Επιπλέον ετικέτες

  1. Χαϊδευτικά, το φανταράκι που υπηρετεί στη Γκατζολία.

  2. Το πραγματικά περίφημο γάλα «Ροδοπάκι» που διατίθονταν στο ΚΨΜ όταν εγώ υπηρετούσα.

Παρεμπιπτόντως το Μίλκο δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά του. Εννοείται πως οι ντόπιοι δεν το αποκαλούν ποτέ έτσι.

  1. - Πού έκανες φανταρικό; - Γκατζολάκι ήμουνα. - Άντε ρε! Εγώ Διδυμότειχο μπλουζ.

  2. - Πιάσε δυο γκατζολάκια. - Σιγά! θα στομαχιάσεις.

(από sstteffannoss, 02/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άλλη μια γείωση. Απάντηση στο: - Ορίστε;

- Ορίστε; - Τον κώλο μου μυρίστε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χοντρός;;; Τον τρως, πώς γράφεται;;;

Το λέει ένας ευτραφής σε κάποιον πονηρίδη που τον ειρωνεύεται για την εμφάνισή του.

Δηλαδή, τον μπουλον...

Λέει ο Βασιλάκης: «Να, θα μας πει ο χοντρός από δω...»

Και του απαντάει, γελώντας ειρωνικά, ο ευτραφής: «Βασιλάκη... Χοντρός; Τον τρως, πώς γραφεται; Εεε... Δε μιλάς, μωρή πουτάνα, ε;;;»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση ολ τάιμ κλάσσικ κατα τα σέβεντις και την ένδοξη δεκαετία, που ακουγόταν στα ουφάδικα και τα ποδοσφαιράκια όταν γίνονται ομηρικές μάχες μεταξύ δύο παικτών ποδοσφαιραq ή τριμπάλου μπιλιάρδου (Γαλλικού).

Στις περιπτώσεις αυτές πλήρωνε μόνον όποιος έχανε και ποτέ ο νικητής. Έτσι μετά από κάθε σετ του παιχνιδιού, ο νικητής με περισσή περηφάνια και με στεντόρια φωνή, και καλούα μονολογούσε: «ο χάνων χύνει».

Υστεριόγραφο: Ολόκληρη η έκφραση ως πρωτοσλανγκίζουσα ήταν: «Ο χάνων χύνει μέταλλο» (κοσάρι). Αφ' ης στιγμής όμως αντικειμενικοποιήθηκε ως αυτόνομος σλανγκισμός, κόπηκε το «μέταλλο» ως ευκόλως εννοούμενον.

- Ρε πστ τι κωλοφαρδία έχεις σήμερα; Κόντρα στο μπανιστήρι και μέσα;
- Χα χα, θα σου περάσει, ο χάνων χύνει!

το μέταλλο (από perkins, 12/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Highlight από Σαλλλονικιό γλωσσοδέτη (βλ. παράδειγμα 1) που έκανε επιτυχία λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς του σε βωμόλοχα. Κάτι σαν το «κοράλλι ψιλοκόραλλο και ψιλοκοραλλάκι» δηλαδή (πες το γρήγορα για να καταλάβεις!).

Εκφράζει όλον τον πόνο για την παρακμή που φέρνουν τα χρόνια που περνούν στον δύστυχο τον άνθρωπο. Εκφράζει επίσης όλη την αναπόληση των όμορφων στιγμών που ζει κανείς προτού αρχίσει να ασχολείται με έννοιες όπως «τα παιδιά μου», «πεθερικά», «αφήνω καράφλα», «αφλογιστία», «χοληστερίνη», «λογιστής», «σύνταξη», «πιεσόμετρο» και άλλα συναφή.

Παραλλαγές: όμορφα/χαμένα/καημένα/μαύρα μου νιάτα που τσαλακωθήκατε.

ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΟΡΙΣΜΟΥ!
Το τραγουδάκι στο YouTube παρακάτω! Είναι η επιτομή της έννοιας και όποιος δεν το ξέρει, να το ακούσει πάραυτα!

  1. (από εδώ)
    «ΕΡ’ΜΑ ΜΟΥ ΝΙΑΤΑ

Παιχνίδι – γλωσσοδέτης για μικρούς και μεγάλους με προέλευση από τη Θεσσαλονίκη. Λέγεται πάντα από δύο, οι οποίοι κάθονται αντικριστά και λέγοντάς το χτυπούν παλαμάκια σταυρωτά και ίσια.

Έρ’μά μου νιάτα που τσαλακωθήκατε καλά καλά,
και που τσαλακωθήκατε γιατί δεν αρεστήκατε;
Και που τσα(τα)λακώσατε γιατί τα τσαλακώσατε;
έρ’μα μου νιά… καμώματα πουτσαλοτσαλακώματα.»

  1. (από εδώ)
    «μου λειπει αφανταστα η διασκεδαση,ο χορος,το ξεσαλωμα.
    η γλεικια ζαλαδα γυρνωντας τα ξημερωματα,
    οι φουστοζωνες και τα ψηλοτακουνα.

αχ! ερημα μου νιατα που τσαλακωθηκατε...»

  1. (από εδώ)
    Ο “κόκκινος Ντάνιελ” είναι μια ιδιόμορφη περίπτωση που απαιτεί πολύ προσεκτική μελέτη για την σκιαγράφηση της προσωπικότητάς του. [...]
    Οι σύγχρονοι αριστεριστές με περισσή αφέλεια μιλούν για τον Ντάνιελ ενώ οι ώριμοι ΑΡΙΣΤΕΡΟΙ αλλά και οι θιασώτες του κοινωνικού φιλελευθερισμού όπως ο υπογράφων γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο στίχος που περιγράφει τον συγκεκριμένο πρώην επαναστατημένο νέο είναι “έρημα μου νιάτα που….τσαλακωθήκατε…”

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Λογοπαίγνιο που λεγόταν κατά κόρον τις προηγούμενες 2-3 δεκαετίες, τότε που σκάσαν τα πρώτα ενοικιαζόμενα δωμάτια στα νησιά, μικρά, άθλια, ζεστά, υγρά, που ήταν θαύμα το ότι είχαν τουαλέτα. Έτσι λοιπόν, την πινακίδα που έλεγε ROOMS TO LET και που την συναντούσαμε όπου (ή που κραδαινόταν στα χέρια κάποιου ζήτουλα ντόπιου πάνω που βγαίναμε από το πλοίο) την παραφράζαμε ως ROOMS TOILET, καθότι το Ι, παρόλο που δεν γράφεται, είναι σα να το βλέπεις.

Η έκφραση έχει μείνει μέχρι τα τώρα για τους παλιούς, για τους δε νέους δεν λέει μάλλον τίποτα, δεν αποτελεί ούτε καν μπαμπαδισμό.

Τι λες, να κλείσουμε από πριν, ή να κατέβουμε στο νησί και να κάνουμε μια γύρα για κανα ROOMS TOILET του γούστου μας;

Βλ. και ρουμλετάς, ρεντεκάρος και ρεντρούμης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μέχρι πρόσφατα, κύκλοι του διεθνούς παποσιωνισμού είχαν εξυφάνει την παρετυμολογία ότι η εθνική μας βρισιά άι σιχτίρ προέρχεται από τον τουρκικό sikdim αόριστο του ρήματος sikmek (=συνουσιάζομαι) (σ.ς.: Στον Μπάμπη, η επόμενη λέξη μετά το σιχτιρίζω είναι Σιών, τυχαίο; δε νομίζω). Έμελλε να διαψευστούν! Ευτυχώς, γλωσσολόγοι με υγιές (και, κυρίως, ερωτικό) εθνικό φρόνημα αποκατέστησαν ότι πρόκειται για αντιδάνειο από το ελληνικό ας οικτίρω (εναλλακτικώς: σὲ οἰκτίρω, ἀεὶ σὲ οἰκτίρω), ήτοι ας δείξω οίκτο.

Η μετατόπιση στην χρήση είναι προφανής: ενώ το βαρβαρικό σιχτίρι εξαπολύει μια μίζερη αγανάκτηση τ. άι γαμίδια ή άι σιχτίρ κι εσύ κι ο γρύλος σου, το ελληνοπρεπές ας οικτίρω δείχνει την ανωτερότητα, μεγαλοκαρδία και μεγαλαυχία του Έλληνα, ο οποίος δίνει τόπο στην οργή και δεν καταδέχεται να ασχοληθεί με τον βάρβαρο που πάσχισε μάταια να τον εκνευρίσει. Πώς να είναι αλλιώς, εξάλλου; Όταν έχεις μια γλώσσα που έδωσε τις λέξεις της σε όλον τον κόσμο, τότε δεν μπορείς να πάσχεις από σύμπλεγμα κατωτερότητας, παρά μόνο ίσως από κάποιο σύμπλεγμα ανωτερότητας, και να περαίνεις «δι' ἐλέου καὶ φόβου τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Γιατί όταν οι άλλοι δεν είχαν ανακαλύψει ακόμη το fuck you, εμείς οι Έλληνες ήδη οικτίραμε!...

(Για μια ανθελληνική ανταπάντηση δες εδώ).

  1. - Και το «άϊ σιχτίρ» είναι Τούρκικο, προέρχεται όμως από το «ας οικτίρει». [...] Του Βελούδιου η άποψη είναι γνωστή και δημοσιοποιημένη από χρόνια, και του Παπακωνσταντίνου, ότι από το Ζεύς και Βάκχος βγαίνει το ζεϊμπέκικο [...] Αν όλα αυτά τα θεωρείς εθνικισμούς και αρχαιολατρεία, τι να κάνουμε, ίσως-ίσως και νάναι οι Έλληνες μιά ξαχωριστή ράτσα!!! Πειράζει;

(Τα πράγματα μπαίνουνε στην θέση τους εδώ. Ο βακχιστής φίλος παρέλειψε ότι το γκεϊμπέκικο προέρχεται από αρχαίους βακχιστές, οι οποίοι κροτούντες παλαμάκια στον διοβακχιστή ανέκραζον «Ὤ Γαῖα». Ομοίως και ο υιός του Διός και της Γαίας που τον χόρευε τον πυρίχιο).

  1. Και βέβαια είναι θεμιτό 100 άνθρωποι να κλείνουν την Πανεπιστημίου για 7 μέρες... Και 20 να είναι, αν το συνδικαλιστικό κίνημα προτάξει την ομπρέλα του, αυτοί οι 20 έχουν περισσότερο δίκιο από τους χιλιάδες άλλους που επιθυμούν να εργαστούν.
    Αεί σε οικτίρω!

(Τρισχιλιετής ελληνική συνέχεια εδώ).

  1. - Αντί να δούμε για Ιππόλυτο τον Μαρκουλάκη να γουστάρουμε, έπρεπε να κοιτάμε ντουβάρια και υπέρτιτλους...
    - Ας οικτίρω επιτέλους με τα ντουβάρια και τους υπέρτιτλους!

(Ατάκα επιφανούς συσλαγκιστή που κάλεσα σε παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών στην Πουτσαλδάρη, με το Θέατρο Συρακουσών και υπέρτιτλους πάνω στα νταμάρια).

  1. Η εκπομπή «θα στα λέω κι ας οικτίρεις» (βλ. λ.χ. εδώ) μάλλον προωθεί τον οίκτο ως ελληνική επίλυση του εκνευρισμού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν βέβαια πολλά παρεμφερή λήμματα που, όμως, δε δίνουν όλες τις σωστές έννοιες.

Λαμόγια: Έκφραση της καθ' ημάς ελληνικής, πάλαι ποτέ, μαλλιαρής (slang), με συγκεκριμένες έννοιες, αν και αμφιλεγόμενη, διότι οι ορισμοί της είναι μάτσο και οι ετυμολογίες αρπαχτές, πώς λέμε, αρπακόλλα. Παίρνω αμ-παριζάκι και βγαίνω.

Κατά τον Τριανταφυλλίδη (ca. 1950): μόνο στη φράση την κάνω λαμόγια, φεύγω, ξεφεύγω, σκαπουλάρω, ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, πχ: Tον περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε λαμόγια.

Κατά τον Τσιφόρο (ca. 1960) και άλλους συνομηλίκους του (πιο κοντά στην τωρινή αλήθεια): αβανταδόρος, κράχτης, παίχτης-μαϊμού που παρασύρει τα κορόιδα.

Κατά τον Ντινόσαυρο (ca. 2010): Η άποψη πολλών λεξικογράφων (;) ότι προέρχεται από το ισπανικό la moya (= η τάδε), δε στέκει. Είναι όντως ισπανόφερτος ο όρος, με τη διαφορά ότι προέρχεται από το πλουσιότατο «λουνφάρδο» (slang/argot) του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Η λέξη είναι σκέτο μόγια· το θηλυκό άρθρο λα είναι προφανώς μεταγενέστερη «ελληνική» προσθήκη για να μοιάζει πιο σπανιόλικο ή ξενόφερτο. Για το πώς ο όρος διέσχισε τον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, δηλώνω άγνοια (pero puedo seguir buscando).

Διά του λόγου το αληθές, ιδού τα πολυάριθμα συνώνυμα και ο ορισμός που ψάρεψα στα διάφορα ισπανόφωνα λεξικά (Diccionario de Lunfardo, Diccionario del Tango, Diccionario de la Real Academia Española, etc.):

  • Moya: estafa, fraude, trampa, ardid, engaño, triquiñuela, astucia, embrollo, manejo oculto con que se prepara algún fraude o engaño, superchería, picardía...Τα οποία δε μεταφράζω γιατί είναι απλώς συνώνυμα.
  • Moya: Se denomina «moya» a aquellas personas que tienden a tirar «matufias» para escapar de una situación complicada. Por definición, al hablar de moya se habla de un acto generalmente ílicito o incorrecto para salir de una situación, se podría decir que es la salida fácil.Μόγια: Αποκαλούνται «μόγια» τα άτομα που βολεύονται κάνοντας «matufias» (λαδιές, κόλπα, απάτες, λοβιτούρες) για να γλιτώσουν από μπερδεμένες καταστάσεις. Εξ ορισμού, λοιπόν, «μόγια» χαρακτηρίζει μια πράξη γενικά παράνομη ή ανάρμοστη που κάνουν όσοι θέλουν να λακίσουν από κάποια δυσκολία. Θα το λέγαμε «πρόχειρη λύση».

Όποιος επιδίδεται σε «moya» λέγεται moyero (ή matufiero). Τα μεταγενέστερα ελληνικά παράγωγα (το λαμόγιο, τα λαμόγια, η λαμογιά, οι λαμόγιες, κλπ.) που ήδη υπάρχουν στο σλανγκ.γκρ ελάχιστα τροποποιούν το τρέχον νόημα.

Παραδείγματα υπάρχουν στον ίδιο τον ορισμό.
Για plus ultra παραδείγματα, κάντε αίτηση. Στην πολύπλευρη και περίπλοκη ζωή μου, έχω διατελέσει και «λαμόγια».

την έκανε la moye... (από MXΣ, 30/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα «σιγαρέττα Παπαστράτος» στην νοσταλγική πρωτο-ποδανική διάλεκτο της πιτσιρικαρίας των εβδομήνταζ.

Περισσότερα παραδείγματα:

- Tὶ καλά νά φέρω, νεαρέ;
- Μία μερῖδα ψητόπουλο κοτό μέ πατατητές τιγᾶνες.
- Καὶ τὶ θὰ πιῆς;
- Μιὰ παγωμένη φῦρα Mπίξ.
(σκηνή σε μαγέρικο, circa 1973)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λολοπαίγνιο μιας κομιλφό φράσης που αυτολεξεί μεταφράζεται σε ενασχόληση με παράνομες ουσίες.

Συγκεκριμένα, χρησιμοποιούμε την έκφραση «δουλειές με φούντες» στην καθωσπρέπει εκδοχή της για να αναφερθούμε σε επιχειρήσεις (δουλειές) μεγάλου βεληνεκούς και κερδοφόρες.

Το Μείζον Ελληνικό Λεξικό (Τεγό - Φυτρά) ερμηνεύει ως «φούντα» δέσμη από κλωστές ισομεγέθεις, ελεύθερες στο ένα άκρο, ή θύσανο.

Όμως, ο όρος «φούντα» (ή νταφού) αναφέρεται και για τον ανθοφόρο θύσανο της κάνναβης (χασίς, ποτ, χόρτο, μπάφος, μαύρο, αλβανός, στριφτό, γεμιστό, γάρο, ρο ή απλά «ο».)

Στο Βυζάντιο όμως, φούνδα ή κοιλιόδεσμος ή πουγγίον λεγόταν το σακίδιο με τα χρήματα που έζωναν στη μέση τους οι Βυζαντινοί.

Η ρίζα της λέξης είναι λατινική από το fundo, που σημαίνει κυριολεκτικά βυθίζω (το καράβι ή η επιχείρηση «πήγε φούντο» λέμε σήμερα). Θυμηθείτε το Αγγλικό fund, το Γαλλικό fonds, το Ιταλικό fondo.

Μεταφορικά, fundo σημαίνει: θεμελιώνω, καθιερώνω, παγιώνω, πακτώνω και τελικά συνάπτω σύμβαση. Αυτό γιατί κατά την σύναψη μιας σύμβασης οι Ρωμαίοι συμβαλλόμενοι βύθιζαν τα ραβδιά τους στο έδαφος για να στερεώσουν συμβολικά την συμφωνία (pactun, βυζαν, πάκτον) βλ. Κ. ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΥ ΠΡΟΧΕΙΡΟΝ ΝΟΜΩΝ ή ΕΞΑΒΙΒΛΟΣ σελ. 411 και ΜΕΛ σ. 853 βλ . και την νομική ρήση «pacta sunt servanda» = τα συμφωνημένα είναι τηρητέα, πρέπει να τηρούνται. Ακόμα και τώρα λέμε «τα μιλημένα και τιμημένα» (τιμώ=τηρώ).

(μεταξύ παλαιού και νέου συγκρατουμένων)

Παλιός (με μόρτικη προφορά): - Και γιατί σε κλείσανε ελόγου σου στην ψειρού, περικαλώ;
Νέος: - Επειδή έκανα δουλειές με φούντες. Κι εσένα;
*Π*: - Εμένανε επειδή έβγαζα χοντρά λεφτά. Περίπου 2 χιλιοστά πιο χοντρά.

Δουλειές με φούντες (από Stravon, 12/06/10)Κι άλλες δουλείες με φούντες (από Stravon, 12/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία