Παλιά κλασσική τουρκομερίτικη έκφραση που σημαίνει τον τζαμπατζή ή κακοπληρωτή οφειλέτη. Εξακολουθεί να χρησιμοποιείται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα (και ως μπαταχτσής κατά τα μπαξές-μπαχτσές, καϊξής-καϊκτσής κ.α.).

Να μην συγχέεται με το επίσης τουρκικό σελέμης, διότι αυτός είναι μάλλον εκ μιζέριας τρακαδόρος και φτωχομπινές, ενώ ο μπαταξής είναι κακόπιστος οφειλέτης αντικειμένου οιασδήποτε αξίας.

Εν Πάτραις, το συνώνυμο του μπαταξή λεγόταν μια δόση και «μπήχτης» = τρακαδόρος / βουταδόρος (εκ του μπήγω= φεσώνω / κάνω τράκα / βουτάω πράγματα, δηλ. εξομοιώνεται με τον κλέφτη.

Εν Αγγλία, η δολία αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου (fare dodging), δηλαδή το μπαταξιλίκι κομίστρου, υπάγεται στην κατηγορία των ατιμωτικών αδικημάτων (dishonest crimes), δηλαδή τυχόν καταδίκη συνεπάγεται στέρηση αδείας ασκήσεως επαγγέλματος σε ορισμένους κλάδους (π.χ. δικαιοσύνης-δικηγόροι, οικονομικών-εφοριακοί, λογιστές κ.α.), κώλυμα προσλήψεως ή και απόλυση, όπως ακριβώς παρ’ ημίν με τα ατιμωτικά αδικήματα κατά της περιουσίας (π.χ. κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη κτλ).

Τα παλιά χρόνια, οι πιτσιρίκοι ανέβαιναν στο πίσω μέρος του τραμ κι έκαναν «σκαλομαρία», δηλαδή σκαλώναν στους πίσω προφυλακτήρες με τα πόδια τους να κρέμονται, προκειμένου να μην τους πάρει είδηση ο οδηγός και πληρώσουν εισιτήριο (γιατί η φτώχεια ήταν απερίγραπτη). Κάθε φορά που ο τραμβαγέρης τους αντιλαμβανόταν, σταματούσε, κατέβαινε και τους έστελνε ή απειλούσε ότι θα τους πάρει ο διάολος. Οι πιτσιρίκοι, φυσικά, είχαν κατέβει και κορόιδευαν από μακριά. Όταν ο ζοχαδιασμένος τραμβαγέρης ξανακαθόταν στην θέση του και ξεκινούσε πάλι, οι πιτσιρίκοι ξανασκάλωναν. Αυτό το βιολί σταμάτα-ξεκίνα, συνεχιζόταν μέχρι να βαρεθεί ο οδηγός και να κάνει τα στραβά μάτια.

Το μπαταξιλίκι λοιπόν, δεν είναι ούτε απλή, ούτε ασήμαντη υπόθεση. Άλλωστε, οι παλιοί ταβερνιαρέοι δήλωναν νέτα-σκέτα ότι «ο βερεσές απόθανε κι ο γιος του πάει στην Πόλη» και συμβολικώς πετούσαν το τεμπεσίρι (κιμωλία) στη θάλασσα / σκουπίδια ενώπιον των πελατών, ως απάντηση σ’ αυτούς που ζητούσαν να τα «γράψει κάτω απ’ το σφουγγάρι» / «γράψτα-σβήστα».

Βλ. σχετικό ρεμπέτικο «στου Λινάρδου την ταβέρνα» (... κι άλλος ζούλα την καρφώνει ... = φεύγει κρυφά χωρίς να πληρώσει, ... βρε Λινάρδο ταβερνιάρη γράψτα όλα στο σφουγγάρι ...)

Ο Ζήκος (βλ. «Της κακομοίρας)», σε απάντηση στα απαιτητικά παλαμάκια παραγγελίας του γυαλάκια μπαταξή πελάτη, επεσήμανε: «... να παλαμοκροτάνε αυτοί που πληρώνουνε κι όχι εσύ που θέλουμε τρεις κιμωλίες στο γράψε-σβήσε τη βδομάδα για σένα ...».

Πάλι μου βούτηξες τον αναπτήρα μου; Δέκα έχω χάσει τον τελευταίο μήνα και μ' αυτόν έντεκα. Γιατί δεν πας μέχρι το περίπτερο να πάρεις πεντ-έξι βρε παλιο-μπαταξή;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Πάτρα): Ομάδα, (αντρο)παρέα, σκυλολόι, μπουλούκι.

Προφανώς από τους τούρκους τσέτες = μπουλούκι ατάκτων στρατιωτών.

Συνώνυμο: πουτσαρά-μπουλούκ(ι).

Θά 'ρθεις το βράδυ στο Σκέτζο; Θα μαζευτεί όλη η τσετία εκεί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλαιά ιαχή της μαρίδας κατά αγριοπουστάρας στην παλιά Αθήνα.

Βέβαια, η Φτερού κι η Πάολα, που σύχναζαν στο «Καφέ Σπορ» κοντά στην Ομόνοια (όπως κι ο «Σωτηράκης» Μπέλλου), έβαζαν στη θέση τους τυχόν κουραδόμαγκες και τους βλάχους που τις έκραζαν.

Κάποιος θηλυπρεπής ντιστεγκές, καλούμενος από τον Φωτόπουλο να πάρει παραγγελία, αφού τον πέρασε για γκαρσόνι (φορούσε άσπρο κοστούμι με μαύρο παντελόνι), απήντησε με χάρη: Δεν θα μπορέσωωω!

Οι νεοέλληνες (όπως κι οι νεότουρκοι) αυτο-θεωρούνται πολύ άντρηδοι και σκώπτουν ανηλεώς τις αδερφές, αλλά τα φαινόμενα απατούν.

Αποκαλούν με θυμηδία «πούστηδες» τους Εγγλέζους, επειδή οι αδερφές στην Αλβιόνα κυκλοφορούν ελεύθερα, αλλά όλο σ’ αυτούς τρέχουνε για να σπουδάσουνε. Κατά την ίδια λογική, οι Εγγλέζοι θα πρέπει να είναι και ανάπηροι, αφού τα καροτσάκια μηδαμώς εμποδίζονται να κυκλοφορούν ισότιμα.

Καλύτερα να μην κατεβάσουμε κανα σεντόνι, με παράξενες ιστορίες για κωλοχανεία (τουρκ. κιουλ-χανέδες), τα κιοστέκια, τα ιτς ογλάνια, τα τσιμπούκ τσογλάνια των καπετανέων του βουνού (από Αντρούτσο μέχρι Βελουχιώτη), την μύηση στα επαγγελματικά ινσάφια (σινάφια) της καθ’ ημάς Ανατολής, ούτε και στα καφέ-πουστ της Ευρώπης, όπου μόνιμοι θαμώνες ήταν (και είναι) Ρωμηοί, Άραβες και Τούρκοι...

Εξ άλλου, οι εν Ελλάδι τραβεστί ιερόδουλες πολλαπλασιάζονται σήμερα σαν τα μανιτάρια, ενώ ο Άνταμ Σμίθ διετύπωσε την θεωρία προσφοράς – ζήτησης εδώ και τρεις αιώνες...

- Μαλάκες! Πουστράκι!
- Όοοοοοοοοοοααααααααααα! Πνίχτε τον με λουκουμόσκονη!

Ν. Ασιμος - Όλοι Δηλώνετε Ιδιότητα (από johnblack, 11/09/09)ο Ανδρέας, "η Φτερού" (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/07/10)ALOMA (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/07/10)...έγραφε η "Αυριανή" για τον Μάνο Χατζιδάκι (από σφυρίζων, 04/10/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βασικά καλοκαιρινή έκφραση.

Προέλευση: εκ του γνωστού πατσά / της γνωστής πατσάς = σούπα από (αρνίσιο συνήθως) στομάχι, χοντρή κοιλιά κλπ, βλ. και πατσοκοιλαράς (<τουρκ. paça = ποδαράκι, ενώ iskembe = κοιλιά).

Χρήση: επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου.

Απαξιωτική παιδική έκφραση, που σημαίνει ότι κάποιος πέφτει βουτιά με την κοιλιά («πέφτει πατσά» όπως λέγεται) και όχι με το κεφάλι (ή «κεφαλιά»), δεδομένου ότι το τελευταίο όσο να’ ναι θέλει τεχνική, είναι πιο στυλάτο και πιο τολμηρό (π.χ. αν δεν έχεις επαρκή χώρο για φόρα, αν πέσεις στραβά ή από πολύ ψηλά, αν έχει βράχια, στα αβαθή, αν έχει άμπωτη κλπ μπορεί να μείνεις σέκος ή φυτό βλ. ταινία Mar Adentro), χώρια που απαιτεί εκμάθηση σε κολυμβητήριο ή σε εξέδρες / βάρκες / αραγμένα πλοία, κατά τους θερινούς μήνες.

Ιδιαίτερα εντυπωσιακή (αλλά κι επικίνδυνη!) είναι η «ανάποδη κεφαλιά», δηλ. όταν ο βουτηχτής γυρίζει την πλάτη του στο νερό, υπολογίζει την απόσταση, ανοίγει τα χέρια σαν τον Χριστό στο σταυρό, δίνει ένα άλμα και πέφτει ανάποδα με άψογα ευθυγραμμισμένο το κορμί και τα χέρια σε έκταση, κάθετα στο νερό και ιδίως αν σηκώσει ελάχιστο νερό, δηλ. όσο μια αναποφάσιστη κουράδα μετά από ταλάντωση, σε βινιέτα του Εντίκα: Κλόφτ!
(Πάντως, όποιος κολυμβηταράς την κάνει, συνήθως χτυπάει τις πιο πολλές γκόμενες)...

Συναφείς, είναι και η βουτιά μπόμπα (οκλαδόν) από μεγαλύτερο ύψος, που σηκώνει πολύ νερό και η βουτιά καικαλά «Ο.Υ.Κ.-άδικη», δηλ. όρθιος και εντελώς κάθετη πτώση με το ένα χέρι γροθιά ψηλά και το άλλο να πιάνεις τ’ αμελέτητα, η οποία αν δεν είναι εφετζήδικη είναι απαραίτητη αν πέσεις από τρελό ύψος για να μην τσακιστείς (π.χ. από το δεύτερο ή τρίτο κατάστρωμα πλοίου), όπου πέφτοντας το μαλακιστήρι ακούει τα γαμώσταυρα από τους ναυτικούς, που το κυνηγούν μη σπάσει κανα παΐδι και βρουν το μπελά τους...

Πολλές φορές, η πατσά αποτελεί μιαν αποτυχημένη κεφαλιά και συνοδεύεται από χάχανα και γιούχα των παρισταμένων τσογλάνων, η χρονική διάρκεια και η ένταση των οποίων είναι ευθέως ανάλογες της πόζας που πήρε ο κολυμβητής, πριν πέσει.

Όμως και η πατσά δεν στερείται επικινδυνότητας ή επίδειξης ρίσκου. Πρώτα απ’ όλα πονάει ή τσούζει πολύ κι έτσι βλέπεις τον πατσατζή να βγαίνει απ’ το νερό κατακόκκινος (κυρίως στο στήθος και στην κοιλιά), άσε που μπορεί και να στραπατσάρεις κανα μύδι απ’ την πτώση.

Ούτω πως, μεταξύ αρρένων (αλλ’ εισέτι ανιούλων) συγκολυμβητών λέγονταν συχνά η προτροπή γενναιότητος «όποιος δεν πέσει πατσά της μάνας του ή «κωλώνεις να πέσεις πατσά στα ρηχά!», οπότε έσπευδαν οι καλούμενοι να επιδείξουν ανδρεία και να πέσουν όπως-όπως στο νερό και μάλιστα σούμπιτο, γιατί γίνονταν παγίως δεκτό από τη νομολογία των εκτάκτων Βουτοδικείων Ανηλίκων (θερινά τμήματα διακοπών) ότι «ο τελευταίος, της μάνας του»...

Εκτός βέβαια, από διάφορες κασκαρίκες που σκαρφίζονταν οι κωλοπαιδίσκοι εις βάρος του πιο μπουλούκου, π.χ. έλεγαν συνεννοημένοι «πέφτουμε όλοι πατσά ένα-δυο-τρία» και την τελευταία στιγμή συγκρατούνταν, οπότε έπεφτε μόνον o μαλάκας της παρέας.

Φυσικά, σε όλες τις ανωτέρω κλαπαρχιδιές, καίτοι η επίκληση του ονόματος της μητέρας ήταν πλέον προσφιλής, η ίδια συνήθως δεν παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα (δεν παρίστατο ή χαζολογούσε αλλαχού), διαφορετικά το ισχαιμικό επεισόδιο θα ήταν αναπόφευκτο (όπως κι οι βατραχοπεδιλιές ύστερα).

Σήμερα, στα περισσότερα ξενοδοχεία της Δύσεως απαγορεύονται οι βουτιές στις πισίνες (για να μην μουσκεύονται οι λοιποί λουόμενοι, μη χτυπήσει κανας χριστιανός κλπ) και στα πολύ σπέσιαλ για την χρήση της υπογράφεις μέχρι και disclaimer (!), ενώ στο Ελλάντα δεν παίζει με την καμία να μαντρώσεις τα αχαλίνωτα νεοελληνάκια (χεχε)!

Τα κοριτσάκια, συνήθως, δεν αρέσκονταν σε τέτοιες δραστηριότητες – επιδείξεις (αφού τις γυναίκες δεν τις απασχολούν κάτι τέτοια θέματα) και προτιμούσαν είτε να χαριεντίζονται ασταμάτητα καθισμένες στην πετσέτα τους σε στάση παραλίας, είτε να πλατσουρίζουν στα ρηχά σαν φώκιες σε κύκλο ή δίπλα στη μαμά τους με την περικεφαλαία.

Η Βουγιούκλω, η Καρέζη κ.α. «ingenues» του νεοελληνικού σινεμά, νόμιζαν ότι έπεφταν με χάρη σε πισίνες και τα τοιαύτα, όταν τραβούσαν κάτι ξεγυρισμένους καραπατσάδες (με λυγισμένα γόνατα, ανοιχτές τις αγριομπουτάρες τους, με τον κώλο έξω, τα χέρια όπου να’ ναι κλπ), που σήκωναν τόσο νερό που θα ξεδιψούσε όλη η Μπιάφρα.

Ας είναι. Η θεματολογία των ταινιών που έπαιζαν, γαλούχησε ουκ ολίγες γενιές πεινασμένων νεοελλήνων...

(Τελετουργική λήψις στάσεως καταδύσεως):

- Πέσε ρε μαλάκα, μια ώρα!
- Κοίτα τον, το φιγουρατζή!
- Άντε ντε! Κρυώσαμε!
- Πλάαααααααααααφφφφφφφφφφφφφφφ!!!
- Ωωωωχαααα!
- Ουουουουου!
- Σιγά ρε μαλάκα, μας γιόμισες! Τί πατσά ήταν αυτή!
- Ποιος είσαι ρε, ο Λουγκάνης;
- Αφού με σπρώξατε ρε κωλόπαιδα!

(από allivegp, 14/10/10)(από Khan, 21/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Με ή χωρίς το οριστικό άρθρο στην κλασσική αργκό, σήμαινε συνήθως τον / την γιαβουκλού τινός.

Πολλές φορές όμως (χωρίς το οριστικό άρθρο), προσέδιδε μιαν αχλύ κύρους στην προσωπικότητα ενός επισκέπτη (δηλ. το πρόσωπο ήταν σ ο β α ρ ό, π.χ. δικηγόρος, εφοριακός, τραπεζίτης, πολιτικός κλπ βλ. και «δημόσια πρόσωπα»), οπότε η χροιά της έκφρασης ενείχε είτε κομπασμό για τους αρεσκόμενους στο hobnobbing στην γκλίτσα του τσομπάνη (π.χ. «σχετίζομαι με σημαντικά προσώπατα»), είτε ανησυχία για τους πιο προσγειωμένους που γνωρίζουν ότι τα πολλά νταραβέρια με τα κοστούμια και τις μεγάλες πόρτες στο τέλος βλάπτουν (π.χ. τί να θέλει τώρα τούτος – για καλό μια φορά δεν θα’ ναι).

Σήμερα λέγεται με ματαιόδοξη ή χιουμοριστική διάθεση.

Αυτά τα ολίγα.

  1. - Τί κάνεις το Σου-Κού;
    - Θα κλείσω τηλέφωνα και θα πάρω το πρόσωπο, να πάμε για γαρίδες κάτω στη Μαργαρώ...

  2. - Κουφαλίτσα, χτες βράδυ εθεάθης λέει με πρόσωπο αλαμπρατσέτα, πόθεν έσχες;
    - Χεχε...
    - Δέστονα ρε, έχει πέσει μέσα στο κιούπι με το πετιμέζι και δεν μιλάει σε κανένανε! Σιγά τα σορόπια ρε, θα γλιστρήσεις...

  3. - Λοιπόν, τί θα γίνει μ’ αυτό που λέγαμε;
    - Ακούμπα πάνω μου, απόψε θα πάω έξω να φάμε με κάτι πρόσωπα και θα τους το φέρω απ’ έξω–απ’ έξω, να σ’ έχουν υπ’ όψη τους...
    - Όχι απ’ έξω–απ’ έξω να χαρείς, βουρ στο ψητό γιατί καίγομαι!
    - Μην ανησυχείς, ε-τελείωσε σου λέω...

  4. - Πού’ σαι Μήτσε, είν’ έξω ένα πρόσωπο και σε ζητάει!
    - Πρόσωπο, τί πρόσωπο;
    - Ξέρω και γώ; Κάτι φακέλους κουβαλάει, άπω κάποια δημόσια υπηρεσία λέει είναι, εγώ πάντως δεν τον έχω ξαναδεί... Μήτσο! Ρε Μήτσο! Στάσου ρε! Απο’ κεί είν’ ο φωταγωγόοοοοοοοοοος...

Εμανυέλ Μουνιέ : Ο πρωτεργάτης της φιλοσοφίας του προσώπου. (από Khan, 02/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Πάτρα-Ιόνιο): Βάζω σε μπελάδες, ταλαιπωρώ, πιέζω κάποιον.

Εκ του ιδιωματικού τρόκολο (σταφυλοπιεστήριο-μηχανικό πατητήρι) < βενετ. torcolo και ήδη σήμερα ιταλ. torchio < λατιν. torculum < ρημ. torqueo = σφίγγω, περιστρέφω.

  1. Καθόμουνα ήσυχος στ' αβγά μου κι ήρθε εκείνος ο ξαδερφός μου -πανάθεμάτονε- και μ' έβαλε στο τρόκολο ν' αγοράσω λέει μετοχές της Χ εταιρείας γιατί αλλιώς θα' χανα τα λεφτά μου αν τα άφηνα στην τράπεζα. Τί τα' θελα και τον άκουσα, πήρα τα τρία μου...
  2. -Πάω έξω για ψώνια, θες τίποτα;
    -Με την κάρτα μου;
    -Εμ, με τί; Με το πενηντόφραγκο απ' το ΑΤΜ;
    -Κοίτα μη με βάλεις στο τρόκολο να πληρώνω τζερεμέδια κάθε μήνα στους κερχανατζήδες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπαμπαδισμός, που σε λίγο θα γιορτάσει τα πρώτα -άντα του, δηλαδή από την εποχή που αρχίνησε ο χαβάς «Είσαι στην Ευρώπη-Μάθε για την Ευρώπη».

Βέβαια με μαθηματική ακρίβεια, η συνάρτηση Ελλάδα = Ευρώπη ÷ 27 (όπου η μεταβλητή Ελλάδα = Ψωροκώσταινα με λαμδαπόσπαση), θα παραμείνει ασύμπτωτη ως ολοκλήρωμα κι ας με διορθώσει ο Βίκαρ ή ο Γιανναράς.

Η προσφιλής έκφραση του καραμανλούς ηγήτορος «ανήκομεν εις την Δύσιν» (εφ' όσον θέλει να χρησιμοποιεί καθαρεύουσα), φανερώνει κίνηση προς και όχι στάση εις τόπον, αλλιώς θα χρησιμοποιούσε δοτική, εκτός πια κι αν δεν τα πολυκαταλάβαινε τα ρομέηκα.

Σε κάθε περίπτωση, αν το ζήτημα είναι προορισμού και όχι προελεύσεως, υπ' αυτήν την έννοια ΚΑΙ οι Τούρκοι είναι Ευρωπαίοι.

Η έκφραση απηχεί ντροπιαστικο-περήφανη (όπως χαρμολύπη/κλαυσίγελως/παυσίλυπον και άλλα τέτοια) αντίληψη των νεοελλήνων, σύμφωνα με την οποίαν η Ελλάς, μετά την προσχώρηση στην Κοινή Αγορά, θα καταντήσει θέρετρο για τους ματσωμένους Ευρωπαίους, που θα γλεντοκοπάνε και οι ιθαγενείς, μη δυνάμενοι να τους ανταγωνισθούν εμπορικά, θα αναγκασθούν να περιορίζονται στο ρόλο του σερβιτόρου-υπηρέτη.

Τελευταία φαίνεται μάλιστα, ότι αποτύχαμε να ερμηνεύσουμε έστω κι αυτό το ρολάκι με επιτυχία και αξιοπρέπεια (υπάρχει διαβάθμιση από σερβιτόρος στο GB σε λιγδογκάρσονο «ό,τι βλέπετε» στην Πλάκα), αφού οι Ούννοι προτίμησαν εσχάτως τις τουρκικές ακτές, για να ξεκαβλώσουν.

Εν πάση περιπτώσει, ο τρόπος εκφοράς της φράσης, δηλώνει και την νεοελληνική σχιζοφρένεια:

Δηλαδή λέγεται μεμψιμοιρώντας αυτομαστιγωτικά (τέτοια είν' η μοίρα μας –πού να τα βάλεις με τα θερία;), αλλά και κρυπτοαλαζονικά, ότι δήθεν διαθέτουμε κρυφές καβάτζες και θα ανατρέψουμε το παιχνίδι με 103-101 (στην ουσία ποντάροντας στην τύχη κι ότι ο καθένας θα την βγάλει καθαρή μόνος του –όπως λένε και στη Νάπολι: Speriamo che me la cavo).

Χαζογελάμε με το μαύρο χάλι μας, κατά τον ίδιο τρόπο, που σκούζουμε «μα δεν υπάρχει Κράτος;» ενώ την ίδια στιγμή όταν θίγονται συμφέροντά μας ατομικά, κοπτόμεθα ότι «σιγά μη γίνουμε όπως οι κουτόφραγκοι».

Δηλαδή κάτι κουτοπόνηρα βυζαντινίστικα του στυλ «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, είναι λίγοι μα τους πολλούς νικούν», «κι αν είναι η μοίρα μου σακατεμένη», «Αέρααα!», «το αθάνατο κρασί του '21», «ο Γκάλης θα πάρει το παιχνίδι πάνω του», ή με χρονικοϋποθετικές προτάσεις «όταν εμείς..., αυτοί...», ή συγκριτικούς μαξιμαλισμούς / μινιμαλισμούς «η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο δείκτη... / το χαμηλότερο ποσοστό...» και ιστορίες με κολώνες και βαλανίδια.

Οι Τούρκοι, κάνουν ακριβώς τα ίδια καραγκιοζιλίκια, αφού πάσχουν από πολιτισμική σχιζοφρένεια (βαρύτερης όμως μορφής αφού –διάβολε– η ελληνική είναι στο φινάλε-φινάλε ευρωπαϊκή γλώσσα και η χώρα μας, ανήκει στην Ευρώπη έστω και γεωγραφικά):

Έτσι, υπάρχουν οι κεμαλικοί στρατοκράτες, που επιβάλλουν την «ευρωπαιοσύνη» διά της βίας (!), οι οθωμανιστές που αναπολούν κοκορευόμενοι «αααχ! Μια φορά κι έναν καιρό έκλανε ο Σουλτάνος και χέζονταν η Ευρώπη και τώρα μας αναγκάζουν να γονατίσουμε στις απαιτήσεις αυτού του θρασιμιού του γκιαούρη για να μας πουν μια καλημέρα», οι παντουρανιστές κι οι παντουρκιστές (όλα τα μόγγολα μια πατρίδα είμαστε παιδιά –άντε και τους φάγαμε), οι φονταμενταλιστές μουσουλμάνοι (άσε να τα 'χω καλά με τον Αλλάχ και σέρνονται πόλεμοι εδώ γύρω), τα εθνίκια που γκαρίζουνε στα γήπεδα «Ευρώπη-Ευρώπη, ερχόμαστε! Ακούς τις μπότες μας;» (ενώ «Βατάν» = μητέρα-πατρίδα θεωρούν την εσωτερική Μογγολία), ευρωλιγούρηδες ψευτο-αστοί, που το πρωί διαβάζουν Le Monde και το βράδι κάνουν στα κλεφτά ναμάζι (μουσουλμανικό προσκύνημα) και άλλα φαιδρά.

Πάντως, οι ισχυροί εμφανίζονται παραδοσιακά σαν απαιτητικοί υπερόπτες πελάτες και οι αδύνατοι σαν αναγκαστικώς καλοκάγαθοι θεράποντές τους, στην ιστορία.

Στην Αμερική ήταν ο καλός μπαρμπούλης Θωμάς στο φτωχοκάλυβό του, στην Ινδία ήτανε οι tea-wallah που κουβαλούσανε το τσάι στις μισότριβες Εγκλέζες (που ενώ παραπονιόντουσαν για το κλίμα δε λέγανε να ξεκουμπιστούνε), στην Τουρκία και στην Κίνα οι «εξυπηρετικοί» κούληδες, που παίρνανε όλο καμάρι το έξτρα μπαξίσι από τους γαλαντόμους Δυτικούς για μια καλή πληροφορία, στην Ελλάδα τα «αλάνια» του Πειραιά που σαλαγούσανε τ' Αμερικανάκια στα κωλόμπαρα να μας γαμήσουνε την αδερφή κλπ.

Σήμερα αισθανόμασθε Ευρωπαίοι διότι χρησιμοποιούμε γουστόζικες αλλοδαπές μάρκες. Δεν είμαστε οι μόνοι. Με το ν' αλλάξει ο Μανωλιός δεν έγινε και τίποτα, αφού τα ράσα δεν κάνουν τον παπά (οι Τούρκοι λένε το αντίστοιχο Χότζειο «με το να πάει ο γκιαούρης στη Μέκκα δεν έγινε και Χατζής»).

Κάποτε στέλναμε στην Ευρώπη εργάτες, τώρα στέλνουμε επιστήμονες για Gastarbeiter. Βέβαια, είναι κι αυτό μια προαγωγή. Μην πολυθριαμβολογούμε όμως για τυχόν μεμονωμένη επιτυχία Έλληνος στο εξωτερικό, διότι τούτο εξαίρει την χώρα ευδοκιμήσεως και όχι την χώρα εκδιώξεως. Άλλωστε, η παθητική αφομοίωση ξένων (υπο-)προϊόντων, μόνο κακό μας έχει κάνει.

Μόνο στην σκαμπρόζικη Ιταλία (που ισορροπεί μεταξύ Βορρά-Νότου, ενώ εμείς παραπαίουμε μεταξύ Δύσης-Ανατολής), δεν περάσανε τέτοια σάπια. Όταν πλακώσανε οι Τζώνηδες και η μαρίδα βάλθηκε να μοστράρει μπλουτζήν και να πίνει ουίσκυ ότι και καλά, το πειραχτήρι της Νάπολης Renato Carosone, χτύπησε διάνα το 1956 με το «Tu vuo fa l’ Americano» (=μας το παίζεις Αμερικανάκι), επαναφέροντας τους συμπατριώτες του στα συγκαλά τους. Η Ελλάδα μόλις το 1984 αντεπιτέθηκε στα κυρίζια, μ' αυτόν το διάολο το Ζωρζ Πιλαλί στο «Δηλαδή μας το παίζεις και Ντίβα».

Ο Τζιπάκος έχει διατυπώσει την ευρωπαϊκή ιδιότητα των νεοελλήνων στο «Καπρί σε φινί» ως εξής:

[I]Εγώ «Ήχος και Φως», μπρος σε γκρουπ τουριστών
Ντίσκο στη διαπασών
Με φωνάζουν «γκαρσόν!»[/I]

Περί κατάστασης αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάνε οι κότες, οι Κατσιμιχαίοι περιγράφουν απαξιωτικά το γκαρσόνι ως υποβιβαστικό του ερωτύλου στο «Μια Βραδιά στο Λούκι»:

[I]Σε μια στιγμή το βλέμμα της πλανήθηκε στο χώρο
Κι απάνω μου σταμάτησε σαν κάτι να ζητούσε
Ταράχτηκα και σκέφτηκα: «Θε μου εμένανε ζητάει!»
Όμως εκείνη κοίταγε να βρει το σερβιτόρο...[/I]

Στο «Βαρύ Πεπόνι» (1977) ο Π. Τάσιος δίνει ανάγλυφα τον υποβιβασμό του «αφεντικού» επαρχιακού καφενέ σε γκαρσόνι βου στην Αθήνα, προϊούσης της ανταγωνιστικότητας στα μέτρα της (υποχρεωτικής) αστυφιλίας, κατά το «από δήμαρχος, κλητήρας».

Η βιομηχανική «πριμοδότηση» της Αττικής των δεκαετιών 50-70, που γάμησε και την Αθήνα και την επαρχία, φαίνεται στις απεγνωσμένες φάτσες των Ελλήνων «εσωτερικών γκαρσονιών» της Ομόνοιας στην «Παραγγελιά» (1980) και στο «Βίος και Πολιτεία» (1987), όπου αν κανείς κωλοπειράξει το φίλτρο του φακού και προσδώσει σύγχρονη φωτογραφία στην εικόνα, παρουσιάζουν εκπληκτική ομοιότητα με σημερινούς αλλοδαπούς που «δεν θα γίνουν Έλληνες ποτέ»...

— Τί γίνεται ρε συ με την κρίση; Θα τη σκαπουλάρουμε λές;
— Ο Υπουργός είπε οτι η Γερμανία, ως εύρωστη οικονομία, θα πρέπει να τονώσει τον θεσμικό της ρόλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να μην διακυβεύσει τυχόν χρεωκοπίες εκ μέρους των πιο αδύναμων Κρατών, ταυτόχρονα ενδυναμώνοντας κεντρικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς, που θα έχουν ως αποτέλεσμα την μακροπρόθεσμη σταθερότητα της ευρωζώνης.
— Δηλαδή;
— Τί δηλαδή; Πάλι στη ζητιανιά βγήκαμε...
— Να δώ ως πότε θα κάνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μισός άνθρωπος και μισός θέατρο. Πώς λέμε λυκάνθρωπος, βατραχάνθρωπος κλπ;

Τιμητικός τίτλος για ηθοποιό απο τους ομοίους του, είναι ένα σκαλοπάτι πριν αναγορευθεί «Ιερό Τέρας» (μαλαματοκαπνισμένη εικόνα του Αη-Γκοτζίλλα απονέμεται μετά θάνατον).


Πρόκειται για γαλλισμό (τί άλλο;) εκ του homme de théâtre = θεατρικός συγγραφέας ή ηθοποιός που άφησε το στίγμα (και σίγουρα το σμήγμα) του, απά στο σανιδένιο πάνθεον του Θέσπι.

Οι νεοέλληνες όμως, πάσχουν από στραβισμό εννοιών: κλασσικός ή απλώς παλιός; Διαχρονικός ή παρωχημένος; Αντίκα ή παλιατσαρία; Πρέπει στο λεωφορείο να σηκωθεί με το στανιό ένας κατάκοπος μαθητής που τρέχει από φροντιστήριο σε φροντιστήριο, από σεβασμό προς έναν κοτσονάτο κωλόγερα;

Τα συνώνυμα και τα επίθετα δεν υπάρχουν για μόστρα.

Ακόμα και στον στρατό, η ιδιότητα του παλιού έχει μόνον ονομαστική αξία (βλ. εδώ). Αλλά, ο στρατός έχει συγκεκριμένο αντικείμενο (προετοιμασία για πόλεμο), ενώ στην Τέχνη ο καθένας μπορεί να πει την παρόλα του, ιδίως άμα περάσουνε τα χρόνια. Έπειτα, ο θεσμός της παραγραφής (καλλιτεχνικών και μη) ατοπημάτων, πολύ μας έχει ταλαιπωρήσει...

Άλλωστε, το γεγονός ότι οι περισσότεροι Έλληνες ηθοποιοί είναι γνωστοί όχι απ’ το θέατρο αλλά από την ελληνική τηλεόρα που ανακυκλώνει μια στιμμένη λεμονόκουπα επί 5 δεκαετίες τώρα (τις ίδιες και τις ίδιες ταινίες, δηλ. ένα 2 % του κινηματογραφικού πλούτου), δεν σημαίνει ότι ήταν και τίποτις της προκοπής, ούτε καν ως cult ή έστω kitsch value. Τί να πει το Μπόλιγουντ δηλαδή;

Είτε μοσκομούνα/ -ης που, ενώ ματοκυλιόταν η Ελλάδα, έτρωγε πάστα στου Ζωναρά, γεγονός για το οποίον κοκκορεύεται κι αποπάνω αναδρομικά, μιας και σήμερα έχουν πέραση οι «γόνοι» (και νεωστί δεν εννοείται μόνον το καλαμαράκι) ένεκα τσουρογκλαμουριάς, είτε ανανήψας φτωχο-μπουλουκτσής, που γυρεύει να εξαργυρώσει τα οδοιπορικά του για τις ατέλειωτες πεζοπορίες από και προς εξαθλιωμένα χωριά, χιλιόμετρο το χιλιόμετρο, ο τίτλος αποδίδεται έτσι κι αλλιώς, με βάση μόνο τις «ώρες πτήσης», όπως παλιά το χρυσό ρολόι στις αγγλοσαξονικές επιχειρήσεις, ως δώρο για το long service

Σήμερα, οι ηθοποιοί γίνονται γνωστοί από διαφημίσεις και τηλεοπτικές προχειράντζες. Όταν θα τους έχουμε φάει στη μάπα καμιά 50αριά χρόνια, δεν θα εκπλαγεί κανείς αν αρχίσουν κι αυτοί με την σειρά τους τις «αναδρομές», με υγρά μάτια...

Πάντως, αν ο χαρακτηρισμός αποδίδεται όταν ο καλλιτέχνης βλέπει τα ραδίκια ανάποδα, τότε τον καλύπτει το εξαγνιστικό πέπλο της παροιμίας, οπότε άμε βγάλε άκρη τί κουμάσι ήτανε ο λεγάμενος, ενώ αν πρόκειται για το ωραίον (τέως ασθενές) φύλον, υπάγεται στην υποκατηγορία Μεγάλη Κυρία («του Θεάτρου» –η άλλη υποκατηγορία είναι «του Πενταγράμμου»), μιας και στην γλώσσα μας ο άνθρωπος δεν έχει δυο γένη (η θεατράνθρωπος;), ούτε και θα ήταν εύηχο το «θεατρανθρωπίνα»...

Κι αυτός ο χαρακτηρισμός συνήθως έρχεται μετά τον Χάροντα από συναδέλφους, που ευελπιστούν να χρισθούν κι αυτοί με την σειρά τους θεατράνθρωποι-Ιερά Τέρατα-Μεγάλες Κυρίες κλπ, είτε από τους επιζώντες, είτε από τους νεότερους συναδέλφους τους. Έτσι είναι. Αν δεν πας στις κηδείες των άλλων, δεν θα ’ρθουν κι αυτοί στην δική σου...

Όμως, δεδομένου ότι τελευταία οι άνθρωποι του θεάτρου βιάζονται κομμάτι ν’ αποδώσουν αλλήλοις τον τίτλο τιμής εν ζωή, το είδος του ζώντος θεατρανθρώπου συγκεντρώνει εν πολλοίς κάποια δομικά χαρακτηριστικά.

Ιδού λοιπόν, ο θεατράνθρωπος:

• Είναι πάλιουρας και το επικαλείται πομπωδώς σε κάθε ευκαιρία (και τί να μας πείτε τώρα εσείς οι νέοπες, όπως επετέθη μουσικά υπέρβαρος νοσταλγός της Επιθεώρησης σε αδερφίστικο «Ποια παίζει τώρα-τί να παίξει τώρα»).
• Συνήθως είναι από τους ελάχιστους επιζώντες της γενιάς του, οπότε λέει ό,τι του κατέβει.
• Αν είναι από γνωστή οικογένεια (θεατρική ή μη), το λιβανίζει μέχρι να του βγει η ψυχή (κι οι γλείφτες οι δημοσιογράφοι δεν παραλείπουν να φτυαρίσουν κώκ στο καμίνι της ματαιοδοξίας).
«Κόλλησε το μικρόβιο του θεάτρου» από μικρός (στάνταρ).
• Παραθέτει ένα σωρό άχρηστες πληροφορίες για την Παλαιά Αθήνα (κι ας μην μεγάλωσε εκεί), αλλά θυμάται «με συγκίνηση» και κάθε άλλη πόλη, όπου «τον λάτρεψε το κοινό» (κι ας μην ήταν καν πρωταγωνιστής).
Βγάζει στο σφυρί απομνημονεύματα της οιασδήποτε καριέρας του, σε ημι-καταποντισμένους εκδοτικούς οίκους (τζίρος να γίνεται).
• Θεωρεί εαυτόν Τάλω της Τέχνης (του;), μη και την κλέψει ή την μάθει ή καταλάβει κανας άλλος. Και την φυλάει καλά.
• Συχνά μπαίνει στο τηγάνι και σπάει τ’ αυγά, χωρίς να δίδει εξηγήσεις.
• Διατυμπανίζει ότι βοηθά νέους-φερέλπιδες καλλιτέχνες, που οφείλουν να τσαμπουνάνε μ’ ευγνωμοσύνη τ’ όνομά του, όπου σταθούν κι όπου βρεθούν.
• Καμιά φορά του δίνουν εκεί καμιάν εκπομπή (σε πεθαμένη τηλεοπτική ζώνη) ή καμιά ψωρο-στήλη σ’ εφημερίδα, να μην τους πρήζει τ’ αρχίδια.
• Περιφέρει το σαρκίο του σε τηλετραπεζώματα, όπου κουτσοπίνει, ψευτοχορεύει και φωτογραφίζεται με χωροφυλακίστικα χαμόγελα. • Σιχαίνεται και φθονεί τους συναδέλφους του, πετώντας πού και πού καμιά σπόντα «χαριτολογώντας».
• Αναφέρεται στην «καινούρια του δουλειά» (ίσαμε πεντακόσιες φορές).
«Πάει πολύ καλά και φέτος». • «Κάνει» θέατρο. • «Κάνει» είσπραξη.
«Καταθέτει την ψυχούλα του» (όπως παπαγαλίζουν κι οι μελάτοι παραγωγοί των ερτζιανών).
• Επιμένει ν’ ανεβαίνει στο σανίδι μέχρι να τα κορδώσει (πράγμα που δεν συμμερίζονται οι νεώτεροί του).
• Έχει (ή το μαράζι του είναι να) παίξει στην Επίδαυρο.
Κλαψουρίζει που δεν τονε παίρνουνε οι νέοι παραγωγοί, να παίξει (και να «διδαχθούν» απ’ αυτόν!), μετά από «τόσα που έχει προσφέρει» στην Τέχνη.
• Δίνει συμβουλές στου νέους, που υποχρεούνται να τον ατενίζουν με δέος από κάτω προς τα πάνω, σαν σε τσόντα πριν την Μετάληψη. • Δηλώνει δίκην επαΐοντος ότι «ο κόσμος έχει ξυπνήσει και ζητάει το ποιοτικό» (δηλ. το δικό του έργο) ή γκρινιάζει που «στην Ελλάδα ο κόσμος είναι απαίδευτος και δεν πολυπάει θέατρο» (στο δικό του).
• Ευχαριστεί για τα καλά λόγια. Είναι η αγάπη του κόσμου που του δίνει δύναμη να συνεχίσει. Είναι αυτός και οι φίλοι του, ο τάδε, ο δείνα κλπ και πολλά άλλα νέα, ταλαντούχα παιδιά (πού να τα θυμάται τώρα όλα). • «Γίνεται πολύ κέφι στα καμαρίνια» και • «Το εισπράττει αυτό ο κόσμος». • Οι θύμησές του πάντα εμπεριέχουν Κατοχή ή/και Χούντα, γαρνιρισμένες με κακουχίες (βεριτάμπλ ή τραβηγμένες απ’ τα μαλλιά), φροντίζοντας καλού-κακού να μην παρίσταται συνομήλικός του.
• Προσκαλεί τον τηλε-οικοδεσπότη, με επιτόπου προφορική πρόσκληση, να πά’ να τον δει στο θέατρο (και ο τελευταίος ορκίζεται στην ψυχή του Κωσταντάρα ότι θα το πράξει σύντομα = παπάρια).
• Αναδίδει μιαν εσάνς «παλιοπαρέας», ανατρέχοντας σε ανεκδοτολογικά happenings του απώτατου παρελθόντος (πάει μισός αιώνας τουλάχιστον), που υποτίθεται ότι συνέβησαν με εγχώριες και αλλοδαπές διασημότητες (έστω και αν τις γνώρισε ως κομπάρσος).
• Καταχράται το διπλό άρθρο οικειότητας, εκμαιεύοντας κολλητηλίκι με πεθαμένους π.χ. ο Τάκης ο Χορν, ο Πήτερ ο Τουλ, με τον Μάνο τον Χατζιδάκι γνωριστήκαμε... κλπ.
• Κάποιος Μεγάλος τον «ανακάλυψε», είχε τρακ, αλλά τον διαβεβαίωσε ότι «έχει ταλέντο» –άλλοι να φοβούνται (που δεν έχουν).
• Διατυπώνει με στόμφο «σεβασμό για τους Δασκάλους του» (που εννοείται ότι δεν ζουν να μας τα πουν απ’ την καλή –κι ας τον είχαν κλασμένο, κι ας του’ χαν βγάλει το Χριστό ανάποδα εν ζωή) κλπ.
• Παρουσιάζει το πρότυπο του θεατρανθρώπου, ως συνάρτηση της παραξενιάς του (προφ για να δικαιολογήσει και δικές του κακοτροπιές), π.χ. Όσο πιο στριμμένος, αυταρχικός και κακορίζικος ο Μύστης, τόσο πιο Ιερή η Τερατοσύνη του.
• Αναπολεί μεθ’ ύφους «τα παλιά καλά χρόνια», που υπήρχε και ταλέντο και ήθος (ενώ τώρα δεν υπάρχει τίποτε) και οικτίρει τους νέους, «που έχουν να συναντήσουν ένα σωρό δυσκολίες» ή τους ψέγει ότι «έχουν όλες τις ανέσεις».
• Ενθυμείται με ζωηρές λεπτομέρειες παλιές δόξες (συγκλονιστικές ερμηνείες, κατάμεστες αίθουσες, πηχυαίους τίτλους, διθυραμβικές κριτικές, Χορούς ανακτόρων κλπ).
• Συνήθως, αν είναι Δεξιός είναι και βασιλόφρων, ή αν είναι Αριστερός, εμφανίζει την έπαρση των παλαιών αντιστασιακών (κατά πάσης στάσης), που θεωρούν ότι έκαμαν το χρέος τους προ 50ετίας και ακόμα στενάζουν οι αμφίβολες δάφνες, κάτω απ’ το βάρος της κωλάρας τους.
• Καταριέται την Πολιτεία (απ’ την οποία έχει κονομήσει της Παναγιάς τα μάτια επί προσφάτων αλλά και παλαιοτέρων -προβληματικής συνταγματικότητας- καθεστώτων), ότι ολιγωρεί περί την Τέχνη.
• Υπονοεί ότι έχει Χρέος η Πολιτεία να του κόψει μια παχυλή σύνταξη ή έστω να του απονείμει ένα μετάλλιο (βρε αδερφέ) για τις πολύτιμες υπηρεσίες του στο Έθνος.
• Κάνει επιτηδευμένη αυτοκριτική, τονίζοντας ότι «έχει ένα ελάττωμα. Δεν μπορεί να πει ψέματα» (κατά το οξύμωρο «είμαι ο πιο μετριόφρων άνθρωπος στον κόσμο»).
• Βλέπει κακία παντού σήμερα και αναρωτιέται πού θα πάει ο κόσμος.
• Κοπανάει βαρύγδουπα «αποφθέγματα» όπως ο Καραμαλής στα στερνά του, τα οποία δέον να εκλαμβάνονται ως βαθυστόχαστα.
• Μιλά με υπονοούμενα (ή χωρίς να λέει τίποτα ουσιαστικό), όπως οι πολιτικοί.
• Συστέλλει τα ματόφυλλά του, ώστε να μην διακρίνονται οι κόρες των ματιών και να καθίστανται απροσπέλαστες οι σκέψεις του, όπως οι επιχειρηματίες.
Μυξοκλαίει όταν τον αναφέρει «με αγάπη» συνάδελφος του, σε βιντεοσκοπημένη συνέντευξη.
• Όταν ακούει εγκώμια από συναδέλφους, γέρνει πίσω στο κάθισμα σαν ετοιμόγεννη και αφήνει τους άλλους να μιλούν γι’ αυτόν, διακόπτοντας πού-και-πού για να διορθώσει καμιάν ημερομηνία. • Τρέμει όταν κάποιος συνομήλικός του, θυμηθεί impromptu καμιά παλιά ιστορία-καλαμπούρι, μην αναφερθεί τίποτα αρνητικό γι’ αυτόν που θα του χαλάσει τη μανέστρα-υστεροφημία (αν και σπανίως γίνεται -συνήθως αλληλοκαλύπτονται σαν μασόνοι) και κοντανασαίνει μέχρι ν’ ακούσει το (θετικό) punchline.
• Δεν πεθαίνει με καμία Παναγία, όσων χρονών κι αν φθάσει (κορακοζώητος και κομοδινίκωμος).
• Αν πάσχει από χρονία νόσο, σεργιανάει στα μήντια με «καρτερικό» χαμόγελο, ενώ όλοι σπεύδουν να υπερθεματίσουν το «κουράγιο» και την «δύναμη ψυχής» που επιδεικνύει σ’ αυτήν την «δοκιμασία» (βλ. παρόμοια αγγλοσαξωνική παπαρδέλλα «ordeal»).
• Πριν ψοφήσει, φροντίζει ν’ αγοράσει μόνος του κιλίβαντα από σκραπ και προπληρώνει πεντ-έξι αρκουδόμαγκες να ντυθούν τσολιαδάκια στην κηδεία του, η οποία δέον να γίνει δημοσία δαπάνη και η ταφή σ’ ένα στριμοκωλιασμένο (πια) από ήρωες νεκροταφείο της Πρωτεύουσας, αλλιώς απειλεί ότι θα βρικολακιάσει.
• Όταν μπει σε νοσοκομείο, ο συνήθης λόγος είναι «μια απλή ενόχληση», η συνήθης πάθηση είναι «πνευμονικό οίδημα», εκδίδεται πάντα επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν προς το Πανελλήνιο, η συνήθης διάγνωση είναι «τίποτα το ανησυχητικό», κατόπιν συνήθως «επιδεινώνεται αιφνιδίως η κατάσταση της υγείας του» και μετά ο συνήθης Διευθυντής της κλινικής με προπονημένη φάτσα Όλιβερ Τουίστ ανακοινώνει τελετουργικά καφέδες & κονιάκ στο κυλικείο.
• Τα ΜΜΕ κάνουν ένα σύντομο αφιέρωμα, αναφερόμενοι στην «μεγάλη απώλεια» για τη ντόπια τρικούδουνη Τέχνη, δείχνουν και κανα αμοντάριστο πλάνο, επιμένοντας στο who is who των παρισταμένων που «τον συνοδεύουν στο τελευταίο ταξίδι» (όλο και πλακώνουν τίποτα νομάρχες, παπάδες, καραβανάδες κ.α.) και ακολουθούν αθλητικά.

Αυτά.

- Πείτε μας, πώς αποφασίσατε να γίνετε ηθοποιός;
- Εμένα μ’ έβγαλε στο θέατρο ο μεγάλος ο Μάκης ο Απιθανόπουλος, που ήταν θιασάρχης στο Κεκροπέ και μεσουρανούσε εκείνην την εποχή, με τις ντάμες του, με τα φλερτ του, ήτανε τότε στα φόρτε κι οι Τζιτζιφιές με τα μαγαζιά, αξέχαστα χρόνια...
- Μεγάλη φυσιογνωμία του Ελληνικού Θεάτρου...
- Βέεεεεβαια. Ένας σωστός θεατράνθρωπος. Ήμουνα-δεν ήμουνα τότε 14 χρονών, αλλά είχα πείσμα και θέληση. Γιατί θέλει πείσμα το θέατρο, όχι σαν σήμερα, που τα έχουν όλα εύκολα οι νεότεροι. Τελοσπάντων λοιπόν, με βλέπει ο Απιθανόπουλος και μου λέει «εσύ θα παίξεις Γενοβέφα»! Εγώ τα’ χασα! Πού να το φανταστώ εγώ, ότι θα ’παιζα εγώ το νιάνιαρο, μέσα σε τόσα ονόματα, την Πατίνα την Κραξινού, τον Κίτσο τον Εμιράτ, πού να στα λέω! Και μου λέει ο Απιθανόπουλος – να, σαν τώρα το θυμάμαι – «μην τους φοβάσαι όλους αυτούς. Εσύ θα φτάσεις ψηλά, γιατί έχεις ψυχή μέσα σου!» Μάκη μου, όπου και να’ σαι, να’ σαι πάντα καλά με το χαμόγελό σου...

(δάκρυ και fade out)

Στο 1.27: τον φίλο μου τον Γιώργο ΤΟΝ Κατσιφάρα (από Khan, 10/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην κυριολεξία της, η λέξη προέρχεται από την κτηνοτροφία και την γλώσσα της κουράς των προβάτων. Σημαίνει το μαλλί του ζώου που προέρχεται από την κοιλιά και τα πόδια του, το οποίο είναι κοντύτερο και προφανώς κατώτερης ποιότητας από το μαλλί που προέρχεται από τα άλλα, πλουσιότερα σε τριχοφυΐα μέρη του ζώου, π.χ. πλάτη.

Στην σλαγκική χρήση της, συναντάμε την λέξη στην αργκό της διαφθοράς και συναλλαγής που κυριαρχεί στο δημόσιο. Ιδιαίτερα συναντάται η χρήση της στους διαγωνισμούς δημοσίων έργων, (χώρος που έχει δική του περιορισμένη πλην ενδιαφέρουσα αργκό). Κολόκουρα είναι τα λεφτά που παίρνει εργολάβος – υποψήφιος ανάδοχος δημοσίου έργου, σε στημένο και προσυνεννοημένο ως προς το αποτέλεσμά του δημόσιο διαγωνισμό, προκειμένου να μην υποβάλει προσφορά ή να υποβάλει προσφορά, η οποία σίγουρα θα απορριφθεί, με σκοπό να αναλάβει το έργο συγκεκριμένος εργολάβος, ο οποίος δίνει και τα κολόκουρα στους άλλους. Λογικά υποθέτω ότι η χρήση της λέξης στον τομέα αυτόν, προέρχεται από το ότι ο εργολάβος ο οποίος κατόπιν συνεννοήσεως αναλαμβάνει τελικά το έργο, λαμβάνει το μακρύτερο και καλύτερο «μαλλί», (η ανάθεση της σύμβασης), ενώ οι υπόλοιποι εργολάβοι, πάντα κατόπιν συνεννοήσεως, αρκούνται στα κολόκουρα.

Φυσικά σε επόμενο διαγωνισμό, άλλος θα είναι αυτός που θα λάβει το κυρίως μαλλί, (σύμβαση) και άλλος θα αρκεστεί στα κολόκουρα, ώστε να διατηρείται η ισορροπία μεταξύ των επιχειρηματιών.

Αφορμή για το παρόν λήμμα, έδωσε το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του γνωστού καθηγητή του πολυτεχνείου Θ. Π. Τάσιου, «Ετεροδοσοληψία», το οποίο είναι δημοσιευμένο και στην ιστοσελίδα του ΤΕΕ www.library.tee, και το οποίο παρουσιάστηκε σε συνέδριο του ΤΕΕ για τα δημόσια έργα το 2005. Ο ανωτέρω καθηγητής, παραθέτει σειρά λέξεων που αφορούν την διαφθορά στον χώρο αυτό, μεταξύ των οποίων και τα «κολόκουρα». Στο γκούγκλ βρίσκεται αμέσως, εάν γκουγκλάρουμε την λέξη «ετεροδοσοληψία»». Σημειωτέον ότι στο άνω ενδιαφέρον άρθρο, ο άνω συγγραφέας προσπαθεί να εισαγάγει επιστημονικούς όρους στο φαινόμενο της διαφθοράς και εκεί έγκειται το ενδιαφέρον του, για τους φιλοπερίεργους που επιθυμούν περαιτέρω έρευνα αυτών των θεμάτων.

Σήμερα τα κολόκουρα έχουν περιορισθεί αλλά όχι εξαφανισθεί, υποτίθεται επειδή άλλαξε το νομοθετικό καθεστώς και συνεπώς μειώθηκε η διαφθορά (βλ. άλλαξε ο Μανωλιός), αλλά στην πραγματικότητα επειδή έδωσαν την θέση τους σε πιο «μονδέρνους» και εξελιγμένους τρόπους.

(Το ανωτέρω κείμενο, εστάλη στον υποφαινόμενο απο άγνωστο στρατιώτη μαχόμενο στα χαρακώματα της καθημερινόπιτας, ο οποίος επιθυμεί κατανοητώς να διατηρήσει την πλήρη ανωνυμία του και του οποίου το στόμα δεν προτίθεμαι να βουλώσω, δίκην Μυριβήλη βλ. εισαγωγή στο «Η Ζωή εν Τάφω»).

Παράδειγμα 1, από την ιστοσελίδα της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, 22-2-2006:

O ΔHKTHΣ Tα «κολόκουρα», το ΠAΣOK και οι σακούλες εργολάβων
Tι άλλο θα ακούσουμε; «Το προηγούμενο σύστημα (μαθηματικός τύπος) ήταν το πλέον αντικειμενικό σύστημα, όπως ομολογείται από τους ειδικούς”, αναφέρεται σε ανακοίνωση του τομέα Oικονομίας του ΠAΣOK. Mάλιστα, προσθέτουν ότι «αντίθετα, σήμερα, οι συμφωνίες των εργολάβων και τα “κολόκουρα” τείνουν να γίνουν καθεστώς». Oι έχοντες μνήμη θα θυμούνται ότι όταν καταργήθηκε ο μαθηματικός τύπος, που ευνόησε τους αεριτζήδες και διόγκωσε τις αθέμιτες συναλλαγές στα δημόσια έργα, ουδείς «ειδικός» τον υπερασπίστηκε μέσα και έξω από τη Bουλή. Mε καθυστέρηση δεκαετιών θυμήθηκαν στο ΠAΣOK τα «κολόκουρα» (έτσι αποκαλείται η αμοιβή του εργολάβου που συμμετέχει στο στήσιμο ενός διαγωνισμού), όταν επί των ημερών τους οι προσφορές κατετίθεντο όλες μαζί, ακόμα και σε σακούλες απορριμμάτων, γραμμένες από το ίδιο χέρι. Eίχε δε αποφασιστεί εκ των προτέρων το ύψος κάθε προσφοράς, προκειμένου το έργο να πάει σε συγκεκριμένο εργολάβο, με τη βοήθεια του περίφημου μαθηματικού τύπου. Ξεχνούν, επίσης, ότι στο τέλος παρενέβη και η Eυρωπαϊκή Eπιτροπή και τους ανάγκασε να προχωρήσουν σε αλλαγές, οι οποίες ολοκληρώθηκαν με την αλλαγή κυβέρνησης και την κατάργηση του μαθηματικού τύπου.

Παράδειγμα 2:

(Αληθής στιχομυθία):

Υπάλληλος Α: Που πας ρε με τόσα λεφτά στην σακκούλα ;;;

Υπάλληλος Β: Άσε, αύριο έχει διαγωνισμό και πάω να μοιράσω τα κολόκουρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία