Επιπλέον ετικέτες

Το παρακάτω κείμενο έφτασε σε μένα μέσω μέιλ (προώθηση από φίλο, προφ κυκλοφορεί τον τελευταίο καιρό αδέσποτο). Είδα ότι ένα μεγάλο μέρος είναι από δικούς μας ορισμούς ή από τμήματά τους, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά στο σλανγκρ ή σε χρήστες. Εν πάση περιπτώσει όμως, έχει και άλλα πράγματα και είναι ένας συγκεντρωτικός κατάλογος για εκφράσεις με τη λέξη «αρχίδι», νά 'ναι καλά ο συντάκτης του που μπήκε σε τέτοιον κόπο. Το αναρτώ λοιπόν εδώ, γιατί από κάθε άποψη ανήκει σε περιβάλλον σλανγκ. Δεν έχω αλλάξει ούτε ένα «και».

================

Ο όρος «αρχίδι» προέρχεται από την λέξη «όρχις». Μέσω παραφθοράς του υποκοριστικού τού όρχι, που είναι «ορχίδιον», προέκυψε το «αρχίδιον» για να καταλήξει εκλαϊκευμένα στο κοινό μας «αρχίδι», το οποίο θεωρείται λέξη της ελληνικής αργκό γλώσσας.

Άλλες λέξεις για τους όρχεις, εκτός από τα αρχίδια, είναι οι «δίδυμοι» (αρχ.), οι «παραστάται» (βυζ.), τα «αμελέτητα», τα «μπαλάκια», τα «καρύδια», τα «ούμπαλα», η «οικογένεια», το «μαλακό υπογάστριο», τα «κάκαλα», τα «παπάρια».

Ακολουθεί η χρήση της λέξης αρχίδι και τα παράγωγά της, από την πλούσια ελληνική γλώσσα :

Αυτός είναι αρχίδι: Χαρακτηρισμός για άνθρωπο ύπουλο και κακό.

Στ' αρχίδια μου: Η κλασικότερη έκφραση αδιαφορίας.

Σταρχιδισμός: Εκφράζει την γενικότερη νοοτροπία και συνήθεια, όλα να «τα γράφουμε στ’ αρχίδια μας». Δηλαδή να αδιαφορούμε.

Γραψαρχίδης: Ο οπαδός του «σταρχιδισμού» (βλέπε από πάνω).

Σταρχιδιστάν: Η φανταστική χώρα που κατοικείται από τους σταρχιδιστές και όπου ο σταρχιδισμός είναι τρόπος ζωής. Πολύ την ταυτίζουν με το Ελλαδιστάν.

Σταρχιδιαμόλ: Το υποτιθέμενο φάρμακο που παίρνεις για να «τα γράφεις όλα στ’ αρχίδια σου». Στην αγορά κυκλοφορεί παρόμοιο σκευάσμα με το «Σταρχιδιαμόλ» (και εγκεκριμένο από τον Ε.Ο.Φ.), που φέρει το όνομα «Γραψαρχιδίνη».

Μου έπρηξες τα αρχίδια: Με ζάλισες, με κούρασες, με έφτασες στο αμήν. Όσοι το έχουν νιώσει γνωρίζουν καλά το επώδυνο της κατάστασης.

Μου ζάλισες τ' αρχίδια: Εναλλακτικά, «μου ζάλισες τον έρωτα». Παρόμοια σημασία με το παραπάνω. Δηλώνει ενόχληση και φορτικότητα.

Σπασαρχίδας: Ο φορτικός, ο ενοχλητικός, ο καταπιεστικός, ενίοτε ο καλλιμογιάννης. Αυτός που «σπάει τ’ αρχίδια» κάποιου. Αυτός, που πιθανόν, σε ειδικές περιπτώσεις, κάνει χρήση του σκευάσματος «Πρηξαρχιδίνη».

Στ' αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς: Έκφραση που δηλώνει απόλυτη αδιαφορία, με «βαριά» όμως υπογραφή. Ήταν πολύ της μόδας κατά την δεκαετία του ’80.

Αρχιδάτος: Ο πολύ άντρας, ο γενναίος, ο έχων τόλμη και γοητεία και άλλες σαπουνόπερες, ο «VIP».

Αρχιδέμπορας: Ο αεριτζής, ο κομπιναδόρος, ο προς βιοπορισμό εμπορευόμενος, αναξιόπιστα και ευτελή είδη.

Άντε ρε αρχίδι: Φράση που απευθύνεται σε τιποτένιο άνθρωπο, άτολμο, ραδιούργο, μοχθηρό, ψεύτη και ό,τι άλλο υποτιμήσεως σημαντικό. Πολύ συνήθης φράση ψιθυρίσματος στην εργοσε.

Είσαι ένα αρχίδι και μισό: Παρ’ όλο που προστίθεται μόλις μισό, η έννοια της υποτιμήσεως μεγαλώνει τουλάχιστο στο διπλό.

Αρχίδια με τη ρίγανη: Μεταφορικά, άλλα αντ’ άλλων, κυριολεκτικά, νοστιμότατο ορεκτικό («αμελέτητα»).

Αρχίδια καπαμά: Μεταφορικά βλέπε το παραπάνω λήμμα. Κυριολεκτικά, νοστιμότατο κυρίως πιάτο.

Αρχίδια μάντολες: Μεταφορικά, έκφραση που υποδηλώνει χάιδεμα, κολακεία, γλύκα. Κυριολεκτικά, νοστιμότατο επιδόρπιο.

Δεν έχει αρχίδια: Βαριά κουβέντα αμφισβήτησης ανδρισμού, θάρρους, γενναιότητας, κουράγιου κ.ο.κ.

Δεν έχει τα αρχίδια: Ηπιότερη μορφή αμφισβήτησης, που υπονοεί ότι έχει μεν αρχίδια, αλλά όχι τόσο μεγάλα όσο απαιτούνται στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Θα μου κλάσεις τ' αρχίδια: Ελαφρώς περίεργη έως και αηδής στάση ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς την εκτέλεση της πράξης. εννοεί πως δεν θα μου κάνεις τίποτα.

Θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια: Παραλλαγή του ανωτέρω με περισσότερη όμως έμφαση και λίγο ροκοκό σκηνικό, αν φανταστεί κανείς το θέαμα μιας μάντρας γεμάτης αρχίδια… Πιο παιχνιδιάρικο…

Θα μου ξυρίσεις τα αρχίδια: Αν δεν απευθύνεστε στον αισθητικό σας, σημαίνει δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα αν και υποτιμάται εμφανώς το τι μπορεί να κάνει ο συνομιλητής κρατώντας ένα ξυράφι…

Κρέμεται απ' τα αρχίδια μου: Όταν κάποιος εξαρτάται από εμάς. Η έκφραση είναι σαφής, περιγραφική και αρκούντως αβάσταχτη…

Τ' αρχίδια μου έχουν γίνει φακές: Από το πολύ κρύο που αισθάνομαι, έχουν συσταλεί τα αρχίδια μου και έτσι το μέγεθος τους θυμίζει, καθ’ υπερβολήν, φακές.

Τα αρχίδια μου κουνιούνται: Εάν δεν υποδηλώνει γυμνό άντρα που τρέχει γυμνός, σημαίνει αδιάφορη κατάσταση.

Τα αρχίδια μου κουνιούνται ρυθμικά στον αέρα: Το ίδιο με το ανωτέρω με περισσότερη όμως έμφαση στην αδιαφορία. Πιθανή χρήση του, δηλώνει αρχίδια εκκρεμές…

Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο: Αν το φιλοσοφήσει κανείς, δεν είναι και τόσο υποτιμητικό να σου έρχονται δυο αρχίδια επιπλέον. Ίσα ίσα…

Αρχίδια καλαβρέζικα: Έκφραση που είναι αδύνατον να ερευνηθεί. Ιδιαζόντως προσβλητική για τους άρρενες κατοίκους της Καλαβρίας…

Τ' αρχίδια του Καράμπελα: Τα πλέον επώνυμα και αναγνωρίσιμα αρχίδια που συντάσσονται κυρίως μαζί με το «μουνί της Χάιδως». Αν και η έκφραση αφορά πολύ συγκεκριμένα αρχίδια, εν τούτοις σημαίνει άλλα αντ’ άλλων. Το ιστορικά εξακριβωμένο μέγεθός τους πάντως, τα έχει καταξιώσει και ως έκφραση πληθωρικότητας και βαρβατίλας.

Τσίμπα ένα αρχίδι: Σε κατατρόπωσα, σε έβαλα στην θέση σου, αλλά εν μέρει, καθώς η ολική κυριαρχία υποδηλώνεται από το «παρ’ τα αρχίδια μου τα δυο».

Πήρα τ' αρχίδια μου: Δεν πήρα τίποτα (αφού έχω ήδη ή αν δεν έχω είχα άλλες προσδοκίες), ή έφυγα άπρακτος.

Ήσουν στα αρχίδια του πατέρα σου: Ήσουν αγέννητος.

Γκόμενα με αρχίδια: Ενώ οι αναφορές στους συγκεκριμένους αδένες αποσκοπούν στην υποτίμηση, σε αυτή την περίπτωση εννοούν δυναμισμό.

Θα μου κάνεις τα τρία δύο: Ίσως η μόνη έκφραση που είναι τιμητική για τους συγκεκριμένους αδένες, υπονοώντας ότι δεν είναι και τόσο σημαντικό το τρίτο…το μακρύτερο…

Αρχίδια πατέρα: Δηλώνει ότι κάτι δεν πήγε όπως το περιμέναμε. (πχ μετατάξεις)

Περπατάει και ανοίγει αυλάκια με τα αρχίδια του: Τεχνικά υποδηλώνει μέγεθος, βαρύτητα και αρδευτική ικανότητα… Πρακτικά ανέφικτο εκτός κι αν τα πόδια είναι πολύ κοντά και το χώμα πολύ μαλακό.

Έπιασε τον παπά από τα αρχίδια: Έκφραση που υποτιμά την πράξη του υποκειμένου…

Μας έκανες τα αρχίδια τσουρέκια - μπαλόνια: Βλέπε «Μας έπρηξες τα αρχίδια». Η σημειολογική συγγένεια είναι προφανής (φούσκωσαν σαν τσουρέκια-μπαλόνια).

Αρχιδομούρης: Πάρα πολύ άσχημος.

Αρχιδόκαμπος: Πιθανή προέλευσή του από το «Αχλαδόκαμπος». Μπορεί να συνοδεύται κι απ’ τον επιθετικό προσδιορισμό «Ανθισμένος» («Ανθισμένος αρχιδόκαμπος»). Σημαίνει ότι η εν λόγω περιοχή (καφέ, μπαρ, κλπ) είναι γεμάτη άντρες (αντίθετο: μουνοθύελλα).

Αρχίδια…: Γενικώς, ότι ακολουθεί λαμβάνει υποτιμητική διάσταση (εξαίρεση: Αρχιδια-κονος)…

Με τρώνε τ’ αρχίδια μου: Δηλώνει περιφρόνηση για κάτι ή για κάποιον (π.χ. Είδα τον Γιάννη σήμερα. Γι’ αυτό με τρώγανε τ’ αρχίδια μου απ’ το πρωί).

Έχει μια οκά αρχίδια: Δηλωτικό θάρρους και ανδρισμού.

Ξύνω τα αρχίδια μου: Τεμπελιάζω.

τ' αρχίδια μου κουνιούνται: Το ίδιο με το παραπάνω, αλλά δηλώνει πιο…σοβαρή περίπτωση.

Τσολιάς στ' αρχίδια μου: Ο φορτικός, αυτός που προσπαθεί (και ενίοτε τα καταφέρνει) να κάνει κουμάντο στην ζωή μας ενώ δεν της ανήκει ούτε κατά διάνοια. Αντί του τσολιά, χρησιμοποιείται και η λέξη «κεχαγιάς».

Φτύσε τ' αρχίδια σου: Σημαίνει «δεν μας παρατάς;», «βρε δεν πας στον Διάολο;».

Κλαπαρχίδας: Αυτός, που τ’ αρχίδια του έχουν «κρεμάσει» (συνήθως λόγω ηλικίας) και χτυπάνε, δηλαδή αυτός που «του μαράθηκαν τ’ αρχίδια». Μεταφορικά: Ο οκνός, ο άχρηστος, ο ανίκανος.

Αν η γιαγιά μου είχε αρχίδια…: Δηλώνει το ουτοπικό, το ανέφικτο. Αν και σήμερα, το να έχει (υποθετικά) μια γιαγιά αρχίδια, δεν φαντάζει και τόσο ανέφικτο πλέον…

Εντός ορισμού.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το γυναικείο κωλοδάχτυλο.

Η πρώτη φορά που είδα κλάβρα ήταν απ' την πρώην μου όταν με είδε να φιστικώνω την μέχρι τότε καλύτερή της φίλη. Με είπε και «λαμπουρόφατσα». Ποιος την χέζει όμως την πουτάνα; Έτσι κι αλλιώς αυτή τα ίδια μού 'κανε. Πήρε και φόρα να μού πετάει κλάβρες και βρισιές όταν όλες της αξίζουν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Εκτοξεύεται προβοκατόρικα σαν απαξιωτικός χαρακτηρισμός και ύβρη από εξωκοινοβουλευτικούς αριστερίζοντες και αναρχικούς κατά Κουκουέδων, που δρουν εναντίον τους σαν τραμπούκοι, τόσο κυριολεκτικά όσο και ιδεολογικά.

  2. Αυτός που είναι εξουσιοδοτημένος να περιφρουρεί τις πορείες που τυγχάνουν της υποστήριξης του ΚΚΕ. Το γεγονός πως το ΚΚΕ υπερηφανεύεται (σε βαθμό αυτοδιαφήμισης) για αυτήν την περιφρούρηση, είναι η καλύτερη απόδειξη για την αποτελεσματικότητά του, όπως κι ολόκληρου του υποστηρικτικού μηχανισμού.

Εννοείται, πως καμιά απ’ τις δυο εκδοχές δεν ανήκει στην επίσημη ορολογία του κόμματος.

1.i. Και να θυμάμαι τι ξύλο ρίχνανε οι κνιτόμπατσοι τη δεκαετία του '70-80 σε οποίον ξεμοναχιασμένο αναρχικό, ρηγά, τροτσκιστή η άλλο πετυχαίνανε, που αμφισβητούσε ότι η ΕΣΣΔ (μη χέσω) έχει σοσιαλισμό. Ρε πώς αλλάζουν οι καιροί, να λένε αντεπαναστάτη το ίνδαλμα τους το Μπρέζνιεφ και τ’ άλλα τομάρια του «υπαρκτού». (αγορασμένο)

ii. σε μιa διαδικτυακή συζήτηση, χρησιμοποίησα κι εγώ λίγο - πολύ αυτό το σχήμα για έναν χώρο που δεν «ξέρει» να διακρίνει στο εσωτερικό του «τα παιδιά των κασκόλ» από τους «ελεεινούς μαλάκες». Η απάντηση που δέχτηκα ήταν: «κνιτόμπατσε, θες να μας διαχωρίσεις σε καλούς και κακούς» κλπ - κλπ
(απ’ το δίχτυ).

iii. η ΠΚΣ θέλει να κάνουμε απλά μια εθιμοτυπική πορεία με μια μέρα μισο –«κατάληψη». ΠΑΝΤΑ ήταν ενάντια στο φοιτητικό κίνημα τώρα τι να λέμε ο Μάης/Ιούνης δεν είναι και μακριά. Γι’ αυτό και θέλει, όπως όλοι οι ρεφορμιστές, να διαβρώσουν το κίνημα από μέσα -μην ξεχνάμε πώς μπαχάλεψε το τελευταίο συντονιστικό- «ο ρεφορμισμός είναι η πολιτική αστυνομία της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα», ακόμα τον τρέμετε κνιτόμπατσε.
(απ’ το δίχτυ).

  1. - Αν θες ρε μάγκα τσαμπουκά πήγαινε να τον πουλήσεις σε κάνα μπάτσο ή το πολύ - πολύ σε κάνα κνιτόμπατσο, μη μας πρήζεις.
    (απ’ το δίχτυ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανακεφαλαιώνοντας, συγκεντρώνοντας και συμπληρώνοντας:

Η όρνιθα, η πουλάδα το μη πετάμενο πουλί κάποτε γενικευμένα οικόσιτο και νυν βιομηχανικά εκτρεφόμενο για τα αυγά και το κρέας του. Προέρχεται απ’ το θηλυκό του κοττός, κόττος που είναι ο κόκορας.

1α) (Όπως αναφέρεται και σε άλλο ορισμό) Υποτιμητικά σημαίνει τη γυναίκα την ανόητη/ελαφρόμυαλη, τη φλύαρη, την κουτσομπόλα, αυτήν που κακαρίζει διαρκώς με τις παρόμοιές της, που έχει γνώμη κι άποψη για όσα αφορούν τους άλλους γύρω της (ένα ακούει, δέκα καταλαβαίνει, εκατό διαδίδει), που χώνει τη μύτη της παντού. Σπάει νεύρα και πρήζει αρχίδια με την αδιακρισία και την σπανίως συγκαλυμμένη αγένειά της που τις εξασκεί δημόσια εκμεταλλευόμενη την ειδική μεταχείριση που απαιτεί λόγω της γυναικείας φύσης της.

Οι χώροι που συχνάζει (κομμωτήρια, στούντιο ομορφιάς, γυναικεία τμήματα γυμναστηρίων κτλ) αποκαλούνται απ’ τους άντρες - που τους αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι - κοτάδικα, κοτέτσια, κοτοπουλάδικα.

Επιπλέον, ακούγεται και το κοτοκαυγάς. Αν και πρόκειται για γυναικοκαυγά, η φάση δεν ξεφεύγει από το λεκτικό επίπεδο που όμως αφήνει άναυδους τους παρευρισκομένους άντρες για το ευφάνταστο των χαρακτηρισμών και το δριμύ των εκατέρωθεν επιθέσεων.

1β) Ως προς την περιγραφή: είναι η γυναίκα με την αναλογικά μακριά μύτη, μάτια μικρά με μικρή απόσταση μεταξύ τους, αραιά βλέφαρα και πόδια τσάκνα.

  1. Το δειλό άτομο, αυτός που κωλώνει. Είναι χειρότερο για έναν άντρα απ’ ότι για μια γυναίκα. Από αυτήν τη δειλία βγαίνουν και τα:

2α) κάθησε σαν κότα να..., που σημαίνει πως ο εν λόγω δεν αντέδρασε σε ό,τι κακό υπέστη. Κοινώς (νοηματικά): «Του την έφεραν από πίσω» για ό,τι κι αν έπαθε αν και μπορούσε να το είχε αποφύγει.

2β) οδηγεί/πηγαίνει σαν κότα (που αναφέρεται και σε άλλο ορισμό), που σημαίνει πως κάποιος οδηγεί υπερβολικά αργά και συνήθως στη μέση του δρόμου πρήζοντας τ’ αρχίδια όσων τον ακολουθούν χωρίς να μπορούν να προσπεράσουν (συνήθως, αλλά όχι μόνο, απευθύνεται σε γυναίκες οδηγούς – οπότε γίνονται αντιληπτές κι από τον ουραγό).

Αν μιλάμε για το περπάτημα κάποιας, τότε αυτή συνήθως έχει ευτραφή πισινό που τον λικνίζει κοτίσια, (μέχρις εδώ τίποτε το ιδιαίτερα σλαγκικό κατά την ταπεινή μου γνώμη).

γ) κι ο υπερθετικά μειωτικός κότα λειράτη/ με λειρί, για το χέστη άντρα (όπως αναφέρεται και σε άλλον ορισμό).

  1. Κατά Πετρόπουλο:

3α) η πουτάνα (σχετικό 2α) και

3β) ο επί χρήμασιν εκδιδόμενος κρατούμενος, που όμως σχεδόν ποτέ δεν ταυτίζεται με τον κίναιδο.

  1. Σκωπτικά δικέφαλη κότα του Βορρά είναι ο ΠΑΟΚ ενώ δικέφαλη κότα του Νότου αποκαλείται η ΑΕΚ λόγω των εμβλημάτων τους (δικέφαλοι αετοί) όπως βεβαιώνει κι από ‘δω ο Khan.

Για την πληρότητα του λήμματος και μόνον (εξού και παραθέτω επιλεκτικά παραδείγματα), αναφέρω τις γνωστότατες εκφράσεις θεωρώντας σαν πλέον πρέπον να ξεκινήσω απ’ το:

  1. Το ξέρουν κι οι κότες: Το ξέρουν οι πάντες όλοι, το ξέρει κι η κουτσή Μαρίκα.

  2. Να φαν κι οι κότες: Για κάτι που είναι μπόλικο/περισσεύει/αφθονεί.

  3. Κοιμάται με τις κότες: Για κάποιον που κοιμάται πολύ νωρίς, που δεν ξέρει να γλεντάει, που ‘ναι ξενέρωτος (σε βουκολικά περιβάλλοντα έπαιζε και το κοιμάται με τα ‘ρνίθια).

  4. Δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα: Για κάποιον που είναι παντελώς άπειρος/αδαής/άβγαλτος/βλάκας, που δεν ξέρει τι του γίνεται.

  5. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες: Παροιμία που αναφέρεται σε όσους φεσώνονται τις συνέπειες των παράνομων πράξεων ή των ύποπτων δοσοληψιών τους συναναστρεφόμενοι άτομα που δεν είναι και πολύ σόι. Πάνω-κάτω συνώνυμο των ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.

  6. (Τα περνώ) ζωή και κότα: Τα περνάω γαμάτα, άνετα, δίχως έννοιες κι οικονομικές σκοτούρες.

  7. Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννούν οι κότες: Που σημαίνει πως αναπάντεχα, από αλλού περιμέναμε κάτι (συνήθως καλό) κι απ’ αλλού μας ήρθε, οπότε αν κι οι ελπίδες μας διαψεύστηκαν, δεν μείναμε τελείως απογοητευμένοι αν και τα αισθήματα προς στιγμήν, δεν ήταν ξεκάθαρα.

  8. Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;: Μοιάζει λούπα και λέγεται:

α) όταν δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη σε κάποιο δίλημμα,
β) πειρακτικά σε μπόμπιρες για να τους μπερδέψουμε, με τη μορφή «Ποιος γεννήθηκε πιο πρώτα; Το αυγό ή η κότα;»,
γ) επίσης αποτελεί και ένα είδος γείωσης με σκοπό το τέλος μιας συζήτησης μεταξύ ατόμων που λογομαχούν έντονα χωρίς να διαφωνούν ριζικά, περιγράφοντας μια σύνθετη κατάσταση που επηρεάζεται από αλληλεξαρτώμενους παράγοντες δίνοντας τους διαφορετικό βάρος ο καθένας ανάλογα από πια μεριά βλέπει τα πράγματα. (Παρεμπιπτόντως, η επιστήμη απεφάνθη πρόσφατα, υπέρ της κότας).

  1. Η παλιά/γριά κότα έχει το ζουμί: Υπονοούνται οι πεπειραμένες σεξουαλικά -το πολύ- πενηντάρες σε σχέση με τις ντεμέκ άπειρες, φρέσκιες εικοσάρες, λέγεται (από τις θιγμένες ή όσους δεν έχουν πέραση στις νεαρές ηλικίες) όταν κάποιος πιπινογάμης αμφισβητεί τις χάρες ή το αξιόγαμον των ωριμοτέρων και πιο πεπειραμένων γυναικών. Κατά μία έννοια είναι συνώνυμο του «ο παλιός είν’ αλλιώς. Γεγονός είναι πως άμα το πέρας της εμμηνόπαυσης, σε πολλές καλοστεκούμενες ανοίγει η όρεξη για κοκό και το διεκδικούν με σχετική λαιμαργία αναντίστοιχη του παρελθόντος τους.

  2. (Δεν σφάζουν την) κότα που κάνει τα χρυσά τ’ αυγά: Συνήθως αναφέρεται για τον εργατικό και παραγωγικό υπάλληλο και γενικά γι’ αυτόν που μας προσφέρει/τα φέρνει και πρέπει να τον φροντίζουμε για να μη μας φύγει. Κατά μια έννοια είναι συνώνυμο των: «Δεν χέζεις εκεί που τρως», «Δεν κατουράς εκεί που πίνεις», «Δε δαγκώνεις το χέρι που σου δίνει να φας».

  3. Η κότα σκαλίζοντας/σγκαρλίζοντας το μάτι της θα βγάλει: Λέγεται γι’ όσους μόνοι τους κάνουν κακό στον εαυτό τους, παρόμοιο με το «Με τα χεράκια μου, βγάζω τα ματάκια μου» και σαν φοβέρα με παρόμοια σημασία με το 9.

Εντελώς παραπεμπτικά:

  1. Αλανιάρα κότα: Η κότα ελευθέρας βοσκής, κλάσεις ανώτερη απ’ τις συνηθισμένες του εμπορίου αλλά κι η πουτάνα (σχετ. 3).

  2. Το (και γαμώ) πιθανώς ομόρριζο κοτάω: τολμώ, έχω θάρρος/κότσια (βλ το σχόλιο του Hank).

1α) - Θα ‘ρθεις να με πάρεις;
- Εγώ στο κοτέτσι δε σκάω μύτη να χτυπιέσαι από κάτω.
- Κοτέτσι το σπίτι της Κούλας;
- Μη με τσιγκλάς, γιατί της τα ‘χω μαζεμένα της κοτάρας της ξαδέρφης σου.
- Μα..
- Μαμούνια!! Κι αν κοτήσει να ξαναβάλει στο στόμα της τα καρντάσια μου και τη δουλειά τους θα ‘ρθώ να της ξηγήσω τ’ όνειρο αυτοπροσώπως να της πεις. Και για μένα μόκο. Γκέγκε;

1β) «Ας μην ήταν ταλεντάρα και σου ‘λεγα εγώ τι θα ‘τανε η Μέρυλ μ’ αυτήν την κοτίσια φάτσα που ‘χει».

2α). «Καλά μωρή, κάθισες σα κότα και σου χρέωσαν 200ευρώπουλα για μια σκιτζοδουλειά;»

2β). «Κάνε άκρη μωρή κότα που μου σέρνεσαι με 40 σα να ‘σαι μόνος σου στο δρόμο!! Νύχτα το πήρες ρε; Γαμώ τα διπλώματα σας, γαμώ!! Σιχτίρ!! Με γκάστρωσε ο πούστης τόση ώρα.»

2γ). «..Φωτογράφιζες άτομα χωρίς ν’ αναφέρεις ονόματα γιατί είσαι κότα λειράτη. Εάν ήσουν μάγκας μ’ αρχίδια θα ‘βαζες και τα’ όνομά σου από κάτω παλιοσουπιά!!..»

3β. ΑΣΠΡΑ ΜΟΥΡΑ, ΜΑΥΡΑ ΜΟΥΡΑ.
Μουρμούρικο - Ζεϊμπέκικο του τεκέ (1900-1910)

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, είσαι μια παλιοχαμούρα.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοχασίκλα.

Βρε, άσπρες κότες, μαύρες κότες,
βρε, όλοι άντρες γενίκανε κοκότες.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοκατσίκα.

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, μας την έσκασ’ η χαμούρα.

4α). «Ναι ιδρώσανε τα πιτσιρίκια από τις ακαδημίες του Αίαντα να λυγίσουν την δικέφαλη κότα του βορρά. Άντε και στα play off για το επόμενο σας πήδημα. Φέτος σας τελείωσαν τα λεφτά, βλέπω το Ζαγοράκη να κάνει πιάτσα για να πληρώσει τα συμβόλαια των παικτών…» (αγορασμένο)

4β) Η προϊστορία είναι με το μέρος του ΑΡΗ στις εντός έδρας αναμετρήσεις του με την δικέφαλη κότα του νότου (20 νίκες, 14, ισοπαλίες, 12 ήττες), όμως τελευταί εντός έδρας νίκη σημειώθηκε το 1999.

  1. «Βάλανε και το Γιωργάκη που δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα στα οικονομικά να κάνει κουμάντο την εταιρεία κι ύστερα κλαίγονται που πήγε άπατη».

12γ). - Πώς να πάμε μπροστά αν ο κάθε υπάλληλος τα ξύνει με μπλακεντέκερ και σταματά μόνο για να τ’ αρπάξει με το κουλό επειδή χτύπησε ένα εθνόσημο;
- Ο διεφθαρμένος πούθε ξεφύτρωσε; Απλά, βρίσκει και κάνει. Κι ο προϊστάμενός του τι; Της ψωλής του το χαβά;
- Κι οι δυο τους είναι κομματόσκυλα που τους έχωσαν απ’ το παράθυρο οι γαμημένοι πολιτικοί για ν’ αρπάξουν ψήφους και μαύρο χρήμα.
- Ας μη τους ψήφιζαν τότε!
- Πας καλά; Ποιοι; Ο προϊστάμενος, ο υπάλληλος, τα σόγια τους και τα λοιπά λαμόγια; Μα όλοι είναι διαπλεκόμενοι, γι’ αυτό τους έβγαλαν!!
- Τελικά θ’ αποφασίσεις; Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο Μπάμπης μας πληροφορεί ότι η πουτάνα ετυμολογείται εκ του λατινικού putidus, τουτέστιν: σάπιος, ρυπαρός και δύσοσμος.

Πριν όμως οι Λατίνοι ανακαλύψουν τις μαράκες, στα μέρη μας η εταίρα Φρύνη προσέφερε δωρεάν φραπέ στο Διογένη επειδή θαύμαζε το μυαλό του, η δε ιερόδουλη Διοτίμα έδινε τον απόλυτο ορισμό του έρωτα στο κάθε άλλο παρά πλατωνικό Συμπόσιο.

Βρωμιάρες λοιπόν ή καθαρές, αγαπάμε πουτανίτσες και ξέρουμε και να τις στολίζουμε:

  1. αδερφή του ελέους
  2. αδήλωτη
  3. ακουσμένη
  4. ακριβοπουτάνα
  5. αλανιάρα
  6. αλητόμουνο
  7. αμαρτωλή
  8. αμαρτωλό
  9. ἀνασεισίφαλλος
  10. απ’ αυτές
  11. αρτίστα
  12. αρχιπουτάνα
  13. αρχιπουτανάρα
  14. αρχιπούτανος
  15. ατιμασμένη
  16. αὐλητρὶς
  17. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  18. βακέττα
  19. βιζιτού
  20. γεβεντισμένη
  21. γελασμένη
  22. γιαουρτομούνα
  23. γκαζοχωρίτισσα
  24. γκομενοφάση
  25. γκουφουέ
  26. γκοντώστρα
  27. γυναίκα της περιπατητικής σχολής
  28. γυναίκα του δρόμου
  29. γυναίκα του ημίκοσμου
  30. δηλωμένη
  31. δημόσια
  32. δημόσιο
  33. διαβολογητεύτρα
  34. δρομάς
  35. εκδιδόμενη
  36. ελευθεριάζουσα
  37. ελευθέρων ηθών
  38. επαγγελματίας
  39. επιλήψιμου διαγωγής
  40. έπιπλο
  41. e-πούτανος
  42. εργαζόμουνα
  43. έσκορτ
  44. εσκορτίδιο
  45. εταίρα
  46. ζιγκολέτ
  47. η Άντα που κάνει τα πάντα
  48. η Λόλα που τα κάνει όλα
  49. ημιπαρθένος
  50. Θαΐς
  51. ιερόδουλος
  52. ἱπποπόρνος
  53. καθαρή
  54. καλοπλυμένη
  55. καλντεριμιτζού
  56. καλντερίμω
  57. καλτάκα
  58. καμπαρετζού
  59. καρακαλτάκα
  60. καρακαχπές
  61. καραμουτζού
  62. καραμπιτσαριώ
  63. καραπουτάνα
  64. καραπουτανάρα
  65. καραπουταναριό
  66. καραπούτανος
  67. καραρουσπού
  68. καριόλα
  69. καριολάϊν
  70. καριολίνα
  71. καριολοτσιμπουκογλείφτρα
  72. κασαλβάς
  73. κασσωρίς
  74. καταπιοσπερμιόλα
  75. καχπές
  76. κικαρού
  77. κοινή
  78. κοκότα
  79. κομμώτρια
  80. κοντοπούτανος
  81. κορίτσι
  82. κορίτσι της χαράς
  83. κορίτσι για σπίτι
  84. κότα
  85. κουβεντιασμένη
  86. κουνίστρα
  87. κουρκουλετζού
  88. κουρτεζάνα
  89. κόφα
  90. κούρβα
  91. κουφάλα
  92. κρυφή
  93. κρυφοπουτάνα
  94. κρυφοπούτανος
  95. κυρία Καριολίδου
  96. κωλοκουνίστρα
  97. κωλοπετσωμένη
  98. Λαΐς
  99. Λάουρα
  100. λεγάμενη
  101. λεγόμενη
  102. λεωφόρος
  103. λικνιτζού
  104. λινάτσα
  105. λουλούδα
  106. Λυδία
  107. Μαγδαληνή
  108. μαντενούδα
  109. μαντετούτα
  110. μαντινούδα
  111. μαντιτούτα
  112. μαντονέτα
  113. μεγαλοκυρά
  114. μεσσαλίνα
  115. μετρέσα
  116. μιαμόρ
  117. μιξοπαρθένα
  118. μισοπαρθένα
  119. μισότριβη
  120. μοντέλο
  121. μορόζα
  122. μουνόσκυλο
  123. νανά
  124. νίτσα
  125. ντάνα
  126. ντροπιασμένη
  127. νυχτολουλούδα
  128. νυχτοπόρτισα
  129. ξεβγαλμένη
  130. ξεκωλιάρα
  131. ξέκωλο
  132. ξεκωλοπουτανόμουνο
  133. ξελόντζα
  134. ξεμπούρδελο
  135. ξεπατωμένη
  136. ξεσκισμένη
  137. ξετσίπωτη
  138. ξεψώλι
  139. όργανο ηδονής
  140. παλιογύναικο
  141. παλιοθήλυκο
  142. παλιοκόριτσο
  143. παλιοσκρόφα
  144. παλλακίδα
  145. παλλακίς
  146. πάνδημος
  147. παξιμάδα
  148. παξιμαδοκλέφτρα
  149. παπαδοξηλώτρα
  150. παξιμάδω
  151. παραστρατημένη
  152. παρδαλή
  153. πασιπόρνη
  154. παστρικιά
  155. πατσαβούρα
  156. πεταλούδα
  157. πεταλούδα της νύχτας
  158. πηδιόλα
  159. πινεζοπούτανο
  160. πλανεμένη
  161. πλύμα
  162. πολιτική
  163. πολιτικιά
  164. πομπεμένη
  165. πόπη
  166. πόρνη
  167. πόρνη πολυτελείας
  168. πορνίδιο
  169. ποττάνα
  170. πουλημένη
  171. πουσουέ
  172. πουτανάκι
  173. πουταναριό
  174. πουτανέλι
  175. πουτανίδιον
  176. πουτανικός
  177. πουτανίτσα
  178. πουτάννα
  179. πουτανοθήλυκο
  180. πουτανοθήλυκο του ανέμου
  181. πούτανος
  182. πουτανογκαβλιάρα
  183. πουτανόθρεμμα
  184. πουτολένη
  185. πουτσαρπάχτρα
  186. πουτσοπόρνη
  187. πουττάνα
  188. putz Frau
  189. πτωχελένη
  190. πωροπούτανο
  191. ρουσπού
  192. ρουφιάνα
  193. σιφιλιάρα
  194. σκεύος ηδονής
  195. σκρόφα
  196. σκύλα
  197. σκύλλη
  198. σοκακού
  199. σουρλουλού
  200. σουρτούκω
  201. σπιτικιά
  202. σπιτωμένη
  203. συνοδός
  204. τάνα
  205. την έχει καπατμά
  206. της αρέσουν τα ξινά
  207. του γλυκού νερού
  208. του δρόμου
  209. τουρίστρια
  210. τραμπαλέτα
  211. τροτέζα
  212. τρύπερ
  213. τσαπερδόνα
  214. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα
  215. τσούλα
  216. τσουλάκι
  217. τσουλί
  218. φακλάνα
  219. φθηνή γυναίκα
  220. φραπεδιάρα
  221. Φρύνη
  222. φτηνή πουτάνα
  223. φτηνοπουτάνα
  224. χαζοπουτάνα
  225. χαμαιτύπη
  226. χαμούρα
  227. χανιώλα
  228. χαλκιδῖτις
  229. χαρχάλα
  230. χορεύτρια
  231. χορηγούμενη
  232. χωνί
  233. ψυχικάρα
  234. ψυχοπουτάνα
  235. ψωλαρπάχτρα
  236. ψωλομαζεύτρα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αρχικά, προ αμνημονεύτων σήμαινε το κακάσχημο ξύλινο άγαλμακάποιας θεότητας, αργότερα όμως επήλθε ισοπέδωση και χαρακτηρίστηκαν έτσι! τα αγάλματα πάσης φύσεως υλικού.

Στα σλανγκέζικα σημαίνει τον χαζό και τον στόκο, επικεντρώνεται δε στους εκπροσώπους αυτών, εκ του ασθενούς φύλου. Τελευταία το προνόμιο να αποκαλείται έτσι έχει και ο Τζέφρι.

- ΑΝΤΕ ΡΕ ΞΟΑΝΟ ΜΑΝΩΛΙΔΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ!Σ’ΕΤΣΟΥΞΕ ΠΟΥ ΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΠΟΚΑΛΕΙΣ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥΣ,Ε;ΔΕ ΘΑ ΣΟΥ ΠΕΡΑΣΕΙ,ΟΥΤΕ ΕΣΕΝΑ ΟΥΤΕ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΣΙΧΑΜΕΝΩΝ ΠΡΟΔΟΤΩΝ!
(εκείθε).

- Καλέ τί λες; ο Α.Π “εξορίστηκε” από τη χούντα!!!! Και ήρωας ο ανδρέας!!!
Έτσι δε μας είπε το ξόανο, ο προδότης ο ΓΑΠ μέσα στη βουλή και ΚΑΝΕΙς μα ΚΑΝΕΙΣ από τη ΝΔ δεν τον αποστόμωσε…!
Είναι να πιστέψει ο ελληνικός λαός κανέναν από δαύτους;
(εδώθε)

Ξόανο Ξόανο αλλα με κάτι @ρχιδι@ να!! (από perkins, 05/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση της βορείου Ελλάδος. Αυτός που λέει άλλα λόγια από μπροστά, και άλλα λόγια από πίσω. Ο διπρόσωπος

- Ναι Μήτσο, συμφωνώ μαζί σου
- Ρε α' στο διάλο από δω, κιοξέ !

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πανύβλακας!

- Τήρα τον τραμπάκουλα πως οδηγεί!
ή - Τι τραμπάκουλας! Ξέχασε το τσιγάρο αναμμένο και έκαψε την μισή μοκέτα!

(από allivegp, 30/04/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μουνί, το μπουγαδοκόφινο. Κυρίως στη φράση «της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης» (στην πυργιώτικη slang).

- Τι μουνάρα είσαι εσύ, μάνα μου!
- Της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης, παλαιόπουστα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ο Λαρισαίος.

  2. Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.

  1. - Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
    - Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.

  2. - Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
    - Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.

Βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόγαλο, ντιρόλο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία