Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Χιουμοριστική παραλλαγή του επιρρήματος «αρκούντως» (αρκετά). Βασίζεται σε εσκεμμένα λανθασμένη αντικατάσταση του «ντ» από «δ» όπως αυτό γινόταν παλιά στα ξένα ονόματα (Codrington -> Κόδριγκτον, Don Juan->Δον Ζουάν κ.ο.κ ). Δείχνει επιδοκιμασία, θετική στάση αλλά και ελαφριά ειρωνεία καθώς παραπέμπει στην αρκούδα και στον αρκουδέη.

- Πώς σου φάνηκε το καινούριο Half Life;
- Αρκούδως καλό αν και θα περίμενα τελειότερα γραφικά.

Αναρκούδωτη μοναξιά (από Khan, 19/09/13)

Βλέπε και τουλάστιχον.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ό,τι σχέση έχει το (και) γαμώ με το γαμάουα, η ίδια αντιστοιχία υπάρχει και ανάμεσα στο σπεκ και το «σπεκάουα». Βλ. και αούα με προσοχή στο μύδι.

Σχόλια:

- Σπεκ!
- Αστρασπέκια!
- Σπέκια κι αστερίες!
- Σπεκάουα!
- Σπεκ!
- Αυτό το είπαμε ρε φίλε! Βρες κάτι πρωτότυπο! Όλο τα ίδια και τα ίδια...

(από Vrastaman, 20/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ατάκα που εκφράζει ενθουσιώδη επιδοκιμασία - αυτά είναι!, αστεράτο!, σπεκάουα!, όλα τα λεφτά!, όλα τα λέιζερ πάνω σου! και το παλιό, κλασικό «ένας ρούμπος στην κυρία».

Το douze points!!! μπορεί να κολλάει σε άλλη καλή ατάκα που προηγήθηκε, ειδικά αν ήταν αποστομωτική, και τότε συνιστά γνήσια επιβράβευση. Λέγεται όμως και ειρωνικά - π.χ. αν κάποιο παιδί-βιολί ανακοινώσει με ύφος σαράντα καρδιναλίων και ως μεγάλη ανακάλυψη κάτι γνωστό από τότε που βγήκαν οι λάσπες.

Douze points!!! σημαίνει δώδεκα πόντοι στα Γαλλικά και η έκφραση προέρχεται από το σύστημα βαθμολογίας στη Γιουροβίζιον - κάθε χώρα δίνει πόντους σε δέκα τραγούδια, από 1, 2, 3 μέχρι τους 8 και μετά 10 ποντούς στην δεύτερη επιλογή και 12 στην τοπ. Σο, που λέει κι η mes, όταν ο κάθε Αλέξης Κωστάλας δίνει τα αποτελέσματα της τηλεφωνικής ψηφοφορίας στη χώρα του είναι παράδοση οι παρουσιαστές να τα επαναλαμβάνουν και στα Αγγλικά ΚΑΙ στα Γαλλικά - στα Αγγλικά για να τα καταλάβουμε και στα Γαλλικά διότι οι Γάλλοι είναι φορτικοί και σωβινιστές και το έχουν επιβάλλει. Το douze points!!! είναι το τελευταίο πράμα που ακούγεται στον κάθε γύρο της ψηφοφορίας και έχει μείνει ως εμβληματική φράση της γενικότερης μαλακίας της Γιουροβίζιον, ειδικά όπως την προφέρουν οι παρουσιαστές που μιλάνε γαλλικά μια φορά στα δύο χρόνια.

Επίσης εμβληματική φράση είναι και το nul points=μηδέν πόντοι, το αντίθετο δηλαδή. Αυτό, όμως, δεν λέγεται τόσο συχνά - μόνο στην ανακεφαλαίωση της συνολικής βαθμολογίας - π.χ. United Kingdom: no points, Royaume Uni: nul points. Ως συνήθως.

Το Douze points!!! - και το nul points - είναι ατάκες με διεθνή εμβέλεια και με ιδιαίτερη διάδοση σε χώρες που προ καιρού έχουν πάρει την Γιουροβίζιον στην πλάκα. Η Ελλάδα, η οποία το 2006 είχε διατάξει τις πρεσβείες της στο εξωτερικό να κάνουν καμπάνια υπέρ της Βίσση, προφανώς και δεν συγκαταλέγεται σ' αυτές. Η Ιρλανδία, από την άλλη, που έστειλε πέρσι ένα τραγούδι-παρωδία με τον τίτλο (ανορθόγραφο) Irelande Douze Pointe και με ερμηνευτή μια γαλοπούλα, είναι, προφ, παράδειγμα προς μίμηση. Ατυχώς, το τραγούδι δεν πέρασε στον τελικό.

Ανάδοχοι λήμματος: Hank - ΔΠ, Vrastaman - σχόλιο εδώ.

  1. - And twelve points goes to the Netherlands ... - Netherlands - twelve points!! ... Les Pays-Bas - douze points!!!

  2. - Ρε συ, έχω καυτή είδηση ... φρέσκο πράμα ... η Θεανώ τον έστειλε το Νούλη ... - Αγορίνα μου, εσύ ... Douze points!!! ... τίποτα δεν σου ξεφεύγει ...
    - Ε, μαλάκα, είπαμε ... το αυτί της γής είμαι ... αυτό που θάθελα να ξέρω τώρα είναι ποιός βάζει στη Θεανώ ...
    - Εγώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκφραση θαυμασμού για ένα διερχόμενο κόμματο.

Ατάκα που λέγεται πως προέρχεται από έναν ψαρά που, προσπαθώντας κάποτε να πουλήσει τα αλιεύματά του, βλέπει να τον προσπερνάει ένας κόμματος. Τότε ο ψαράς πέταξε τη συγκεκριμένη ατάκα με στόχο να πετύχει έναν πολλαπλό επικοινωνιακό στόχο:
1) Ο ψαράς αφενός λειτουργεί ως επιθετικός καμακόβιος...
Η φράση «ωχ τα πόδια» εκφράζει την πρώτη εντύπωσή του βλέποντας τα καλλίγραμμα πόδια της, ενώ η φράση «άσ' τα κει» λέχθηκε δεύτερη υποδηλώνοντας στην τύπισσα να σταματήσει την πορεία της και να τον προσέξει. Στο τέλος εκθειάζει τα οπίσθιά της προσπαθώντας να παίξει και το τελευταίο του χαρτί.
2) Ο ψαράς αφετέρου λειτουργεί και σαν επαγγελματίας που διαφημίζει το εμπόρευμά του, αφού το μήνυμα μπορεί να ερμηνευθεί και ως «oχταπόδια, αστακοί, κολεοί« (κολιοί δηλαδή). Αυτή η ερμηνεία λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας, όσον αφορά την ερμηνεία του νοήματος αλλά και την απώλεια του χρόνου, αφού αν χάσει την τύπισσα θα έχει αρκετές πιθανότητες να προωθήσει τα αλιεύματά του.

Η ιστορία αυτή είναι κοντολογίς η ιστορία ενός ψαρά, που βάζοντας δόλωμα τα θαλασσινά του πόνταρε να πιάσει έναν κόμματο. Τώρα τι έπιασε; Mάλλον είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς.

Δυο φίλοι περπατούν στο δρόμο όταν ο ένας αντιλαμβάνεται πως στην άκρη του δρόμου σκάει μύτη ένας κορίτσαρος.
- Ωχ τα πόδια, ασ' τα κει, κωλεοί!
- Τι λες ρε;
- Κοίτα στην άκρη του δρόμου και θα καταλάβεις.

(από jimakos, 04/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μία από τις βασικές -ίλες, είναι η μυρωδιά που αναδίδει η γυναίκα, το αντίστοιχο του αντρίλα, μόνο- ελπίζουμε- πιο μυρωδικό. Βεβαίως, η γυναικίλα μπορεί να καλύπτει ένα μεγἀλο φάσμα οσμών από την μυρωδάτη τριανταφυλλίλα έως το καμένο ντουί, όταν υπάρχει θεματάκι με τα μουνικά, φτάνοντας μέχρι και τη μαμαδίλα μιας ώριμης γυναίκας που αποπνέει μιλφίλα, ή όλες αυτές τις μυρωδιές που αναδίδει η φύση μετά το πέρασμα μιας μουνοκαταιγίδας. Γενικά πάντως η γυναικίλα είναι το τζενέρικ, είναι συνήθως κάτι περισσότερο από μια οσμή, μάλλον περιγράφει κατάσταση, όπου υπάρχει υπερβολική δόση θηλυκότητας φορ μπέτερ ορ φορ γουόρς, ή που έχουμε έναν μουνόκαμπο από πάρα πολλές γυναίκες μαζεμένες.

Η λέξη παλιά, υπάρχει από τον 19ο αιώνα, καθώς την βρίσκω σε μια μετάφραση των Νεφελών Αριστοφάνους από τον Γεώργιο Σουρή (1900), και βεβαίως την βρίσκουμε στους δύο μεγάλους Νεοέλληνες πεζογράφους της -ίλας, ήτοι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Στρατή Τσίρκα, που προσπαθούν και οι δύο να αποδώσουν με λέξεις στα μυθιστορήματά τους ένα ολόκληρο οσφραντικό σύμπαν εμπνευσμένο αντιστοίχως από την Κρήτη και από τις πολιτείες της Εγγύς Ανατολής. Σε παλαιότερες εποχές, η γυναικίλα ήταν η μυρωδιά μιας παστρικιάς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή μιας γυναίκας που πλενόταν και μοσχοσαπουνιζόταν, πιθανόν σε αντίστιξη με τον άντρα της που μύριζε βαρβατίλα και τραγίλα. Η γυναικίλα μπορεί να ήταν και ύποπτη: Ένας άντρας που μυρίζει γυναικίλα σημαίνει ότι θα ξενοπηδιότανε με κάποια παστρικοθοδώρα, και δυστυχώς δεν έχει την καθησυχαστική γνώριμη αρχιδίλα του, αλλά αφενός πλένεται ο ίδιος για να κάνει τον δανδή, και αφεδύο κουβαλάει πάνω του και τις μυρωδιές της γκόμενας.

  1. Μπήκαμε. Μύριζε η παράγκα μυρωδιές, πούδρες, σαπούνια, γυναικίλα.
    - Κι αυτά τα μασκαραλίκια τι είναι, δε μου λες; φώναξα βλέποντας αραδιασμένα απάνω σ' ένα κασόνι τσαντάκια, μοσκοσάπουνα, κάλτσες γυναικείες, ένα κόκκινο ομπρελίνο, δυο μποτιλάκια μυρωδιά.
    - Δώρα... μουρμούρισε ο Ζορμπάς με σκυμμένο το κεφάλι.
    - Δώρα;! Έκαμα προσπαθώντας να αγριέψω. Δώρα;
    - Δώρα, αφεντικό. Μη θυμώσεις. Για την καημένη την Μπουμπουλίνα. Λαμπρή ζυγώνει. Άνθρωπος είναι κι αυτή.
    Κατάφερα να κρατήσω τα γέλια. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήνα: Τυπ. Δημητράκου, 1946).
  2. Και δεν τον πρόδωσε, δεν τον φανέρωσε ποιος ήτανε σε κανένα, μήτε γνώρισε ποτέ άλλον άντρα, πιστή στ' όνομα που της δώσανε στη Νάξο, Αριάγνη, η πιο αγνή δηλαδή. Χρόνια τον κράτησε μακριά της. Στο ίδιο κρεβάτι, ναι- μα τίποτ' άλλο. Σπάραζε, παρακαλούσε, σήκωνε χέρι. Εκείνη: Αριάγνη. Έμπλεξε αυτός με άλλες, ξενοκοιμότανε, βρωμοκοπούσε γυναικίλα και μυρωδιές, ας τον χαίρονταν οι πατσαβούρες τέτοιον άντρα που δεν είχε αντρισμό. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962).
  3. Και σαν γλυκοκοιμότανε τη νύχτα στο κρεβάτι, μ' εμένα τον χωριάτη, εγώ τρυγιαίς εμύριζα, σύκα, μαλλί, τραγίλα, και τόση βαρβατίλα, κι εκείνη πάλι μύριζε κρόκους και μύρα τόσα, παιχνίδια και φιλήματα που δεν τα ΄λεγε η γλώσσα, και γυναικίλα κι έρωτα και γκάστρωμα και γέννα (Αριστοφάνους Νεφέλαι, σε μετάφραση Γεωργίου Σουρή, 1900)

Στη δική μας εποχή η γυναικίλα έχει εξελιχθεί:

Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν... (Η μπλογοτέχνης Αγγελική Μαρίνου εδώ)

Άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις: Η γυναικίλα μπορεί να είναι η γυναικεία ανθρωπίλα, η φυσική μυρωδιά, αν αφαιρέσεις όλες τις τεχνητές επιστρώσεις, που στην εποχή μας είναι πολυάριθμες. Η γυναικίλα μπορεί να σημαίνει έτσι μια νοσταλγική επιστροφή στη φυσική (μη)-καθαρότητα.

Το ανθρώπινο δέρμα δεν πρέπει να μυρίζει ανθισμένα ανοιξιάτικα άνθη αλλά "δερματίλα"!!! Σεξ με αντρίλα και γυναικίλα. Πλύσιμο μόνο με νερό. (Γλάιφο).

Μπορεί να είναι η θηλυκότητα.

Παντως για μενα, η γυναικιλα (ναι, η λεξη θηλυκοτητα δε μου αρεσει, ειμαι βλάχος, τι να κανουμε..) στη γυναικα δε χρειαζεται να ειναι μετρημενη. (Ινσόμνια).

Μπορεί να είναι η συσσώρευση γυναικείων ορμονών σε έναν μουνόκαμπο:

  1. Η εξαιρετική φωτογραφία είναι από δω. Μόνο που ο μουσάτος στο πίσω μέρος του κάδρου -είτε βρέθηκε εκεί από φωτογραφική άποψη είτε όχι- καταστρέφει στα μάτια μου την αρμονία της εικόνας, σπάζοντας την γυναικίλα με την αντρόφατσά του. (Ο μπλογοτέχνης Old Boy εδώ).
  2. Πολλές γυναίκες μαζί. Δυο, δυο. Τρεις, τρεις. Τέσσερις, πέντε... [...] Κουτσομπόλες όλες αντάμα, ραντεβού στην Βασ. Σοφίας. Δυο, τρεις τέσσερεις, φιλιούνται σταυρωτά, διαισθάνονται αμέσως αν η αύρα του φιλιού είναι θετική -και ναι της Τ είναι σταθερά αρνητική- χαριεντίζονται από κεκτημένη ταχύτητα, είναι σε φόρμα (Η Τ το ‘χει πάντα το προβληματάκι της, ποιος της φταίει που έχει να δει άντρα από τότε που βάφτισε τον γιό της;). Όλες μαζί. Κάτι σαν αδελφότητα ας πούμε. Αδελφότητα πολύπειρων, δυνατών, ευαίσθητων, χαρισματικών (middle aged) γυναικών. Αδελφότητα ανώριμων, ανασφαλών, εξαρτημένων, μαλακισμένων θηλυκών -αν και όχι τόσο, τώρα πια. Η ηλικία και τα «δώρα» της. Έχει και το middle age τα θετικά του… Δεν είναι πολύς καιρός που αυτή η «γυναικίλα» μου έφερνε ναυτία. Μου μύριζε γκρίνια, αγαμία, μπιρίμπα, μούχλα. (Εδώ).

Μπορεί να είναι αποδιοπομπαία οσμή.

Αν τεκνοποιήσεις με γυναίκα, μπορεί να κολλήσει το παιδί γυναικίλα και να βγεί με κέρατα και ουρά. (Μπουντουσουμού).

Τέλος μπορεί να σημάνει την γυναικεία ετεροκανονιστικότητα, ήτοι το γυναικείο αντίστοιχο της ματσίλας, που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα και ως τέτοια να αποδοκιμαστεί από λοξούς, αχαρτογράφητους, χιπστέρια και άλλους περίεργους.

Άρα το pride είναι και για εμάς. Και πού ξέρεις μπορεί να ανακαλύψουμε και μια άλλη μας πλευρά που δεν τολμούσαμε. Σκατά στη γυναικίλα! (Ίντυ)

Γυναικίλα, απάντηση στο Μπραφ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το θηλυκό του πουτσαρά, δηλαδή η πουτσαρίνα, η παλικαρού.
Κατά το βυζαρού.
Η κεφαλή στον Άθω γέρνει σαν το κρυφό μυστήριο. Η μια σου χέρα βράχια σπέρνει στης Μάνης το μαρτύριο, Παλικαρού

Το πουτσαράς χρησιμοποιείται για τους άντρες ακριβώς με το ίδιο πνεύμα και στην Ηλεία. Τη δυναμική γυναίκα, τη λένε (σπάνια) πουτσαρού. (sarantakos.wordpress)

Πουτσαράς, ο. Μπ.φρ. - Ε , ρε πουτσαρά …, αλλά και η πουτσαρού. (Μπασταίικο λεξικό)

Και τα δυο παραθέματα είναι από την Ηλεία και έχουν το νόημα της παλικαρούς. Το ίδιο και τα δυο πρώτα παραδείγματα. Η λέξη, σε πορνογραφικά χείλια, χάνει το συμβολικό της χαρακτήρα της τόλμης, της ισχύος κλπ και αλλάζει προς το σχεδόν κυριολεκτικό "αυτή που έχει πούτσο", που "γαμεί και δέρνει" (3ο παράδειγμα).

  1. στο χωριο μου αμα καμια υπερεκτιμα δυνατοτητες και εαυτον την λενε "μαρη πουτσαρου" οχι δεν εχει υποτιμητικη εννοια σαν το "αρχιδω" (εδώ)

  2. Μοθαχαχαχαχαχαχαχαχχαχαχα Iron, you earned your day's pay, πουτσαρού μου, γελάω σαν μαοϊστής!!! (Vrasta)

  3. Οι μισοι ουρλιαζαν για την κυρα Κατινα και οι αλλοι μισοι για την κυρα Λενη, ενω τεραστια στοιχηματα επεφταν σαν την βροχη μεταξυ τους για το αποτελεσμα.
    -"Ειναι "πουτσαρου' η αρκουδα" ελεγαν οι μεν...
    - "Ναι... αλλα και η "μπακαλογατα ειναι βαρβατογκομενα!" ελεγαν οι αλλοι...
    [...] -«Πες το δυνατα! Εγω η κυρα Λενη η «μπακαλογατα» ειμαι η πουτσαρου και κυριαρχος εδώ μεσα και τωρα σε γαμαω παληοτσουλα! Πες το δυνατα να το ακουση ολος ο κοσμος!» (περιγραφή ποδομαχίας σε μπιντιεσεμικό άμα και ποδολαγνικό σάιτ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι αυτός που αξίζει να του πούμε, "τσίμπα 5 λάϊκ!!!"
Δεν χρειάζεται να είσαι μαλάϊκας ή ξεπερασμανιακός like-ιστής για να καραλάικ κάποιον στα διαδίχτυα. Αρκεί να γουστάρεις τα μάλα, και ... πού 'σαι, μπορεί μέχρι και να το λήξεις με ουάν λάικ σταντ, άμα λάχει ναούμ'.

Συνώνυμα (κάπως): όλα τα λάϊκ!, πόσα λάϊκ, χίλια λάϊκ, καραλάικα, etc.

Σημείωση: Κτγμ, η λεξούλα γουαναμπεί υποψήφια μαζί με το λάικ, ή το ουγκ, στην ευκταία περίπτωση που υπάρξει δυνατότητα θετικής αξιολόγησης στο σάη.

  1. - Τα οπίσθια της Λιζ Χάρλεϊ τρέλαναν το Instagram! (Photos) http://fb.me/3obdtxr3m
    - Πενταλάικη η Λιζ αλλά μιλφάρα παρά τα χρονάκια της
    - το Photoshop να είναι καλά...

    - PS κανουν κ οι 18ρες, μη λες κουλά! (εδώ)

    1. - βλέπω εκείνες τις γυναίκες με το λαμπερό πρόσωπο κι αναρωτιέμαι .. πώς το κάνουν;; είναι καμιά εδώ να μας πει;;
      -Απολεπιση, καθαρισμος κλπ δεν είναι δύσκολο, εγώ άντρας είμαι και κανω
      -να τος και ο πενταλάικος. εδώ

    2. Πενταλαϊκο συλλαλητήριο (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

λελέβω, λελεύω

Ρήμα της ποντιακής διαλέκτου που σημαίνει χαίρομαι κάτι, ακουστό κυρίως στην ευρύτερα γνωστή ιδιωματική φράση «λελέβω σε!» (παναπεί, να σε χαρώ!, συνοδευόμενο συνήθως με εγκάρδια αγκαλιά).

Πιθανώς παιδί του αρχαίου λιλαίομαι.

Σουρτούκω! Να λελέβω τα κατσία σ'!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για επικαιροποιημένη εκδοχή του όλα τα λεφτά, ρηλόντεντ για τους likeιστές του φουμπού και του ίνστανγκαμ.

Τι να τα κάνεις άλλωστε τα (κ)λεφτά, άμα δεν έχεις λάϊκ;

- Είδες το Λίλιαν με μπραζίλιαν στην Ίφκινθο; Υπερτούμπανο!
- Είναι όλα τα λάϊκ, έβαψα τοίχους!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συναντάται και ως κωλοκοτρώνα.
• Μεγάλος βράχος σε σχήμα κώλου, κάπου στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας, απο τον οποίο λέγεται οτι πήρε το όνομά του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
• Μεγάλος και σφιχτός κώλος. Σπάνιος και ιδιαίτερα δημοφιλής συνδυασμός.

Διάσημες κολοκοτρώνες: Jennifer Lopez, Kim Kardashian, Beyonce, Nicole Natalie Austin.

Πω-πω... κοίτα εκεί μια κολοκοτρώνα... Να φας κωλοσκάμπιλο να πάθεις διάσειση.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία