Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Υποκοριστικό του Gif (Graphics Interchange Format).

Καίτοι παλαιάς κοπής γραφικό αρχείο, το γκιφάκι εξακολουθεί να κλέβει την παράσταση καθώς δίνει την ψευδαίσθηση κινούμενης εικόνας.

Πάσα: Τζίζας.

- Θα το σώσω σε γκιφακι (που είναι και πιο ελαφρύ).
(εδώ)

- Το τζιφακι της υπογραφης μου βαζει ιδεες....
(εκεί)

Patsis:[img]http://www.myemoticons.com/images/humor/poop/bear-pooping-in-woods.gif[/img]***Jesus:***
- έπος το γκιφάκι
(Από το λήμμα χέζουν οι αρκούδες στο δάσος;)

[img]http://www.supremepower.co.uk/Boobs.gif[/img]
(Από το λήμμα μουσική σλανγκ)

(από Galadriel, 28/06/10)(από Galadriel, 28/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γαζί ή κέντημα ή κεντίδι, είναι τα συνεχόμενα στίγματα στο πετσί των πρεζάκηδων από την μακροχρόνια ενδοφλέβια χρήση πρέζας (σουτάρισμα, βάρεμα, τοξοβολία).

Τα σημάδια απ' τα πρώτα τρυπήματα σιγά σιγά φεύγουν, με τη βοήθεια ίσως και κάποιας ειδικής αλοιφής. Αν όμως κολλήσεις με τη ζουζού (μιλάμε για κόλλημα βελόνας, κυριολεκτικά!) οι βλάβες είναι ανεπανόρθωτες και οι φλέβες δεν επανέρχονται στην πρότερή τους κατάσταση, «χάνονται» και δεν ξαναβγαίνουν ποτέ.

Το γαζί κάνει την εμφάνισή του συνήθως σε χέρια ή πόδια, ακριβώς πάνω από τη φλέβα. Όταν αυτές οι φλέβες καούν, επιστρατεύονται άλλες, όπως π.χ. του λαιμού. Όταν πλέον όλες οι υπόλοιπες φλέβες καταστραφούν και εξαφανιστούν, ύστατο σημείο για βαρέματα απομένει η ελιά, ψηλά κι εσωτερικά των μηρών, δίπλα στην οικογένεια. Από εκεί περνά μια μεγάλη και ανθεκτική κεντρική φλέβα. Συνήθως στην ελιά δημιουργείται και φωλιά, σημείο δλδ όπου, μετά από άπειρες ενέσεις, η σύριγγα βρίσκει στόχο σχεδόν μόνη της, χωρίς πολύ ψάξιμο. Σε εντελώς προχώ καταστάσεις, το πλαστικό σέο προσαρμόζεται στη φωλιά χωρίς καν τη μεσολάβηση βελόνας, και το σταφ χύνεται απευθείας μέσα. Το βάρεμα στην ελιά είναι λίαν επικίνδυνο: παίζει να κουτσαθείς ή να παραλύσεις από καμιά θρομβοφλεβίτιδα. Η ένεση ως γνωστόν δεν είναι παίξε-γέλασε, θέλει χέρια, δεν είναι για ατζαμήδες...

Άμεσες αιτίες του κεντήματος:

  • Πολυχρησιμοποιημένες βελόνες, που έχουν στομώσει και φθαρεί.
  • Η απρόσεκτη, σκιτζίδικη χρήση. Γενικά οι ενεσάκηδες δεν είναι αυτό που λέμε άτομα της υπομονής. Πάντα λαίμαργοι και καυλωμένοι, σκέφτονται μόνο πως να ξεχαρμανιάσουν. Η διαδικασία ανεύρεσης φλέβας είναι όμως μια τελετουργία βασανιστική, μανουριάρικη, που μπορεί να κρατήσει και ώρες. Απαιτεί συνεχείς δοκιμές με αναρροφήσεις (τρυπάς λίγο τη φλέβα για να δεις αν θα εισρεύσει αίμα στη σύριγγα, αν ναι τότε είσαι οκ). Πολλοί δεν την παλεύουν, κλατάρουν και βαράνε στο γάμο του Καραγκιόζη...
  • Το ξινό και άλλα φαρμακευτικά οξέα, που χρησιμοποιούνται για τη διάλυση της ακατέργαστης και νοθευμένης πρέζας. Το ξινό γαμάει και τα δόντια.

Η απλή πράξη του τρυπήματος, είναι από μόνη της μια αρρώστια, ανεξαρτήτως του όποιου ψυχοσωματικού εθισμού προκαλεί η ουσία. Οι τοξικομανείς, αλλά και άλλα άτομα που τοποθετούνται - ή θέλουν να αυτοτοποθετούνται - στο λεγόμενο «περιθώριο» (φυλακισμένοι, πανκιά, παλαιότερα κάποιοι ναυτικοί), τη βρίσκουν γενικά με το να ταλαιπωρούν το σώμα τους. Χτυπάνε τατού, κάνουν piercing, μέχρι και χαρακιάζουν το δέρμα τους με ξυραφάκι, χωρίς καμιά «καλλιτεχνική» πρόθεση (οι γνωστοί τσαμπουκάδες). Με τους τρόπους αυτούς, ξεσπούν στο ίδιο τους το σώμα, την οργή και το μίσος που έχουν σωρεύσει εναντίον της κενωνίας...

Για να καλύψουν τα κεντίδια στο δέρμα τους, οι πρεζάκηδες συνήθως χτυπάνε τατουάζ ακριβώς από πάνω. Τα παλιά τατουάζ, τα λεγόμενα «φυλακόβια», γίνονταν με την πρωτόγονη τεχνική των κόκκων πυριτίου: αποτελούσαν κάρφωμα πρώτης τάξεως οτι κάτι δεν πάει καλά με τον φέροντα. Άλλος τρόπος απόκρυψης των στιγμάτων είναι με τα μακριά μανίκια, που ορισμένοι δεν αποχωρίζονται ούτε το ντάλα καλοκαίρι...

- Πω ρε φίλε, για τσέκαρε μία τον πρεζάκια απέναντι! Τι κεντίδια είν' αυτά, τι ράμματα, γαζιά κανονικά κι ετς...
- Ε, ναι, μοδίστρα με τα όλα της ο τύπος μιλάμε...

σουτάρισμα και γαζόκρυψη (από johnblack, 19/07/09)μοδιστρούλα (από johnblack, 19/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.

  1. Calypso lit dans un mou nid au bord de l'eau.
  2. Chamonix
  3. mea colpa
  4. άβυσσος το μουνί της γυναίκας!
  5. αγαθομούνα
  6. αγαρμπομούνα
  7. αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata
  8. αιδοιόκυνος
  9. Αιδοίον πέλαγος
  10. αιδοιοφόρο
  11. αιδοιοφόρος ορίζοντας
  12. ακατάσχετη μουνορραγία
  13. άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως
  14. Αμοκάτσι ... Αμουνίκε ... Ρουφάι
  15. ανάγκη πού'χει η Μάρω, πού 'ν' το μουνί της μαύρο
  16. αναμουνή
  17. αναρχομούνι
  18. αντρικό μουνί
  19. άπατα
  20. Από τον κώλο στο μουνί, δυό δάχτυλα και κάτι τι.
  21. από φωνή... μουνάρα!
  22. αραχνομούνα
  23. αρχιμύδεια
  24. αρχοντομούνα
  25. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  26. βρακί αυτοκινήτου - εσώρουχο με τρύπα
  27. βρήκαμε μουνί, το θέλουμε και ξυρισμένο
  28. βρωμομούνα
  29. γαμώ το μουνί που σε πέταγε
  30. γαμώ το μουνί της Εύας
  31. γαμώ το μουνί της Καλιρρόης
  32. γαμώ το μουνί της οικογένειάς του!
  33. γατάκι
  34. γκαστρωμένο μου μουνί, του πούτσου μου μεζές
  35. γκόμενα με αρχίδια
  36. γλειφομούνι
  37. γλωσσίδι
  38. δαγκωτό
  39. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί ξυρίζεται
  40. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται
  41. έλα μουνί στον τόπο σου
  42. εμού του αιδοίου
  43. επική μουνάρα
  44. έχει να δεί μουνί από βάφτιση
  45. έχει πήξει το μουνί μας
  46. έχει πιξελιάσει το μουνί μας!
  47. ζαχαρομούνα
  48. Η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα
  49. η ωραία μέρα του μήνα
  50. θεομουνία
  51. θεόμουνο
  52. θρυλική μουνάρα
  53. καβλομούνα
  54. και οι παντρεμένες έχουν μουνί
  55. κάλπη
  56. καμένο ντουί
  57. καμηλό
  58. κι άμα γεράσει το μουνί, η τρύπα δεν εφράζει, μα της ψωλής τα γηρατειά είναι πικρό μαράζι
  59. κλαμμένο μουνί
  60. κλαψομούνα
  61. κουτί
  62. λεβεντομούνα
  63. λιβαδομούνι, φυλάω
  64. μαδομούνι
  65. μαλλιαρομούνα
  66. Μανάρα
  67. μαυρομούνα
  68. με υπομονή κι επιμονή, ο κώλος γίνεται μουνί
  69. μύδι
  70. μι εις τη νιοστή
  71. μινέτο
  72. -μούνα, -γκόμενα
  73. μουνάθροιση
  74. μουνάκιας
  75. μουνάντερο
  76. μουνάρα
  77. μουναρδέλι
  78. μουνάρχιδο
  79. μουνάτο
  80. μουνί απ' τα Καλάβρυτα
  81. μουνί καλλιγραφία
  82. μουνί καπέλο
  83. μουνί κλαμένο
  84. μουνί με ρύζι
  85. μουνί της λάσπης και του αγρού
  86. μουνί τραγιάσκα
  87. μουνί τσοκολάτα
  88. μουνιδάκι
  89. μουνίκακας
  90. μουνίλα
  91. Μουνιόθ
  92. Μουνιόθ Καπέλο
  93. μουνιού, του
  94. μουνισμός
  95. Μουνίτις, Πέδρο
  96. μουνίτσα
  97. μουνοβατερλώ
  98. μουνόγαλα
  99. μουνοείλωτας
  100. μουνόλυσσα
  101. μουνομάχος
  102. μουνοπλαγιά
  103. μουνοπλακέτα
  104. μουνοπλημμύρα
  105. μούνος
  106. μουνόσκυλο
  107. μουνότριχα
  108. μουνοτρύπανο
  109. μουνούχω / ευνουχομούνα / μύδουσα
  110. μουνόχειλο
  111. μούνστορμ
  112. μουνώνας
  113. μουτζό
  114. μούτι
  115. μπαγαποντοξούρα
  116. μπαγαποντοπλαστική
  117. μπαργομούνα
  118. μπερδεψομουνιά
  119. μπικίνι
  120. μπουζουκομούνι
  121. μπροστομούνα
  122. μύδι
  123. νάρα
  124. νιμού
  125. ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι
  126. ξεκωλόμουνο
  127. ξεμουνιάζω
  128. ξινομούνα
  129. ξινομουνίαση
  130. ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος
  131. οδοντογλειφίδα
  132. παλιομούνι
  133. παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι
  134. πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω
  135. πηγαδομούνα
  136. πηγάδω
  137. πήρε άδεια το μουνί να παίξει πασαβιόλα
  138. πιάνω αράχνες
  139. πινελάκι
  140. πινέλο
  141. πλακομούνα
  142. πλακομούνι
  143. πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα
  144. πουνάνι
  145. πουτόπιστος
  146. πουτσοπαγίδα
  147. πούττος
  148. πυξλαμούν
  149. ραδίκι σγουρό
  150. σάντομουνιτς
  151. σεισμομούνα
  152. σίστος / σσιήστοςσισυφομούνα
  153. σκαντζόχοιρος
  154. σκεφτόμουνα
  155. σπαθί
  156. στο μουνί μου το ιδιότροπο
  157. στρειδομούνα
  158. τεστ ντράιβ
  159. την έγλειφα και άπλυτη
  160. της έδωσα το μουνί στο φουαγιέ
  161. της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο
  162. τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής;
  163. το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει
  164. το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει
  165. το μούνι πηγάδι, της έκανα
  166. το μουνί σέρνει καράβι
  167. το μουνί στο πιάτο
  168. το μουνί της Χάιδως
  169. το μουνί το δίφορο, παίρνει τον κατήφορο.
  170. το μουνί το λένε βιόλα και τον πούτσο πασαβιόλα
  171. το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα
  172. του μουνιού το πανηγύρι
  173. Τουβλομούνα
  174. τούνελ
  175. τρε μουνι
  176. τριφασικό μουνί
  177. τρύπα
  178. βγάζω το φίδι από την τρύπα
  179. τρώω το μύδι με το τσόφλι
  180. φαρμακομούνα
  181. φλίτσι-φλίτσι
  182. χαζομούνα
  183. χαυνομούνης
  184. χοάνη
  185. χωρίστρα
  186. ψωλότσεπη
  187. ωδείο

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αταβιστική πρώτη λέξη προέρχεται από το φάγωμα του δεν είναι. Για να προφερθεί σωστά η φράση πρέπει να έχουμε όλη την καλή διάθεση να αρθρώσουμε, αλλά να το καταπνίγουμε ακριβώς πριν το σύμπλεγμα του δέλτα με τα τόσο ρωμαλέα φωνήεντα δει φως της μέρας. Το όλον συμπράγκαλον με τα παραφερνάλια τονίζεται στο πρώτο νυ.

Η απόστροφος θέλει να αποδώσει αυτό ακριβώς το μπαστάρδεμα του νυ με αυτά που υπό κανονικές συνθήκες θα προηγούνταν και θα έπονταν. Λογικά θα είναι και η πρώτη καταγεγραμμένη λέξη παγκοσμίως με δύο σύμφωνα και με τρεις αποστρόφους, οπότε καβλώνουμε και με την πάρτη μας.

Νοηματικά διαχωρίζεται από το πλήρες δεν είναι κακό, καθώς τείνει να σημαίνει ότι πρόκειται περί μάλλον καλού πράγματος, ιδίως όταν συμπληρωθεί σε δεύτερο χρόνο από το 'ν'ν' καθόλου κακό..., όπου το καθόλου προφέρεται έως και καμπανιστά.

- Τι σου λέει το γκομενάκι απέναντι;
- 'Ν'ν' κακό...

Renault NN (από Vrastaman, 20/05/09)

βλ. και πα μαλ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο αιτώντο λήμμα στο Δημόσιο Πρόχειρο, εισηγήθηκε την ελληνική απόδοση του όρου Vagina dentata. Εδώ είμαστε, δώστε βάση στο νόημα γιατί έπεσε ρισέρτς, ήμουν τυφλή και βρήκα το φως μου αναλαμβάνοντας αυτό το λήμμα - δεν μπορώ, δεν μου επιτρέπεται, να μην μοιραστώ τόση γνώση:

Βασικά μιλάμε για ένα μουνί που τρώει καβλιά. Να ξέρουμε πού βρισκόμαστε εξαρχής και μετά συνεχίζουμε ως ακολούθως.

Το μουνί με δόντια - ορισμός: Ο ορισμός της Wikipedia για το Vagina dentata (ελεύθ. μτφ.): «Vagina dentata είναι ο λατινικός όρος για το αιδοίο με δόντια. Πολλοί πολιτισμοί έχουν λαϊκές ιστορίες σχετικά με γυναίκες που είχαν δόντια στα αιδοία τους, οι οποίες έχουν σκοπό να προειδοποιήσουν για τους κινδύνους που ενέχει το σεξ με άγνωστες γυναίκες και για να αποτρέψουν από ενέργειες βιασμού.». Έεετσι!

Το μουνί με δόντια - επιστήμη: Το αιδοίο με δόντια, λέει, φαίνεται ότι είναι το κλασσικό σύμβολο του φόβου του άντρα για το σεξ και ότι εκφράζει την υποσυνείδητη πίστη πως μια γυναίκα μπορεί να φάει ή να ευνουχίσει τον σύντροφό της κατά την διάρκεια της συνουσίας. Ο Φρόιντ αναφέρει ότι «πιθανώς δεν υπάρχει άντρας απαλλαγμένος από το φρικιαστικό σοκ της απειλής του ευνουχισμού στην θέα των γυναικείων γεννητικών οργάνων». Αλλά, (σύμφωνα με το The Woman's Encyclopedia of Myths and Secrets by Barbara Walker) ο Φρόιντ, λέει, το 'χε πιάσει λάθος (πάει και ένας αιώνας από τότε που ανακάλυπτε τον τροχό, όσο και να 'ναι, και τα μεταγενέστερα γατόνια τον βγάλανε σκάρτο): ο πραγματικός λόγος αυτού του «φρικιαστικού σοκ» είναι, λέει, ο συμβολισμός του στόματος, που πλέον αναγνωρίζεται διεθνώς στον μύθο και την φαντασία: «Είναι γνωστό στην ψυχιατρική ότι τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες φαντασιώνονται την είσοδο του αιδοίου ως στόμα». Τί λες τώρα!!!

Το μουνί με δόντια - τέχνη: Από όλα τούτα η τέχνη εμπνεύστηκε και βγήκε το ταινιάκι «Teeth», μιλάμε για τρελή αρρώστια το σενάριο. Η τύπισσα με το που τα 'παιρνε στην κράνα τους έκανε πουτσοκεφαλοκλείδωμα και ακύρωση - τους τα κοβε με δαγκιά [sic] και τα πέταγε στα σκυλιά. Έτσι! Να μάθουνε να σέβονται.

Λοιπόν κανονίστε, φράσεις του στυλ «σβήσε την λάμπα κι έλα να την φας» είναι πλέον επικίνδυνες (και πριν ήταν, από ό,τι φαίνεται, αλλά τώρα έγινε official).


ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ [I]Vagina dentata ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ -[/i] Επιλέχθηκαν, όπως με χαρά προσέξατε στο λήμμα, ως επικρατέστεροι οι εξής όροι:

  1. Αιδοίο το οδοντοφόρο(επιστημονική ορολογία): ο όρος προκύπτει από την απλή και ξεκούραστη μετάφραση, με έμπνευση από την διωνυμική ονοματολογία - λέμε τώρα (vagina το αιδοίο - dentata αυτό που φέρει όδοντες, δηλαδή δόντια, νομίζω αντιληπτόν).

  2. Δαγκανόμουνο (εύχρηστη ορολογία για χρήση στην καθομιλουμένη):
    ελεύθερη απόδοση του όρου, μονολεκτική και πασπαρτού, προκρίθηκε ανάμεσα σε πολλές άλλες υποψήφιες, κυρίως επειδή βρίσκεται σε αντιστοιχία με άλλους όρους, τους οποίους βάζω παρακάτω με * για να μην μαυρίσει εντελώς το κείμενο και χαθεί η ουσία. Η λέξη Δαγκανόμουνο εστιάζει κυρίως στις ιδιότητες ενός μουνιού με δόντια, άρα πάει ένα βήμα παραπέρα, δεν κολλάει στα τυπικά, έχει ποιητικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις. Γιατί τελικά, το βασικό πρόβλημα με το Vagina dentata, δεν είναι π.χ. ότι είναι άσχημο ή κάτι τέτοιο - το πρόβλημα είναι ότι δαγκάνει [sic].


Σύνθετες λέξεις, στα πρότυπα των οποίων διαμορφώθηκε το «δαγκανόμουνο»:
αγριόμουνο / βρωμόμουνο / αραχνόμουνο / γεροντόμουνο / ζαχαρόμουνο / φαρμακόμουνο κ.λπ.

  1. - Ανακαλείς τινά άνδρα ονόματι Τζον Μπόμπιτ, του οποίου η σύζυγος ακρωτηρίασε το πέος; Ήτο άτυχον τελικώς το γεγονός ότι δεν ήτο ενήμερος περί του Αιδοίου του Οδοντοφόρου...
    -Σώπα ρε μαλάκα μετά του το ράψανε και έγινε πορνοστάρ και χέστηκε στα φράγκα. Αλλά γιατί μιλάς παππουδίστικα, χάζεψες;
    -Δια να είμαι σύμφωνος με την σοβαρότητα του επιστημονικού ταύτου όρου.

-Το θέλω αυτό το μουνί, το θέλω δικό μου.
-Κανόνισε την πορεία σου, είναι δαγκανομούνα αυτή, την ξέρει όλη η πιάτσα, θα στην κόψει με το δαγκανόμουνό της και θα στην πετάξει στα σκυλιά.
-Μωρέ ας μου κάτσει εμένα και μετά ας με αυτοκτονήσει κιόλας...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο καφές.

Προφανώς το λήμμα έγινε ευρέως γνωστό από τον 2ο δίσκο των ΗΜΙΖ (Ημισκούμπρια), με τα θρυλικά άσματα «Πώς γινόταν ένας γκαϊφές» και «Πώς γίνεται ένας γκαϊφές».

Ωραία μέρα έχει σήμερα ρε παιδιά, μετά τη δουλειά πάμε για κανα γκαϊφέ;

Να πιω τον γκαϊφέ και μετά να μου πεις την μοίρα μου. Λεφτά βλέπεις; (από Galadriel, 25/02/09)(από Khan, 11/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε μπεζάκι, εις την Λαρισαϊκήν.

Ανήκει στην μεγάλη κατηγορία εκφράσεων που ξεκίνησαν ως ανέκδοτα αλλά τελικά σλανγκαυτονομήθηκαν.

Βλ. επίσης: Δεν μας χέζεις εσύ κι ο γρύλος σου, παιδιά να οργανωθούμε, μιλάς με γρίφους, γέροντα κ.α.

  1. Το ορίτζιναλ ανέκδοτο:

Ένας Λαρισαίος επισκέπτεται μια αντιπροσωπία τουτού στην Αθήνα:
- Χαίρετε, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω; - Ψάχνου για αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Σιμπιζάκι; Δυστυχώς όχι, έχω όμως ένα εξαιρετικό Ibizaκι με τις προδιαγραφές αυτές…
- Τότε δεν μ’ καν....
Πάει σε άλλο μαγαζί. - Γεια σας, τι θα θέλατε;
- Ένα αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Ξέρετε, τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Ό,τι βλέπετε
Τελικά επιστρέφει αποκαρδιωμένος στην Λάρσα και πάει στην μάντρα της γειτονιάς του.
- Ένα αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Μωρ’ κι σιμπιζάκι έχει και σι κοκκινάκι κι ότι τραβάει η ψυχούλα σ’ έχει!

2.- ιμίαιμα πανέμορφα κουταβάκια περίπου 40 ημερών χαρίζονται. Παράδοση κατ'οίκον στην περιοχή Θεσσαλονίκης. Ή ελάτε να διαλέξετε. Ένα από τα κουταβάκια, το μοναδικό σε σιμπιζάκι χρώμα, θα φιλοξενήσω εγώ στο σπίτι. Θαυμάστε το μετά από ένα μπανάκι...
(από εδώ)

  1. - Ο Λευκος Πύργος ναι είναι ακομαι σιμπιζάκι... κατι άκουσα ότι θα τον βάψουν μολις τελειώσει το μετρο...
    (από εδώ)

  2. - Μιλάμε γα πολύ γέλιο σε σχέση πάντα με το μύθο που κυκλοφορεί. Λες και ήταν σύναξη καθηγητών για σεμινάριο Δια Βίου Εκπαίδευσης. O κόσμος είχε πιά περάσει στον Βινγκεστάιν και αυτή ακόμα προσπαθούσαν να εξηγήσουν τα προβλήματα με Καρτέσιο. Ηταν δε χαρτόδετα σε σιμπιζάκι. Ουτε καν δερματόδετα οι καρμίρηδες.
    (για συνάντα της λέσχης Bilderberg, από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι θλιβερό γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων αγνοούσαμε την βουκολική αυτή λέξη μέχρις ότου ο ευφραδής Βύρων Πολύδωρας (επινοητής του Στρατηγού Ανέμου και της ασύμμετρης απειλής) αποφάσισε να μας την υπενθυμίσει και να της δώσει νέα διάσταση με μια εξαίσια αγόρευσή του στη Βουλή από την οποία το μόνο νόημα που βγαίνει είναι πως γράνα θα πει υδραγωγός. Όλα τα υπόλοιπα λεγόμενά του μάλλον σε χαζό τριπάκι φέρνουν και η αποκρυπτογράφησή τους χωρίς τη λήψη ναρκωτικών είναι μάταιη και ουτοπική.

Η λέξη γράνα λοιπόν είναι σλαβικής προέλευσης, ενσωματώθηκε στην ελληνική γλώσσα στα μεσαιωνικά χρόνια, χρησιμοποιείται ιδιωματικά και όντως θα πει υδραγωγός, αλλά και χαντάκι.

Η εν λόγω αγόρευση/διδασκαλία του Πολύδωρα έγινε αυτό που λέμε instant classic και αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος της καλτ κληρονομιάς μας μαζί με την επική τελευταία εκπομπή του καναλιού 67, το άσμα «Άντε σπάσε ρε μαλάκα» από την ταινία «Καμικάζι αγάπη μου», τον παράγοντα Εδεσσαϊκού και τα τόσα άλλα μνημεία του νεοελληνικού πολιτισμού.

Ας τα διαφυλάξουμε γιατί, εν τέλει, «γι' αυτά πολεμήσαμε»!

  1. (Η αγόρευση του Βύρωνος Πολύδωρα)

«Σας ζητώ να εκτιμήσετε... ειλικρινώς σας ζητώ να εκτιμήσετε... ειλικρινώς σας ζητώ να εκτιμήσετε... ότι πάσχουμε... ως κράτος... ως κοινωνία... ως διοικητική δομή... από τους εργάτες -εντός εισαγωγικών- του πεδίου!

Ποιος θα δει την κομμένη γράνα; Γράνα! Που σημαίνει υδ-ρα-γω-γός! Που καταστρέφει το νερό! Τοοο.. έδαφος! Και ύστερα γλείφει και κόβει την άσφαλτο! Και θα έρθουμε εμείς ύστερα... οι Συβαρίτες πολιτικοί της μαλθακότητας και της τρυφηλότητας και των σχεδιασμάτων... έχασαν... έχασαν από τον Κρότωνα... Θα έρθουν οι Συβαρίτες πολιτικοί να πουν: εδώ, τα δισεκατομμύρια... στην Τσακώνα πρέπει να καταβληθούν τάχιστα! Γιατί ο δρόμος Τριπόλεως-Καλαμάτας κάνει εξ' αιτίας της διακοπής απ' το νερό... Αλλά και στη Μαλακάσα το ίδιο έγινε!»

  1. (Από εδώ)
    «Είχε προηγηθεί , από τα μέσα του 7ου αιώνα η ανοργάνωτη εγκατάσταση Σλαβικών Νομάδων που διείσδυσαν ανεμπόδιστα και σχημάτισαν σκόρπιους καθαρά αγροτικούς οικισμούς, χωρίς καμία συνοχή μεταξύ τους. Με το πέρασμα των χρόνων και προ της εμφάνισης των Φράγκων είχαν σχεδόν όλοι απορροφηθεί από το κυρίαρχο Ελληνικό περιβάλλον. Στην οριστική αφομοίωση συνετέλεσε δραστικά και η επιτυχημένη προσπάθεια εκχριστιανισμού από το Βυζάντιο.
    Κατάλοιπα αυτής της εγκατάστασης είναι τα διάφορα τοπωνύμια που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούνταν (Βυδισοβα στο Δήμο μας και Γαράντζα - Παυλίτσα - Γαρδίτσα στον περίγυρο). Επίσης λέξεις με καθαρά αγροτικό νόημα (όπως γράνα, σβάρνα, λόγγος, καρβέλι, κ.λ.π).»

Η αγόρευση που άφησε εποχή. (από Cunning Linguist, 25/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για την αρχική σλανγκική ονομασία της μοϊκάνας, της πολεμικής κόμμωσης των Μοϊκανών.

Ο Martin Scorsese αναβίωσε την κουπ το 1976 στο αριστουργηματικό Taxi Driver, όπου ο Travis Bickle (που υποδύεται ο τιτάνας De Νiro) αφήνει λωρίδα για να εκτελέσει τον κακό γερουσιαστή. Ο Scorsese εμπνεύστηκε την σκηνή από τα αμερικανοκομάντα που ξυρίζονταν έτσι σε επικίνδυνες αποστολές στις ζούγκλες του Βιετνάμ.

Η λωρίδα υιοθετήθηκε στο τέλος των σέβεντηζ από τα πανκιά, υπό την στιλιστική καθοδήγηση image-makers τύπου Malcolm McLaren και Vivienne Westwood. Παραλλαγές της λωρίδας φορέθηκαν έκτοτε από κάθε επιστητή φυλή. Η τελευταία (2010) ενσάρκωση αποκαλείται λωρίδα εμόβερ, και καλύπτει τα μάτια πολλών κατατονικών έμο.

Αγγλιστί: Mohawk.

Ασίστ: johnblack, BuBis

- Οι Velvet Underground παίζανε punk, οι Red Krayola το ίδιο, οι Residents ομοίως ...οι Faces παίζανε punk, οι Kinks ασφαλώς και ήταν punk rockers... και δε συμμαζεύεται, ο Robert Johnson είχε μαλλί λωρίδα και έφτυνε τους περαστικούς!
(εδώ)

- Τι θα λέγατε εάν βλέπατε έναν Πανκ, με λωρίδα, κόκκινα, μπλε κίτρινα μαλλιά, αλυσίδες, καρφιά, να τα πίνει με την παρέα του σε ένα πάρκο;
(εκεί)

- Εκείνα τα χρόνιο, η μοϊκάνα, λεγόταν απλά λωρίδα αλλά ο έχων Μοϊκανός.
(Μπούμπης, παραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το να έχεις στην Κρήτη έναν ελαιώνα, ένα σπαρμένο (δημητριακά), ένα αμπέλι, ένα κοπάδι ή οτιδήποτε άλλο «συμισιακό» σημαίνει ότι, επειδή εσύ μένεις μακριά, έχεις ξεκουτιάνει, έχεις κληρονομήσει το χωράφι αλλά δεν έχεις ιδέα από αγροτικά ή δεν έχεις τρακτέρ, βαριέσαι ή έχεις την εισοδηματική πολυτέλεια να μην ασχοληθείς, εκχωρείς σε κάποιον άλλο μερικώς το δικαίωμα εκμετάλλευσής του, με άλλα λόγια, βάζει αυτός τη δουλειά με αντάλλαγμα ένα μεγάλο ή μικρό μέρος της σοδειάς (δεν είναι, δηλαδή, απαραίτητα μοίρασμα εξ ημισείας, για την ακρίβεια σχεδόν ποτέ δεν είναι, συνήθως ο «κεφαλαιούχος» έχει μεγαλύτερη μερίδα αλλά ο «εργάτης» μπορεί να κλέψει).

Αυτή η πολύ παλιά και διαδεδομένη ακόμα και σήμερα μορφή σύμβασης δεν είμαι σίγουρος ότι έχει αποκλειστικά ή κυρίως φεουδαλική προέλευση (ειδικά στην Κρήτη δύσκολο, λόγω περιορισμένων γενικά μεγεθών του κλήρου), και μάλλον προέρχεται από τις συμφωνίες μικροκαλλιεργητών, όπως φανερώνει και το όνομα των συμβαλλομένων: συζευτές (ή και ζυζευτές), αυτοί, δηλαδή, που συζευγνύουν, έχουν από κοινού ένα βόδι για το όργωμα (η συγκεκριμένη συμφωνία ονομαζόταν συζεψιά, αλλά ο όρος συζευτής επικράτησε για κάθε είδους συμισιακή συμφωνία, βλ. και το ριζίτικο:

[I]Φωνήν και κλάημαν άκουσα στ' Ορθούνι και στσι Λάκκους,
το Γιάνναρη σκοτώσανε, χαημός στο παλικάρι.
Δεν πάει μπλιο στον Ομαλό στα ρημοκούραδαν του
να βρει τσι συζευτάδες του, να ιδεί και τσι βοσκούς του,
να τωνε δείξει χειμαδιό και τόπους εδικούς του.[/I])

Στην Κρήτη ο όρος συμισιακά βρίσκει πλήθος μεταφορικές χρήσεις. Επειδή στη σχέση μεταξύ συζευτών εμφιλοχωρούσε πάντα η προσπάθεια ο ένας να κλέψει τον άλλο και κάθε είδους μανιαμουνιά στο μοίρασμα της γαιωπροσόδου, χρησιμοποιείται ο όρος για να σκωφθούν περιπτώσεις μοιράσματος κείνων που παραδοσιακά δεν πρέπει να κανείς να τα μοιράζεται: γυναίκα, αμάξι, μπιστόλι κλπ (βλ. και την παροιμία «συμισιακό σκουτέλι [μικρή γαβάθα για νερό, μέλι κλπ] σπάσιμο ή χύσιμο θέλει»).

Ετυμολογία: φαντάζομαι συν+ημισειακός.

- Μού 'πε η Κρίστι να πάμε το Σαββατοκύριακο στο χωριό μου, θέλει λέει να το δει....
- Ίντα διάολο, συμισιακή θα την έχομε;
- Ντα δεν έχετε χωρίσει μωρέ;
- Κατέω 'γω; Απροχθές, πάντως, π' επήγα να πάρω τσι πετσέτες μου από το σπίτι τζη τα ξαναφιάξαμε τρεις-τέσσερις φορές εκειά στο ντιβάνι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία