Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ένα από τα φωνητικά σφάλματα στο τραγούδι αλλά και τον προφορικό λόγο. Η φωνή αυτού που τραγουδά ή μιλά κάνει μια απότομη και αθέλητη μετατόπιση σε ψηλότερες συχνότητες, μοιάζοντας έτσι με την χροιά του κόκορα όταν κράζει.

Μουσικές πηγές μου με διαβεβαίωσαν ότι δεν πρόκειται, τεχνικά, για φάλτσο, παραφωνία, υποφωνία, ή άλλης μορφής εκτέλεση του κομματιού από τον εκάστοτε Κακοφωνίξ.

Εγκυκλοπαιδικά τώρα, όσον αφορά το τραγούδι, το κοκοράκι οφείλεται κυρίως στην έλλειψη εγρήγορσης του τραγουδιστή αλλά και στις τυχόν ταλαιπωρημένες φωνητικές του χορδές από καταχρήσεις ή δημιουργημένες κύστες κλπ κλπ.

  1. - Τον θεολόγο στο Λύκειο τον θυμάσαι;
    - Ναι τον καημένο, τρεις λέξεις έλεγε, πέντε κοκοράκια έκανε. Κι εμείς από κάτω να γελάμε.
    - Έφυγε στο Άγιο Όρος...

  2. - Μα τι πράμα είναι αυτός ρε πούστη μου. Ντεμέκ κυριλέ μαγαζί.
    - Αυτοί είναι οι δευτεράντζες ρε. Σε λίγο θα σκάσει ο κανονικός ο σκυλάς και θα γουστάρουμε.
    - Άντε, γιατί κάνει πιο πολλά κοκόρια κι από τον Γιώργο Κωνσταντίνου. Μαύρα κοράκια, κόκκινα κοράκια... Κικιρίκου!

To krasaki tou Tsou. Επική ταινία. (από patsis, 06/09/09)Το φάλτσο κοκοράκι (από Vrastaman, 30/11/09)

Δες και τζαλκάντζες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μετά από αίτημα του Vrastaman στο ΔΠ, πλήρες ρισέρτς με γούγλε γούγλε και βιβλιογραφία απέδωσε τα εξής:

«Μεγιέ Μελέ» ή «μεγιεμελέ» (όπως ακούγεται): Μεγάλο hit του Φίλιππου Νικολάου (1973) (στίχοι, μουσική, α' εκτέλεση) και τίτλος του αντίστοιχου μουσικού άλμπουμ του καλλιτέχνη.

Η σημασία του «μεγιέ μελέ»:

Αντίστοιχη έννοια με το «λάι λάι λάι λάι» (που, σημειωτέον, περιέχεται επίσης στο προαναφερθέν τραγουδάκι) και το «τραλαλά» - εύηχες και χαρούμενες λεξούλες χωρίς καμία σημασία, που χρησιμοποιούνται σε κεφάτα τραγουδάκια (δεν έχει καταγραφεί μοιρολόι που να περιλαμβάνει «τραλαλά» ή «μεγιεμελέ») και προσδίδουν μια παιδική ανεμελιά στον στίχο. Σημαντικό ρόλο ενδέχεται να διαδραματίζει η ύπαρξη του υγρού (και γλυκού κατά μία έννοια) σύμφωνου «λ» που φαίνεται να λειτουργεί κατευναστικά στον εγκέφαλο.

Ειδικά το «μεγιέ μελέ» κάνει ρίμα με το «Τζεμιλέ», το «καλέ» και, λίγο πιο τραβηγμένα, με το «για πού το ‘βαλε» και το «μα δεν το λέει» - βλ. παράδειγμα.

Γενικώς το «μεγιέ μελέ» ξεσηκώνει τρομερά κέφια και μόνο που υφίσταται σε στίχο και ειδικά σε συνδυασμό με την χοροπηδηχτή μουσική, παραπέμπει σε τζερτζελέ και χαβαλέ, που δηλαδή να 'χεις πιει και καναν ναργιλέ (λέξεις εις -λε επίσης, ασφαλώς και δεν πρόκειται για σύμπτωση). Εξ ου και η μεγάλη επιτυχία του συγκεκριμένου άσματος, που οδήγησε και σε μεταγενέστερες εκτελέσεις (ενδεικτική εκτέλεση από τον Γ. Γερολυμάτο στο μήδι με την Μόργκαν - του οποίου η ακρόαση είναι μάλλον απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση του λήμματος σε όλο του το μεγαλείο).


Εκ των υστέρων συμπλήρωση μετά από νέες αποκαλύψεις:

Σε υψηλούς κύκλους του slang.gr φημολογείται ότι, το μεγιέ μελέ μπορεί να σχετίζεται με την έννοια μελέ, που αναφέρεται σε νταβαντούρια και μπάχαλο. Ερχόμαστε λοιπόν να επιβεβαιώσουμε, την εξαιρετικά ορθή (αλίμονο, εγώ την διατύπωσα) θέση περί τζερτζελέ, με μεγάλη μας χαρά που όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην ίδια ακλόνητη αλήθεια. Θεγκζ Γκατζ για τον συνειρμό.

Δώστε βάση στο νόημα:

Ποιος ήλιος εξεπρόβαλε - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ,
ποιος ξέρει για πού το 'βαλε - πού πάει, καλέ, πού πάει καλέ;
Δεν είναι ήλιος μόνο, είναι - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ
που 'χει διψάσει για φιλιά - μα δεν το λέει, μα δεν το λέει.

Αν ήταν ήλιος και φεγγάρι - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
το νου δεν θα μου είχε πάρει - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ.
Γι' αυτή την όμορφη γυναίκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
λιώνουμ' εγώ και άλλοι δέκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ.

Ποια να 'ναι τούτη η κερασιά - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
που 'βαλε χάντρα θαλασσιά - μη τη ματιάσουνε καλέ
Αυτή δεν είναι κερασιά - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ
που 'χει διψάσει γι' αγκαλιά - μα δεν το λέει, μα δεν το λέει.

Αν ήταν δέντρο και κλωνάρι - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
το νου δεν θα μου είχε πάρει - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ.
Γι' αυτή την όμορφη γυναίκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
λιώνουμ' εγώ και άλλοι δέκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κωδικοποιημένα ο Μητσοτάκης.
Πώς αυτό;
Μητροπάνος = Μήτρος + Πάνος = Δημήτρης + Παναγιώτης = Μήτσος + Παναγιωτάκης = Μήτσος + Τάκης = Μητσοτάκης (1)
Αλλά όχι μόνο ο Μητσοτάκης. Ποιος άλλος;
Για πάμε...
Μητροπάνος = Μήτρος + Πάνος = Δημήτρης + Πανούσης = Τζίμης Πανούσης (2)
Από (1), (2) συνάγεται: Μητροπάνος = Μητσοτάκης = Τζίμης Πανούσης

- Ρε συ αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά κι αν δηλαδή, ο νόμος είχε απαγορεύσει στον Νταλάρα να πει τον Πανούση με το όνομά του, πως λες να τον αποκαλούσε ο Νταλάρας;
- Μητσοτάκη ή ... ή και Μητροπάνο ακόμα. Κι αυτός που ξέρει θα καταλάβει.

(από GATZMAN, 11/09/08)(από GATZMAN, 11/09/08)(από GATZMAN, 11/09/08)(από GATZMAN, 11/09/08)Μητσοτάκη ή Μητροπάνο; (από GATZMAN, 11/09/08)Μητροπάνθρο (από Khan, 06/05/14)(από Khan, 06/05/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Μποντιμπιλντεράδικη αργκό. Σημαίνει παίρνω όγκο, κερδίζω μυική μάζα ούτως ώστε να φαίνομαι πιο ''γεμάτος'', πιο ''μπαλαρισμένος''…
    Ακριβές απόσπασμα από τον ορισμό του johnblack, ακριβώς δυο έτη πριν. Εν είδει επετειακού σπεκ, τα ακόλουθα λιμά:

  2. Χορεύω. Συνηθίζεται στα Επτάνησα, αλλά με χαρωπή διάθεση κι αλλαχού. Προέρχεται από το ιταλικό ballare κι αυτό απ’ το αρχαίο βαλλίζω «χορεύω» / «χοροπηδώ» κι αυτό από το βάλλω.

  3. Παίζω μπάλα. Αραιά χρησιμοποιούμενο σε ποδοσφαιρικά κυρίως σινάφια, προσθέτει αέρα χορογραφίας στη υπονοούμενη βιρτουόζικη χρήση της μπάλας.

  4. Δίνω σχήμα μπάλας σε κάτι συνήθως εύπλαστο. Χρησιμοποιείται συχνά σε σινάφια αγροτών, συσκευαστών και ζαχαροπλαστών.

  5. Στα σινάφια τραγουδιστών αν η φωνή μπαλάρει σημαίνει πως δεν μπορεί να κρατήσει σταθερά τη νότα στο ύψος που επιβάλλεται, και λικνίζεται κυμαινόμενη κατά ημιτόνιο ή και τόνο απ’ αυτό, πληγώνοντας απαιτητικά αυτιά και τη ματαιοδοξία του αοιδού.
    Το παθαίνουν όσοι προσπαθούν να τραγουδήσουν περισσότερο οξύτονα (ή βαρύτονα) κόντρα στο φυσικό της φωνής τους, αλλά το επιφέρει κι ο χρόνος.

Παίζει και το μπαλάρισμα.

  1. Οι ώμοι μου δείχνουν στενοί και μυτεροί. Έχω μεγάλη πλάτη και είναι πολύ άσχημο να φαίνονται έτσι οι ώμοι μου. Ποιες ασκήσεις να κάνω ώστε να φαρδύνουν να μπαλάρουν σωστά; Κάποιος μου είχε πει να παίζω πολλές πλάγιες εκτάσεις αλτήρων αλλά δεν είδα κανένα αποτέλεσμα. (διεκπεραιωτικά)

  2. Στη συνέχεια στην Κεντρική Πλατεία, όλες οι Φιλαρμονικές θα μας παρουσιάσουν ένα μικρό μουσικό πρόγραμμα και οι μαθητές του Β’ Δημοτικού Σχολείου Ληξουρίου θα πλέξουν και θα ξεπλέξουν το Γαϊτανάκι, ενώ οι μαθητές του Γυμνασίου θα μπαλάρουν τις Καντρίλιες, με δάσκαλο τον Π. Μ.

  3. …ποτέ δεν κρατάει μπάλα για να την κρατήσει και δεν αμύνεται για να αμυνθεί. Μπαλάρει μόνο προς τα μπρος για να βγάλει επίθεση και αμύνεται για να κλέψει και να αιφνιδιάσει.

  4. α. Ζυμώνουμε ξανά στο χέρι και αφήνουμε να ξεκουραστεί για άλλα 30’. Κόβουμε σε τεμάχια των 400 γρ. για μεγάλα και 60γρ. για ατομικά. Τα μπαλάρουμε και τ’ αφήνουμε να ξεκουραστούν για 10’.
    β. Πάει ο λεβέντης να αγοράσει μηχάνημα για το μπαμπάκι. - Αυτό κύριε είναι το καλύτερο, και σε τιμή προσφοράς, το μαζεύει το ξένει το καθαρίζει το ισιάζει το πλένει το μπαλάρει και σου το πετάει έτοιμο. - Μωρ’ τι λες, τα κάν’ ούλ’ αυτά; - Ναι κύριε, και θα το πάρετε σε τιμή ευκαιρίας. - Δε μι λες, πίπις κάν΄; - Ε όχι δα, μηχάνημα είναι κύριε, δεν κάνει τέτοια πράματα. - Άι καλά, θα κρατήσω τ’ς εργάτριις.

  5. Η Μαρινέλλα, αν και με προβλήματα φωνητικά πια - δυσκαμψία, μπαλάρισμα… , αν και με βαριά σιλουέτα πια, αν και κάποτε «απαγγέλλει» τα κείμενά της, κυριαρχεί με το σκηνικό κύρος της.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το όνομα Μποχώρης είναι παραφθορά του εβραϊκού ονόματος Bohor. Στην Εβραϊκή γλώσσα bohor σημαίνει ο πρωτότοκος, κατά παλαιότερη συνήθεια ονομάζετο και το κάθε νεογέννητο τέκνο μέχρι να περιτμηθεί. Με αφορμή το επεισόδιο της Βίβλου, όταν ο Ιακώβ απέσπασε τα πρωτοτόκια από τον μεγαλύτερο αδερφό του Ησαύ «αντί πινακίου φακής», ο πρωτότοκος επικράτησε να σημαίνει μεταφορικά και τον ηλίθιο, το βλάκα.

Η λέξη έχει χρησιμοποιηθεί και στο ομώνυμο παραδοσιακό σμυρναίικο τραγούδι του τέλους του 19ου αιώνα. Οι στίχοι αφορούν, κατά πάσα πιθανότητα, πραγματική ιστορία για την οποία βρήκα δύο εκδοχές, και συγκεκριμένα:

  • Ενός Εβραίου, προαγωγού, που καταδιωκόμενος κρύφθηκε σε πλοίο όπου και συνελήφθη στο λιμάνι της Καβάλας.
  • Περιστατικό με θύμα εύπιστο Εβραίο που συνέβη προς τα τέλη του 19ου αιώνα στο βαπόρι που έκανε το δρομολόγιο Σμύρνη - Μπουρνόβα.

Λόγω της μεταφορικής σημασίας της λέξης και τής προέλευσης του τραγουδιού από τα μικρασιατικά παράλια, τείνω προς την δεύτερη εκδοχή.

Σήμερα χρησιμοποιείται ως σκωπτικό παρωνύμιο της λιμανίσιας πιάτσας.

Ο Μποχώρης


Στίχοι: Παραδοσιακό, Μουσική: Παραδοσιακό, Εκτελέσεις: Γιώργος Κατσαρός || Ελευθέριος Μενεμενλής || Αντώνης Διαμαντίδης, Νταλγκάς || Γιώργος Βιδάλης || Μαρίκα Παπαγκίκα || Γλυκερία

Άιντε του καημένου του Μποχώρη
του τη σκάσαν στο βαπόρι
άιντε του τη σκάσαν στο βαπόρι
και του πήραν πεντακόσια
όλο λίρες κι όλο γρόσια

Άιντε τον καημένο το Μποχώρη
τον τυλίξανε στην πλώρη
άιντε τον τυλίξανε στην πλώρη
και του πήραν στο ζάρι
άιντε το καινούργιο του ζουνάρι

Άιντε τον Μποχώρη τον εμπλέξαν
στα στενά και του τις βρέξαν
άιντε στα στενά και του τις βρέξαν
και του κάναν τον γκιουλέκα
άιντε και του πήραν κι άλλα δέκα

Άιντε το 'να μήλο τ' άλλο ρόιδο
άιντε του τη σκάσαν σαν κορόιδο
άιντε του τη σκάσαν σαν κορόιδο
και του πήραν τα ψιλά του
άιντε και τον στείλαν στη δουλειά του

Εκτέλεση Μενεμενλή (από Khan, 28/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια λέξη που φτιάχτηκε και ανδρώθηκε στα ρεμπετάδικα, στα ουζερί και γενικότερα σε μέρη όπου μπουζούκια, βιολιά και πολλών ειδών κρουστά έδιναν μια μουσική χροιά στους δρόμους της Αθήνας, μερικά χρόνια μετά τη κατοχή, οπότε και οι ανατολίτικοι ρυθμοί εισέβαλαν με βία στο μουσικό προσκήνιο.

Μες στης πόλης το χαμάμ ένα χαρέμι κολυμπά
Αραπάκια το φυλάνε, στον Αλή Πασά το πάνε
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Διατάζει τη φρουρά του, να το φέρουνε μπροστά του
να το βάλει να χορέψει και μπουζούκι να τού παίξει
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Έτσι την περνάνε όλοι οι πασάδες στο ντουνιά
με χορό και με τραγούδι, μ’ αγκαλιές και με φιλιά
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Στην Περσία το χασίσι το πουλάν με την οκά
Στην Αθήνα δεν το βρίσκεις, ούτε και για μυρουδιά
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Φωνάζω πολύ
  2. Τραγουδάω με φουλ λαρύγγι ή τραγουδάω χάλια
  3. Σλανγκικώς πως: τον παίρνω στο στόμα μέχρι λάρρυγγος γιατί θέλω να το παίξω Λίλιαν αλλά δεν το αντέχω ούτε το κατέχω και τα παίζω και πνίγομαι και γίνομαι ρεζίλι των σκυλιώνε.
  1. (ο δάσκαλος στα παιδάκια)
    Ξελαρυγγιάστηκα να σας λέω τα ίδια και τα ίδια... Πότε θα με ακούσετε επιτέλους!!!

  2. - Πώς πήγε η τσάρκα με τα μπουζουκομούνια χθες;
    - Άσε, μας πήγανε και καλά για πλάκα σε ένα d class κωλάδικο στην εθνική με μια τραγουδιάρα που ξελαρυγγιαζόταν και μας έφυγαν τ' αυτιά...

  3. (ΓΚΑΧ! ΓΚΟΥΧ! ΓΚΜΟΥΧ! ΟΥΓΚΑΧ! ΜΓΚΑΧ! ΜΠΦΦΦΦ!)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται σαρκαστικά, οτι δήθεν το υποκείμενο άλλαξε και από λαϊκουριά του κερατά, έγινε ποιοτικός, γουστάρει την πχιόττα, την πχοιότητα.
Έγινε γνωστό από το Σταρόβιο άσμα (του 2011), "έχω πάθει ποιότητα".

Συνώνυμο: παθαίνω μόρφωση.

Χθες είχαμε Πασχαλίδη-Μαχαιρίτσα, κινδύνευσα με ύπνο. Ευτυχώς βγήκε και ο Σταρόβας και έπαθα ποιότηταεδώ
♪♫ Όσο περνάνε τα χρόνια
Αλλάζει ο τρόπος τελείως που σκέφτομαι
Ό,τι αγαπούσα παλιά βρίσκω πλέον αδιάφορο

Κάποτε μου άρεσε ο Κιάμος
Και τώρα ακούω Δρογώση και Φάμελλο
Και προσεγγίζω την τέχνη με υπευθυνότητα

Έχω μεταμορφωθεί
Με απωθεί η απλότητα
Έχω αποκτήσει οντότητα
Έχω πάθει ποιότητα

Έχω εντρυφήσει στην τέχνη
Δεν κυνηγάω πια κορίτσια φιλήδονα
Μελετάω με πάθος τα δικοτυλήδονα

Ακούω Τσακνή, Μαχαιρίτσα, Λαζόπουλο
Το πολεμάω από μέσα το σύστημα
Ανήκω πλέον στο χώρο της ευρύτερης Αριστεράς
♪♫

  1. Άσε μας ρε χρήστο δάντη που έπαθες ποιότητα κ πήγες και στου παπαδόπουλου.

  2. Οταν παθαίνω ποιότητα πόσο μόνη

  3. δε βλέπω κίνηση στα ιντεράξια μου! τί έγινε ρε? μπας κ πάθατε πχιότητα απόψε..? (εδώ)

  4. Από την Μποφίλιου στους Πυξ Λαξ και τούμπαλιν... Απόψε έπαθα πχιότητα! (εδώ)

  5. τελευταια εχουμε παθει πχιοτητα.. Βαλτε εναν τζιμ καρει να ξεστραβωθουμε!! (εδώ)

  6. Η φάση πρωί πρωί είναι "έπαθαπχιότητα" ~ PLATSA PLATSA PLOUTSA: http://youtu.be/8WAS9st_DAE via @youtube (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πανωφόρι, το παλτό, αλλά και το παλτό. Το αναφέρει ο ΝΤΙΝΟΣ στο λεξικό του μάγκα.
Πρωτοακούστηκε το 1932 στην παρλάτα του Πέτρου Κυριακού, "ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΓΚΑ" Πέτρος Κυριακός - Το λεξικό του μάγκα

♪♫ Σπλάχνο λέω τη γκόμενά μου και τη μάνα μου γριά μου
Το παρλάν λέω oμιλώντα, το παλτό Επαμεινώντα
Λέω τον πλούτο μπερεκέτι και την πιάτσα λέω κουρμπέτι
Το απών το λέω ερήμη, τ ακακαΐδι καρντερίμι
Ξέρω κι άλλα αλλά δεν τα σκάω μύτη και πουλεύω σαν σπουργίτι
♪♫

Ο Νίκος Τσιφόρος, στα "Παιδιά της Πιάτσας" (1960), το εξηγεί καλυτερότερα:

«Κάποτε ένας μάγκας χρειάστηκε ένα παλτό να περάσει το χειμώνα. Βρήκε μια χλαίνη που είχε κλέψει ένας φίλος του φαντάρος, που τον λέγαν Επαμεινώντα. Ο μάγκας έβαψε την χλαίνη μπλε για να μη γνωρίζεται, τηνε κόντηνε, γιατί το κοντό παλτό ήτανε τότε μόδα και, μια και του την είχε δώσει ένας Επαμεινώντας, τη βάφτισε «Παμεινώντα». Η λέξη έμεινε στην argot για παλτό / πανωφόρι».

στο "λεξικό του μάγκα"

Το τελευταίο διάστημα σημειώνεται ασυνήθιστα έντονη σλανγκική δραστηριότητα στα ΜΜΕς, που οφείλεται κτγμ στην είσοδο του ντελαμαγκέν Μεϊμαράκη στη πρώτη γραμμή της πολιτικής επικαιρότητας. Ωσεκτουτού εμφανίζεται πρώτο τραπέζι κάλτσα, όλη η ετοιμόσλανγκη Ελλαδούλα πού 'βοσκε μέχρι τούδε σε τριτοτέταρτους λειμώνες.

Μέχρι στιγμής ο Μεϊμαράκης έχει πει τον Τσίπρα: ψευτράκο, αλητάκο, πονηρούλη και αυτοφωράκια. Στο ντιμπέιτ θα τον πει κουραμπιέ, μαρίκα, σελέμη, μπανιστηρτζή και κουραδόμαγκα. Και η υψηλού επιπέδου πολιτική αντιπαράθεση θα λήξει την Παρασκευή πριν τις εκλογές με τους χαρακτηρισμούς σορόκα, χαλβά, μπεμπέ, λούγκρα και Παμεινώντα... (matrix24)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πανηγυριώτικα ή πανηγυρτζίδικα αποκαλούνται απ' «αυτούς που ξέρουν» εκείνα τα λαϊκά άσματα που αποτελούν μίγμα δημοτικού (καγκέλλι κατά προτίμηση), γύφτικου και καθαρού σκυλάδικου.

Οι στίχοι είναι συχνά χειρότεροι και από το σοζέμι, καθώς αποτελούν αληθινά συναξάρια του βίου φορτηγατζήδων, νταβατζήδων, ταξιτζήδων, σουβλατζήδων, σαματατζήδων, αεριτζήδων, μπανιστηρτζήδων κ.ο.κ. Τυπικοί εκπρόσωποι μπορούν να θεωρηθούν καλλιτέχνες όπως οι: Γιωργάκης Τρομάρας, Γιαννάκης Καψάλης, Σοφούλα Βόττα, Τασούλα Βέρρα κ. (άπειροι) ά.

Πήραν την ονομασία τους από το ότι ακούγονται κατά κόρον στα πανηγύρια, όπου αντικατέστησαν τα παραδοσιακά δημοτικά. Ακούγονται επίσης σε σκυλοκαταγώγια της Ομόνοιας, του Μεταξουργείου κ.τ.λ.

Κύρια όργανα: α) σόλο κλαρίνο, β) συνθεζάιζερ κινέζικο για γέμισμα, γ) ηλεκτρική κιθάρα για ρυθμό, αλλά με άθλιο ενισχυτή και άσχετες ρυθμίσεις, δ) ντραμ(ι)ς για φραμπαλά και κέφι, που το χτυπάνε σα γκαζοτενεκέ με κατσαρόλες μαζί.

Κλασικές εταιρείες που εξέδιδαν τέτοια τεχνουργήματα ήταν: ΣΥΜΠΑΝ SOUND, PANIVAR κ.ά.

— Θα 'ρθεις σπίτι τ' απόγε(υ)μα;
— Θα 'ναι κι ο πατέρας σου;
— Ναι, αλλά δεν έχει πρόβλημα.
— Έχω εγώ, όμως! Ακούει όλη μέρα εκείνα τα πανηγυριώτικα και φεύγω με το κεφάλι καζάνι!

Βλέπε και ντηλέυ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία