Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Η φράση σημαίνει είμαι άκρως επιφυλακτικός, φοβάμαι και τον κώλο μου. Την πρωτάκουσα προς το τέλος της δεκαετίας του '80, όταν ο φόβος για το AIDS είχε φτάσει σε επίπεδα υστερίας.

Τώρα με το AIDS, μαλακία ...και με καπότα!

(Όπως την πρωτάκουσα από το Μανώλη, έναν αυθεντικό λαϊκό άνθρωπο με έμφυτο χιούμορ, χωρίς επιτήδευση και "δήθεν".)

Μιλάμε για πολύ χέστη. Φοβάται και τον ίσκιο του το άτομο. Κατάσταση "μαλακία με καπότα"!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άντρας που γαμεί και χύνει, με την έμφαση στο χύνει, συστηματικά, καθ' έξη και κατ' εξακολούθηση. Βασικά είναι ένας γενικότατος τρόπος να χαρακτηριστεί ένας άντρας. Κυρίως πάντως χρησιμοποιείται στην κοινότητα των μπουρδελιάρηδων ως ο απόλυτα γενικός και ουδέτερος τρόπος να αλληλοχαρακτηρίζονται ή και αλληλοαπευθύνονται (πέρα από τα πιο συν-αδελφικά συναγωνιστής, σύντροφος). Και εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι το χύστης δεν έχει ακριβώς όλες τις θετικές συνδηλώσεις και το καμάρι/ περηφάνια που έχουν χαρακτηρισμοί όπως λ.χ. τα μπήχτης, γαμιάς, γαμίκος, γαμίκουλας, χύστης είναι κυρίως, το λέει κι η λέξη, αυτός που χύνει, και τέρμα, ακόμη κι αν αυτό γίνεται στο πλαίσιο αγοραίου (και ουχί ζαγωραίου) έρωτα, ή απλής εκτόνωσης. Εν ολίγοις, είναι μια αρκετά ουδέτερη έκφραση, ακόμη κι αν έχει κατά καιρούς θετικές συνδηλώσεις.

  1. Σύντροφοι χύστες μήπως έχει κανείς πληροφορίες που θα μπορούσαν οι λάτρεις των ώριμων γυναικών να βρουν το αντικείμενο του πόθου τους;;; (Από το θρεντ πουρά σε μπουρδέλα σε σχετικό σάη).
  2. Μετά την αποχώρησή μας από την Τρούμπα κατευθυνθήκαμε προς πορνοντίσνεϊλαντ να γίνει κατάθεση από τους χύστες.
  3. χιστεσ μιν εχετε αυταπατεσ! οι πουτανεσ ειναι μονο για πιτσιλισμα! ειναι ατομα με απιρα ψιχολογικα προβλιματα, ατομα απαξιομενα, θλιβερα που το μονο που μπορουν να κανουν ειναι να κερδιζουν ευκολο χριμα!!!!! ολεσ αυτεσ οι μεταναστριεσ που δουλευουν σε τσαρδια ειναι μεταναστριεσ ω κατιγοριασ και ειναι ολεσ 100% προβλιματικεσ! κουβαλανε ενα καρο ψιχολογικα! καμια νορμαλ γινεκα δε θα ερχοταν στιν ελαδα να τιν πιτσιλαι ο καθε βρομιαρισ και απαξιομενοσ πακισ ι ο καθε ενασ χιστισ! (Ασιγματιστήσ ανωρθωγραφιστίς ατονιστης στο θρεντ "πώς καταλαβαίνετε αν σας γουστάρει μια πουτάνα" σε μπουρδελοσάη).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το προφυλακτικό, μειωτικά, με την έννοια ότι είναι και αυτό ένα πλαστικό, που αφαιρεί από τον ρομαντισμό της ερωτικής πράξης.

  1. Βγάζω την σαμπρέλα ζητώντας της να "καθαρίσει" ότι απέμεινε πάνω μου.
  2. Μην κάνετε στοματικό χωρίς σαμπρέλα, θα κολλήσετε τίποτα. (Από σάη για ενήλικες).
  3. πω μιλαμε φρίκαρα! τα αφροδίσια τα κολλαμε ολοι ακομα και με εναν να εχει παει μπορει να της κολλησει το οτιδηποτε! αυτες οι αποψεις ειναι ντροπη και επικινδυνες για ολους μας και στην υγεια κ στα μυαλα! και εμεις για να ειμαστε κιμπάρηδες θα πρεπει να πηγαινουμε ακάποτοι μη και μας πουν τζούφιους οι "μερακλήδες"? θα θελα πολυ να δω εναν "κιμπαρη" να του καιγεται το απαυτο του απο κανα κονδυλωμα, καμια μολυνση, να δω ποσο μαγκας ειναι!
    -Μα τι λετε μανδάμ! Τι ικανοποιηση να απολαυσει με τη σαμπρελα ! Ο κιμπαρης διαλεγει τη γυναικα δεν παει με ό,τι να 'ναι. Υπαρχουν και χορτασμενοι. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το νυχτερινό κέντρο, όπου γίνεται κονσομασιόν, δηλαδή πληρώνεις ακριβά το ποτό μιας κοπέλας του μαγαζιού για να σου κάνει αυτή παρέα και να βγάλετε τα σώψυχα ή και τα σώβρακά σας. Είναι προσφιλές σε άντρες που είτε από χαμηλή αυτοεκτίμηση, είτε για άλλους λόγους, θέλουν να πληρώνουν και για παρέα γυναικεία και όχι μόνο για σεχ. Συνήθως, κονσοματζίδικα λέγονται όχι τα γκλαμουράτα στριπτιτζάδικα νέας κοπής, αλλά παρακμιακά κωλόμπαρα β΄ διαλογής που ως αισθητική φέρνουν σε εϊτίλα, ή και πιο πριν σε τρουμπαίες καταστάσεις, και όπου όχι τόσο νέες και ωραίες κονσοματρίς κρατάνε συντροφιά σε πουτανοκονσόμηδες κυρίους θαμώνες ζαχοπουλάδικων. Κατ' επέκταση, βέβαια, κάθε χώρος που προσφέρει κάποιο είδος κονσομασιόν ή πουτού σε πουτόπιστους μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, είτε είναι κωλόμπαρο, είτε φραπενείο, είτε ακόμη και σκυλάδικο.

"Από τον μαλάκα στο πρώτο τραπέζι"

Ενδεικτική περιγραφή ιδεοτυπικού κονσοματζίδικου από Protnet:

Θα τα συναντήσει κανείς παντού. Από την πιο πολυσύχναστη γειτονιά της Αθήνας μέχρι το πουθενά, στο μέσον του τίποτα. Στα κωλόμπαρα δεν υπάρχει πλέον σώου. Είναι μικρά συνήθως μαγαζιά που θυμίζουν περισσότερο μπουρδέλο παρά μπαρ. Μοιάζουν αρκετά με τις καφετέριες του 80. Πολλά μικρά σαλονάκια με ψηλή πλάτη και ένα μπαρ. Διακόσμηση μίνιμαλ έως μηδέν. Χρώματα, όπως και στα μπουρδέλα, ροζ και μωβ, ή φαίνονται έτσι από το πολύ μπλακ λάιτ.

εδώ

Καθώς, λοιπόν, το κονσοματζίδικο είναι συνδεδεμένο με παρακμή και ντέκα, χρησιμοποιείται κυρίως ως μειωτικός χαρακτηρισμός για μαγαζί. Ορισμένες φορές και μεταφορικά για να χαρακτηρίσει άλλους τόπους που απλώς έχουν αισθητική ζαχοπουλάδικου είτε στη διακόσμηση είτε στην εξυπηρέτηση είτε στη μουσική (βλ. παραδείγματα).

  1. -Σαν σημερα πέθανε ο Α. Παπανδρεου πως και δεν αναφέρθηκε! Α ρε τι θυμηθηκα φανταρος τοτε να μας ξυπναει ο αλλαγης "Πεθανε ο Παπανδρεου!!!!!" "τον πούστη" ο ενας "τον αλητη ο αλλος" "στ' αρχίδια μας" οι περισοτεροι! τελικα πηγα για σκοπια ΑΓΕΑ και ηταν ολοι μεσα Υπουργοι Αργηγοι χεστηκαμε στην χαιρετουρα και στην ορθοστασία (και ας ας εμεναν 60 μερες για το χαρτί). Δεν θυμαμαι τη μερα ηταν αλλα μαλλον ΣΚ ηταν γιατι λέγαμε σημερα πηγε να πεθανει!!! Άσχετο: Αυτο το Tina Bar εδω και 15 χρονια το ακουω ως κωλάδικο και κονσοματζίδικο! ισχυει ή ειναι αστικός μύθος???
    -Τωρα τι σχεση εχει το Tina Bar με τον Ανδρεα Παπανδρεου? Ρε μπας και ειχε παει εκει ο Αντρικος και εμεινε στον τοπο? (Από συμφυρμό σχετικοάσχετων θεμάτων σε μπουρδελοφόρουμ. Ινσέψιο: Να κάνεις μια μπουρδελοσυζήτηση μπουρδέλο).
  2. Η χειρότερη εξυπηρέτηση όλων. Τα παιδιά δουλεύουν σαν σε κονσοματΖιδικο. ΜΗΝ ΠΑΤΑΤΕ (δες).
  3. Αυτός ο ΨΥΧΟΒΓΆΛΤΗΣ σταθμός, που λέτε, είναι πολύ φτωχός. Έχει όλο κι όλο ΕΝΑ σιντι! Και, τι να κάνει, το παίζει ξανα και ξανά, να βγαίνει το μεροκάματο. Έτσι μου ρχεται να πα να τους δωρίσω όλα τα συλλεκτικά σιντί που είχα αγοράσει στα 12, Μπριτνάκι Σπίαρς, Φριστάιλο, Μάμπο νο5 και Limp Bizkit, να ισιώσομε λίγο. [...] Α, ναι, πάντως, ψοφάω να γνωρίσω έναν που να δουλεύει εκεί. Ίσα ίσα για να του πω "Ααα, τα συλλυπητήριά μου για το κονσοματζίδικο που δουλεύεις". Το μόνο που ίσως με παρηγορεί είναι αυτοί που θα δουλεύουν εκεί... και θα έχει παντού ηχεία...και θα δουλεύουν και απλήρωτες υπερωρίες 10ωρα...Ναι, υπάρχουν και χειρότερα. Σκέφτομαι να αρχίσω να στέλνω υβριστικά μηνυματάκια, σε φάση "Συγχαρητήρια για το εμετικό σας πρόγραμμα" ή "Συγχαρητήρια για το κωλάδικο που διατηρείτε". (Ένα κορίτσι που το λέγαν Βάγγο).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το προφυλακτικό, η καπότα, ντε, στα Καρπάθικα. Τη λέξη την ξέρω από φίλη Καρπάθια. Η λέξη αναλύεται στα συνθετικά της και κάνει αυτό που λέει. Είναι η θήκη - προφύλαξη της τσουτσούς κατά την ερωτική πράξη, ώστε να μην ξεχυθούν οι χυμοί του έρωτα κι έχομε άλλα ντράβαλα μετά (γενετήσιο-αφροδίσια, ανεπιθύμητης στιγμής κουτσούβελα). Η πρώτη διαφήμιση ψωλοθήκαρου της σύγχρονης εποχής, στις αρχές του 18ου αιώνα, το ονόμαζε "μηχανή που προστατεύει από τα τραύματα του έρωτα".(!) http://users.itia.ntua.gr/soulman/ikseres.html (πώς να περιγραφεί αλλιώς μια εφεύρεση ταμπού;) Παλιά κατασκευάζονταν από λινάρι και λάστιχο (συνήθως από έντερα ζώων), ήταν πολλαπλών χρήσεων και η αποτελεσματικότητά τους εξαρτιόταν από τη βασταγερότητα του επιβήτορα! (μάλλον δεν είχαν πολλές ελπίδες). Το αγγλικό "vagina" απ' το λατινικό vagina - ae (θήκη ξίφους κυριολεκτικά και μετά , και τί ξίφους, ε;;;) συνδέεται εννοιολογικά, με αυτό των κουτσαβάκηδων. Η τσουτσού σε θήκη μπαίνει, σε ό,τι μοιάζει με θήκη. Πρωτοπόροι οι Ολλανδοί, που μόλις η εφεύρεση έγινε γνωστή, έσπευσαν πρώτοι να την κάμουνε δημοφιλή, αρχικά αναμεταξύ των...

- Και, ίντα γίνηκε με την κοπελιά; Έχωσές τηνε με ψωλοθήκαρο;
- Έχωσά τηνε, αλλά το παντέρμο θαρρώ πως έσπασε!

Χρησιμοποιώ την Κρητικήν, δε γνωρίζω πως διατυπώνεται στα Καρπάθικα... Όποιος ξέρει ας συμπληρώσει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά σημαίνει βάζω χέρι, χουφτώνω, μπαλαμουτιάζω, αβέλω πιασμάν. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το θεωρεί ιταλικής προέλευσης, όπως και το μπράτσο (βλ. braccio, braccietto).

Να τα μπρατελιάσματα, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια, να τα κοντροσόλια και οι τζόκες, αλλά νάκα κουραβελτόσημο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Για να απαντηθεί το ακανθώδες ερώτημα «πόσο χύνει ο μέσος αρσενικός στη ριξιά», κάτι εκατοντάδες συνειδητοποιημένοι και επιπλέον, συστηματικοί μαλάκες με πατέντα, κάθε είδους, για το καλό της επιστήμης, κατέθεταν μετά από κάνα δυο μέρες αυστηρής αγαμίας τα χύσια τους για ικανό διάστημα.

Στο ρεζουμέ· κάτω από 1,5ml δεν δικαιούσαι να λαγνοβοάς «χύνω», αλλά μάλλον «στάζω», ενώ από 5,5ml και πάνω στη ριξιά, ειδικά την πολλαπλή τοιούτη, νταξ… δεν χύνεις και κουβάδες, αλλά επιστημονικώς κρίνεσαι πανάξιος του σλανγκικού όρου «χυσιάρης».

Κι επειδή τα φλόκια απλώνουν όταν δεν καταλήγουν στην καπότα ή στις οπές για τις οποίες προορίζονται, μ’ αποτέλεσμα να ξεγελούν στο ..μάτι· 5ml φουλάρουν άνετα ένα κουταλάκι του γλυκού.

Καρατσεκαρισμένο δε, πως οι χυσιάρηδες είμ είναι σαφώς πιο ...γαμιάδες και καρπεροί.

Για τους μη, σαφώς κι η κατάσταση βελτιώνεται αν κόψεις ξενύχτια και ουσίες, το ρίξεις στα μπίο, στα μπόλικα υγρά πλην τα ξίδια, αφήνεις τις μπαταρίες να γεμίσουν πριν τις ξαναβγάλεις οφ, και προπαντός αν στα προκαταρτικά το παίξεις υπερπαραγωγή.

Αλλά κακά τα ψέματα… Αν δεν σου το ‘χουν τα γονίδια…

1ο

…να γεμίσω το κεφάλι μου με μία και μόνη ιδέα, μια σκέψη υπέροχη όμως, πολύ πιο ισχυρή απ' το θάνατο, κι ότι θα μπορούσα με μόνη την ιδέα μου να χύσω παντού, από ηδονή, ανεμελιά και θάρρος. Ένας χυσιάρης ήρωας. Από θάρρος θα 'χα μπόλικο εγώ. Θα μου ξεχείλαγε μάλιστα από παντού το θάρρος, κι η ζωή η ίδια δεν θα 'ταν πια τίποτε άλλο από μια ολάκερη ιδέα θάρρους που θα 'σπρωχνε τα πάντα, ανθρώπους και πράγματα, απ' τη Γη ως τον Ουρανό. Και επί τη ευκαιρία, θα 'χαμε επιπλέον τόση αγάπη, που ο Θάνατος θα 'μενε κλεισμένος μέσα της, αντάμα με την τρυφερότητα, και θα 'ταν τόσο καλά εντός της, τόσο θαλπερά, που θα το φχαριστιόταν επιτέλους ο μπαγάσας και θα τον γλεντούσε εντέλει τον έρωτα κι αυτός, όπως όλοι. Να τι θα 'ταν ωραίο!

(Απ’ το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας», του Louis-Ferdinand Céline (1894-1961) σε μετάφραση της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου σε έκδοση του «Βιβλιοπωλείον της Εστίας»)

2ο

-Συγχαρητήρια συνάδελφε Vanzel για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη του θέματος, που απ' ότι φαίνεται κατέχεις καυλά ;) Αφού ταιριάζουν τα γούστα μας... κι επειδή βγάζω κι εγώ ΠΟΛΥΥΥ πράγμα... τι θα 'λεγες να κανονίζαμε να πάρουμε παρεούλα καμιά πουτανίτσα (πχ Jennifer) και να της ασπρίσουμε την μούρη;

-Κι εγώ είμαι χυσιάρης πολύ. Να κανονίσουμε κάνα bukake αλλά όχι με cg σε ct γιατί δαγκώνουν!

3ο

Κάνε upload δαχτυλάδα στη λότρυπα να την δεις μερακλής και χυσιάρης...

(Συμβουλή προς έχοντα μέγα πρόβλημα χυσίματος)

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πάλι με γριές τραβιέται ο Γιαννάκης. Όλοι τον φάγανε ότι σιγά σιγά γίνεται ζιγκολάκιας.

Ο μικρός σε ηλικία ζιγκολό. Ο άνθρωπος που κάνει τα πρώτα του βήματα στο να αποσπάει χρηματικά ποσά από μεγαλύτερες ηλικιακά γυναίκες ως αμοιβή για σεξουαλικές πράξεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άντρας ή γυναίκα που έχει (ή θεωρείται ότι έχει) σεξουαλικές σχέσεις ως "παθητικός" ερώμενος-η με πάρα πολλούς εραστές, οπότε θεωρείται ότι χρησιμεύει απλώς ως σκεύος ηδονής και ως τόπος εγκατάθεσης σπέρματος, χωρίς να έχει κάποια άλλη ενδιαφέρουσα ανθρώπινη ποιότητα. Χρησιμοποιείται και ως γενική σεξιστική βρισιά. Συνώνυμα: χυσοκανάτα, σπερματοκανάτα, χυσαποθήκη. Αγγλιστί: cum bucket, sperm bucket.

Καλά με τη Τζένη βρήκε να κάνει σχέση; Αυτή είναι ο χυσοκουβάς όλης της Φιλοσοφικής!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κλινοπάλη επί το λαϊκότερον, δηλαδή το σεξ συνεκδοχικώς, εννοείται το παθιάρικο σεχ που κάνει να αναστενάζουν οι σουμιέδες.

Αναρωτιέμαι μήπως οι σημερινές εικοσιπεντάρες, οι τριαντάρες έχουν κουραστεί από το κρεβατοκούνημα και πλέον δεν τις νοιάζει για τίποτα. Απορία εκφράζω. Έχω μείνει στην παλιά σχολή, της δεκαετίας του '10, του '20 στο Παρίσι, που περίμενε η σεμνή κοπέλα στο δωμάτιό της, να κοιμηθούν οι γονείς της, και να περάσουν κάτω απ' το μπαλκόνι της οι ωραίοι γλυκοκανταδόροι, να της πουν ρομαντικά τραγούδια. (Μάκης Τσίτας, Μάρτυς μου ο Θεός, Αθήνα: εκδ. Κίχλη, 2013, σ. 87)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία