Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Πρόκειται για την αρχική σλανγκική ονομασία της μοϊκάνας, της πολεμικής κόμμωσης των Μοϊκανών.

Ο Martin Scorsese αναβίωσε την κουπ το 1976 στο αριστουργηματικό Taxi Driver, όπου ο Travis Bickle (που υποδύεται ο τιτάνας De Νiro) αφήνει λωρίδα για να εκτελέσει τον κακό γερουσιαστή. Ο Scorsese εμπνεύστηκε την σκηνή από τα αμερικανοκομάντα που ξυρίζονταν έτσι σε επικίνδυνες αποστολές στις ζούγκλες του Βιετνάμ.

Η λωρίδα υιοθετήθηκε στο τέλος των σέβεντηζ από τα πανκιά, υπό την στιλιστική καθοδήγηση image-makers τύπου Malcolm McLaren και Vivienne Westwood. Παραλλαγές της λωρίδας φορέθηκαν έκτοτε από κάθε επιστητή φυλή. Η τελευταία (2010) ενσάρκωση αποκαλείται λωρίδα εμόβερ, και καλύπτει τα μάτια πολλών κατατονικών έμο.

Αγγλιστί: Mohawk.

Ασίστ: johnblack, BuBis

- Οι Velvet Underground παίζανε punk, οι Red Krayola το ίδιο, οι Residents ομοίως ...οι Faces παίζανε punk, οι Kinks ασφαλώς και ήταν punk rockers... και δε συμμαζεύεται, ο Robert Johnson είχε μαλλί λωρίδα και έφτυνε τους περαστικούς!
(εδώ)

- Τι θα λέγατε εάν βλέπατε έναν Πανκ, με λωρίδα, κόκκινα, μπλε κίτρινα μαλλιά, αλυσίδες, καρφιά, να τα πίνει με την παρέα του σε ένα πάρκο;
(εκεί)

- Εκείνα τα χρόνιο, η μοϊκάνα, λεγόταν απλά λωρίδα αλλά ο έχων Μοϊκανός.
(Μπούμπης, παραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οπαδός της μουσικής gothic, που αποτελεί παρακλάδι της post-punk. Το θηλυκό είναι: η γκοθού.

Πρόκειται για άτομο με πολύ μεγάλη θλίψη: η ζωή του είναι χάλια και όλα του φαίνονται κατάμαυρα. Αν αυτό σας θυμίζει τα σύγχρονα emo, σκεφτήκατε πολύ σωστά! Βέβαια στο γκόθικ γράφανε και κανένα κομμάτι της προκοπής (αν και πεθαμενατζίδικο) που και που, ενώ στο emo, άστα να πάνε...

Η ανωτέρω μελαγχολική/ρομαντική θεώρηση της ζωής δημιουργεί ένα θέμα: σε αντίθεση με την ζοφερή π.χ. Γερμανία, όπου και ξεκινήσαν όλα αυτά , εδώ στην Ελλάδα έχουμε πολύ ήλιο για τέτοιες στεναχώριες. Ο γοτθικός ρυθμός δεν ευδοκίμησε ποτέ στα μέρη μας, γεγονός που κάνει τον Έλληνα γκοθά να μοιάζει με ψάρι έξω απ' το νερό... Θα αυτοκτονούσε σίγουρα, αν δεν ήξερε κατά βάθος ότι όλη αυτή η μελαγχολία είναι θέμα μόστρας και μόνο.

Στα πιο πιπεράτα ζητήματα, οι γκοθούδες διατυμπανίζουν την σεξουαλική τους απελευθέρωση, ενώ επίσης είναι οι μόνες που εκτιμούν τον αβυσσαλέο ερωτισμό που αποπνέουν οι σουβλεροί κυνόδοντες. Έχοντας φετίχ με τον κόμη Δράκουλα, τους αρέσει να δαγκώνουν τα θύματα/εραστές τους, να τις δαγκώνουν αυτοί, ή εν πάσει περιπτώσει να κάνουν αλλαξοδοντιές. Πάντως οι γκοθούδες, αν δεν τους κάτσει κανένας μάτσο βαμπίρίκουλας, εκτιμούν πολύ το ανδρόγυνο λουκ στους άνδρες (κι άλλη ομοιότητα με το emo).

Ενδυματολογικές προτιμήσεις: μαύρα ρούχα συνδυασμένο με άσπρο (του θανατά) μέικ απ. Πολύ παίζουν και τα ρούχα από πολυέστερ, που θυμίζουν S/M καταστάσεις (η αχαλίνωτη σεξουαλικότητα που λέγαμε). Άλλη προτίμηση είναι επίσημο κουστούμι για τους γκοθάδες και νυφικό για τις γκοθούδες, γιατί κάπου ακούσανε ότι αν τα τινάξουνε, με αυτά τα ρούχα θα τους θάψουνε (άμωμοι οι εν οδώ, αλληλούια).

Όσον αφορά το ποτό, ο σωστός γκοθάς πίνει οτιδήποτε μοιάζει με αίμα: μαυροδάφνη, κόκκινο κρασί, στην ανάγκη και βυσσινάδα...

Λοιπά κολλήματα: διακοσμητικοί σταυροί, δισκοπότηρα, νεκροκεφαλές κτλ, ρομαντική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, ταινίες τρόμου, επισκέψεις/φωτογραφήσεις στα νεκροταφεία (κατά προτίμηση τη νύχτα και με πανσέληνο).

- Πάμε στο Dark Sun να χαζέψουμε γκοθάδες;
- Μέσα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έννοια, η οποία όταν χρησιμοποιείται αναφορικά με τη μουσική, και πιο συγκεκριμένα με τη μέταλ / ροκ μουσική, δηλώνει τα εξής πράγματα:

  1. Το γενικότερο ίματζ μίας μπάντας, τόσο ως προς τα ίδια τα μέλη ή το εν γένει περιτύλιγμα στο οποίο παραδίδεται το καθαρά μουσικό περιεχόμενο: σ' ό,τι αφορά τα μέλη, η σατανίλα μπορεί να σχετίζεται με τον ρουχισμό και την ευρύτερη περιβολή των μουσικών στις φωτογραφίες της μπάντας ή/και τις ζωντανές τους εμφανίσεις, π.χ. μανδύες ή ράσα (κατά τα ευρωπαϊκά και όχι τα ανατολικοορθόδοξα πρότυπα), κουκούλες, ειδικό μακιγιάζ (το αποκαλούμενο και corpsepaint) με σκοπό να αλλοιωθούν τα χαρακτηριστικά ως προς το δαιμονικότερο ή πεθαμενότερο, μπλούζες (αυστηρά μαύρου χρώματος) και κρεμαστά με πεντάλφες, ανάποδους σταυρούς και λοιπά χαϊμαλιά σε αντίστοιχο στιλ, ζώνες και περιβραχιόνια με καρφιά και άλλα παρόμοια αξεσουάρ που δεν τα βρίσκει κανείς στα Hondos Center αν δεν έχει συνεννοηθεί εκ των προτέρων με τις πωλήτριες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν και περιπτώσεις όπου οι ενδυματολογικές αυτές επιλογές δεν εξαντλούνται μόνο στα στενά όρια της εικόνας στα πλαίσια του συμμετέχειν σε μπάντα, αλλά και στην ευρύτερη κοινωνική ζωή των μελών των συγκροτημάτων, αλλά και των οπαδών τους (ή αυτών που ασχολούνται με τα ευρύτερα μουσικά ιδιώματα στα οποία εντάσσονται τέτοιες μπάντες), όπως είναι π.χ. οι γκοθάδες ή (σε μικρότερο ίσως βαθμό) οι μπλακμεταλλάδες. Ως προς το ευρύτερο περιτύλιγμα, η σατανίλα αφορά το καθαρά καλλιτεχνικό μέρος της δουλειάς, τουτέστιν το artwork, ήτοι τις απεικονίσεις στα εξώφυλλα-εσώφυλλα του δίσκου ή σιντί, οι οποίες θα αφορούν ή θα παραπέμπουν σε σατανική ή δαιμονολογική θεματολογία (πάλι δαίμονες, σατανάδες, κόλαση, το υπερφυσικό κλπ).

Σε αυτό τα πλαίσιο θα πρέπει να τονιστεί το εξής: η σατανίλα, αναφορικά με το εξωτερικό ίματζ, δεν έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με αξεσουάρ που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται με κάποια μουσική. Σατανίλες μπορούν π.χ. να χαρακτηριστούν και τα πιο ιδιόμορφα κοσμήματα (ή στολίδια σε στιλ κοσμημάτων, ακόμη και τραϊμπαλάκια), καθώς και πολλά άλλα πράγματα που μπορεί να απεικονίζουν σατανικές ή γενικά δαιμονικές / υπερφυσικές μορφές (π.χ. ζόμπια), χωρίς αυτός ή αυτή που τα φοράει να έχει καμία σχέση με συγκεκριμένα μουσικά είδη, ή το ευρύτερο σατανιστικό lifestyle.

  1. Την θεματολογία των στίχων, η οποία θα είναι σατανική, σατανιστική, δαιμονολογική και γενικότερα θα κινείται στο χώρο του υπερφυσικού, πάλι όμως κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα (ακόμη και σε περιπτώσεις που οι μπάντες δεν έχουν καμία σχέση με Ευρώπη, π.χ. μπάντες της Νοτιοανατολικής Ασίας) και σπανιότερα με τοπικές ή άλλες εθνικές επιρροές και αναφορές.

Η σατανίλα μπορεί επίσης να υποδηλώνει τα κρυφά μηνύματα που (φημολογείται ότι) μπορεί να έχουν στίχοι οι οποίοι δεν περιλαμβάνουν άμεσες σατανικές και σατανιστικές αναφορές, όπως συνέβαινε δεκαετίες πριν με τους στίχους των Led Zeppelin, των Eagles και άλλων συγκροτημάτων.

  1. Την ίδια τη μουσική ως σύνθεση και ενορχήστρωση, η οποία τονίζει τα παραπάνω χαρακτηριστικά χρησιμοποιώντας απόκοσμα φωνητικά (βαθιά, τσιριχτά, ουρλιαχτά, αλλά ενίοτε και πιο νορμάλ, ακόμη και πιο πομπώδη ή επικά) και τις αντίστοιχες ιδέες, φράσεις και μοτίβα (μελωδικά ή μη) στα όργανα με σκοπό πάνω απ' όλα να δοθεί παραστατικότερα στο ακροατή μία χαοτική, κολασμένη, αγωνιώδης και δαιμονική αίσθηση. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι η σατανίλα δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα μουσικά ιδιώματα και υποϊδιώματα: Σατανίλα μπορεί να αποπνέει το μπλακ μέταλ, οι ντεθιές, οι θρασιές, οι γκοθιές, το κλασικό χέβι, οι ντουμιές και πλείστα άλλα είδη μέταλ και ροκ, παιγμένα και ενορχηστρωμένα με τελείως διαφορετικό και διακριτό μεταξύ τους τρόπο. Επίσης, σημαίνει ότι η ίδια η αίσθηση της σατανίλας μπορεί να διαφέρει από ακροατή σε ακροατή -κάποιοι την νιώθουν και κάποιοι άλλοι όχι, παρά μόνο σε εξαιρετικές από μουσικής άποψης περιστάσεις.

Σε μη μουσικό, αλλά ευρύτερο καλλιτεχνικό και πολιτιστικό περικείμενο, η σατανίλα ενδέχεται να αφορά πάλι τη θεματολογία ενός έργου (π.χ. βιβλίο ή κινηματογραφικό έργο), τον τρόπο προβολής ή παρουσίασής του, την όλη ατμόσφαιρα που μπορεί να αποπνέει και τα συναισθήματα που μπορεί να προκαλεί σε όποιον το παρακολουθεί (ασχέτως τρόπου). Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου υφίσταται σατανίλα χωρίς όμως να υπάρχει αντίστοιχη σατανική θεματολογία, αλλά μόνο και μόνο με τη δημιουργία της αντίστοιχης ατμόσφαιρας και των αναλόγων συναισθημάτων μέσα από τις στιλιστικές-καλλιτεχνικές επιλογές του εκάστοτε δημιουργού.

Από το ελληνιστικό Σατανάς (Σατανᾶς < Σατᾶν -ᾶς < εβρ. sātān -αντίπαλος, διάβολος).

  1. Μπαντες οπως οι Enforcer και οι White Wizzard κανουν περιοδειες και πολλαπλασιαζουν μερα με την ημερα το κοινο τους, ενω αποθεωνεται (και προμοταρεται) και ο τελευταιος Σουηδος που πουλαει Σατανιλα και παιζει σαν Mercyful Fate. (Από εδώ)

2.Ξεκινάω Shadows of the Damned σήμερα και στα καπάκια ένα Rayman για να καλύψει την σατανίλα! (Από εδώ)

  1. H χαρά του κάβουρα κάγκουρα είναι αυτά ρε.....πολύ νεκροκεφάλα και χάρος και σατανίλα. Αν είναι να την κάνω τρομακτική θα βάλω φώτο του πεθερού μου. (Από εδώ)

βλ. και σατανάδες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν αναφερόμαστε στην ξεπερασμένη πλέον βιολογική ταξινομία του ανθρωπίνου είδους, αλλά στις διάφορες «αστικές φυλές» που φέρουν κοινές εμμονές / λάιφσταϊλ / λουκ, για να έχουν δουλειά σλάνγκοι και δημοσιοκάφροι.

Κάποτε είχαμε καρεκλάδες, ροκάδες και φρικιά. Πλέον το μαγαζί διαθέτει κατσικορέιβερ με κωλοφτιαγμένα αγροτικά, αρκούδους με καρώ μπλουζάκια που ορέγονται καφρομεταλλάδες με πεντάλφες, βλαχορόκ ασπροκάλτσες αγκαλιά με καθαρόαιμα εξώμουνα να πετάν λουλούδια σε σκυλάδες με θεσσαλονικί μπουρναζογκόμενες σε γαβγάδικα, τρεντογλωσσούζ οικολόγριες να επιδεικνύουν τα ξεκωλόσημά τους σε τελειωμενάδικα, βερμουδιάρηδες, γκικ και μιλφέιγ σε συνάντες του σλανγκρρρ, λαϊφστάλιν ταγάρια να ηδονίζονται ακούγοντας «ο Πέτρος ο Γιόχαν και ο Φρανς σε φάμπρικα δούλευαν φτιάχνοντας τανξ», διαδρομιστές να καιροφυλακτούν στην Ευελπίδων για πρόχειρα ζάκια, μούλτι-κούλτι κερατάδες και δαρμένοι με ξεπλένικες εντεχνindie πασοκομούνες σε ναμαγαπάδικα, τρέντι βιπίνια σταρμπακάκια να αναφωνούν «χελόου!» χωρίς προφανή λόγο, έμο και γκοθάδες να κλαίνε την μοίρα τους σε πεθαμενάδικα, νίντζα να σταυροκοπιούνται καθώς ξεκωλόγριες τζιλφ φραπομούνες σταυρώνουν τεκνά, βλαχοτρέντι κάγκουρες με πειραγμένα τουτούνια στη διαπασών, θεούσες χριστιανόφατσες σε χριστιανοταλιμπάν διαλέξεις του Γιανναρά, παγάνες με χλαμύδες στο ναό του Ποσειδώνα, ναζοί και σκίνια να σκοτώνονται με κουκούλια καθώς οι κουκουλοφλώροι κρατούν αποστάσεις ασφαλείας, σφίχτες μπονταίοι να στακάρουν μπρουταλίνη στα σιδεράδικα, χασίστες και φουντικοί να μασουλάνε φοφίκο σε μπαφόσπιτα, ραστοφόροι σκεϊτάδες και low bap χιπχοπάκια να ακούνε Active Member, βέλτσοι να αυτοερεθίζονται πρωκτικά στην τουαλέτα καθώς διαβάζουν Μπωντριγιάρ, και πάει λέγοντας…

Εκ του φύεσθαι. Aγγλιστί, tribe.

- Η κατηγοριοποίηση των σημερινών εφήβων σε «φυλές» γίνεται ανάλογα με την κοινωνική διαστρωμάτωση, τις μουσικές καταβολές ή τις «Φιρμάτα γυαλιά, επώνυμα ρούχα και αψεγάδιαστη εμφάνιση είναι τα στοιχεία που διαφοροποιούν τους «τρέντι» από τις υπόλοιπες «φυλές» της νεολαίας.
(εδώ)

- Εχει επανειλημμένα διαπιστωθεί ότι οι δημοσιογράφοι, ιδιαίτερα στα λάιφσταϊλ έντυπα, λατρεύουν να ανακαλύπτουν τάσεις, ρεύματα και «φυλές» χωρίς απαραίτητα να υπάρχουν. (εδώ)

- Σήμερα θα ασχοληθούμε με δύο από τις κύριες ομάδες (ή φυλές, αν προτιμάτε) βλόγερ (ή bloggers κατά το διεθνές): τη φυλή των καλημεροκαληνύχτηδων και τη φυλή των χαχαχάκηδων, αι οποίαι φωλιάζουν και βόσκουν σε εντελώς διαφορετικά, μεταξύ τους, e-κοσυστήματα. Οι καλημεροκαληνύχτηδες συναντώνται κυρίως στην εύκρατη ζώνη των επονομαζόμενων »σοβαρών« blogs που ασχολούνται με Τέχνες, Διανόηση και Εικαστικά. Οι χαχαχάκηδες απαντούνται στην τροπική ζώνη των λεγόμενων »εύθυμων« ή »σατιρικών« blogs που ασχολούνται με την εύθυμη πλευρά όλων των παραπάνω.
(εδώ)

Φυλές Ελλήνων & Ξένων: Γ. Μπάτης "Ο Φασουλάς" (1936) (από HODJAS, 11/05/10)Σπύρος Ζαγοραίος: "Ποιός είσαι κι απο πού κρατάς", παραθέτει τις φυλές που χόρευαν ωραίο ζεϊμπέκικο (από HODJAS, 05/08/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πεταχτός κώλος, ο κώλος που αψηφά την βαρύτητα, η καμπύλη του είναι ίδια με του μπουζουκιού. Συναντιέται κυρίως σε παραλίες ή σε εξόδους σε νυχτερινά κέντρα.

- Τι λε ρε παιδί μου, κοίτα τι περνάει απέναντι.
- Άσε ρε φίλε, μπουζουκόκωλος να σου βγάλει το μάτι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το κλασικότερο παράδειγμα τραγωδιάστριας που προέρχεται από την αηδιό Έφη Βώδη (κατά κόσμον Θώδη), η οποία θέσπισε σχολή στην Ελλάδα με το ιδιάζον ταπεραμέντο της.

Αναφέρεται σε κυρία Χατζηκωλάρα, που αποφάσισε να εγκαταλείψει τη στρούγκα με τα ζωντανά της και να ασελγήσει στο τραγούδι, ακολουθώντας το επαναστατικό κίνημα του «Tyrogalo Funk» στη μουσική σκηνή του τόπου, που πρώτη η Βώδη-Θώδη εμπνεύστηκε. Ακολουθεί φωτογραφία της εν λόγω κυρίας εν ώρα «καλλιτεχνικής δημιουργίας».

Βώδη, Έφη

Απαραίτητες προϋποθέσεις πληρότητας του προφίλ μιας τραγωδιάστριας τύπου «Βώδη» είναι:

  • Καταγωγή από άγονο ορεινό χωριό που η κύρια απασχόληση των κατοίκων είναι η εκτροφή τζιτζίκων. Ενίοτε και από νησί άγονης γραμμής που δεν το θέλουν ούτε οι Τούρκοι (άρα και μικρότερο από τα Ίμια).
  • Διαστάσεις χαμηλοτάβανης γκαρσονιέρας. Ύψος κάτω του 1.65m, πλάτος που κυμαίνεται από 2.5 έως 6.5m και μήκος αδιάφορο (αρκεί να «γεμίζει» τη σκηνή στην οποία εμφανίζεται).
  • Χρώμα μαλλιών οπωσδήποτε ξανθεμετί με σχήμα ακαθόριστο, λες και κουρεύτηκε με αλυσοπρίονο.
  • Περιφέρεια στήθους μεγαλύτερη από το νομό Αχαΐας (μαζί με τη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου).
  • Περιφέρεια λεκάνης μεγαλύτερη από το λεκανοπέδιο Αθηνών (μαζί με τα προάστια).
  • Πόδια σε σχήμα μπουκάλας (κορίνας) μπόουλινγκ και χέρια χοιρινά με το απαραίτητο ξύγκι να κρέμεται στα μπράτσα (κατάλοιπο της πρώην απασχόλησής της με το πήξιμο τυριού στο χωριό της).
  • Ηλικία οπωσδήποτε άνω των 40 (αιώνων εννοούμε) με έντονες τάσεις τεκνατζούς αλλά με ελάχιστη επιτυχία, καθότι για να πας με τέτοιο υπέρμπαζο πρέπει να είσαι πρόεδρος των απανταχού σαβουρογάμηδων και με δείκτη ευφυΐας χρυσόψαρου.
  • Έντονα ένρινη φωνή και προφορά άθλια που δε θυμίζει καμία γλώσσα, οπότε εύκολα «ερμηνεύει» πάσης φύσεως γελοιώδες άσμα ανά την υφήλιο (από ελληνικά έως σουαχίλι).
  • Έκφραση «αγελάδας όταν περνάει το τρένο» και γέλιο ιγνοράνου, με χροιά που κάνει τα νεύρα (όσων την παρακολουθούν) να χορεύουν κλακέτες.
  • Απαραίτητη η εμφάνιση κάθε μεσημέρι σε τηλεοπτικές εκπομπές που θα ασχοληθούν για μισή και πλέον ώρα με τα «σουξέ» της, τη γκαρνταρόμπα της (από φουστάνια μέχρι και εσώρουχα σε μέγεθος αντίσκηνου), την τεράστια πισίνα του σπιτιού της (για να πλατσουρίζει η κυρία φώκια στους καύσωνες και να αηδιάζουμε εμείς), τα σοφά λόγια που συχνά εξαπολύει προς όλες τις κατευθύνσεις κλπ κλπ. Αποτελεί κίνητρο για αυστηρή δίαιτα, μιας και σε πιάνει τέτοια τάση για εμετό που σου κόβεται η όρεξη για ένα 24ωρο.
  • Τα τραγούδια της είναι must σε κάθε γάμο (από το γάμο στην Κανά μέχρι και το γάμο του καραγκιόζη).
  • Το cd της επιβάλλεται σε κάθε καγκουροαυτοκίνητο (χωρίς βενζίνη επιτρέπεται, χωρίς το cd δεν ξεκινάει).

Ο μόνος τρόπος αποφυγής του φαινόμενου «Βώδη», είναι η μετανάστευση και μάλιστα σε περιοχή χωρίς ΜΜΕ, καθότι οι εν λόγω τραγωδιάστριες είναι διεθνούς βεληνεκούς…

Διαγωνισμός τραγουδιού προς τιμήν της μεγάλης Έφης Βώδη-Θώδη...

Παράδειγμα χρήσης:
-Πάμε μπουζούκια ρε απόψε;
-Πού; Σκυλάδικα;
-Ε ναι, να ακούσουμε καμιά βώδη να σπάσουμε πλάκα.
-Μπα, τραβηγμένο. Θα με πιάσει πονοκέφαλος...

Έφη Θώδη, Γιουροβίζιον 2008 (από poniroskylo, 04/06/08)Α-ψωλού-τλι (από joe909, 12/12/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βυζί αποκαλείται κουτσαβακιστί και το σκάφος ή ηχείο του μπουζουκιού, λόγω διογκωμένης καμπυλωτής εμφάνισης.

Να σημειωθεί ότι κι άλλα μουσικά όργανα παραπέμπουν στον καυλιδερό γυναικείο αισθησιασμό (βλ. το βιολί του Man Ray, διάφορα πνευστά, κ.α.).

Από το δουπού: Πανκελής.

Σαν τον Σαμουήλ στο Κούγκι
μπαίνω μέσα στο μπουζούκι
με ταξίμια, με φυτίλια
με βυζαντινά καντήλια
Στο βυζί του αμπαρωμένος
θα πετάξω το καπάκι,
κάλλιο να 'μαι πεθαμένος
παρά Αμερικανάκι
(Τζιπάκος, Ρομπέν των Χαζών)

Περί μπουζουκίου (παρα)ετυμολογίαι και πορτοκαλισμοί :

- Πρόθεση: εν + επίθετο :… «βυζός» (διογκωμένος)... + ηχείο…
Όλα αυτά μας κάνουνε το εμβουζούχιον= εμπουζούκιον =μπουζούκι, στα λαϊκά. (Ε, όχι και να χαρίσουμε στους γείτονες τέτοιο οργανάκι!)
(Ρεμπέτικο Φόρουμ)

- Το «βυτίο» επίσης πιθανότατα συγγενεύει με τα ρήματα βύω και βυσνέω που πιθανότατα προέρχονται από την ίδια ρίζα που σημαίνει βουλώνω ταπώνω (πβ. Βύσμα, buzzi/βουτσί, δηλαδή ασκί, αλλά και βυζί, μπουζί με παρόμοια σχήμαι). Συνεπώς πιθανότατα η λέξη μπουζούκι, είναι αντιδάνειο.
(Λάουτα κι ετς)

Ωραία βυζιά (από Vrastaman, 23/01/12)Violon d\'Ingres του Man Ray (από Vrastaman, 23/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ατάλαντες και φάλτσες πλην όμως προικισμένες εμφανισιακά τραγουδίστριες. Είναι ο τύπος της τραγουδίστριας που κάνει καριέρα καβαλώντας καλλιτεχνικούς διευθυντές, μάνατζερ και λεφτάδες... Τα χειρότερα δείγματα του είδους τα συναντάμε σε πρωινές και μεσημεριανές εκπομπές κοινωνικής κριτικής και ξεκατινιάσματος.

Σχετικά λήμματα: Μαρία Κάβλας, Κακοφωνίξ, εκτελώ.

- Καλά φίλε την έχεις δει αυτή που τραγουδάει «το νινί σέρνει καράβι»;
- Πώω... Τι είναι αυτή ρε μαλάκα;! Από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα... Μαρία Κάβλας σου λέω!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν την παραμονή του «καλοκαιριού τση αγάπης» οι Strawberry Alarm Clock τραγουδούσαν για θυμιατά από πιπερόριζα και ο Scott McKenzie υπενθύμιζε στους μεταβαίνοντες στο San Fransisco να πλέξουν λουλούδια στις κοτσίδες τους, ο Mick Jagger ήθελε να τα βάψει όλα μαύρα και οι Velvet Underground περιμένανε τον βαποράκι τους με $26 ανά χείρας.

Η σκοτεινίλα ή νταρκίλα ως état d' esprit στην μουσική, στον κινηματογράφο, στην ζωγραφική, κ.ταλ. ασκεί έντονη γοητεία. Συχνά δρα ομοιοπαθητικά με συνέπεια να εκτιμούμε περισσότερο τα όσα χρώματα μας μοιράζει η τράπουλα τση πουτάνας τση ζωής. Εξερχόμενος από προβολή του Eraserhead, είναι δυνατόν να μην θέλεις να αγκαλιάσεις το σκατουρημένο κουτσούβελό σου, να φιλήσεις την πεθερά σου και να σφίξεις το χέρι του εργοδότη σου; (ή, αντίστοιχα, να πανηγυρίσεις που είσαι ελεύθερος, άτεκνος και άνεργος;)

Μιλάμε πάντα για καλώς εννοούμενες εντεχνindie πχοιοτικές καλτιές και ψαγμενιές, μακριά από εμάς οι μόνο μπλακ νταϊνταήδες και οι χρήζοντες emoκάθαρση γκοθάδες με τις μανιοκαταθλιπτικές τους γκόμενες που ξημεροβραδιάζονται σε πεθαμενάδικα. Αυτές είναι κακώς εννοούμενες σκοτεινονταρκίλες.

Προσοχή: το λήμμαν να μην συγχέεται με μαύρα ακούσματα και γκιραπιές.

Ασίστ για την παραλλαγή νταρκίλα: Pirate Jenny.

- Και ο δεύτερος δίσκος είναι εξαιρετικός. Το έγραψαν όλοι, ή σχεδόν όλοι. Ο πρώτος είχε ξεκινήσει μια περίοδο που η σκιά των Bad Seeds βάραινε κάπως τα επόμενα σχέδια. Όχι ότι ακούγεται διαφορετικός πολύ. Αυτή η σκοτεινίλα πάντα θα υπάρχει. Πάντα.

- ολη η βρωμια και η νταρκιλα των 80ς ανακατεμενη με ψυχεδελεια εφτιαξαν ενα μιγμα που μου ανατιναξε το μυαλο

- Βέβαια, για λόγους σκιώδεις και ύποπτα κινούμενους στη νύχτα του μυαλού του σκηνοθέτη, του Itsue Kawasaki, οι φιγούρες σε αυτό το μικρο- anime μιλάνε Αγγλικά με τη γνωστή, αγαπημένη, σάπια ιαπωνική προφορά, επομένως δε σε αφήνει να το ευχαριστηθείς τόσο πολύ. Του αφαιρεί αρκετή σκοτεινίλα και την αντικαθιστά με σκέτη νίλα

- Γραφικα 9/10 , απλα γιατι περιμενω το sequel και το αργουν πολυ. Ηχος υπεροχος. Χειρισμος απο τους καλυτερους ever. Αυτο που με συγκλονιζει ειναι η νταρκιλα που εχει το παιχνιδι. ΜΕ ΤΟ ΚΙΛΟ. Αν μπορουσαν οι devs, θα μοιραζαν και λιγη νταρκιλα στο συνταγμα τωρα που ειναι καιρος κρισης. .

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άπαντες οι εργαζόμενοι αναμένουν με ιδιαίτερη λαχτάρα τις καλοκαιρινές διακοπές για να αντιστρέψουν τις επιπτώσεις του ετήσιου, εργασιακού ξεμπαταριάσματος (εξ ου και το γνωστό κλισέ «...να φορτίσω τις μπαταρίες μου...»). Οι εκδρομείς, είτε αδειεύονται με στόχο το πλήρες ρέκλιασμα, είτε με στόχο πολλαπλές δραστηριότητες (βλ. εκδρομές, αγροτουρισμό, άθληση) στην συντριπτική τους πλειοψηφία, μεταβάλουν τις ενδυματολογικές και συχνά κοινωνικές συνήθειες/φραγμούς που υπό Κ/Σ προσδιορίζουν την καθημερινότητα τους.

Σ’ αυτούς, προστίθενται φυσικά και οι μαθητές/φοιτητές, οι οποίοι ως τυχεροί αποδέκτες του υψηλότατου επιπέδου εκπαίδευσης που προσφέρει το φροντιστ… εχμ, το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, αμολιούνται αλαλάζοντας στα νησιά της επικράτειας, συνήθως με στόχο την αναβίωση της Ιλιάρδας ως αντίδοτο στην Πανελληνίαση, τον πραγματικό φόρτο σχολής αλλά και τον «φόρτο» «σχολής». Εξαίρεση οι Κνίτες, οι οποίοι σπεύδουν στις κολεκτίβες της Τασκένδης, και οι προοδευτικοί που αναχωρούν για Ίφκινθο συνοδεία παρεακίου και αρχηγού.

Η από Ανοίξεως έκρηξη των ορμονών η οποία το θέρος φτάνει στο ζενίθ σε συνδυασμό με τις κλιματολογικές συνθήκες της υπερήφανης χώρας μας και το γνωστό ελληνικό ταμπεραμέντο, επιτρέπουν την μαζική υιοθέτηση μικρών ή συνολικών (+ όλο το ενδιάμεσο φάσμα) αλλαγών στο ντύσιμο και τη συμπεριφορά των παραθεριστών.

Ο προορισμός των διακοπών σαφώς και μπορεί να εντείνει (Μάϊκονος) ή να κάμψει (Καλαμπάκα) το φαινόμενο αυτό, ωστόσο σε γενικές γραμμές, οι ήρωες μας παραδίδονται στην ελευθερία που τους προσφέρει η εκτός συνήθους εργασιακού/κοινωνικού κύκλου (έστω προσωρινή) διαβίωση. Η ελευθερία αυτή φτάνει στο υπερθετικό, συνδυαζόμενη αφενός με την ανεμελιά και αφεδύο με το «ευαγγέλιο» της καλοκαιρινής αδείας: «έλα μωρέ σε διακοπές είμαστε» = «δεν θα μας δει κανείς οπότε κάνε ότι θες».

Φτάνοντας εδώ ο αναγνώστης, αναρωτιέται για το μέγεθος της προηγηθείσας εισαγωγής και το γεγονός ότι το λήμμα μας δεν έχει ακόμη εμφανιστεί. Μην απελπίζεσαι πιστέ σλανγκοφανατικέ! Η εισαγωγή θέτει το απαραίτητο κοινωνικοοικονομικοφυλετικό υπόβαθρο για να κατανοήσεις την ρίζα του κακού: τα ρέστα του καλοκαιριού

Τα ρέστα του καλοκαιριού λοιπόν, είναι η μεταφορά/συνέχεια στην «έδρα μας», των ενδυματολογικών αλλαγών ή/και συμπεριφορών που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια των διακοπών. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς από την εισαγωγή, όσο πιο δυναμικά έχουν παίξει οι διάφορες παράμετροι, τόσο πιο κωμικοτραγικό είναι το αποτέλεσμα άμα τη επιστροφή στο κλεινόν άστυ.

Η ουσία εδώ, είναι η απόλυτη άρνηση για απεμπλοκή από την ψυχολογία των καλοκαιρινών διακοπών και αφού οι διακοπές στο νησί είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με ένα σκασμό μαλακίες που κάναμε, αυτές πρέπει να συνεχιστούν και στο σπίτι. Προσοχή, τα ρέστα δεν αφορούν σε άτομα τα οποία ντύνονται/συμπεριφέρονται μόνιμα έτσι.

Έχουμε λοιπόν:

  • Κουδουνιστά βραχιόλια αστραγάλου – μια χαρά αν είσαι φοιτητριούλα αλλά μάλλον άστοχο αν είσαι π.χ. υπάλληλος τράπεζας.
  • Τατουάζ χέννα σε εμφανή σημεία (χέρια, πόδια) – είπαμε, μόνο η Μαντάνα τα κάνει αυτά, κι αυτή μόλις έπιασε η μόδα το παράτησε (hint!).
  • Χαϊμαλιά, δαχτυλίδια flower-power, ρύζι με το όνομα σου, ονειροπαγίδες, «το όνομα σου με σύρμα» - cool, άντε και τρέντυ στην παραλία και το βράδυ στο μπαράκι. Με φόντο τσιμέντο και μαραμένο γεράνι όμως...
  • Παντόφλα 5-0 στη δουλειά – εκτός αν είσαι ταρίφας ή τελειωμένος κάγκουρας.
  • Μπικίνι λαμέ/Χρυσά/Sheena Queen of the Jungle/Τρικίνι με συνδυαστικό πάστωμα – είπαμε, αυτά στο Super Paradise όπου το drag show όχι απλώς ενδείκνυται, αλλά επιβάλλεται εκτός αν είσαι μπουρναζογκόμενα οπότε...
  • Τόπλες (συνδυαστικά με το προηγούμενο) – βρε καλή μου, καταλαβαίνω ότι μάζευες λεφτά ένα χρόνο για μια βδομάδα στην Ψαρού και έτρεχε ξωπίσω σου το Star για τα δέοντα, αλλά εδώ είναι ΕΟΤ ΒΑΡΚΙΖΑΣ!
  • Προσπάθεια εισόδου σε αστικό night club με λαχανί σαγιονάρα, πολύχρωμη βερμούδα και φανελάκι
  • Ψάθινο καπέλο καουμπόι (ειδικά αν έχει περιμετρικώς πέτσινο κορδόνι με περασμένα κοχύλια κλπ.). Στο Βάϊ και τις Μικρές Κυκλάδες σε έχουνε θεό (τι θεό, ημίθεο και βάλε). Στην παραλιακή μπορεί να σου ζητήσουν φορτιστή αυτοκινήτου ή το τελευταίο CD της Βισσοβανδή.
  • Υπερκατανάλωση καλοκαιρινών πιοτών (Mojito, Caipirinha, σφηνάκια, καρπούζα, κλπ.) και άνοδος σε τραπέζια/μπάρες αλαλάζοντας και στριφογυρίζοντας το μπλουζάκι πάνω απ’ το κεφάλι - πάει πακέτο με δήλωση στο Star: «Eδώ περνάμε suuuuper!!!!» ή κάποια αντίστοιχη τρεντουλιά και μεις ψάχνουμε διαφυγή.
  • Απεριποίητη μουσάρα ή αξύριστα πόδια/μασχάλες γιατί «ένα μήνα στο Ελαφονήσι ήμασταν σε φάση natural» (τύφλα να’χει ο Γκρίζλυ Άνταμς).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μαζικοποίηση των παραπάνω μοδών καθώς η γνωστή επιχειρηματικότητα του Έλληνα έχει διασπείρει τα σχετικά «προϊόντα» σε όλους πλέον τους τουριστικούς προορισμούς ανά τη νησιωτική χώρα. Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει η αυταπάτη των ατόμων αυτών ότι και καλά τα σχόλια των γύρω τους (όπα μεγάλε!, για δες αλλαγές!, κλπ.) είναι δείγματα θαυμασμού και αποδοχής, ενώ το σύνολο των παραπάνω θα πρέπει να ξορκίζεται στο πυρ το εξώτερο μαζί με τα πήλινα σταμνάκια-καρδερίνες και τα μπουκάλια κουμ-κουάτ που δίνονται σε γονείς για να έχουν κάτι να θυμούνται...

Εντός λήμματος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία