένη φούντα νέας κοπής υψηλών οκτανίων (διπλάσια περίπου ποσότητα τετραϋδροκανναβινολης) με δυσάρεστες μάλλον παρενέργειες%
  • σκανόφουντα, μπάσταρδη φούντα από σπόρους σκανκ που καλλιεργούνται στην ελληνική και αλβανική ύπαιθρο με διάφορες μεθόδους%
  • τούφα, η φούντα%
  • φου, η φούντα%
  • φουφού, η φούντα-φούντα%
  • χάχα, η φούντα, επειδή φέρνει γέλιο%
  • χέηζ (haze), εκλεκτό υβρίδιο σένσι με έντονο άκουσμα. Υπάρχουν διάφορε ποικιλίες: purple, silver, και ταλιμπάν%
  • χόρτο η φούντα, εκ του αγγλικάνικου weed.

Φουντοχασιστικά γάρα, παραφερνάλια κ.ά.

  • δοντιά, η δια δαγκώματος πρόχειρη μονάδα μέτρησης και διάθεσης του μαύρου%
  • γαρδούμπι, μπάφος με χασισάκι%
  • γάρο, το τσιγαρλίκι%
  • γελαστό τσιγάρο, το ενισχυμένο τσιγάρο%
  • γεμιστάκι, τσιγάρο που του αφαιρούμε τον καπνό και το γεμίζουμε με φούντα%
  • γουργού, ο κλασικός ναργιλές που γουργουρίζει%
  • θανάσης, ονομασία λουλά, εκ της εκφράσεως ποιος Θανάσης;%
  • καρότο, ο μεγάλος μπάφος-υπερπαραγωγη%
  • κατιμάς, τα τρίμματα που περισσεύουν%
  • λουλάς, το επιστόμιο του ναργιλέ%
  • μάρλευ, μονάδα μέτρησης%
  • μελαχρινή, μικρή ποσότητα ναζιάρας και σκερτσόζας φούντας εν είδει μερίδας%
  • μονόφυλλο, γάρο από ένα φύλο%
  • μπόμπα, πολύ χοντρός μπάφος, ιδανικός για περιφορά%
  • μπονγκ, είδος νερόπιπας για χόρτο%
  • μπουκαλάκι, περίπου 3 γρ λάδι σε μπουκαλάκι βανίλιας%
  • μπουρί, ο χοντρός και μεγάλος μπάφος%
  • ξεροτσίμπουκο, το κάπνισμα μαύρου με πίπα ξεροσφύρι (χωρίς καπνό)%
  • ποτηράτο, αυτοσχέδιος τρόπος πόσης με άντεστραμμένο ποτήρι%
  • ρο, εκ του γάρο%
  • σουσανές, τοπικός ιδιωματισμός (Δωδεκάνησα, Πελοπόννησος) για τον μπάφο%
  • τάκος, μαύρο σε συσκευασία μισόκιλου%
  • ταφάκι, το δίφυλλο γάρο.%
  • τζόιντ, ο μπάφος στα αμερικλάνικα%
  • τρίφυλλο, μεγάλο τσιγαρλίκι από τρία φύλλα χαρτιού
  • τσίκα, «μερίδα» χασισιού για ναργιλέ%
  • τρομπόνι, ο φοσμπά-γαργαντούας%
  • τσιγαριλίκι, με χαρμάνι καπνού και φούντας%
  • τσίλουμ, είδος ινδικής πίπας%
  • φέος, ο μπάφος (εκ του μπαφέος). Προσοχή στους τσέους όταν το πίνετε.%
  • φοσμπά, ο μπάφος στα ποδανά%
  • φοσμπέιν, ο μπάφος στα ποδανά%
  • ψίλος, η μικρότερη δυνατόν αξιοποιήσιμη ποσότητα χασισιού

Υστερόγραφο: σούρα, τζούρα και μαστούρα

  • ανέβασμα, δυναμικά αυξανόμενη πορεία τση μαστούρας, εκ του αγγλικάνικου get high%
  • βινάρω, πίνω χασισάκι%
  • γκον, πάει αυτός, τον χάσαμε%
  • διάρκεια, της μαστούρας ωτς. Ποικίλλει με την ποιότητα.%
  • κάνω κεφάλι, το πάνω εννοείται%
  • καριβαρία, όταν κάνεις κακό κεφάλι (εκ των κάρα και βαριά)%
  • κιούσμπα, κακό τριπάκι από τρίμμα φούντας%
  • κλάσιμο, espèce de mastoure%
  • λιάδα, η ούμπερ ντούπερ μαρτούρα%
  • λιωσμάρα, το λιώσιμο%
  • μαστουρλούκι, το φαγητό (συνήθως γλυκό) που μασουλάς όταν κάνεις κεφάλι. Αγγλικανιστί: munchies%
  • νεφέσι, η απόλαυση στη ρουφιξιά γάρου%
  • ντάγκλα, το απόγειο τση μαστούρας%
  • σούστα, η γερή ντάγκλα όπου το κεφάλι κάνει ντόϊνγκ-ντόϊνγκ%
  • την ακούω, μαστουρώνω όμορφα κι ωραία%
  • τριπάκι, η ψυχεδελομαστούρα.%
  • χάλια, δεν ήξερες, δεν ρώταγες;

Βλ. επίσης: Το λεξικό της ντάγκλας, Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου (Εκδόσεις Opera 1995).

(από Khan, 21/04/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία