Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Παλαιό λαογραφικό μπινελίκι-γείωση από την Πελοπόννησο που σημαίνει μωρό, μικρός, λίγος. Προφ επειδή ο μικροτσούτσουνος (λόγω ηλικίας ή πεποιθήσεως) αποδέκτης είναι ακόμα άψητος, την έχει κυριολεκτικά ανάλατη.

Το αλμυρό γαριδάκι είναι, παραδόξως, σχεδόν συνώνυμο.

- Α ναχαθής ρε πουτσανάλατε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μερτικό γης, προίκας, κληρονομιάς, ή άλλης περιουσίας που προέρχεται από ή προορίζεται προς γυναίκα.

Εκ των μουνί (< μνίον, χνούδι) και μοῖρα (< μείρομαι, παίρνω το μερίδιό μου). Λαογραφική μουνοσλανγκιά της Θράκης, σταχυολογείται από την Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», εδώ.

- Εφόσον αποδειχτεί ότι ο μακαρίτης, δεν είχε προλάβει να συντάξει διαθήκη, τότε μιλάμε για εξ αδιαθέτου διαδοχή, στην οποία καλούνται πρώτα-πρώτα, τα παιδιά. Επομένως, αφού είχε μία κόρη, αυτή είναι και η μοναδική κληρονόμος. Ο/η σύζυγος, που επιζεί, καλείται ως κληρονόμος, στο 1/4 της κληρονομιάς, όταν υπάρχουν παιδιά και στο 1/2, όταν δεν υπάρχουν παιδιά, αλλά άλλοι συγγενείς, όπως αδέρφια, γονείς, ανίψια, παππούδες κλπ. Στο παράδειγμά μας, επομένως, αν δεν εμφανιστεί διαθήκη, κληρονομεί το 1/4 η σύζυγος και τα υπόλοιπα 3/4 της κληρονομιαίας περιουσίας, η κόρη! Αν όμως εμφανιστεί διαθήκη, η οποία π.χ ορίζει ότι όλη η περιουσία καταλείπεται στη σύζυγο ή/και σε τρίτους, τότε έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί νόμιμης μουνομοίρας, για την κόρη, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς, αλλά έχει απαίτηση για το νόμιμο μουνομοίρι της.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο παλιός, ο βέρος Σαλονικιός. Το Σαλονικιό αντίστοιχο του Αθηναίου γκάγκαρου.

Παλιότερα, για να χαρακτηρισθεί κανείς μπαγιάτης έπρεπε ο ίδιος, οι γονείς του, οι παππούδες του και βάλε νάχουν γεννηθεί και νά 'χουν μεγαλώσει στην πόλη - και μάλιστα «εντός των τειχών», έκφραση που στη Θεσσαλονίκη είναι κυριολεξία. Προπολεμικά, ο όρος διέκρινε τους ντόπιους από τους πρόσφυγες. Αλλά, απ' τη δεκαετία του '70 και δω, αυτό έχει εξασθενήσει - δυο-τρεις γενιές πια φτάνουν και σήμερα, ας πούμε, υπάρχουν Πόντιοι την καταγωγή που αυτοχαρακτηρίζονται μπαγιάτες. Ο όρος πια ξεχωρίζει βασικά τους γεννημένους στη Σαλονίκη από γονείς Σαλονικιούς από τους τελείως νιόφερτους - και τα τελευταία 40 χρόνια, λόγω αστυφιλίας και μετανάστευσης, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης έχει τετραπλασιασθεί.

Αλλά, πέρα από καταγωγή, το νά 'σαι μπαγιάτης είναι πρωτίστως στάση ζωής και νοοτροπία. Η προέλευση της λέξης δεν είναι εξακριβωμένη (δες και παράδειγμα 1). Αλλά, κάτι μπαγιάτικο έχει μείνει πολύ καιρό, μυρίζει κλεισούρα κι έχει ίσως μουχλιάσει ή ξινίσει - ε, μέσα είσαι γιατί ο κλασικός μπαγιάτης είναι ακριβώς συντηρητικός, κλειστός χαρακτήρας και μάλλον στριφνός άνθρωπος, λίγο μούχλας και λίγο μούργος.

Όλα αυτά ο μπαγιάτης τα παραδέχεται, αλλά η πλάκα είναι ότι τα θεωρεί καλά πράματα, σχεδόν τίτλο τιμής - κι όποιος το καταλάβει αυτό κατάλαβε τους Σαλονικιούς με τη μία. Βεβαίως και δεν ενθουσιάζεται εύκολα -αλλά, και τί είδε που ν' αξίζει να ενθουσιασθεί; Βεβαίως και βαριέται να κουνηθεί -σάματις τα καινούργια μαγαζιά που θέλουν να τον πάνε θά' ναι καλύτερα απ' αυτά που ξέρει; Βεβαίως και γκρινιάζει για τα πάντα -γιατί, άδικο έχει; Βεβαίως και δεν ανοίγεται εύκολα -γιατί, κορόιδο είναι, αφού όλοι θέλουν τον εκμεταλλευθούν;

Έτσι, όταν ένας μπαγιάτης Σαλονικιός πρωτογνωρίσει έναν Αθηναίο θα τον βρει αλλέγκρο και ευχάριστο, αλλά μάλλον φλούφλη και άτομο στο οποίο δύσκολα μπορείς να βασιστείς. Άμα του τα πει αυτά, ο Αθηναίος θα παραξενευτεί. Ο Αθηναίος, ανάλογα, θα βρει τον Σαλονικιό βαρύ κι ασήκωτο, αλλά ντόμπρο -άμα αυτός του το πει, ο μπαγιάτης Σαλονικιός θα κολακευτεί.

Πώς μπορεί ένας επισκέπτης στη Θεσσαλονίκη να αναγνωρίσει τον μπαγιάτη;

  • Δεν μπαίνει σε άσκοπες συζητήσεις για σουβλάκια και καλαμάκια, μπουγάτσες με τυρί και τυρόπιτες. Αυτός ξέρει ποιό είναι το σωστό. Το πρόβλημα το έχουνε οι κάτω.
  • Εννια φορές στις δέκα δεν λέει «οι Αθηναίοι», λέει «οι κάτω». Την δέκατη λέει «οι κωλοχαμουτζήδες» αλλά πρέπει νάχει εκνευριστεί πολύ. Ποτέ δε λέει «οι πρωτευουσιάνοι» -αυτό το λένε οι επαρχιώτες και η Θεσσαλονίκη δεν είναι επαρχία.
  • Είναι πεπεισμένος ότι οι κάτω επί πολλά χρόνια ήθελαν να πάρουν την Έκθεση -είναι πάντα η Έκθεση, ποτέ η Διεθνής Έκθεση και ποτέ η ΔΕΘ. Α ναι, κι όταν δεν τα κατάφεραν την έφεραν στο χάλι που είναι σήμερα.
  • Για το γεγονός ότι δε γίνεται τίποτε στη Θεσσαλονίκη φταίνε οι κάτω. Κάποιοι που εσχάτως υποστηρίζουν ότι ίσως και να μην είναι και απολύτως έτσι μπορεί να είναι Σαλονικιοί αλλά μπαγιάτηδες δεν είναι.
  • Ήξερε/ξέρει τσινάρια από το Τσινάρι.
  • Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ποια από τις μεγάλες ομάδες υποστηρίζει -Άρης, ΠΑΟΚ, Ηρακλής- αλλά με ποια από τις μικρές ομάδες της πόλης ασχολείται π.χ. ο Παπαγεωργόπουλος προέρχεται από τον Αετό, ο Ψωμιάδης από τον ΠΑΟΔ και εκεί είναι η χάρντκορ εκλογική τους βάση.
  • Όταν του πεις Κρικέλας, ποτέ δεν πάει το μυαλό του στο καινούργιο ρεστωράν στο λιμάνι - πάει πάντα στο παλιό στην προέκταση της Όλγας ή, αν είναι μιας ηλικίας, στο μικρό στα λουλουδάδικα.
  • Αναρωτιέται ακόμα γιατί κλείσανε τα χαμάμ.
  • Κοίτα να δεις, ο Αγαπητός πάντα ήταν καλύτερος απ' τον Τερκενλή. Και δεν κρίνω από τώρα που τον Τερκενλή τον μάθανε και οι κάτω και χάλασε τελείως.
  • Ραντεβού στην πλατεία; Ποια πλατεία; Το Εμπορικό Κέντρο Πλατεία; Α, εννοείς την Αυστροελληνική ... ναι, το καπνομάγαζο ...
  • Η καλύτερη μπύρα είναι η Άμστελ. Το καλύτερο γάλα το Αγνό.
  • Πού να τρέχουμε τώρα στα νησιά, ρε; Παραλίες σα την Χαλκιδική δεν έχει πουθενά.
  • Ο μπαγιάτης δεν είναι τοπικιστής. Απλώς, στη Σαλονίκη είναι καλύτερα.

    Αυτά ακριβώς, τίποτε άλλο. Τα υπόλοιπα -φραπεδούπολη, μπουγάτσα με κεριά, σελεμελές- ο μπαγιάτης ξέρει ότι τα διαδίδουν οι Αθηναίοι που σπουδάζουν επάνω και δεν δίνει σημασία.

Α, ναι, κι ένα τελευταίο. Οι μπαγιάτηδες συχνά λένε ότι ο βιότοπός τους -η Α' εκλογική περιφέρεια Θεσσαλονίκης- είναι το πολιτικό βαρόμετρο της χώρας: ό,τι ποσοστά βγάζει η Α' Θεσσ. βγαίνουν και πανελλήνια. Δεν ξέρω αν είναι ακριβώς έτσι στα νούμερα, αλλά είναι γεγονός ότι η Α' Θεσσ. έχει αναδείξει κορυφαίες προσωπικότητες του δημόσιου βίου: Κούβελας, Ψωμιάδης, Παπαγεωργόπουλος, Τσοχατζόπουλος, Βενιζέλος, Παπαθεμελής. Και επειδή είναι γνωστό ότι ο δημόσιος βίος της χώρας έχει πρόβλημα, λέω μήπως έχει και το βαρόμετρο και μήπως οι μπαγιάτηδες δεν είναι και τόσο κουλ όσο νομίζουν.

  1. «Μπαγιάτηδες» είναι προσηγορία των Σαλονικιών, είτε απο τον καφενέ ενός Μπαγιάτη που συγκέντρωνε τις διαβόητες γκρίνιες τους, (ως πριν πέντε χρόνια υπήρχε ένα καφενείο ενός Μπαγιάτη, κοντά στη συμβολή Σοφούλη με βασιλίσσης Όλγας) είτε από την λέξη «μπαγιάτης», νεολογισμός του τέλους του 19ου αιώνα γιά το γεροντοπαλλήκαρο, τον συντηρητικό στις απόψεις και άλλα συνεκδοχικά (Από http://petefris.blogspot.com/)

  2. Τα «Κούτσουρα του Δαλαμάγκα» ήταν μια ταβέρνα-παράγκα στη Θεσσαλονίκη, στην διασταύρωση Τσιμισκή με Νικηφόρου Φωκά. Ο ιδιοκτήτης της, Γιώργος Δαλαμάγκας δημοφιλέστατος τότε, μπαγιάτης, δηλαδή βέρος Σαλονικιός, ήταν ψηλός, κιμπάρης, χουβαρντάς. (www.hellenica.de)

  3. - Καλώς τον Δημήτρη ... τι έγινε, δικέ μου; Πώς ήτανε το ταξίδι του μέλιτος; Ταϊτή κι έτσι, έμαθα ... φοβερές παραλίες κι έτσι;
    - Νταξ ναούμ, καλές παραλίες έχει ... αλλά και σαν τη Χαλκιδική δεν είναι ...
    - Α, ρε μαλάκα ... μπαγιάτης γεννήθηκες, μπαγιάτης θα πεθάνεις ... γι' αυτό σε γουστάρω, αγορίνα μου ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νογάς, β' ενικό πρόσωπο.

Ρήμα που χρησιμοποιείται για να τονίσει την ανικανότητα του συνομιλητή να κατανοήσει, πραγματοποιήσει, ανταποκριθεί στις παρούσες προσδοκίες της περιστάσεως.

  1. Ρε φίλε,σου λέω 2 κουβέντες και συ δε νογάς!

  2. - Έλα μαν, παίχτηκε σκηνικό με Σίσσυ τελικά; - Είναι κολλημένη ρε, δε νογάει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Ο λημματογράφος ουδεμία ευθύνη φέρει για το κείμενο που ακολουθεί. Του εζητήθη ως παραγγελιά από εξέχον, ξενιτεμένο μέλος της σλανγκοκοινότητας. Όπως πληροφόρησε ο διαπρεπής Σλάνγκος τον γράφοντα, το ρήμα συνήθιζε να το χρησιμοποιεί κατά την παιδική του ηλικία μιά γειτόνισσα γιά το τέκνο της το οποίο παρεκτρεπόταν συχνά σε ακραίες συμπεριφορές).

Επί της ουσίας: Το ρήμα κου(ν)τουρντίζω προέρχεται από το τουρκικό kudurmak = λυσσάω (αόρ. kudurdum) και σημαίνει ξεσαλώνω, παραφέρομαι, μαίνομαι, περνάω τα όρια.

Την ίδια έννοια έχει η λέξη και στην γείτονα χώρα, εξ ου και στην καθομιλουμένη τουρκική υφίσταται η παροξύτονη προστακτική kudurma! = ηρέμησε! (κυριολ. μη λυσσάς).

Στα καθ' ημάς, η λέξη χρησιμοποιείται βασικά (και μόνο με την μεταφορική της σημασία) στην Β. Ελλάδα, που έχει γενικώς και τις περισσότερες γλωσσικές επιρροές από τα τούρκικα.

(Ο γράφων προσπάθησε φιλότιμα να είναι κόσμιος, μιάς και, εξ όσων πληροφορείται, μας διαβάζουν και καθώς πρέπει κοπέλες από το εξωτερικό. Αλλά όλα τα πράγματα έχουν ένα όριο...).

(Καταγραφή παιδικών αναμνήσεων του Σλάνγκου. Κατά το δυνατόν ακριβής παράθεση διαλόγων που διημείβοντο τακτικότατα στην διπλανή αυλή).

- Γυναίκα!!! Πού είναι ο προκομμένος μας;;;
- Πού να ξέρω; Κουτούρντισε πάλι σήμερα...Από το σχολείο στείλανε σημείωμα...κι εδώ μάδησε την ουρά του γάτου, ξετύλιξε όλο το χαρτί στον απόπατο, έσπασε έξι αυγά και το βάζο της γιαγιάς, τούμπαρε μέσα στο καπέλο σου το καθίκι του μωρού...Με τη μπουκιά στο στόμα πετάχτηκε έξω και πήρε τους δρόμους. Λούης έγινε, ψάξε βρέστον...
- Καλά, θα τα πούμε ένα χεράκι το βράδυ...Την αριθμητική του τη διάβασε;
- Θεός κι η ψυχή του...τον ρώτησα...«'νταξ' μάνα, τα 'καν' όλα 'φτά. Μη σ' αγχώνει, 'νταξ' να 'ουμ'». Πού να τον καταλάβεις κιόλας, με όλα αυτά τα '''''' που κάνει όταν μιλάει...Ποιός του τάμαθε του παλιόπαιδου;
- Καλά. Στο Μόναχο δίπλα δεν είναι το Νταχάου; Δεμένο θα τονε στείλω στους φρίτσηδες να τονε χώσουνε σε κάνα λαγούμι μέχρι να γίνει άθρωπος. Γιατί αλλιώτικα, αντί να τον καμαρώσεις επιστήμονα, θα τονε δεις σκουπιδιάρη στο σλανγκτζιάρι να συμμαζεύει τις βρομιές του κάθε σκατόστομου αλήτη. Είναι κεί μιά κουμανταδόρισσα ζόρικη, που κυνηγάει τους λουφαδόρους με τον βούρδουλα... Μέχρι προϊστορικά θηρία έχει εκεί μέσα μαθαίνω. Τσογλανόσαυρους, κερατόσαυρους, κουραδόσαυρους...
- Παναγία μου φύλαγε!!! Κάνε ό,τι σε φωτίσει να σώσεις το παιδί μας νοικοκύρη...

(Ναι, ο τύπος «κουτούρντισε» εντοπίζεται και διαδικτυακώς σε τρεις-τέσσερις ιστότοπους. Όμως, μπροστά στη ζωντανή μαρτυρία, τι σημασία έχουν όλαφ τα...).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Λέξη ευρέως χρησιμοποιούμενη εις την κρητικήν, ιδίως κατά τα παιδικά παιχνίδια, αλλά και γενικότερα: ζαβολιά, απάτη, κλεψιά, cheat - κατά τους φίλους μας τους Αμερικανούς.

Χιλετζιάρης είναι αυτός που κάνει χιλετζιές.

- Όταν ο Κωστάκης «τα φυλάει» κάνει χιλετζιές, όλο κοιτάζει και βλέπει που κρυβόμαστε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Προφέρεται: Μπαλντήρ-γ-ια όπως καινούρ-γ-ια –όχι όπως πλυντήρια).

Τουρκομερίτικη έκφραση ορισμένων περιοχών της Β. Ελλάδας, που σημαίνει (επιτιμητικά) τα γυμνά-εκτεθειμένα μέρη του σώματος ή την γύμνια εν γένει.

Προέρχεται από την τούρκικη λέξη baldir = μοσχαράκι και συνεκδοχικώς ποδαράκι μοσχαριού.

Κατ’ επέκταση το σύνθετο baldırı çıplak σημαίνει γύμνια (όπως αγγλ. stark / bollocks naked = τσιτσίδι) και σήμερα πήρε τη σημασία των ακαλύπτων μελών του σώματος ιδίως της γυναίκας.

Αντίστοιχα στην Ελλάδα, τα (unisex) γυμνά μέρη του σώματος λέμε «κρέατα» και η πλήρης γύμνια λέγεται τσιτσίδι (είτε εκ του ιταλ. cicci = βυζιά/μαστοί είτε εκ του τουρκ. çırılçıplak = θεόγυμνος είτε εκ του παιδικού τσιτσί = κρέας), ενώ ειδικώτερα για τα γεννητικά όργανα, σώζονται στη νεοελληνική λογοτεχνία τα ντροπαλά: «Άσχημα κρέατα», η «φύση», το «γένος», το «φύλο» κλπ.

Την έκφραση χρησιμοποιεί ατόφια ο Νίκος Κοεμτζής στο βιβλίο του «Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο».

  1. Ρίξε κανα χράμι, κανα πεσκίρι πάνω σου και μάσ’ τα μπαλντήρια σου, μη μας γελάει ο μαχαλάς.

  2. -Τι έτσι θα μού ’ρθεις έξω;
    -Γιατί, τι έχω;
    -Που τά ’χεις βγάλει όλα όξω, αυτό λέω!
    -Ααα! Το σχέδιο; Είναι της μόδας, έτσι τα φοράνε τώρα…
    -Άμε παιδάκι μου ντύσου λέω, κι εσύ μην πουντιάσεις κι εγώ να μην τσακώνομαι με τους αρκουδόμαγκες για τα μπαλντήρια σου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα αρχίδια. Μπορεί να τα υποκαταστήσει σαν λέξη σε όλες τους τις σημασίες, δίνοντας εκφραστικά ένα διαφορετικό, συνήθως ηπιότερο, αποτέλεσμα.

Μερικές συνήθεις χρήσεις του όρου, πιο συγκεκριμένα:

  1. Μπορεί να σημαίνει απλά τους όρχεις.

  2. Ως συνώνυμη των απαξιωτικών για αντικείμενο, πρόσωπο ή κατάσταση μούφα, μάπα, πίπα, κόφα, απάτη.

  3. Στην έκφραση αδιαφορίας «στα μπομπόλια μου» ως απόλυτα ισοδύναμης της «στ' αρχίδια μου».

  4. Για να καταδείξει ανδρισμό ή και αποτελεσματικότητα. Βλ. νάνος, αλλά με κάτι αρχίδια να, γκόμενα με αρχίδια, μηχάνημα μ' αρχίδια.

Η λέξη έγινε ευρύτερα γνωστή από το βιντεάκι του «Σαλονικιού στο Άμστερνταμ», το οποίο προβλήθηκε, εκτός από αλλού, και στην εκπομπή του Λάκη Λαζόπουλου Αλ Τσαντίρι Νιουζ. Από αυτό, άλλωστε, το βιντεάκι και τα σίκουέλ του, έχει αυτονομηθεί η έκφραση «μπομπόλια Ευρώπη!».

Η ετυμολογία της, όμως, δεν είναι εξίσου σαφής. Μπορεί εμείς εδώ στο slang.gr να είμαστε ό,τι να 'ναι αλλά, μερικές φορές πάνω στην τρέλα μας και από μεράκι, κάνουμε ρεπορτάζ - απλά δεν καταλήγουμε οπωσδήποτε κάπου... Τουλάστιχον εμείς το δηλώνουμε!

Ακολουθούν raw data που βαρέθηκαν να περιμένουν διασταύρωση στο word:

  1. Πολλοί το θεωρούν σαλονικιώτικο ή βορειοελλαδίτικο ιδιωματισμό, προφ λόγω του Μητσάρα, πρωταγωνιστή στα βιντεάκια (άσχετο: λαμπρό δείγμα νεο-μπαγιάτη κττμγ). Ωστόσο, με λίγο γούγλε-γούγλε, εντοπίστηκε σε εφημερίδα του Ελληνικού Γορτυνίας αλλά και σε γλωσσάρι κερκυραϊκών όρων.

  2. Επισταμένη τηλεφωνική και επιτόπια έρευνα σε πηγές μας, επανέλαβε την άγνοια των Μακεδόνων περί της προέλευσης του λήμματος και την πίστη τους ότι πρόκειται για νοτιοελλαδική υπόθεση. Εις εξ αυτών χαρακτηριστικά ανέφερε ότι ακουγόταν πολύ σε παρέα συμφοιτητών του εξ Ηλείας.

  3. Παράλληλες κυριολεκτικές σημασίες που εντοπίστηκαν στο ίντερνετ παραπέμπουν σε σαλιγκάρια (ξηράς και θαλάσσια), μπαλάκια γενικώς, βρασμένο καλαμπόκι (μάλλον ενν. οι κόκκοι αυτού), μικρά κομματάκια φελιζόλ σε λούτρινα ζωάκια, οι κόκκοι σταριού στα κόλλυβα, οι κόκκοι του χοντροκομμένου αλατιού, οι οποιοιδήποτε σπόροι.

  4. Άλλοι τύποι της ίδιας λέξης είναι μπουμπόλια, μπορμπόλια, μπόλια, μπουσμπουρέλια, αν όχι σε όλες τις σημασίες, τουλάχιστον σε κάποιες από αυτές.

  5. Τέσσερα γνωστά λεξικά συν ένα λεξικό της αργκό που λαθρανάγνωσε ο γράφων στον Παπασωτηρίου για χάρη του σλανγκεπώνυμου πλήθους, την λέξη την έχουν γραμμένη κυριολεκτικά. Σο, τζίφος κι από κει.

  6. Borbolya στα ουγγαρέζικα σημαίνει τον θάμνο barberry/berberry, μερικά είδη του οποίου έχουν πράγματι σφαιρικούς καρπούς. Bo-bol είναι slang της καραϊβικής για την οικονομική διαφθορά (σ.σ. εδώ φαίνεται τι σκάλωμα έφαγε ο γράφων με το παρόν λήμμα...).

Ακολουθώντας δυο φιλοσοφικές αρχές όλος-χρόνος φαβορίτες του γράφοντος, ήτοι την Occam's razor και αυτή της ήσσονος προσπάθειας, καταλήγουμε στο απρόσμενα απλό συμπέρασμα ότι ο όρος προέρχεται είτε από την μπάλα είτε από την μπόλια, με κάποιους περίπλοκους γλωσσικούς μηχανισμούς. Πιο πολύ δεν το ψάχνω, μη με αγριοκοιτάτε. Έχω και ζωή, ξέρετε.

  1. - Το μαλακιστήρι τον ξα σου θα του ρίξω πολύ ξύλο καμιά ώρα, να ξέρεις.
    - Αμ εγώ τι θα του κάνω; Μόνο στα μπομπόλια μην τον βαρέσεις κι έχουμε άλλα. Τον έχω χρεωμένο απ' τη θεία μου το τσογλανάκι για το καλοκαίρι.

  2. - Τι είναι αυτά ρε; Δημόσια τουαλέτα το λένε αυτό οι βρωμιάρηδες;
    - Είδες; Ένα διαχωριστικό μόνο, στην άκρη του δρόμου και το κανάλι γίνεται ο κατουρώνας ολονώνε.
    - Μπομπόλια Ευρώπη...

[και λοιπές χρήσεις, ως εκ του ορισμού]

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρήμα ομόρριζο με το κάργα, από το ενετικό ρήμα cargar = φορτώνω (δες).

Έχει μια σειρά από σλανγκικές και μη σημασίες, όπως:

  1. Η πλέον συνηθισμένη σημασία του είναι φορτώνω, γεμίζω, παραγεμίζω, φουλάρω, τιγκάρω. Με αυτήν την σημασία το βρίσκουμε και στο κρητικό και κεφαλονίτικο ιδίωμα.

  2. Η πλέον σλανγκική σημασία του, όμως, είναι γαμάω, πηδάω, συνουσιάζομαι . Στο «Λεξικό του Μάγκα» εδώ βρίσκουμε ότι καργαδόρος είναι ο επιβήτορας, ο γαμιάς. Σύμφωνα με παρατήρηση του ΜΧΣ, η σημασία αυτή μάλλον προέρχεται από την χρήση του ρήματος για το γέμισμα του όπλου και την επίθεση (όπως βλέπουμε επίσης λ.χ. στα ισπανικά και αγγλικά, καθώς και στο αγγλικάνικο charge). Εξάλλου, καργαδούρος είναι το εργαλείο με το οποίο γεμίζουν τα εμπροσθογεμή με μπαρούτι. Από εκεί το πέρασμα στην σεξουαλική σημασία είναι εύκολο (όπως άλλωστε και με την σημασία του φορτώνω και του σφίγγω).

  3. Τεντώνω, παρατεντώνω, τσιτώνω, τεζάρω. Με αυτήν την σημασία το βρίσκουμε και στο κρητικό και κερκυραϊκό ιδίωμα.

  4. Σφίγγω, παρασφίγγω. Εδώ λ.χ. το βρίσκουμε με την ειδική σημασία «σφίγγω μια λυόμενη μηχανική σύνδεση».

  5. Γενικότερα, βάζω τα δυνατά μου ή και το παρατραβάω, κάνω κάτι υπερβολικά.

  6. Στο ναυτικό ιδίωμα: οδηγώ το πλοίο στο ναυπηγείο για επισκευή, (δες).

Πάσα: Gatzman, με συμβολή του ΜΧΣ στον ορισμό.

  1. Κάργαρε το αυτοκίνητο με βαλίτσες.

  2. Πω πω μια θεάρα, να την καργάρεις μέχρι ριζάρχιδο είναι! (Για την σεξουαλική σημασία βλ. λήμμα ριζάρχιδο του Σστέφφαννου).

  3. Τρέχει πολύ το γ... και δεν προλαβαίνω να σκεφτώ. Να καργάρω μήπως τη ζώνη στο κάθισμα ή να το αμολήσω και να φυτευτώ μια και καλή με το κεφάλι στο σεληνιακό τοπίο σαν το τσίγκινο σημαιάκι του Νιλ Αρμστρονγκ; (Εδώ).

  4. α) Επειδή το σημείο εκείνο είναι σχετικά λεπτό (5,5 mm), όταν βιδώσω τη Μ12 ντίζα θα το καργάρω απο πίσω με ένα παξιμάδι. (Εδώ).

β) Αφήνωντας ελεγχόμενα μουλινέ ανεβαίνω στην επιφάνεια και καργάρω το σκοινί στην σημαδούρα. (Εδώ).

  1. ναι καρδούλα μου θα καργάρω και τις πατατες μου στο αλάτι!!! (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ημιμάθεια, τα ημίμετρα και ο ημίονος πάντα κατέχουν χαμηλότερη θέση στην τροφική αλυσίδα από την αμάθεια, τα μέτρα και την Yoko Ono, αντίστοιχα.

Στο πνεύμα αυτό, ο μισόχαζος είναι σαφώς επαχθέστερος, πιο επικίνδυνος και πιο μπαμπέσης απ' τον χαζό, όπως μάς δίδαξε και η εμπειρία μας με τον #79 Global Thinker για πρωθυπουργό. Άλλωστε, ο θετικός αντίκτυπος της αντικατάστασής του με απλά χαζό πρωθυπουργό έχει σχεδόν αρχίσει να γίνεται αντιληπτός δια γυμνού οφθαλμού, στα όρια πάντα του σαδιστικού λάθους.

Ίσως να πρόκειται και για τοπικό ιδιωματισμό: φοριέται αρκετά στην Ευρυτανία, αν και δεν βάζω χέρι.

Αγγλικανιστί: halfwit.

- Ο μισόχαζος, που είχε το θράσος όχι μόνον να τους σύρει με τα ψέματα τού «...λεφτά υπάρχουν», αλλά και στο τέλος να τους ειρωνεύεται κιόλας, «καταγγέλλοντας» στην Ευρώπη ότι οι Έλληνες είναι οι διεφθαρμένοι, που σέρνονται πίσω από «καρότα».
(εδώ)

- Πως θα φύγουμε ρε μισόχαζοι απ'την Ευρώπη;Φύγετε εσείς!Μήπως η Ευρώπη είναι κόρη του Φοίνικα Σόιμπλε;Θα διαβάσω Γερμανική μυθολογία να μάθω! (τσίου, εκεί)

- Λεει ο μισόχαζος που έχουμε για πρωθυπουργό: «να κάνει ο καθένας την δικη του μικρή επανάσταση.. μπλα μπλα μπλα'' Μπετοβλάκαάμα κάνει ο καθένας την επανάσταση του μαυρο φίδι που σε έφαγε γαμώ τον !@#$%^&()(^%$#$%^&*()@
(παραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία