Έκφραση δανεισμένη από την αγγλική «the best». Χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της έννοια για να περιγράψει κάτι το τέλειο , το ανώτερο, αλλά και κυριολεκτικά για το αντίθετο. Άρχισε δε να εμφανίζεται στα ελληνικά απ' την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Manchester United ο George Best, που παρόλη την κρασοκατάνυξη και γενικά κραιπαλώδη ζωή του, είχε δεινές ποδοσφαιρικές ικανότητες. Εξού και η χρήση της έκφρασης για κάτι το αναπάντεχα καλό (λίρα εκατό), κάτι που όλα δείχνουν ότι δεν θα πάει καλά και διαψεύδει τους πάντες με τις επιδόσεις του (βλ. Εθν. Ελλάδας Πρωταθλήτρια Ευρώπης).

Είναι προφανές ότι το «δεν παίζεστ'» αποτελεί παράφραση του αρχικού αγγλικού «the best».

Αντιπροσωπευτικό τραγούδι: Simply the best από τη «γιαγιά» Tina Turner

  1. Κυριολεξία:
    - Πήγαμε στη συναυλία των Scorpions και ήταν ανπέκταμπλ !
    - Σώπα ρε, δε μπεστ ;
    - Δεν παίζεστ' σου λέω, χαμός έγινε.

  2. Ειρωνεία :
    - Γνώρισα χτες την αδερφή του Μήτσου που φαγώθηκε ότι με γουστάρει.
    - Έλα ρε, για λέγε , δε μπεστ;
    - Δεν παίζεστ', άσε . Σκέτη αραχνομούνα, λέμε.

(από granazis, 24/04/10)(από granazis, 24/04/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σχολική αργκό του ποδοσφαίρου ('80ς), παραφθορά του Πελέ. Απαντάται κατ' εξοχήν στη φράση «Ποιός είσαι; Ο Πελτέ;»

Σχετικά: ατομιστία (σημειωτέον οτι ως επίθετο επιβιώνει μόνο στον υπερθετικό «ατομιστ-αράς»!), ο περναμπουκάνο είσαι;, Μερεντόνας κλπ.

Λέγεται ειρωνικά ή/και εκνευρισμένα προς συμπαίκτη που προσπαθεί να περάσει «όλον τον κόσμο» (όπως μαϊμουδίζουν στερεότυπα οι σπορτκάστερς τις ατάκες του Διακογιάννη απο το ’70), αποφεύγοντας να δώσει πάσα – βγάλει σέντρα, διότι τους θεωρεί ανάξιους της κατοχής της μπάλας και πιστεύει οτι μόνον εκείνος είναι ο περιούσιος, εντεταλμένος του Θεού, παίκτης να βάλει το γκόλ. Όλοι οι άλλοι είναι παλτά...

Φυσικά, οι θέσεις του αμυντικού, του τερματοφίτσουλα και του διαιτητή (;;;) είναι αποδιοπομπαίες ως υποτιμητικές και, ούτω πως, στις αλάνες της Ελλάδας έχουμε ισάριθμους των παικτών επίδοξους πελτέδες (χώρια ο τερματζής στο μπακό).

Ο par excellence πελτές, ενώ διεκδικεί ηγετική θέση στην ομάδα (π.χ. διαλέγει την σύνθεση, δίνει φωναχτά εντολές στους συμπαίκτες του, απαιτεί άμεσα τη μπάλα κλπ), parole αυτά συνήθως παρουσιάζεται ως ευαίσθητος κράσις (π.χ. όλο τσακώνεται ζητώντας ανύπαρκτα φάουλ ή πέναλτι, κυλιέται κάνα μισάωρο στο χώμα σφαδάζοντας μετά απο τράβηγμα της μπλούζας κλπ) ιδίως αμέσως μόλις χάσει το γκόλ.

Διατηρώντας δε νοοτροπία κάτι μεταξύ ήρωος του ’21 («είναι λίγοι, μα τους πολλούς νικούν» και τέτοια) και Χατζηπαναγή, μόνον όταν κάνει καταφανή μαλακία (χάσει γκόλ μόνος σε κενή εστία), θα αναλάβει λεβέντικα την ευθύνη, σηκώνοντας το χέρι του ψηλά ότι «ντάξει παιδιά, mea culpa» (μωρ’ τί μας λές;)

[i][Παρενθετικά: Κάποιος μακρινός συγγενής που ζεί μόνιμα την Αυστραλία, έπαιζε μια φορά κι έναν καιρό στο εξωτερικό σε ημιεπίσημα τουρνουά σε θέση κυνηγού, προτιμώντας να συμμετάσχει σε αλλοδαπή εθνική ομάδα (που τον καλοδέχθηκε).

Μέχρι να συνηθίσει να λαμβάνει αναπάντεχα δίκαιες πάσες, τον μπινελίκωναν επειδή δεν εκμεταλλεύονταν την ευκαιρία, αντίστροφα απ’ ό,τι είχε μάθει ως τότε (η μπάλα κάνει τζιζ, άστηνε).

Παρατήρησε επίσης (στα διαλείμματα της ομάδας του), οτι καίτοι η ελληνική ομάδα ήταν φαβορί, εν τούτοις μάζευε σε κάθε αγώνα τα μπαλάκια τάληρο-τάληρο απ’ το πλεχτό και εν τέλει αποκλείστηκε, αφού το τήμ το’ παιζε κονκασέ-ζαναέ...

Μάλιστα, όταν σε κάποια φάση τραυματίστηκε ελαφρά (βασικά κουράστηκε να τρέχει πέρα-δώθε), είπε να κάτσει λίγο άμυνα και προσέφερε γενναιόδωρα (όπως νόμιζε) την θέση του στον γλαυκώπι αμυντικό συμπαίκτη του, που τον κοίταξε παραξενεμένα κι έπειτα του είπε, προκρίνοντας την ευδοκίμηση της ομάδας παρά την προσωπική του προβολή: «Εμένα η θέση μου είναι εδώ και τη δική σου την ξέρεις. Άσε τις μαλακίες και άντε τσακίδια μπροστά!»][/i]

Η ψυχοσύνθεση των νεοελλήνων δέον να αναζητηθεί ΚΑΙ στην παρατήρηση των παιδιών που παίζουν ομαδικά σπόρ. Δεν είναι τυχαίο, οτι ο Γκάλης αποθεώθηκε απο το πανελλήνιο, αφού έπαιρνε το παιχνίδι πάνω του...

- Ρε μαλάκα, μην κάνεις ατομιστίες λέμε! Αφού ήμουνα ξεμαρκάριστος, γιατί δε δίνεις μια πάσα; - Καλά σου λέει ρε χασογκόλη! Πού πας να τους περάσεις όλους μόνος σου, ο Πελτέ είσαι;
- Αφού δεν τον είδα ρε (ναι, καλά)...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

αλέκτωρ, αλέκτορας

Έτσι αποκαλείται με περιφρονητική διάθεση ο λέκτορας, δηλαδή κάποιος που έχει καταλάβει την πρώτη από τις 4 βαθμίδες (ονομαστικά λέκτορας, επίκουρος, αναπληρωτής καθηγητής και καθηγητής) του διδακτικού επιστημονικού προσωπικού (Δ.Ε.Π.) μιας πανεπιστημιακής έδρας.

Επίσης, το λήμμα αποδίδεται έναντι του ορθού όρου λόγω άγνοιας και όχι διάθεσης υποτίμησης, από κυρα-περμαθούλες του μεσο-δημοτικού (παρ. 2).

Ο λέκτορας μπορεί ωστόσο να μιμείται τις ιδιότητες του συνονόματου του αλέκτορα (κόκκορα) όταν είναι εξίσου υπερφίαλος και μπήχτης.

Ο επίκουρος επίσης αποκαλείται στοργικά και «επικουράδας», ενώ η συντομογραφία «Καθ.» του καθηγητή, δέον να μη δημιουργεί συνειρμούς με την έδρα όπου καθόμαστε κατά τη διάρκεια της αφόδευσης (καθίκι).

Τέλος, το Δ.Ε.Π., να μη συγχέεται με τη «διάχυτη ενδαγγειακή πήξη», έναν καταρράκτη αντιδράσεων που οδηγεί σε εκτεταμένη πήξη του αίματος, αν και τα δύο μπορούν ν΄αποβούν εξίσου θανατηφόρα.

  1. - Καλά, τί σου είναι άνθρωπος! Από τότε που έγινε αλέκτορας, την έχει δει κάπως τώρα και δεν μιλιέται, ο Δημητράκης. - Φταις που δεν τον γάμησες μικρό να σε λέει θείο.

  2. - Σπουδαίος γιατρός σου λέω, Νίτσα μου. Αλέκτωρ πανεπιστημίου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λογοπαίγνιο μεταξύ αφενός των λωτοφάγων της Οδύσσειας, οι οποίοι τρώγοντας ένα φυτό σαν τους λωτούς ένα πράμα ξέχναγαν την νοσταλγία για την πατρίδα που τους έδινε ταυτότητα, και αφεδύο του τυχερού παιχνιδιού Λόττο. Προφάνουσλυ, το ηθικό δίδαγμα είναι ότι με τον τζόγο ξεχνάμε τα πραγματικά δομικά οικονομικά, ψυχολογικά και άλλα προβλήματα, και το κράτος μας ενθαρρύνει γι' αυτό μέσω του ΟΠΑΠ κτλ. Οπότε λοττοφάγος είναι όποιος τρώει την παραμύθα και συμβιβάζεται αντί να γίνει ο μπαχαλάκιας που θα έπρεπε να είναι, και να βγει έξω να τα σπάσει όλα σε ένα πάρτι με Uzi (πλάκα κάνω!).

Κυριολεκτικά είναι αυτός που κερδίζει το Λόττο και μετά πετυχαίνει να φάει τα κέρδη σε χρόνο dt.

Με μια δόση σεφερλίτιδας παραπάνω μπορεί να είναι και ο φανατικός των οχημάτων Lotus.

Από την Καθημερινή, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο, εδώ.

ΛΟΤΤΟφάγοι που έχασαν τα κέρδη τους
Και γύρισαν στη φτώχεια

Στο ερώτημα «ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;» δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που θα απαντήσει αρνητικά. Διαβάζοντας, ωστόσο, ιστορίες και εξομολογήσεις ανθρώπων που κέρδισαν το ΛΟΤΤΟ, γίνεται αντιληπτό ότι τα σύνορα τύχης και ατυχίας είναι ευμετάβλητα. Η Εβελιν Ανταμς, για παράδειγμα, κέρδισε πριν από χρόνια 5,4 εκατ. δολάρια, αλλά σήμερα ζει σε τροχόσπιτο αφού δεν είπε ποτέ «όχι» σε όποιον της ζητούσε χρήματα. Ο Τζακ Γουίτακερ, που κέρδισε στις ΗΠΑ 315 εκατ. «κατόρθωσε» να τα χάσει όλα από κακές επιλογές, δωρεές και φιλανθρωπίες.

Σ.ς.: Είναι, λοιπόν, περίεργα τα παιχνίδια της κλητωρίδας.

Λοτοφάγοι. (από Khan, 24/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το «γκέο βαγκέο» ήταν παιδικό παιχνιδιάρικο επιφώνημα όπως το «Αμπεμπαμπλόμ τουκιθεμπλόμ», ή το «πού θα πας εκεί στην Βόρειο Αμερική, να δεις και τον Ερμή, που παίζει μουσική» κ.ο.κ. Λεγόταν συνήθως όταν ένα παιδί «την έφερνε» σε ένα άλλο, είχε κάτι που το πρώτο παιδί ζήλευε κ.ο.κ. Λόγω της ομοιότητας με την λέξη« γκέι», σλανγκίζεται για να δηλώσει τον ομοφυλόφιλο. Ιδίως, τον πούστη που λέγεται και Βάγγος, Βαγγέλης, Βάγγελας ή Βάγγουρας, όπως ο γνωστός γκέι ήρωας του the Slang & the Restless. (Παρεμπίπταμπλυ, ένα σύνηθες όνομα για γκέουλες).

Ασίστ: Πανούλης.

Πέρι (προς Βάγγουρα): Γκέο βαγκέο, Βάγγο, εγώ έχω γκόμενο απ' το Αμπιτζάν κι εσύ δεν έχεις! Γκέο βαγκέο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η σημασία της φράσης είναι ίδια με την πάρ' τον έναν και χτύπα τον άλλον

Αξιοσημείωτη όμως είναι η προέλευσή της, αν και δεν μπόρεσα να την διασταυρώσω.

Επί Όθωνος, σε μία δεξίωση στ' ανάκτορα, ήταν προσκεκλημένος και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Μπαίνοντας είδε δύο νέες και άγνωστες σ' αυτόν Βαυαροσκατόφατσες. Ρώτησε λοιπόν τον Αντ. Κριεζή, τον αυλάρχη, ποιοι είναι αυτοί. Ο Κριεζής του είπε:

«Πριν λίγο ήλθαν από την Βαυαρία, Μπαρτ (Burt) λέγεται ο ένας και Χέιστ (Heischt) ο άλλος.»

Και ο Γέρος, εκτιμώντας την υπηρεσία που θα προσέφεραν στην Ελλάδα, απάντησε κουνώντας το κεφάλι του:

«Κατάλαβα, πάρ' τον έναν και χέσ' τον άλλον δηλαδή...»

Αν όντως είναι έτσι, τότε η φράση πάρ' τον έναν και χτύπα τον άλλον πρέπει να προήλθε από το λογοπαίγνιο του Κολοκοτρώνη, και το χέσε έγινε χτύπα για κοσμιότερη διαγωγή.

- Ποιοι είναι αυτοί οι καινούργιοι ωρέ Αντώνη;
- Ήρθαν από την Βαυαρία Θεόδωρε. Μπαρτ ο ένας και Χέιστ ο άλλος.
- Μάλιστα, πάρ' τον έναν και χέσ' τον άλλον!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ως όργανο σλανγκίζεται κυρίως το γενετήσιο όργανο, το αιδοίον του ανδρός κυρίως, ο μπαργαλάτσος, και λιγότερο το αιδοίον της γυναικός. Από εκεί έχουμε μια σειρά σλανγκικών συνειρμών και για τις άλλες χρήσεις της λέξης από σλανγκικούς καλοθελητές. Λ.χ.

  2. Όργανον της Τάξεως είναι ο μπάτσος, ο φίλος μας το ζώο, κυρίως ο μη βαθμοφόρος αστυνόμος. Συνειρμοί με την πρώτη έννοια σημαίνουν ότι ο μπάτσος δεν έχει παρά μόνο ένα κεφάλι, το κάτω, ή ότι είναι για τον πούτσο. Έχει σλανγκιστεί ιδιαίτερα απ' τον Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους».

  3. Μουσικό όργανο. Φράσεις όπως «τι όργανο παίζεις», ή «είναι σολίστ στο τάδε όργανο» πολύ γρήγορα έγιναν κακόσημες από τους σλανγκικώς ευεπίφορους. Εξάλλου, τα πνευστά μουσικά όργανα παραπέμπουν ευκόλως σε φάσεις παιξίματος κλαρίνου, ενώ και τα κρουστά δεν είναι άμοιρα σλανγκικών υπονοουμένωνε, για κάθε είδους σκαμπίλια. Ακόμη και τα έγχορδα μπορούν να έχουν σεξουαλική χρήση, όπως κατέδειξε η χήρα του Μάο. Το κατεξοχήν όργανο, λοιπόν, είναι το πουλόφωνο ή όφωνο κι ο κοινωνικός παίκτης του λέγεται ψωλίστ, ενώ ο μοναχικός οργανοπαίκτης.

  4. Όργανο γυμναστικής, όθεν η ενόργανη γυμναστική.

  5. Οργανική και ανόργανη χημεία.

  6. Από την επιστήμη της Βιολογίας έχουμε το οργανίδιο, (δηλαδή σχηματισμό μονοκύτταρων οργανισμών ανάλογο με αυτόν που έχουν τα όργανα στους πολυκύτταρους), που σλανγκίζεται για να δηλώσει το πολύ μικρό όργανο.

  7. Τέλος, παρόμοια με την σημασία 2, μπορούν να προσλάβουν εκφράσεις, όπως «τα αρμόδια όργανα», «τα όργανα του κόμματος», «τα θεσμικά όργανα» κ.τ.ό.

Σαχλεπίσαχλοι αστεϊσμοί εις βάρος σολίστ:
- Και, αλήθεια, τι όργανο παίζεις; Το παίζεις πολλά χρόνια; Πότε το άρχισες; Και λοιπές σαχλαμπούχλες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αρχική εκδοχή του γνωμικού παραπέμπει στο εξιδανικευμένο γυναικείο πρότυπο του χθες το οποίο πλέον σώζεται μόνο στα έργα του παλαιού Ελληνικού κινηματογράφου: της γυναίκας-τιραμόλα που αφενός είχε τον άνδρα της πασά στα Γιάννενα, αφεδύο ασκούσε πλήρη κυριαρχία στο νοικοκυριό - επικράτειά της, το οποίο συνήθως συμπεριλάμβανε κάποιο σαχλοκούδουνο για δουλικό.

Οι κοινωνικές συνθήκες μετεξελίχτηκαν έκτοτε, και η «εξιδανικευμένη» γυναίκα πλέον συμμετέχει με τον άνδρα ισότιμα τόσο στον επαγγελματικό στίβο όσο και στα του οίκου τους. Ωσεκτουτού, και υπό το σημερινό slangically correct πρίσμα, η έκφραση αντικατοπτρίζει κάτι εντελώς διαφορετικό: Η καλή νοικοκυρά (όπως, άλλωστε, και ο καλός νοικοκύρης) πειραματίζεται στο κρεβάτι με παιχνίδια υποταγής με έντονα στοιχεία μαζοχισμού (Δούλα) τα οποία εναλλάσσονται quid pro quo με *οδοντωτά/αυταρχικά κόλπα *σαδιστικής φύσεως ***(Κυρά)***.

Assist: Mes

Βαγγέλας: Βρε πούστη μου τελικά τι διαφοροποιεί το Λίλιαν από όλα τα άλλα αμαρτωλά; Ασκεί μια απίστευτη γοητεία ακόμα και σε μας που συμφιλιωθήκαμε με την ομοφυλοφιλία!

Πέρι: Η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά!

Βαγγέλας: Μιλάς με γρίφους, γερομπινέ μου!

Πέρι: Το Λίλιαν είναι μια κατά Sacher-Masoch Αφροδίτη με τη Γούνα που όμως μπορεί και γαμάει και δέρνει σύμφωνα με τις παραδόσεις του Sade!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο διανομέας πίτσας.

Ο όρος ανήκει στο ρεπερτόριο αστειάτορα που επιχειρεί να γοητεύσει με φτηνά σεξουαλικά υπονοούμενα την κάθε δύσπιτση.

Βλ. επίσης: πιτσαφέρτας, πιτσαράς, πιτσαφέρνης.

«Τα πιτσοπαίδια είναι κάτι σαν τα σπυριά! Βγαίνουν την πιο ακατάλληλη στιγμή, στο πιο ακατάλληλο σημείο και σε αιφνιδιάζουν! Αν τους ρωτήσεις τι γνωρίζουν από κοκ έχουν μία απάντηση.. το στρογγυλό γλυκό σάντουιτς με σοκολάτα απ’ έξω και κρέμα μέσα! Το κακό είναι ότι για τα σπυριά υπάρχει λύση, για τα πιτσοπαίδια όχι!» Από εδώ

«Πλοτ: Το πιτσοπαίδι (δυο μέτρα, πολλά κιλά, ντιπ ληγμένος) γουστάρει, ρε γκαρντάση, να ζήσει ένα αποφοιτητικό όνειρο με την Κιμ, δηλαδή, ήμαρτον, ΚΑΛΑ ΚΑΝΕΙ, αλλά οι σλατς (όλες οι σλατς λέγονται Κιμ στο μυαλό του) δεν του κάθουνται, ή (για να το θέσω αλλέως) δεν παίζουν το παιχνίδι: μ@λακία τους), οπότε πιάνει δουλειά με το πριγιόνι και τα λοιπά […]. Η αποδέλοιπη το σκάει κακήν-κακώς, και αναλαμβάνουν δράση οι δικοί της. Κι επειδής si vis pacem para bellum, η φαμίγια εξοπλίζεται με όλα τα κουζινικά κι όλα τ’ άλλα τα καλούδια που κρύβουν και κρεμάν στους τοίχοι στ’ αμερικάνικα τα σπίτια και τα γκαράζζζ, και μπουκάρει στου ψυχακίου το σπίτι και το κάνει π@υτάνα. Και όχι μόνο το σπίτι.» Film review από εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.

  1. Calypso lit dans un mou nid au bord de l'eau.
  2. Chamonix
  3. mea colpa
  4. άβυσσος το μουνί της γυναίκας!
  5. αγαθομούνα
  6. αγαρμπομούνα
  7. αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata
  8. αιδοιόκυνος
  9. Αιδοίον πέλαγος
  10. αιδοιοφόρο
  11. αιδοιοφόρος ορίζοντας
  12. ακατάσχετη μουνορραγία
  13. άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως
  14. Αμοκάτσι ... Αμουνίκε ... Ρουφάι
  15. ανάγκη πού'χει η Μάρω, πού 'ν' το μουνί της μαύρο
  16. αναμουνή
  17. αναρχομούνι
  18. αντρικό μουνί
  19. άπατα
  20. Από τον κώλο στο μουνί, δυό δάχτυλα και κάτι τι.
  21. από φωνή... μουνάρα!
  22. αραχνομούνα
  23. αρχιμύδεια
  24. αρχοντομούνα
  25. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  26. βρακί αυτοκινήτου - εσώρουχο με τρύπα
  27. βρήκαμε μουνί, το θέλουμε και ξυρισμένο
  28. βρωμομούνα
  29. γαμώ το μουνί που σε πέταγε
  30. γαμώ το μουνί της Εύας
  31. γαμώ το μουνί της Καλιρρόης
  32. γαμώ το μουνί της οικογένειάς του!
  33. γατάκι
  34. γκαστρωμένο μου μουνί, του πούτσου μου μεζές
  35. γκόμενα με αρχίδια
  36. γλειφομούνι
  37. γλωσσίδι
  38. δαγκωτό
  39. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί ξυρίζεται
  40. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται
  41. έλα μουνί στον τόπο σου
  42. εμού του αιδοίου
  43. επική μουνάρα
  44. έχει να δεί μουνί από βάφτιση
  45. έχει πήξει το μουνί μας
  46. έχει πιξελιάσει το μουνί μας!
  47. ζαχαρομούνα
  48. Η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα
  49. η ωραία μέρα του μήνα
  50. θεομουνία
  51. θεόμουνο
  52. θρυλική μουνάρα
  53. καβλομούνα
  54. και οι παντρεμένες έχουν μουνί
  55. κάλπη
  56. καμένο ντουί
  57. καμηλό
  58. κι άμα γεράσει το μουνί, η τρύπα δεν εφράζει, μα της ψωλής τα γηρατειά είναι πικρό μαράζι
  59. κλαμμένο μουνί
  60. κλαψομούνα
  61. κουτί
  62. λεβεντομούνα
  63. λιβαδομούνι, φυλάω
  64. μαδομούνι
  65. μαλλιαρομούνα
  66. Μανάρα
  67. μαυρομούνα
  68. με υπομονή κι επιμονή, ο κώλος γίνεται μουνί
  69. μύδι
  70. μι εις τη νιοστή
  71. μινέτο
  72. -μούνα, -γκόμενα
  73. μουνάθροιση
  74. μουνάκιας
  75. μουνάντερο
  76. μουνάρα
  77. μουναρδέλι
  78. μουνάρχιδο
  79. μουνάτο
  80. μουνί απ' τα Καλάβρυτα
  81. μουνί καλλιγραφία
  82. μουνί καπέλο
  83. μουνί κλαμένο
  84. μουνί με ρύζι
  85. μουνί της λάσπης και του αγρού
  86. μουνί τραγιάσκα
  87. μουνί τσοκολάτα
  88. μουνιδάκι
  89. μουνίκακας
  90. μουνίλα
  91. Μουνιόθ
  92. Μουνιόθ Καπέλο
  93. μουνιού, του
  94. μουνισμός
  95. Μουνίτις, Πέδρο
  96. μουνίτσα
  97. μουνοβατερλώ
  98. μουνόγαλα
  99. μουνοείλωτας
  100. μουνόλυσσα
  101. μουνομάχος
  102. μουνοπλαγιά
  103. μουνοπλακέτα
  104. μουνοπλημμύρα
  105. μούνος
  106. μουνόσκυλο
  107. μουνότριχα
  108. μουνοτρύπανο
  109. μουνούχω / ευνουχομούνα / μύδουσα
  110. μουνόχειλο
  111. μούνστορμ
  112. μουνώνας
  113. μουτζό
  114. μούτι
  115. μπαγαποντοξούρα
  116. μπαγαποντοπλαστική
  117. μπαργομούνα
  118. μπερδεψομουνιά
  119. μπικίνι
  120. μπουζουκομούνι
  121. μπροστομούνα
  122. μύδι
  123. νάρα
  124. νιμού
  125. ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι
  126. ξεκωλόμουνο
  127. ξεμουνιάζω
  128. ξινομούνα
  129. ξινομουνίαση
  130. ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος
  131. οδοντογλειφίδα
  132. παλιομούνι
  133. παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι
  134. πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω
  135. πηγαδομούνα
  136. πηγάδω
  137. πήρε άδεια το μουνί να παίξει πασαβιόλα
  138. πιάνω αράχνες
  139. πινελάκι
  140. πινέλο
  141. πλακομούνα
  142. πλακομούνι
  143. πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα
  144. πουνάνι
  145. πουτόπιστος
  146. πουτσοπαγίδα
  147. πούττος
  148. πυξλαμούν
  149. ραδίκι σγουρό
  150. σάντομουνιτς
  151. σεισμομούνα
  152. σίστος / σσιήστοςσισυφομούνα
  153. σκαντζόχοιρος
  154. σκεφτόμουνα
  155. σπαθί
  156. στο μουνί μου το ιδιότροπο
  157. στρειδομούνα
  158. τεστ ντράιβ
  159. την έγλειφα και άπλυτη
  160. της έδωσα το μουνί στο φουαγιέ
  161. της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο
  162. τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής;
  163. το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει
  164. το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει
  165. το μούνι πηγάδι, της έκανα
  166. το μουνί σέρνει καράβι
  167. το μουνί στο πιάτο
  168. το μουνί της Χάιδως
  169. το μουνί το δίφορο, παίρνει τον κατήφορο.
  170. το μουνί το λένε βιόλα και τον πούτσο πασαβιόλα
  171. το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα
  172. του μουνιού το πανηγύρι
  173. Τουβλομούνα
  174. τούνελ
  175. τρε μουνι
  176. τριφασικό μουνί
  177. τρύπα
  178. βγάζω το φίδι από την τρύπα
  179. τρώω το μύδι με το τσόφλι
  180. φαρμακομούνα
  181. φλίτσι-φλίτσι
  182. χαζομούνα
  183. χαυνομούνης
  184. χοάνη
  185. χωρίστρα
  186. ψωλότσεπη
  187. ωδείο

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία