Επιπλέον ετικέτες

Εύκωλοι αποκαλούνται με νόημα όσοι διαθέτουν κώλο αναφοράς.

Εκ των εὖ και κῶλος.

Πλάστηκε από τον Cunning Linguist σε διάλογό του με τον διακεκριμένο πλαθολόγο και ακτιβιστή Λύο Καλοβυρνά στο περιθώριο εαρινής συνάντας του σλανγκρρ (βλ. παράδειγμα).

Ασιστ: patsis, ironick. Δ.Π.: Khan.

Λύο: - Ψάχνω ρε παιδιά μια λέξη για τον άντρα που έχει ωραίο κώλο.
Ironick: - Χμμμ...
Cunning Linguist: - Εεε... [χαϊδεύει το μούσι - θυσία στον Ε.Σ. κι αυτό τεσπά...]
Patsis: - Κοίτα... Εεεε...
[και μετά του λέει ο] Cunning Linguist: - ΕΥΚΩΛΟΣ! [και μας έστειλε όλους!]

(Βλ. Πρακτικά Συνάντας Σλανγκρρ, Μάιος 2009)

Η Βραζιλιάνα Melanie Nunes Fronckowiak πρόσφατα ψηφίστηκε η πιο «Εύκωλη Γυναίκα του Κόσμου». (από Vrastaman, 01/12/09)Εύκωλοι, όπως οι αρχαίοι ημών πρόγονοι! ("Τὸ δὲ εὔψυχον τὸ εὔκωλον κρίναντες"). (από Khan, 22/02/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του βλαχοδήμαρχου αλλά συχνά, εύστοχα προσωποποιημένο: Ο δήμαρχος Χαρχούδας.

Προέρχεται από τον κεντρικό ήρωα της Λιλιπούπολης, (περίφημη ραδιοφωνική εκπομπή του Γ' προγράμματος επί Χατζηδάκι), όπου τον υποδύονταν ο Βασίλης Μπουγιουκλάκης.

♪♫ Η λύσις είναι μόνο μία,
το πράγμα είναι φανερό,
χαρχουδική δημοκρατία
με μένα το Χαρχούδα αρχηγό ♪♫

1. Ερε γλέντια βγάλανε τον Χαρχούδα και Προεδρο ΙΣΑ

  1. Και γιατί δεν πρότεινε για #ΠτΔ τον Χαρχούδα; Που και δήμαρχος ήταν και αρκουδοπεταλούδα;

  2. Παπαχρήστος για δήμαρχος! Θα χάσει η δημοσιογραφία ένα αστέρι, αλλά θα κερδίσει η Αθήνα ένα Χαρχούδα

  3. ..ειδικά δε στο Χαρχούδα, αντί για αδριάντα μπορούμε να στήσουμε φουσκωτό effigy τύπου «Mr Stay Puft»

  4. Κατεβαίνω υποψήφια δημοτική σύμβουλος με τον Χαρχούδα. Διαδώστε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημείο των καιρών, παρατηρείται στη σόουμπιζ (κινηματογράφος-τηλεόραση-θέατρο).
Να μην συγχέεται με εν γένει πουστλέ εμφάνιση στα μήδια (π.χ. πρωινάδες, haute-κοπτοραπτούδες, κορδελλιάστρες κλπ) ή καφενόβιους αφορισμούς του τύπου «οι πούστηδοι κι οι οβραίοι έχουνε πιάσει τα πόστα», διότι είναι ειδικότερη έννοια. Εξ άλλου οι συνεπείς αδερφές είναι αξιότιμες.

Πρόκειται λοιπόν για σύχρονη κακέκτυπη έκδοση του πρωτότυπου στύλ του αξιολογώτατου Μαρίνου, που προβάλλει λουμπινίστικα απωθημένα, αποτυπωμένα σε χαριεντισμούς του τριπτύχου «λίγο σεξισμός, λίγο οτινανισμός και τ’ αγοριμού» δίκην χιούμορ, υποτιμώντας τη νοημοσύνη του κοινού για να τα κονομήσουμε.

Η δε πλάκα είναι οτι στη λούμπα της μίμησης-διάδοσης του πουστρομανιερίστικου ανθυποστύλ «it’s fun 2B gay» ξεπέφτουν τόσον οι γυναίκες (ας μην ξεχνάμε οτι γνωστή και ήδη εκλιπούσα παρουσιάστρια-τραγουδιάρα σημείωσε τεράστια επιτυχία ξεθάβοντας την καλιαρντή), όσο και άντρηδοι που ενσωματώνουν (απο άγνοια της αργκό) στην καθομιλουμένη τους, τα βαθειά λατινικά...

Κλασσικά παραδείγματα τα αστειάκια γνωστού αργυρώνητου τηλε-κήνσορα, η «θεατρική δουλειά» επιφανούς υπέρβαρου (ταλαντούχου ωστόσο) συνθέτη, η «φρεσκάδα» τηλεοπτικής σειράς της οποίας το σήμα έγινε ρίνγκ-τόνε λιπγκλοσσοφόρων πορτοκαλοκοκκινονύχων γκομενακίων προ ολίγων ετών, καθώς και γνωστό ζεύγος σκηνοθετών των μεγάλωνε κινηματογραφικώνε επιτυχιώνε, που διατυμπάνιζε εκδικητικά την ποσοτική υπεροχή των εισιτηρίων του έναντι της αδικομούνας της Υπολοχαγού Νατάσσας!

Αλλά κάτι τέτοιες συγκρίσεις έκανε κι ο Εθνικός μας Στάρ...

Ο Αλμοδόβαρ επεχείρησε απο τα 80’ς επισταμένως διά μέσου της (πραγματικής) ιβηρικής τρέλλας στα πλαίσια της πρωτοπορίας της λεγόμενης «Movida Madrileña», να απενοχοποιήσει την ομοσεξουαλική προτίμηση και καθημερινότητα, ενώ εν Ελλάδι μόλις και περί τα μέσα των 90’ς κατεβλήθη προσπάθεια να νομιμοποιηθεί αρπακολλατζήδικα (πουλώντας τρελλίτσα), η ετεροσεξουαλική συνεύρεση (!) λόγω της άκρατης συντήρησης της μπιρσιμόβιας-γιομπαζολίσιας τηλεόρασης των 80’ς και συν αυτή, όπως-όπως βρήκαν χώρο να ξετσουμίσουν τσόντα κι οι λούγκρες.

Ακολούθησε η λαίλαπα των φυλλάδων του γνωστού επαρχιώτη εστέτ (sic), που διαμόρφωσε «άποψη» συμμεριζόμενος το καλτ του σεξουαλικού τιραμισουρεαλισμού, κατά το δημώδες «στη μάπα πάρε τα ευθύς, που λέει και το Νίτρο - ο γιάπης δεν εμπόραγε και κάθησες στο Μήτρο».

Υπ’ αυτήν την σύγχυση, όντως η Αθήνα κατέστη η Μητρόπολη της Ελλάδας...

Καίτοι είναι συγκινητική μια κραυγή κοινωνικής αποδοχής, εν τούτοις τέτοιες μανιέρες ουσιαστικά αποτελούν το δούρειο ίππο της ψευτο-ανέμελης ταραντέλλας στην μίζερη καθημερινόπιτα της κυρα-Περμαθούλας (η οποία περιφρονείται εμμέσως αφού καταξιώνεται το μοντέλο του σταρχιδιστικού «να περνάμε καλά»).

Η δε «παρεΐστικη» ατμόσφαιρα καθηλώνει τον θεατή σε ρόλο οφθαλμοπόρνου, αφού οι πύλες του χαβαλέ παραμένουν ερμητικά κλειστές γι’ αυτόν.

Άσε που διαιωνίζουν διαδραστικά το μπανάλ πρότυπο του νεήλυδος, που εμφανίζεται ως «βασιλικότερος του βασιλέως», προκειμένου να ενταχθεί στις κοινωνικές δομές, όμοια όπως κάνουν σήμερα οι αλλοδαποί αλλά και οι κνίτες της μεταπολίτευσης, που αμιλλώντο τας κορασίδας της αστικής τάξεως, προκειμένου να ψ/πείσουν το κοινό της Αλλαγής, ότι δεν βαστούν πλέον κονσερβοκούτια, αλλά άνθη...

Κρύβουν υπεραναπληρωματικά έναν βαθύτατο συντηρητισμό, προσκομίζοντας εκπρόθεσμα πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων τύπου «δικαίωμα στον ομόφυλο γάμο» κλπ, ο οποίος αφ’ ενός είναι από μακρού παρωχημένος (δηλ. κλασμένος) θεσμός για την ίδια την «φυσιολογική κοινωνία», αφ’ ετέρου προσβάλλει τον ίδιο τον πυρήνα της κουλτούρας της διαφορετικότητας.

Είναι επίσης γνωστή η μούφα της πλαστής αυτοϋπονόμευσης (έστω και ως αυτοκριτική), η οποία σπεύδει να καλύψει όλα τα τυχόν κενά της επερχόμενης κριτικής, ώστε να την «εκμηδενίσει» a priori και να μην πληγωθεί ο ναρκισσισμός του απολογουμένου (άνευ κατηγορίας).

Τέτοια καμώματα όμως και ανέντιμα είναι και μεταβάλλουν άδικα εκόντες-άκοντες τους κοινωνούς της λοιπής ομόφυλης πραγματικότητας σε τζουτζέδες, όπως κατηγορήθηκε κι ο Ζαμπέτας για τα τερτίπια του, που κατέστησαν προσιτή στους νεόκοπους αστούς τη λαϊκή κουλτούρα για να βγάλει το ψωμάκι του, με την διαφορά ότι ο τελευταίος είχε μιαν ανεπαίσθητη ειρωνική λάμψη στο βλέμμα κι ένα κρυμμένο μαχαίρι στο λόγο...

Αφιερούται τη(ι) Χότζαινα(ι).

-Πάμε κανα θέατρο απόψε;
-Ναι αμέ! Παίζει τίποτα καλό;
-Να, έχει εδώ κοντά το «Σόι του Καστριώτη», μεγάλη επιτυχία. Τι λες;
-Πάλι στην πουστρομανιέρα θα τη βγάλουμε; Χαζογελάκια και ατάκες; Μπούχτισα μωρ’ αδερφάκι μου, τα ίδια και τα ίδια...

Αθάνατος ελληνικός κινηματογράφος! (από Khan, 08/02/10)Παράδειγμα μανιερισμοῦ (από aias.ath, 09/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τύπος με χαίτη. Το λήμμα προέρχεται από τη συγχώνευση των λέξεων χαίτη και Χετταίος.

Σημείωση: Οι Χετταίοι ήταν ένας λαός ινδοευρωπαϊκής καταγωγής που εγκαταστάθηκε στις πεδιάδες της Μικράς Ασίας στη 2η χιλιετία π.Χ.

Σημείωση 2: Οι Χαιτταίοι ήταν λαός ο οποίος κατέκλυσε όλη την υφήλιο στη δεκαετία του 80.

Ρε φίλε θυμάσαι τον Τσιαντάκη που έπαιζε παλιά στο Θρύλο; Τρελός Χαιτταίος, ετσι;

(από vikar, 09/05/12)

Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό

Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

χιπστεροναζί, χιψτεροναζί

Σύνθετη λέξη που αντλεί τη ρητορική της δυναμική από τον συνδυασμό των δύο φαινομενικώς άσχετων φυλών των χιπστεράδων και των ναζών. Ο όρος, νομίζω, θέλει να εκφράσει ένα ή περισσότερα από τα εξής τρία χαρακτηριστικά στοιχεία:

  1. Στο εξωτερικό κυρίως, η σύνδεση των χίπστερ με τους ναζί γίνεται συχνά για να δείξει την παντοδυναμία του καπιταλισμού, ο οποίος μπορεί να εξημερώσει (ή έστω να εκτζημερώσει) ό,τι πιο άγριο και φανατικό υπάρχει. Το λολαδερό της υπόθεσης είναι ότι παντρεύονται οι ναζί, δηλαδή οι πιο βίαιοι μαύροι φασίστες με τα χιπστέρια που γενικά θεωρούνται ως ντεκαφεϊνέ άκακα πλασματάκια (που ενίοτε μπουλίζονται κιόλας από τους ζέχνοντες ματσίλα). Με τη λογική αυτή έχει δημιουργηθεί από τους αγγλικάνους ο χαρακτήρας του Adolf Hipster ή Hipster Hitler, ο οποίος είναι και καλά μια χιπστεράδικη επανενσάρκωση του Adolf Hitler, που (όπως ίσως και ο πρωτότυπος) είναι χορτοφάγος, γιολάρει Eva φορ εβα, κάνει ένα γιολοκαύτωμα υπό επευφημίες Heil Hipster και χιπστεροταλιμπάν. Νομίζω ότι η προϋπόθεση αυτών των λολοπαιγνίων είναι η αίσθηση ότι ο καπιταλισμός στη μετανεωτερική ή ύστερη νεωτερική φάση του μπορεί να αλλοτριώσει/ ντεκαφεϊνοποιήσει/ καταστήσει κατσικίδιες ακόμη και τις πιο εγκληματικές ή ακραίες ιδεολογίες. Όχι παραδόξως, οι καταφεύγοντες σε αυτά τα λολοπαίγνια, κυρίως στον αγγλικάνικο χώρο, είναι συχνά φιλελέδες που πανηγυρίζουν έτσι την παντοδυναμία του καπιταλισμού και της ονείρωξής τους, της Τίνας.

  2. Πλην υπάρχει μία (τουλάχιστον) εξαίρεση: Οι Γερμανοί Nipster. (Είναι τρελοί αυτοί οι Γερμανοί). Οι Nipster (προφ εκ των Νazi και hipster) είναι πραγματικοί Νεοναζί οι οποίοι τρόπον τινά κρύβουν τον αυθεντικό ναζισμό τους υπό χίπστερ προσωπείο. Θυμίζουν με τον τρόπο τους το παράδειγμα που αρέσκεται να φέρνει ο Slavoj Zizek για τους μαύρους στην Αμερική οι οποίοι έκρυβαν ότι είναι μαύροι ακριβώς με το να βάλουν μάσκες μαύρων, όπως δηλαδή έκαναν και οι λευκοί. Βάζοντας δηλαδή μάσκες μαύρων άφηναν τους άλλους να πιστεύουν ότι είναι λευκοί που υποδύονται τους μαύρους κι έτσι περνούσε απαρατήρητο το γεγονός ότι ήταν πραγματικά μαύροι. Κατά παρόμοιο τρόπο, οι Nipster αντί να είναι άσβερκασκίνια, παίρνουν από τη ναζιστική «κουλτούρα» επιμέρους στοιχεία και τα φοράνε δίκην χιπστεράδικων βιντατζιών προκειμένου μέσω του χιπστεράδικου προσωπείου να αποκρύψουν ότι όντως είναι ναζί, τ. ναι, είναι αυτό που νομίζεις. Βέβαια, δεν είναι αδύνατο να πάμε από το 2 στο 1, δηλαδή τα χιπστεράδικα σημαίνοντα να αποκτήσουν επιτελεστική σημασία και οι Nipster όντως να αφομοιωθούν από το εκτζημερωμένο χιπστερικό ό,τι να 'ναι. Πολλοί Νιπστεράδες είναι χιπχοπάδες ή ανήκουν σε ρέγκε συγκροτήματα ή σε Nazi punk κ.ά.

  3. Και ερχόμαστε στην Ελλάδα που κυρίως μας ενδιαφέρει από γλωσσικής άποψης. Στη χώρα μας ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως από αριστερούς για να προωθήσει ένα συγκεκριμένο αφήγημα που είναι το αντίθετο από το αφήγημα του πετάλου. Αν κατά το πέταλο, τα δύο άκρα του ναζισμού και του κομμουνισμού συναντώνται, τότε για το αντίθετο αφήγημα ο ναζισμός (ή γενικότερα ο φασισμός) δεν είναι παρά το μαντρόσκυλο του καπιταλισμού που βγαίνει να γαβγίσει σε καιρούς κρίσης και αφού κάνει τη δουλειά του συμπιέζοντας τους εργαζομένους μετά λουφάζει μέχρι την επόμενη φορά που θα παραστεί ανάγκη. Ειδικότερα ο όρος χιπστεροναζισμός θίγει κάτι το πιο συγκεκριμένο, δηλαδή κάποιους οι οποίοι εμφανίζονται ως και καλούα κουλ τύποι, υπεράνω παρώ ιδεολογιών, μη πολιτικά πρόσωπα κ.ο.κ., ενώ στην ουσία είναι και φασίστες και υποστηρικτές των πιο άγριων μορφών καπιταλισμού. Αυτοί που χρησιμοποιούν τον όρο χιπστεροναζί είναι συνήθως οι ίδιοι με αυτούς που χρησιμοποιούν τους όρους ακραίο κέντρο, ακραιοκεντρικός, ακραιοκεντρώος κ.τ.ό. Πρόκειται δηλαδή για τη θεώρηση ότι το πραγματικό άκρο δεν πρέπει να αναζητηθεί (μόνο) στο πέταλο, αλλά κυρίως στο φιλελέφτ «κέντρο». Αυτοί που κυρίως στιγματίζονται ως χιπστεροναζί είναι οι ανήκοντες στο κόμμα Ποτάμι, και ειδικά ο σεσημασμένος για τη χρήση βιντατζιώνκαι άλλων χιπστεριών Σταύρος Θεοδωράκης, ενώ (κατά την άποψη των χρησιμοποιούντων τον όρο) υποστηρίζει με ακραίο τρόπο τους καπιταληστές του μπομπολιστάν. Ο όρος έπιασε το πικ του κατά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, όταν το Ποτάμι είδε ελαφρώς την πλάτη της Χρυσής Αυγής οπότε γίνανε σχετικές συγκρίσεις μεταξύ ναζί και χιπστεροναζί. Εκτός από το συγκεκριμένο κόμμα, ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί από αριστερούς για να θίξει κι άλλα κώματα της Υπεύθυνης Αριστεράς ή λαϊφστιλάτες προσπάθειες, όπως λ.χ. τους Ατενίστας, τους γράφοντες ή αναγιγνώσκοντες τα Free Press έντυπα των νεογεωργελέδων, και εν γένει κάθε ανήκοντα στο φιλελευθεράτο.

Ωστόσο, πέρα από την εντόνως πολεμική χρήση του όρου εναντίον συγκεκριμένων πολιτικών χώρων, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, χρειαζόταν ένας όρος για να περιγράψει το αίσθημα έκπληξης που δοκιμάζει κανείς στην Ελλάδα (και όχι μόνο) όταν συνομιλεί με ένα φαινομενικώς αλτέρνι στην εμφάνιση και περιμένει να ακούσει κοινωνικώς εναλλακτικές απόψεις, αλλά διαπιστώνει στη συνέχεια ότι έχει να κάνει με εντελώς ξετσίπρωτο άτομο που δεν διαφέρει και πολύ από χάβγουλο σε σκατοψυχία. Ο όρος περιγράφει, λοιπόν, μια ορισμένη αντίφαση μεταξύ εναλλακτικής εμφάνισης και ακροδεξιών πολιτικών πεποιθήσεων ή, σε άλλες περιπτώσεις, μια ενδημική στην Ελλάδα διασταύρωση βλαχοφιλελέ και χιπστεροκάγκουρα.

Θα τελειώσουμε δίνοντας τον λόγο στον Παναγιώτη Χατζηστεφάνου που συνέβαλε στην καθιέρωση του όρου: «Επειδή το φαινόμενο της μεσοαστικής συνέργειας με το τυραννικό καθεστώς είναι εξίσου επικίνδυνο με την πλύση εγκεφάλου της εργατικής τάξης από την ακροδεξιά προπαγάνδα, θα πρέπει να εφευρεθεί μια λέξη που να συνοψίζει, να στοχοποιεί και να στηλιτεύει την δεύτερη φάση της επέκτασης του φασισμού στην Ελλάδα – εκείνη τη φάση που επικεντρώνεται όχι τόσο στην διάδοση και την επιβολή της ιδεολογίας του εμφυλιακού μίσους, αλλά που δημιουργεί τους κατάλληλους παραπλανητικούς μηχανισμούς ώστε να εξουδετερώνεται η πιθανότητα συνειδησιακής αφύπνισης και οργανωμένης αντίστασης των μεσοαστών. Προτείνω τον όρο «χιψτεροναζισμό» ή «χιψτεροναζιστή», εκ του Αγγλικού «hipster», μια λέξη που χαρακτηρίζει εκείνον που αφιερώνει την ζωή του στην εκζήτηση και την καλλιέργεια του μοντέρνου, ενήμερου προφίλ του, ενώ αδιαφορεί για τα κοινά» (δες). Με άλλα λόγια ο χιπστεροναζισμός θεωρείται ως ένα χαρακτηριστικό για τη σύγχρονη Ελλάδα σύμπτωμα αυτού που ο Κάρολος Μαρξ έχει περιγράψει ως ψευδή συνείδηση.

  1. Χιπστεροναζί. Περίμενε να πλέξουν κανά κασκόλ για τις βρύσες στις παιδικές χαρές και θα σου απαντήσουν. (Από σόσιαλ μήντια).

2. Χιπστεροναζι. Ο καλύτερος όρος να περιγραψεις τον Νεοέλληνα (κατά την ταπεινή μου γνώμη πάντα).

  1. Είναι ΟΦΑ το Ποτάμι, ψάχνουν για αποχαυνωμένους από τιβι, άστεγα πασοκια, χιψτεροναζί, νοικοκυραίους, χάι κλας ακροδεξιούς κλπ. (Η συγγραφέας και μπλογοτέχνης Niemands Rose για τους Ποταμίστας στο Τουίτερ).

  2. Στην Ελλάδα μετά από χρόνια επαρχιώτικης λογικής και πελατειακών σχέσεων, ήρθε η νέα “μόδα” του νεοφιλελευθερισμού. Υποτιθέμενοι αστοί και γραβατωμένα καθάρματα βρήκαν το νέο τους αποκούμπι που μάλιστα είναι προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των καιρών. Δηλαδή, απανθρωπιά, ψυχοπαθολογία που βαφτίζεται άποψη και κυνισμός. Οι θιασώτες του πολλοί. Βουλευτάδες, υπουργοί με πτυχίο, managers που αναλαμβάνουν πόστο σε κόμμα, παπαγάλοι που παριστάνουν τους αντικειμενικούς ενημερωτές-εξημερωτές του κοινού νου, ψευτοδιανοούμενοι, χιπστεροναζί που γράφουν σε δήθεν εναλλακτικά έντυπα, “υπεύθυνοι αριστεροί” που ζέχνουν μασχαλίλα. Ποιο είναι όμως το προφίλ του νεοφιλελεύθερου; Βλέμμα χαιρέκακο, χείλη σφιγμένα με ένα ελαφρύ μειδίαμα που μαρτυρά καταπιεσμένη οργή, ειρωνικό ύφος. (Νεοφιλελέ- bashing εδώ).

  3. Οι λακέδες των αμερικανών, έλληνες χιπστεροναζί προσπαθούν να τρομάξουν τους αετούς της ΛΔΚ με χάρτινες τίγρεις. Ελάτε με την όπισθεν! (Από το Φέισμπουκ).

  4. Απλώς όπως όλοι οι αριστεροί κατηγορούν όποιον διαφωνεί μεταξύ τους για ναζί, έτσι και οι unfollow/χοτ ντοκ κλπ (που κινείστε κυρίως από ψώνιο και όχι από κέρδος) επινοήσατε τον όρο «χιπστεροναζί» για τους εχθρούς σας που είναι οι χίπστερ της lifo. Σπάζοντας φυσικά κάθε κοντέρ γελοιότητας. (Αντίλογος με γενεαλόγηση του όρου εδώ)

  5. Μεγάλη μάχη για την 3η θέση μεταξύ των ναζί της Χρυσής Αυγής και των χιπστεροναζί του Ποταμιού. (Από κοινωνικά μέσα δικτύωσης).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλασσικός ελληνικός γυναικότυπος που χαρακτηρίζεται από ευθυτενές (αλλά σχετικά άκαμπτο) κορμί-λαμπάδα, μελαχρινή κόμη, παγερή και αγέρωχη ματιά και —συνήθως— αυτοκρατορική μυτόγκα.

Οι λεβεντομούνες προσπαθούν σκληρά να συμπεριφέρονται μοιραία —συνήθως σε βάρος της θηλυκότητάς τους— και σπάνια εκδηλώνουν οποιαδήποτε μορφή χιούμορ ή αυτοσαρκασμού.

- Για το πούτσο του λεβέντη, είδες ποιο λεβεντόμουνο κάθεται στο Da Capo; - Η Κουλιανού, λεβεντόνι μου! Αλί από μας τους λεβεντογαμόσαυρους που την βγάζουμε με λεβεντόμπαζα.
- Θα πάρω λεβεντοδάνειο, να λεβεντοσενιαριστώ μπας και ρίξω και εγώ καμιά λεβεντούμπα και το λεβεντοτσούτσουνό μου! Λεβεντααααϊγκλάν!!!
- Αρχίδια-λεβέντης θα γίνεις βρε λεβεντονταλάρα!

Βλέπε και -μούνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το κτήνος (φουσκωτός ή απλά χοντρός) που κλασικά έχει τεράστιες παλάμες, χοντρά χέρια και δάχτυλα. Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και απευθείας για το χέρι του (το βυζόχερο).

Πού πας ρε Καραμήτρο, άμα φας φούσκο από αυτό το βυζόχερο ο μισός θα πάει χαμένος...

(από Hank, 04/02/09)(από patsis, 02/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το μειράκιο που παριστάνει τον μεγάλο, το μουστάκι του θυμίζει τρίχες απ' τ' αρχίδια, αφού.

Δες εδώ τον αρχιδομούστακο που μου θέλει και γκόμενα!

Σημείωση: Το παράδειγμα είναι από προφορική επικοινωνία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποτιμητικό επίθετο για γυναίκα. Πιθανόν προέρχεται από τη φράση «στάχτη και μπούρμπερη» συνδυασμένο ηχητικά με την μάρκα ρούχων Burberry.

Αναφέρεται σε γυναίκες που προσπαθούν να ντυθούν επιδεικτικά με μάρκες (ενίοτε και faux), χωρίς το ντύσιμο να συνάδει με τον πολιτισμό τους, την συμπεριφορά τους και συχνότατα την βαριά προφορά τους.

- Για δες τη βλαχομπούρμπερη την Μαρία, σαν την λατέρνα ντύθηκε πάλι και μας μοστράρει τα φιρμάτα...

- Η Καίτη η βλαχομπούρμπερη, πάει στην λαϊκή να ψωνίσει κολοκυθάκια με την καρό καπαρντίνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν δυο ιδιότητες που κεντρίζουν την ανδρική γενετήσια ορμή: αφενός η απόλυτη και αφοπλιστική αθωότητα και αφεδύο η ερωτική επιδεξιότητα που μόνο η πολυετής εμπειρία μπορεί να φέρει στο κρεβάτι (ή στο τραπέζι).

Δεδομένου ότι οι ιδιότητες αυτές είναι συνήθως αμοιβαία ασύμβατες, κάθε εχέφρων άνδρας λιμπίζεται διακαώς τόσο τα αθώα και πιπινώδη παστάκια («αχ είναι τόσο χαριτωμένο! Να του βάλω μια ροζ κορδέλα; Αν το τραβήξω έτσι κάνει γκελ;») όσο και τα μιλφέιγ, τις ώριμες δηλαδή και μεστές μαμάδες τους (τις σαραντάρες που ισούνται με δύο εικοσάρες, πράγμα που προκύπτει και μαθηματικά).

Το λήμμα παραπέμπει μεν στην βασίλισσα της πάστας, το γαλλικό mille-feuille, αποτελεί όμως Ελληνική απόδοση του M.I.L.F. (εκ του «Mother I’d Like to Fuck»), ήτοι της «ώριμης και μεστής μαμάκας της οποίας τα μάτια, δοθείσης της ευκαιρίας, θα πετούσαμε έξω σε ένα νανοδευτερόλεπτο».

Βλ. επίσης μιλφού.

- Μάνα είναι μόνο μία...
- Τι λες ρε νταλάρα, ο κόσμος είναι γεμάτος από mammas που θα ήθελα να κάνω mia! Πάρε την Δέσποινα: είναι γαμώ τα μιλφέιγ, έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα η τύπισσα!
- Έχει δε και μια κορούλα, την μικρή Έθελ, που είναι σκέτο παστάκι! Δικέ μου, οι προοπτικές για χοντρό παιχνίδι αυξάνονται εκθετικά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία